57.-(1) Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να διορίζει με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υπαλλήλους του Οργανισμού οι οποίοι ενεργούν ως επιθεωρητές για τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών ή Διαταγμάτων:
Νοείται ότι, οι επιθεωρητές δε δύνανται να επιθεωρούν μονάδες, τις αιτήσεις των οποίων είχαν επιληφθεί στα πλαίσια της συνήθους άσκησης των καθηκόντων τους στον Οργανισμό.
(2) Κάθε επιθεωρητής κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του παρόντος νόμου έχει στην κατοχή του αποδεικτικό της ιδιότητας του και για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων του δύναται να:
(α) Εισέρχεται σε εύλογο χρόνο σε κτηνοτροφικά υποστατικά, με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών, την έρευνα και την επιθεώρηση αναφορικά με θέματα που εμπίπτουν εντός των αρμοδιοτήτων του Οργανισμού, για τακτικούς ελέγχους και ελέγχους όπου υπάρχουν εύλογες υποψίες για παράβαση του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού και των σχετικών Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·
(β) ελέγχει τα βιβλία και άλλα επαγγελματικά έγγραφα του δικαιούχου στα οποία είναι καταχωρημένες οι αναγκαίες πληροφορίες για την διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·
(γ) λαμβάνει φωτοαντίγραφα ή αποσπάσματα των βιβλίων και των επαγγελματικών εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·
(δ) ζητεί επί τόπου προφορικές εξηγήσεις από τους δικαιούχους ή τους νομίμους εκπροσώπους τους·
(ε) συνοδεύεται κατά τη διενέργεια των ελέγχων και επιθεωρήσεων από αρμόδιους λειτουργούς της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
(3) Για την αποτελεσματικότερη άσκηση των εξουσιών τους, οι επιθεωρητές δύνανται να επικαλούνται και να χρησιμοποιούν τη συνδρομή της Αστυνομίας ή και άλλων υπηρεσιών της Δημοκρατίας.
(4) Πρόσωπο που παρεμποδίζει τους υπαλλήλους του Οργανισμού στην εκτέλεση των καθηκόντων τους όπως προνοείται στα εδάφια (1) και (2) ή παρέχει ανακριβή ή ψευδή στοιχεία και πληροφορίες ή παρεμποδίζει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο το έργο τους διαπράττει ποινικό αδίκημα, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 12 μήνες ή με χρηματική ποινή £3.000 ή και με τις δύο αυτές ποινές.