169Α. (1) Παρά τις διατάξεις των άρθρων 167, 168 και 169, κανένα πρόσωπο δεν θα θεωρείται ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται από αυτά, όταν η εγκυμοσύνη τερματίζεται με τη συναίνεση της εγκύου από ιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, όλων εγγεγραμμένων σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα και εφόσον συντρέχει μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα (12) εβδομάδες εγκυμοσύνης·
(β) η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης ενήλικης ή ανήλικης ή σεξουαλικής κακοποίησης γυναίκας με νοητική αναπηρία ή αιμομιξίας και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα (19) εβδομάδες εγκυμοσύνης και νοουμένου ότι δηλώσει ενυπόγραφα ενώπιον του ιατρού ότι η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης ή αιμομιξίας:
(γ) κατόπιν γνωμοδότησης αρμόδιου ιατρού εγγεγραμμένου με βάση τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου σύμφωνα με την οποία παρουσιάζονται, με σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση νεογνού με παθολογικά προβλήματα·
(δ) κατόπιν γνωμοδότησης αρμόδιου ιατρού εγγεγραμμένου σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου ότι υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας αυτής:
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος “ανήλικη” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο “παιδί”, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών, η οποία κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο.