Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με τις Πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο—

(α) «Πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφάλισης, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής» (EEL 228 της 16.08.1973, σ. 003), όπως αυτή τροποποιήθηκε μέχρι και με την «Οδηγία 95/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1995 για την τροποποίηση των Οδηγιών 77/ 780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, των Οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζημιών, των Οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζωής, της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), με σκοπό την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας» (EEL 168 της 18.07.1995, σ. 0007),

(β) «Δεύτερη οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της Οδηγίας 73/239/ ΕΟΚ» (EEL 172 της 04.7.1998 σ. 001), όπως αυτή τροποποιήθηκε μέχρι και με την «Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των Οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής)» (EEL 228 της 11.08.1992, σ. 001),

(γ) «Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των Οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωή (EEL 228 της

11.08.1992, σ. 001), όπως αυτή τροποποιήθηκε μέχρι και με την «Οδηγία 95/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1995, για την τροποποίηση των Οδηγιών 77/780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, των Οδηγιών 73/ 239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζημιών, των Οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζωής, της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ στον τομέα του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), με σκοπό την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας» (EEL 168 της 18.07.1995, σ. 0007),

(δ) «Πρώτη Οδηγία 79/267/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής» (EEL 063 της 13.03.1979, σ. 001), όπως αυτή τροποποιήθηκε μέχρι και με την «Οδηγία 95/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1995 για την τροποποίηση των οδηγιών 77/780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, των Οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζημιών, των Οδηγιών 79/267/ ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζωής, της Οδηγίας 93/ 22/ΕΟΚ στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 85/ 611/ΕΟΚ στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), με σκοπό την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας» (EEL 168 της 18.07.1995, σ. 0007),

(ε) «Δεύτερη Οδηγία 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 1990 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση ζωής και τη θέσπιση διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της Οδηγίας 79/267/ΕΟΚ» (EEL 330 της 29.11.1990, σ. 0050), όπως αυτή τροποποιήθηκε μέχρι και με την «Οδηγία 92/96/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Νοεμβρίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής και για την τροποποίηση των Οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετική με την ασφάλεια ζωής)» (EEL 360 της 09.12.1992, σ. 0001),

(στ) «Οδηγία 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Νοεμβρίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν των πρωτασφάλιση ζωής, και για την τροποποίηση των Οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής) (EEL Ε360 της 09.12.1992, σ. 0001) όπως αυτή τροποποιήθηκε μέχρι και με την Οδηγία 95/26 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1995 για την τροποποίηση των Οδηγιών 77/780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, των Οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζημιών, των Οδηγιών 79/ 267/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζωής, της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), με σκοπό την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας» (EEL 168 της 18.07.1995, σ. 0007),

(ζ) «Οδηγία 77/92/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1976 περί των μέτρων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις δραστηριότητες πράκτορα και μεσίτη ασφαλειών (ex ομάδα 630 ΔΤΤΒ), και ιδίως περί των μεταβατικών μέτρων όσον αφορά τις δραστηριότητες αυτές» (EEL 026 της 31.01.1997, σ. 0014),

(η) «Οδηγία 84/641/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου 1984 για την τροποποίηση, όσον αφορά ιδίως την τουριστική βοήθεια, της πρώτης οδηγίας (73/239/ΕΟΚ), περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφάλισης, εκτός της ασφάλισης ζωής, και την άσκηση αυτής» (EEL 339 της 27.12.1984, σ. 0021),

(θ) «Οδηγία 87/343/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1987 για την τροποποίηση, όσον αφορά την ασφάλιση πιστώσεων και εγγυήσεων, της Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πρωτασφάλισης εκτός της ασφάλισης ζωής» (EEL 185 της 04.07.1987, σ. 0072),

(κ) «Απόφαση 91/370/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 1991 σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός από την ασφάλιση ζωής» (EEL205 της 27.07.1991, σ. 0048),

(λ) «Οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων» (EEL 374 της 31.12.1991, σ. 0007),

(μ) «Οδηγία 95/26/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1995 για την τροποποίηση των Οδηγιών 77/780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, των Οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζημιών, των Οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζωής, της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), με σκοπό την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας» (EEL 168 της 18.07.1995, σ. 0007),

(ν) «Οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1987 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας» (EEL 185 της 04.07.1987, σ. 0077),

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2002.

Ερμηνεία

2. (1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια—

«αλληλοασφαλιστικός οργανισμός» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το εδάφιο (2) του άρθρου 15 του παρόντος Νόμου·

«αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση», σημαίνει ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της στην αλλοδαπή και ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία κατόπιν άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, που της χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25, ή άρθρο 29 του παρόντος Νόμου, εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 26 του παρόντος Νόμου· σε περίπτωση εν τούτοις προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησης, ο όρος «αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση» θα σημαίνει μόνον ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της σε τρίτα Κράτη, εκτός από τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή προκειμένου περί ασφαλιστικών εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως την Ελβετική Συνομοσπονδία, και ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία κατά τα οριζόμενα στα πιο πάνω άρθρα 25 και 26 του παρόντος Νόμου·

«αλλοδαπή επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης» σημαίνει επιχείρηση με έδρα σε τρίτο κράτος, που έχει ως αντικείμενο την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης ανεξάρτητα από την νομική μορφή την οποία περιβάλλεται·

«ανεξάρτητος αναλογιστής» σημαίνει αναλογιστή που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που τίθενται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 97 του παρόντος Νόμου και προκειμένου περί εντεταλμένου αναλογιστή, ο οποίος δεν έχει οποιοδήποτε συμφέρον στις επηρεαζόμενες επιχειρήσεις·

«αντασφάλιση» σημαίνει τη δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση:

Στην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών, που είναι γνωστή ως Λλόυδς, ως αντασφάλιση νοείται και η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων εκ μέρους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης άλλης από την ένωση ασφαλιστών που είναι γνωστή ως Λλόυδς, τους οποίους εκχωρεί οποιοδήποτε μέλος της Λλόυδς. Στην έννοια της αντασφάλισης περιλαμβάνεται και η παροχή κάλυψης από αντασφαλιστική  επιχείρηση σε ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, εφόσον κάτι τέτοιο επιτρέπεται από το κράτος μέλος καταγωγής του ιδρύματος·

«αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου» σημαίνει την αντασφάλιση βάσει της οποίας η ρητή μέγιστη πιθανότητα ζημιάς, εκπεφρασμένη ως ο μέγιστος μεταβιβαζόμενος οικονομικός κίνδυνος, ο οποίος προέρχεται τόσο από σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο όσο και από τον κίνδυνο της χρονικής διάρκειας της μεταβίβασης, υπερβαίνει το ασφάλιστρο καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου κατά περιορισμένο αλλά σημαντικό ποσό, από κοινού με ένα τουλάχιστον εκ των εξής δύο χαρακτηριστικών:

(i) τη λήψη υπόψη, ρητώς και υλικώς, της αξίας του χρήματος διαχρονικώς·

(ii) την πρόβλεψη συμβατικών διατάξεων προς συγκράτηση της ισορροπίας της οικονομικής εμπειρίας μεταξύ των συμβαλλομένων διαχρονικώς για να επιτευχθεί η μεταβίβαση στοχευμένου κινδύνου.

«αντασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ασκεί μόνο αντασφαλιστικές εργασίες και έχει αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 19 και την παράγραφο (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 23 του παρόντος Νόμου·

«αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» σημαίνει κάθε επιχείρηση η οποία, αν είχε καταστατική έδρα εντός της Δημοκρατία, θα χρειαζόταν άδεια σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο.

«αντασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.» σημαίνει αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου,  περιβάλλεται μία νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο Τρίτο Παράρτημα και ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες  στη Δημοκρατία είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 32 και 35 του παρόντος Νόμου·

«αντασφαλιστική εταιρεία» [Διαγράφηκε]·

«αντιπρόσωπος για διακανονισμό απαιτήσεων» έχει την έννοια που αποδίδεται σ’ αυτό τον όρο από τους περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων  (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου)  Νόμους του 2000 έως (Αρ. 2) του 2003·

«ασφάλιση» σημαίνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών

«ασφάλιση Κλάδου Γενικής Φύσεως» ή, κατά ταυτόσημη έννοια «ασφαλιστικές εργασίες Κλάδου Γενικής Φύσεως» ή «Κλάδος Γενικής Φύσεως» σημαίνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα·

«ασφάλιση Κλάδου Ζωής» ή, κατά ταυτόσημη έννοια, «ασφαλιστικές εργασίες Κλάδου Ζωής» ή «Κλάδος Ζωής» σημαίνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Δεύτερο Παράρτημα·

«ασφάλισμα», σε συνάρτηση με ασφάλιση του Κλάδου Γενικής Φύσεως, σημαίνει το ποσό που καθίσταται πληρωτέο στον ασφαλισμένο ή άλλο δικαιούχο, και σε συνάρτηση με ασφάλιση του Κλάδου Ζωής σημαίνει το ποσό που καθίσταται πληρωτέο στον κάτοχο ασφαλιστηρίου ή άλλο δικαιούχο δυνάμει των όρων της συναφθείσας ασφαλιστικής· συμβάσεως·

«ασφαλιστήριο» σημαίνει το ασφαλιστήριο έγγραφο που αποδεικνύει τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως και εκδίδεται από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία ή, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησης, το ασφαλιστήριο έγγραφο που εκδίδεται από ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

«ασφαλιστική απαίτηση» σημαίνει κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν αγώγιμο δικαίωμα κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή από ασφαλιστική πράξη στους κλάδους διαχείρισης ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή ταμείων, εξαγοράς κεφαλαίου, παρόμοιων εργασιών με την κοινωνική ασφάλιση και τοντίνας, με αντικείμενο πρωτασφάλιση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής και των ασφαλίστρων που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση ως αποτέλεσμα μη κατάρτισης ή ακύρωσης αυτών των  ασφαλιστηρίων συμβολαίων και ασφαλιστικών πράξεων·

«ασφαλιστική επιχείρηση» ή, κατά ταυτόσημη έννοια, «ασφαλιστής», σημαίνει την κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία καθώς και κάθε άλλη επιχείρηση που έχει ως αντικείμενο την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που περιβάλλεται κατά το δίκαιο που ισχύει στο Κράτος όπου έχει την έδρα της, και περιλαμβάνει και την Ένωση Ασφαλιστών Λλόϋδς Λονδίνου καθώς και την ασφαλιστική επιχείρηση μεικτών δραστηριοτήτων·

«ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου» ή, συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.» σημαίνει ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Τρίτο Παράρτημα και ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 32 και 35 του παρόντος Νόμου·

«ασφαλιστική επιχείρηση μεικτών δραστηριοτήτων» σημαίνει την ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί εργασίες ασφάλισης και αντασφάλισης και η οποία πληροί μια από τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα υπερβαίνουν το 10% των συνολικών ασφαλίστρων της ή∙

(β) τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα υπερβαίνουν τα 50.000.000 Ευρώ ή∙

(γ) οι τεχνικές προβλέψεις που απορρέουν από την εκ μέρους της ανάληψη αντασφαλίσεων υπερβαίνουν το 10% των συνολικών τεχνικών προβλέψεων της·

«ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» σημαίνει κάθε επιχείρηση η οποία, αν είχε καταστατική έδρα εντός της Δημοκρατίας, θα χρειαζόταν άδεια σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο·

«ασφαλιστικές εργασίες» σημαίνει εργασίες ασφάλισης σε οποιοδήποτε από τους κλάδους που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο ή Δεύτερο Παράρτημα και περιλαμβάνει και τις εργασίες αντασφάλισης και αλληλοασφάλισης στους κλάδους αυτούς· ο όρος αυτός περιλαμβάνει επίσης και τις ακόλουθες εργασίες—

(α) Τη σύναψη και εκτέλεση από μια ασφαλιστική επιχείρηση συμβάσεων σε σχέση με ομόλογα εγγυήσεως πίστεως, ομόλογα εκτελέσεως συμβάσεως, ομόλογα διαχειρίσεως, ομόλογα εγγυήσεως αποφυλακίσεως, ομόλογα εκτελώνισης ή παρόμοιας φύσεως συμβάσεων εγγυήσεως, εφόσον αυτές συνάπτονται στα πλαίσια των εργασιών της ασφαλιστικής επιχείρησης με αντάλλαγμα την καταβολή ασφαλίστρου και όχι περιστασιακά σε σχέση με άλλη εργασία που ασκείται από το πρόσωπο που τις συνάπτει·

(β) τη σύναψη και εκτέλεση συμβολαίων για την καταβολή ετήσιων προσόδων, επί της ανθρώπινης ζωής·

«ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση, η οποία, ενώ δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, έχει ως κύρια δραστηριότητα την απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον     οι     εν     λόγω      θυγατρικές     είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών και μια τουλάχιστον από αυτές τις θυγατρικές επιχειρήσεις είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

«ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,  ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μεταξύ των θυγατρικών της·

«ασφαλιστική υποχρέωση», σε συνάρτηση με τις ασφαλίσεις του Κλάδου Ζωής, λογίζεται η υποχρέωση η οποία συγκεκριμενοποιείται σε ένα από τους κλάδους ασφαλίσεων που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Δεύτερο Παράρτημα ή σε ένα από τα είδη εργασιών, που αναφέρονται στους ορισμούς των κλάδων αυτών, όπως οι ορισμοί αυτοί καθορίζονται στο παρόν άρθρο·

«ασφαλιστική σύμβαση» σημαίνει σύμβαση διεπόμενη από τον περί Συμβάσεων Νόμο, που συνάπτεται μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και ενός ή περισσότερων ασφαλισμένων, ανεξάρτητα εάν εκδίδεται ασφαλιστήριο έγγραφο ή όχι, αναφορικά με την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης σε ένα ή περισσότερους κλάδους, από αυτούς που διαλαμβάνονται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο·

«ασφαλιστικός κίνδυνος» λογίζεται ο κίνδυνος ο οποίος συγκεκριμενοποιείται σε έναν από τους κλάδους ασφαλίσεων που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα ή σε ένα από τα είδη εργασιών, που αναφέρονται στους ορισμούς των κλάδων αυτών, όπως οι ορισμοί αυτοί καθορίζονται στο παρόν άρθρο·

«Βοηθός Έφορος Ασφαλίσεων» ή συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «Βοηθός Έφορος», σημαίνει τον κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ασκούντα καθήκοντα Βοηθού Εφόρου Ασφαλίσεων δημόσιο λειτουργό·

«γενικός αντιπρόσωπος» σημαίνει γενικό αντιπρόσωπο αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, που ορίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 56, γενικό αντιπρόσωπο της Ένωσης Ασφαλιστών Λλόϋδς Λονδίνου, που ορίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 57, γενικό αντιπρόσωπο κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. ή γενικό αντιπρόσωπο ασφαλιστικής επιχείρησης Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στη Δημοκρατία, που ορίζονται κατά τις διατάξεις του εδαφίου (2) ή (3) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου·

«δέσμια αντασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει αντασφαλιστική επιχείρηση που ανήκει είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ομίλων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων οι οποίοι υπάγονται στην συμπληρωματική εποπτεία των εδαφίων (2), (3), (4) και (5) του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου, είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση με σκοπό την παροχή αντασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου η δέσμια επιχείρηση είναι μέλος·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«διαδικασία εκκαθάρισης» ή κατά ταυτόσημη έννοια “εκκαθάριση”, σημαίνει τη διαδικασία εκκαθάρισης κατά τα οριζόμενα στο Μέρος V του περί Εταιρειών Νόμου, και περιλαμβάνει τις συλλογικές διαδικασίες που αναφέρονται στο Μέρος ΧΙ.

«διαμεσολαβητής» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί έναντι προμηθείας ή  αμοιβής εργασίες διαμεσολάβησης και έχει εγγραφεί σε ένα από τα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου·

«διαχειριστής» σημαίνει τον Έφορο Ασφαλίσεων, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο, στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει η διαχείριση μέτρων εξυγίανσης.

«διευθύνοντες» σημαίνει τα καθοριζόμενα στα άρθρα 53, 54 και 55 του παρόντος Νόμου πρόσωπα·

«Δικαστήριο» σημαίνει το κατά νόμο αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας-

«εγγυητικό κεφάλαιο» σημαίνει το προβλεπόμενο στο άρθρο 69 του παρόντος Νόμου εγγυητικό κεφάλαιο-

«εγκατάσταση» λογίζεται η έδρα, καθώς και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης· σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, προς υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία θα εξομοιώνεται κάθε μόνιμη παρουσία μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στο έδαφος Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., έστω και αν αυτή η παρουσία δεν έχει λάβει τη μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας αλλά ασκείται μέσω απλού γραφείου, το οποίο διευθύνεται από προσωπικό της ίδιας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή από ανεξάρτητο πρόσωπο εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση αυτή, όπως θα ενεργούσε ένα υποκατάστημα ή μια αντιπροσωπεία-

«εγκεκριμένος ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει τα προσόντα για διορισμό ως ελεγκτής εταιρείας δυνάμει των άρθρων 155  έως 155ΣΤ του περί Εταιρειών Νόμου.

«εγκεκριμένες επενδύσεις» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 79 του παρόντος Νόμου·

«ειδική συμμετοχή» σημαίνει την κατοχή, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστο δέκα τοις εκατό (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή κάθε άλλη δυνατότητα άσκησης ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης, στην οποία υπάρχει συμμετοχή- για το σκοπό εφαρμογής του ορισμού «ειδική συμμετοχή», λαμβάνονται υπόψη και τα δικαιώματα που αναγράφονται στο άρθρο 142 του παρόντος Νόμου-

«εκκαθαριστής» σημαίνει το πρόσωπο που διορίζεται από το Δικαστήριο κατά το άρθρο 158 ή, σε περίπτωση προσωρινού εκκαθαριστή από τον Έφορο Ασφαλίσεων κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 157, για να διαχειρίζεται τις διαδικασίες εκκαθάρισης και περιλαμβάνει εκκαθαριστή κατά τις διατάξεις του  περί Εταιρειών Νόμου.

«ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας» ή κατά ταυτόσημη έννοια, «απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας σημαίνει το κατά νόμο απαιτούμενο ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, όπως αυτό καθορίζεται στα άρθρα 67, 68, 68 Α και 73 του παρόντος Νόμου-

«έλεγχος» λογίζεται η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρείας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου, ή οποιαδήποτε παρεμφερής σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης·

«εμπιστευτικές πληροφορίες» σημαίνει κάθε πληροφορία που δεν περιέχεται σε μητρώο ή αρχείο στο οποίο κατά νόμο έχει πρόσβαση το κοινό ή κάθε άλλη πληροφορία που δεν είναι άλλωσπως δημόσια γνωστή·

«εντεταλμένος αναλογιστής» σημαίνει αναλογιστή που ασκεί καθήκοντα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 97 ή στο άρθρο 98 του παρόντος Νόμου·

«Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου» ή συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «Λλόυδς» σημαίνει την Ένωση Ασφαλιστών που λειτουργεί στο Ηνωμένο Βασίλειο·

«Eπίσημος Παραλήπτης» σημαίνει τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο.

«Επιτροπή» σημαίνει την προβλεπόμενη στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου Συμβουλευτική Επιτροπή Ασφαλίσεων·

«εργασίες διαμεσολάβησης» σημαίνει τις δραστηριότητες οι οποίες συνίστανται είτε στην παρουσίαση, πρόταση προπαρασκευή σύμβασης ασφάλισης ή αντασφάλισης, είτε στην σύναψη σύμβασης ασφάλισης ή αντασφάλισης, είτε στην παροχή βοήθειας κατά τη διαχείριση και εκτέλεση σύμβασης ασφάλισης ή αντασφάλισης, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.

«εσωτερικός αναλογιστής» σημαίνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 59 του παρόντος Νόμου αναλογιστή·

«εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση, εκτός από την κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία, η οποία, μαζί με τις θυγατρικές της, από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. ή πιστωτικό ίδρυμα, κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και άλλες οντότητες, συνιστά χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Έφορος Ασφαλίσεων» ή συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «Έφορος» σημαίνει τον κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ασκούντα καθήκοντα Εφόρου Ασφαλίσεων δημόσιο λειτουργό·

«Έφορος Εταιρειών» σημαίνει τον Επίσημο Παραλήπτη και Έφορο, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 2 του περί Εταιρειών Νόμου·

«Ε.Ο.Χ.» σημαίνει τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·

«Ε.Π.Ε.Υ.» σημαίνει επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την έννοια που ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στους περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμους του 2002 έως (Αρ. 2) του 2003·

«Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή που συγκροτήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή που συγκροτήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Eurostat» σημαίνει τη Στατιστική Υπηρεσία της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που είναι αρμόδια για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Επιτροπή σχετικά με την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών·

«θυγατρική επιχείρηση» σημαίνει  τη θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και επιχείρηση επί της οποίας, σύμφωνα με τη γνώμη του Εφόρου, η μητρική επιχείρηση ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή. Όλες οι θυγατρικές άλλων θυγατρικών επιχειρήσεων θεωρούνται επίσης θυγατρικές της αρχικής μητρικής επιχείρησης·

«ισοτιμία λίρας Κύπρου Ευρώ» σημαίνει τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ λίρας Κύπρου και Ευρώ κατά την 31η Οκτωβρίου έκαστου έτους όπως αυτή εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και αφορά τη μέση τιμή και όταν η ημέρα αυτή είναι τραπεζική αργία, λαμβάνεται υπόψη η συναλλαγματική ισοτιμία της αμέσως προηγούμενης εργάσιμης ημέρας·

«καθορισμένο τέλος» σημαίνει τέλος καθορισμένο με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«καθορισμένος τύπος» σημαίνει τύπος καθορισμένος με απόφαση του Εφόρου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και ισχύει από της δημοσιεύσεώς της·

«κεφάλαιο κινδύνου» σημαίνει το ποσό το οποίο καθίσταται πληρωτέο σε περίπτωση θανάτου μείον το μαθηματικό απόθεμα του βασικού κινδύνου και αφορά ασφαλίσεις που εμπίπτουν στον Κλάδο Ζωής·

«κλάδος αεροσκαφών» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται αεροσκάφη ή τα μηχανήματα, εξαρτήματα, έπιπλα ή ο εξοπλισμός τους·

«κλάδος άλλης ζημιάς σε περιουσιακά στοιχεία» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με οποιαδήποτε ζημιά σε περιουσιακά στοιχεία, με εξαίρεση των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία προσφέρεται κάλυψη κάτω από τους κλάδους 3 έως 7 που αναφέρονται στο Πρώτο Παράρτημα, η οποία προκλήθηκε από χαλάζι ή παγετό ή άλλη αιτία και που δεν υπάγεται στον κλάδο 8 που αναφέρεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα·

«κλάδος ασθενειών» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με παροχές κατ' αποκοπή, περιοδικές παροχές αποζημιώσεων, ή συνδυασμό τους, έναντι κινδύνων ή απωλειών προς τους ασφαλισμένους, που αποδίδονται σε ασθένεια ή ανικανότητα, εξαιρουμένων όμως ασφαλιστηρίων που εμπίπτουν στον κλάδο ασφάλισης υγείας, που αναφέρεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Δεύτερο Παράρτημα·

«κλάδος ασφάλισης ζωής» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση των ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με—

(α) Ασφαλίσεις επί της ανθρώπινης ζωής που περιλαμβάνει ασφαλίσεις επιβίωσης μέχρι ορισμένης ηλικίας, θανάτου, μικτές, θανάτου και επιβίωσης μέχρι ορισμένης ηλικίας, καθώς και ασφάλιση ζωής με επιστροφή του ασφαλίστρου·

(β) ασφαλίσεις ετήσιων προσόδων· και

(γ) ασφαλίσεις σωματικών βλαβών (στις οποίες περιλαμβάνεται και η ανικανότητα για επαγγελματική εργασία), θανάτου από ατύχημα, αναπηρίας από ατύχημα και ασθένειας, εφόσον οι ασφαλίσεις αυτές συνάπτονται συμπληρωματικά υπό τύπο προσαρτήματος στις ασφαλίσεις ζωής που αναφέρονται στο (α) και (β) πιο πάνω·

«κλάδος ασφαλίσεων ζωής συνδεδεμένων με επενδύσεις» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με τον κλάδο ασφάλισης ζωής (εκτός της περίπτωσης (γ) του ορισμού του κλάδου) και ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με τον κλάδο γάμου και γεννήσεως, που είναι συνδεδεμένες με επενδύσεις·

«κλάδος ασφάλισης υγείας» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων για προσφορά καθορισμένων ωφελημάτων σε σχέση με κινδύνους που διατρέχουν πρόσωπα να καταστούν ανίκανα από τραυματισμό ως αποτέλεσμα ατυχήματος ή ως αποτέλεσμα ατυχήματος συγκεκριμένης φύσεως ή ασθένειας ή αναπηρίας οι οποίες συμβάσεις—

