170.—(1) Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, δυνάμει συμβάσεως ασφαλιστικού συμβούλου, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 172 του παρόντος Νόμου, ενεργεί εκ μέρους μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, έναντι προμήθειας ή αμοιβής.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ως «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών συμβούλων. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της Ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν άλλως πως προκύπτει από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός σύμβουλος» θα περιλαμβάνει και την «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων».
(4) Ο ασφαλιστικός σύμβουλος ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:
(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εκ μέρους των οποίων ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, στερείται όμως του δικαιώματος προς υπογραφή των συμβάσεων αυτών· και
(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, που έχει υπογράψει.