19. Το γεγονός ότι μέλος τι είναι εν των συμβαλλομένων ή κέκτηται συμφέρον επί συμβάσεως συναφθείσης μετά του Οργανισμού δεν επάγεται ακυρότητα της τοιαύτης συμβάσεως, το δε μέλος ουδεμίαν υποχρέωσιν υπέχει εκ μόνου του γεγονότος ότι είναι μέλος του Οργανισμού να λογοδοτήση εις τον Οργανισμόν διά το εκ της συμβάσεως πραγματοποιηθέν υπ’ αυτού κέρδος το μέλος όμως οφείλει όπως αμελλητί γνωστοποιήση τω Οργανισμώ παν συμφέρον όπερ τούτο έχει ή κτάται εφ’ οιασδήποτε συμβάσεως, εφ’ όσον τούτο αντίκειται καθ’ οιονδήποτε τρόπον προς τα καθήκοντα αυτού ως μέλους, ουδέν δικαίωμα δε ψήφου κέκτηται εφ’ οιουδήποτε θέματος αφορώντος εις την ως είρηται σύμβασιν εάν μέλος, παρά ταύτα, ψηφίση, η ψήφος αυτού ουδόλως λαμβάνεται υπ’ όψιν:
Νοείται ότι ουδέν μέλος στερείται του δικαιώματος της ψήφου επί τινος θέματος αφορώντος εις την γενικήν πολιτικήν του Οργανισμού εφ’ οιουδήποτε ζητήματος εκ μόνου του λόγου ότι η επί τοιούτου θέματος απόφασις επηρεάζει ή δύναται να επηρεάση συμβάσεις συναφθείσας ή συναφθησομένας μεταξύ αυτού και του Οργανισμού.