(α) έχουν χρονική διάρκεια όχι μικρότερη των πέντε ετών ή μέχρι την κανονική ηλικία αφυπηρέτησης των προσώπων στα οποία αφορούν ή που δεν καθορίζουν χρονική διάρκεια· και

(β) είτε δε δύνανται να τερματισθούν μονομερώς από την ασφαλιστική επιχείρηση είτε δύνανται να τερματισθούν μονομερώς μόνο σε ειδικές περιπτώσεις που καθορίζονται στα ασφαλιστήρια·

«κλάδος ατυχημάτων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με παροχές κατ' αποκοπή, περιοδικές παροχές αποζημιώσεων, ή συνδυασμό τους, έναντι κινδύνων του ιδίου του ασφαλισμένου ή των προσώπων προς όφελος των οποίων η ασφαλιστική σύμβαση έχει συναφθεί, και περιλαμβάνει ασφαλιστικές συμβάσεις που αφορούν επαγγελματικές ασθένειες και τραυματισμό από εργατικά ατυχήματα, εξαιρουμένων των ασφαλιστικών συμβάσεων που εμπίπτουν στον κλάδο ασθενειών που αναφέρεται στο Πρώτο Παράρτημα και στον κλάδο ασφάλισης υγείας που αναφέρεται στο Δεύτερο Παράρτημα·

«κλάδος βοήθειας» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με πρόσωπα που περιέρχονται σε δυσχερή θέση κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσίας από την κατοικία ή από τον τόπο διαμονής τους, όπως ο κλάδος αυτός περιγράφεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα, Μέρος Γ·

«κλάδος γάμου και γεννήσεως» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους που προβλέπουν την καταβολή ενός χρηματικού ποσού κατά το γάμο ή κατά τη γέννηση παιδιού·

«κλάδος γενικής ευθύνης» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις ασφάλισης κινδύνων που αφορούν στην ευθύνη των ασφαλισμένων προσώπων έναντι τρίτων και για τις οποίες δεν προσφέρεται κάλυψη κάτω από τους κλάδους 10, 11 και 12, που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα·

«κλάδος διαχείρισης ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή ταμείων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων—

(α) σε σχέση με τη διαχείριση επενδύσεων και ειδικότερα των περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν τα αποθέματα οργανισμών τα οποία καταβάλλουν πληρωμές σε περίπτωση θανάτου, επιβίωσης, διακοπής ή περιορισμού της επαγγελματικής δραστηριότητας των συμμετεχόντων και

(β) του τύπου που αναφέρεται στην περίπτωση (α), όταν αυτό συνδέεται με ασφαλιστικές συμβάσεις που καλύπτουν είτε τη διατήρηση κεφαλαίου είτε την πληρωμή ελάχιστου επιτοκίου·

«κλάδος εγγυήσεων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με κάλυψη που παρέχεται από την ασφαλιστική επιχείρηση για τον κίνδυνο μη εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης του ασφαλισμένου η οποία παρέχεται υπό μορφή—

(α) άμεσων εγγυήσεων

(β) έμμεσων εγγυήσεων (όπως τα συμβόλαια πιστωτικών ομολόγων, ομόλογα εκτέλεσης, διαχειριστικά ομόλογα, ομόλογα αποφυλάκισης)·

«κλάδος εξαγοράς κεφαλαίου» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων που βασίζονται σε αναλογιστικούς υπολογισμούς με βάση τους οποίους αναλαμβάνονται υποχρεώσεις για ορισμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένο ποσό, έναντι εφάπαξ ή περιοδικών προκαθορισμένων καταβολών

«κλάδος ευθύνης από αεροσκάφη» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά που προκαλείται από ή σε σχέση με τη χρήση αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένων και των κινδύνων έναντι τρίτων και της ευθύνης του μεταφορέα·

«κλάδος ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά που προκαλείται από ή σε σχέση με τη χρήση μηχανοκίνητου οχήματος στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων και των κινδύνων έναντι τρίτων και της ευθύνης του μεταφορέα·

«κλάδος ευθύνης από σκάφη» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά που προκαλείται από ή σε σχέση με τη χρήση σκαφών που διακινούνται σε θάλασσες ή λίμνες ή ποταμούς ή και κανάλια, συμπεριλαμβανομένων και των κινδύνων έναντι τρίτων και της ευθύνης του μεταφορέα·

«κλάδος νομικής προστασίας» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με την ανάληψη δικαστικών και άλλων νομικών εξόδων, όπως ο κλάδος αυτός περιγράφεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα, Μέρος Δ·

«κλάδος οικονομικής απώλειας ποικίλης φύσεως» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή κίνδυνο που προκύπτει από επαγγελματική απασχόληση, γενική ανεπάρκεια εισοδήματος, κακοκαιρία, απώλεια ωφελημάτων, τρέχοντα γενικά έξοδα, απρόβλεπτες εμπορικές δαπάνες και άλλες έμμεσες εμπορικές ζημιές, απώλεια αγοραίας αξίας, απώλεια μισθωμάτων ή εισοδημάτων, μη εμπορικές οικονομικές απώλειες και λοιπές οικονομικές απώλειες·

«κλάδος ομαδικών προγραμμάτων πρόνοιας» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με καλύψεις που προσφέρονται σύμφωνα με το Κεφάλαιο I, τίτλος IV του βιβλίου IV του «Γαλλικού Κώδικα Ασφαλίσεων»·

«κλάδος μεταφερόμενων εμπορευμάτων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται εμπορεύματα ή αποσκευές ή άλλα αγαθά κατά τη διαμετακόμισή τους, ανεξάρτητα από το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά·

«κλάδος παρόμοιων εργασιών με την κοινωνική ασφάλιση» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με εργασίες που συνδέονται με τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και οι οποίες καθορίζονται ή προβλέπονται από τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι εργασίες αυτές βασίζονται σε ιδιωτική σύμβαση, γίνονται με ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης και δεν προσκρούουν σε άλλες διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας·

«κλάδος πιστώσεων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με κινδύνους απώλειας ή ζημιάς που υφίσταται ασφαλισμένος ως αποτέλεσμα της αποτυχίας ενός ή περισσότερων χρεωστών του να εξοφλήσουν τα χρέη τους όταν καταστούν πληρωτέα και περιλαμβάνει γενική αφερεγγυότητα, πωλήσεις με δόσεις, εξαγωγικές, ενυπόθηκες και αγροτικές πιστώσεις·

