31.-(1) Η δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους του παρόντος Νόμου αίτησις δι’ άδειαν είναι εν τοιούτω τύπω ως ο Οργανισμός ήθελε καθορίσει επί τη υποβολή δε της αιτήσεως ο Οργανισμός δύναται να αρνηθή την χορήγησιν αδείας ή να χορηγήση άδειαν, δύναται δε να αρνηθή να ανανεώση άδειαν τινα ή να αναστείλη ή ανακαλέση άδειαν τινα επί τω λόγω ότι ο κάτοχος αυτής (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως “ο αδειούχος”) παρέλειψε να συμμορφωθή προς ένα ή πλείονας των όρων της αδείας ή παρέβη οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή δι’ οιανδήποτε άλλην ισχυράν αιτίαν:
Νοείται ότι ο αιτούμενος άδειαν ή, αναλόγως της περιπτώσεως, ο αδειούχος κέκτηται δικαίωμα εφέσεως εις τον Υπουργόν εκ της επί τούτω αποφάσεως του Οργανισμού, η δε απόφασις του Υπουργού είναι τελεσίδικος και δεσμευτική διά τε τον Οργανισμόν και τον εφεσείοντα.
(2) Τη εγκρίσει του Υπουργού, ο Οργανισμός δύναται να ορίζη και εισπράττη τέλη παρά των αδειούχων.