«κλάδος πλοίων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται πλοία που διακινούνται σε θάλασσες ή λίμνες ή ποταμούς ή και κανάλια καθώς και ζημιά ή απώλεια που υφίστανται τα μηχανήματα, τα εξαρτήματα, τα έπιπλα ή ο εξοπλισμός τέτοιου είδους σκαφών·

«κλάδος πυρκαγιάς και στοιχείων της φύσεως» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται περιουσιακά στοιχεία, (με εξαίρεση τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία προσφέρεται κάλυψη κάτω από τους κλάδους 3 έως 7 που αναφέρονται στο Πρώτο Παράρτημα) εφόσον προξενήθηκε από πυρκαγιά, έκρηξη, θύελλα , άλλα στοιχεία της φύσεως εκτός από τη θύελλα, πυρηνική ενέργεια ή καθίζηση εδάφους·

«κλάδος σιδηροδρομικών οχημάτων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται σιδηροδρομικά οχήματα ή τα μηχανήματα, εξαρτήματα, έπιπλα ή ο εξοπλισμός τους·

«κλάδος τοντίνας» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων δυνάμει των οποίων ένας αριθμός ατόμων καταβάλλει συνεισφορές για την από κοινού κεφαλαιοποίησή τους και τη διανομή του δημιουργούμενου κεφαλαίου στο τέλος μιας προκαθορισμένης από το σχέδιο περιόδου μεταξύ των επιζώντων ή άλλων δικαιούχων, όπως ο κλάδος αυτός περιγράφεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Δεύτερο Παράρτημα, Μέρος Β·

«κλάδος χερσαίων οχημάτων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται χερσαία οχήματα, αυτοκινούμενα ή μη, εξαιρουμένων των σιδηροδρομικών·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης ή συμβαλλόμενο μέρος του Ε.Ο.Χ.

«Κράτος Μέλος εγκατάστασης» λογίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου έχει εγκατάσταση η ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία καλύπτει ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις ή η αντασφαλιστική επιχείρηση·

«Κράτος Μέλος καταγωγής» λογίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου έχει την έδρα της η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία καλύπτει ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις και, το οποίο έχει χορηγήσει την άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις ισχύουσες σε αυτό νομοθετικές διατάξεις·

«κράτος μέλος καταγωγής διαμεσολαβητή» λογίζεται

(α)  Εάν ο διαμεσολαβητής είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου όπου, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους, βρίσκεται η καταστατική έδρα του νομικού προσώπου ή η κεντρική του διοίκηση, ή

(β) εάν ο διαμεσολαβητής είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου στο οποίο κατοικεί το φυσικό πρόσωπο και στο οποίο ασκεί τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

«Κράτος Μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος» λογίζεται—

(α) Το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία, όταν η ασφάλιση αφορά ακίνητα ή ακίνητα και το περιεχόμενο τους, όταν το περιεχόμενο αυτό καλύπτεται από το ίδιο ασφαλιστήριο· ή

(β) το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου εγγράφεται μηχανοκίνητο όχημα οποιουδήποτε τύπου, όταν η ασφάλιση αφορά τέτοιο όχημα· ή

Νοείται ότι όταν το μηχανοκίνητο όχημα αποστέλλεται από ένα Κράτος Μέλος σε άλλο, αμέσως μετά την αποδοχή της παράδοσης από τον αγοραστή και για χρονικό διάστημα τριάντα ημερών, Κράτος Μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος θεωρείται το Κράτος Μέλος προορισμού, ακόμη και αν το όχημα δεν έχει ταξινομηθεί επισήμως στο Κράτος αυτό·

(γ) το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου ο ασφαλισμένος συνήψε ασφαλιστήριο διάρκειας μικρότερης από ή ίσης με τέσσερις μήνες, το οποίο παρέχει κάλυψη κινδύνων που αφορούν ταξίδια ή διακοπές ανεξαρτήτως κλάδου· ή

(δ) το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, το Κράτος όπου το νομικό αυτό πρόσωπο έχει εγκατάσταση, στην οποία αφορά το ασφαλιστήριο, εφόσον στο ασφαλιστήριο δεν γίνεται ρητή αναφορά σε μια από τις προηγούμενες περιπτώσεις·

«Κράτος Μέλος παροχής υπηρεσιών» λογίζεται, σε ότι αφορά τις ασφαλίσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως, το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στο οποίο ευρίσκεται ο κίνδυνος, εφόσον ο κίνδυνος αυτός καλύπτεται από ασφαλιστική επιχείρηση που δεν έχει εγκατάσταση στο κράτος αυτό και σε ότι αφορά τις ασφαλίσεις του Κλάδου Ζωής, το Κράτος της ασφαλιστικής υποχρέωσης, εφόσον η υποχρέωση αυτή αναλαμβάνεται από ασφαλιστική επιχείρηση που δεν έχει εγκατάσταση στο κράτος αυτό·

«Κράτος Μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης» λογίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στο οποίο ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, το κράτος στο οποίο ευρίσκεται η εγκατάσταση του νομικού προσώπου, στην οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο·

«κράτος μέλος υποδοχής διαμεσολαβητή» λογίζεται το κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου όπου ο διαμεσολαβητής ιδρύει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες.

«Κράτος Μέλος υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας ή Κράτος Μέλος υποδοχής» σημαίνει το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή το Κράτος Μέλος του Ε.Ο.Χ. στο οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία ή παρέχει υπηρεσίες·

«κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία» ή, συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «ασφαλιστική εταιρεία» σημαίνει την ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της στη Δημοκρατία, συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος και του περί Εταιρειών Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15, και κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 18 έως 22 του παρόντος Νόμου·

«μεγάλοι κίνδυνοι» σημαίνει—

(α) τους κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο σιδηροδρομικών οχημάτων, στον κλάδο αεροσκαφών, στον κλάδο πλοίων, στον κλάδο μεταφερόμενων εμπορευμάτων, στον κλάδο ευθύνης από αεροσκάφη και στον κλάδο ευθύνης σκαφών· ή

(β) τους κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο πιστώσεων και στον κλάδο εγγυήσεων, όταν ο ασφαλισμένος ασκεί κατ' επάγγελμα βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και ο κίνδυνος σχετίζεται με τη δραστηριότητα αυτή· ή

(γ) τους κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο χερσαίων οχημάτων, στον κλάδο πυρκαγιάς και στοιχείων της φύσεως, στον κλάδο άλλης ζημιάς σε περιουσιακά στοιχεία, στον κλάδο γενικής ευθύνης και στον κλάδο οικονομικής απώλειας γενικής φύσεως, εφόσον ο ασφαλισμένος υπερβαίνει αριθμητικά τα όρια δύο τουλάχιστον από τα πιο κάτω κριτήρια:

(i) σύνολο ισολογισμού: το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των 6.2 εκατομμυρίων Ευρώ·

(ii) καθαρό ποσό κύκλου εργασιών: το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των 12.8 εκατομμυρίων Ευρώ·

(iii) μέσος αριθμός απασχολούμενων προσώπων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους: 250·

η συνδρομή των πιο πάνω κριτηρίων, εάν ο ασφαλισμένος μετέχει σε σύνολο επιχειρήσεων που καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, ελέγχεται βάσει των ενοποιημένων αυτών λογαριασμών

«μέθοδος Zillmer» σημαίνει τη διαδικασία που ακολουθείται σε μια αναλογιστική εκτίμηση με βάση την οποία έξοδα πρόσκτησης εργασίας του Κλάδου Ζωής δύνανται να μειώσουν το μαθηματικό απόθεμα ασφαλιστικής συμβάσεως κατά την πρώτη αναλογιστική εκτίμησή του·

«μέτρα εξυγίανσης» σημαίνει μέτρα που συνεπάγονται οποιαδήποτε παρέμβαση του Εφόρου Ασφαλίσεων ή του δικαστηρίου και που έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση ασφαλιστικής επιχείρησης και, τα οποία είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα άλλων συμβαλλομένων μερών και όχι αυτής καθ’αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης, περιλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων και των μέτρων που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 65 και στα εδάφια (1), (2)  και (3) του άρθρου 71.

«μητρική επιχείρηση» σημαίνει  τη μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη του Εφόρου, ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης·

«νομισματική αντιστοιχία» σημαίνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις (underwriting liabilities) αντιπροσωπεύονται από περιουσιακά στοιχεία εκφρασμένα ή ρευστοποιήσιμα στο ίδιο νόμισμα, στο οποίο είναι εκφρασμένες οι υποχρεώσεις αυτές, κατά τα οριζόμενα στο Μέρος II του Τέταρτου Παραρτήματος, που συνάπτεται στον παρόντα Νόμο·

«Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων» σημαίνει τις Oδηγίες που εκδίδονται από τον ΄Εφορο δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 5, για σκοπούς ρύθμισης της συμπληρωματικής εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και Ε.Π.Ε.Υ. που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων·

«όμιλος» σημαίνει τον όμιλο επιχειρήσεων, ο οποίος αποτελείται από μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες, στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή, καθώς και οι  επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχουν τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση, κατόπιν σύμβασης ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα αποτελούνται κατά πλειοψηφία, κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών, από τα ίδια πρόσωπα·

«oργανωμένη αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από τους περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμων του 2002 έως (Αρ.4) του 2003.

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει τράπεζα με την έννοια που ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 μέχρι 2004, και συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά τα οριζόμενα στους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους του 1985 μέχρι 2004, και περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί δυνάμει αντίστοιχου νόμου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«σταθερό υπόθεμα» σημαίνει κάθε μέσο που παρέχει στον ασφαλισμένο ή στον ενδιαφερόμενο για την σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες, που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά, για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα και που επιτρέπει την αμετάβλητη αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών. Σταθερό υπόθεμα συνιστούν, εκτός των άλλων, δισκέτες, CD-ROM, DVD και ο σκληρός δίσκος του ηλεκτρονικού υπολογιστή του ασφαλισμένου ή του ενδιαφερόμενου για την σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης όπου αποθηκεύεται το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ενώ δεν συμπεριλαμβάνονται οι ιστοσελίδες του Διαδικτύου, εκτός εάν μια τέτοια ιστοσελίδα πληροί τα κριτήρια της προηγουμένης πρότασης.

«στενοί δεσμοί» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το εδάφιο (4) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου·

«συμμετέχουσα επιχείρηση» σημαίνει  την επιχείρηση, η οποία είναι, είτε μητρική επιχείρηση ή άλλη επιχείρηση που διαθέτει συμμετοχή, είτε επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με άλλη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί   με   την   επιχείρηση   αυτή    υπό    ενιαία διεύθυνση κατόπιν συμβάσεως ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα να αποτελούνται  κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπα·

«συμμετοχή» σημαίνει την κατοχή δικαιωμάτων στο κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων, ενσωματωμένα σε τίτλους ή όχι, τα οποία, δημιουργώντας διαρκή δεσμό ανάμεσα σε δύο επιχειρήσεις, προορίζονται να συμβάλουν στις δραστηριότητες της επιχείρησης αυτής ή την  άμεση ή έμμεση κατοχή ποσοστού μεγαλύτερου ή ίσου του είκοσι τοις εκατόν (20%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μίας επιχείρησης·

«συνδεδεμένη επιχείρηση» σημαίνει τη θυγατρική ή άλλη επιχείρηση, στην οποία υπάρχει συμμετοχή ή επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με άλλη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν συμβάσεως ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα να αποτελούνται κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπα·

«τεχνικά αποθέματα» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό τα άρθρα 61, 62 και 72 του παρόντος Νόμου, αναλόγως της περιπτώσεως·

«τρίτη χώρα» σημαίνει κράτος άλλο από τη Δημοκρατία ή κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου·

«υγιείς ασφαλιστικές αρχές» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό τα εδάφια (2) έως (4) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου·

«Υπηρεσία» σημαίνει την Υπηρεσία Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών του Υπουργείου Οικονομικών

«υποκατάστημα» σημαίνει κάθε πρακτορείο ή υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών της Δημοκρατίας.

«φορέας ειδικού σκοπού» σημαίνει οποιαδήποτε επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αναλαμβάνει κινδύνους από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και χρηματοδοτεί πλήρως την έκθεσή της στους ως άνω κινδύνους με τις εισπράξεις από ασφάλιση χρέους ή κάποιον άλλον χρηματοδοτικό μηχανισμό όπου τα δικαιώματα επιστροφής των παροχών αυτού του χρέους ή άλλου χρηματοδοτικού μηχανισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις αντασφάλισης αυτού του φορέα·

«χρηματοπιστωτική επιχείρηση» σημαίνει έναν εκ των κάτωθι οργανισμών:

(i) πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επικουρικής τραπεζικής υπηρεσίας κατά την έννοια των περί  των Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2005 και των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 μέχρι 2007,

(ii) ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του παρόντος Νόμου,

(iii) εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007,

(iv) ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας κατά την έννοια του παρόντος Νόμου·

«χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων» σημαίνει, τηρουμένων των Οδηγιών του ομίλου χρηματοπιστωτικού  ετερογενών δραστηριοτήτων και που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στα κατώτατα όρια προσδιορισμού ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, τον όμιλο ή τον υπόλοιπο ομίλου που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Επικεφαλής του ομίλου είναι τράπεζα, ασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας ή τουλάχιστον μία από τις θυγατρικές του ομίλου είναι τέτοια οντότητα·

(β) εφόσον  επικεφαλής  του  ομίλου είναι τράπεζα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. ή αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας και πρόκειται, είτε για μητρική επιχείρηση επιχειρήσεως του χρηματοπιστωτικού τομέα, είτε για επιχείρηση που κατέχει συμμετοχή σε επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, είτε για επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση, κατόπιν σύμβασης ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα αποτελούνται κατά πλειοψηφία, κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών, από τα ίδια πρόσωπα·

(γ) εφόσον δεν είναι επικεφαλής του ομίλου τράπεζα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. ή αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, οι δραστηριότητες του ομίλου ασκούνται κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά την έννοια των Οδηγιών χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων·

(δ)  μία τουλάχιστον από τις οντότητες του ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών· και

(ε)  τόσο οι ενοποιημένες ή/και αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου στον ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό τομέα, όσο και οι ενοποιημένες ή/και αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, είναι ουσιώδεις κατά την έννοια των Οδηγιών χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων.

(2) Όπου γίνεται αναφορά στο παρόντα Νόμο σε ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση η αναφορά αυτή περιλαμβάνει και την αντασφαλιστική επιχείρηση και όπου γίνεται αναφορά σε ασφαλιστικές εργασίες, η αναφορά αυτή περιλαμβάνει και αντασφαλιστικές εργασίες:

Νοείται ότι η διάταξη του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζεται στα άρθρα 2, 21, 38Α, 67, 68, 86, 91,100,102,103,104,105, 106,112, 113,113Α, 113Β, 122 Α, 134 και 210·

Πεδίο εφαρμογής

3.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου αυτού, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου διέπουν—

(α) Την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών εντός και εκτός της Δημοκρατίας από κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες, περιλαμβανομένων και των αλληλοασφαλιστικών οργανισμών και των αντασφαλιστικών εταιρειών

(β) την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών εντός της Δημοκρατίας από αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις·

(γ) την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες εγγράφονται στη Δημοκρατία δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, είτε ως κυπριακές είτε ως αλλοδαπές, αλλά ασκούν ασφαλιστικές εργασίες αποκλειστικά εκτός της Δημοκρατίας·

(δ) σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών εντός της Δημοκρατίας από ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ή από ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελβετική Συνομοσπονδία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης μόνο για ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως· και

(ε) την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης.

(2) Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο (γ) του προηγούμενου εδαφίου ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται, εκτός αν άλλωσπως προκύπτει από το κείμενο, κατά πάντα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου εξαιρούνται—

(α) Η ασφάλιση που ασκείται από τη Δημοκρατία ή για λογαριασμό της Δημοκρατίας, καθώς και η ασφάλιση εξαγωγών για λογαριασμό της Δημοκρατίας ή με την εγγύηση της Δημοκρατίας·

(β) η άσκηση εργασιών από εταιρείες ή επιχειρήσεις που πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) ασκούν μόνον εργασίες του κλάδου βοηθείας, όπως αυτές καθορίζονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα·

(ii) η δραστηριότητά τους αυτή ασκείται σε καθαρά τοπικά πλαίσια επαρχίας και παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε είδος μόνο· και

(iii) τα ετήσια έσοδά τους από την παροχή των υπηρεσιών βοηθείας δεν υπερβαίνουν το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των 200.000 Ευρώ· και

(γ) οι προβλεπόμενοι στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 22 αλληλοασφαλιστικοί οργανισμοί·

(δ) η αντασφάλιση που ασκείται από  τη Δημοκρατία ή την οποία εγγυάται πλήρως η Δημοκρατία, όταν η τελευταία ενεργεί, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, με την ιδιότητα του αντασφαλιστή τελευταίου βαθμού, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων που ο ρόλος αυτός απαιτείται από τις συνθήκες της αγοράς, λόγω των οποίων καθίσταται ανέφικτη η απόκτηση επαρκούς κάλυψης από επιχειρήσεις της αγοράς.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ - ΕΦΟΡΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ - ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Αρμόδια εποπτική αρχή. Έφορος Ασφαλίσεων

4.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου, που αφορούν στην εξουσία του Υπουργού προς εξέταση προσφυγών κατ' αποφάσεων του Εφόρου και του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου, που αφορά στην εξουσία του Υπουργού προς έκδοση οδηγιών για εγκεκριμένες επενδύσεις, η διοικητική εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ανατίθεται στον Έφορο Ασφαλίσεων.

(2) Ως Έφορος Ασφαλίσεων διορίζεται δημόσιος λειτουργός, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

(3) Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου διορίζονται ένας ή δύο δημόσιοι λειτουργοί ως Βοηθός ή Βοηθοί Έφοροι Ασφαλίσεων που αναπληρώνουν τον Έφορο στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού.

(4) Η Υπηρεσία σε κάθε περίπτωση ενεργεί εξ' ονόματος και κατ' εντολή του Εφόρου.

Αρμοδιότητες Εφόρου

5.—(1) Ο Έφορος εποπτεύει τη λειτουργία των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών και των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στη Δημοκρατία, καθώς και τις δραστηριότητες των προσώπων που ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης, μεριμνά για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεών τους και γενικά φέρει την ευθύνη της παρακολούθησης της νομιμότητας των δραστηριοτήτων τους, προς το συμφέρον των ασφαλισμένων καθώς και προσώπων τα οποία δικαιούνται αποζημίωση δυνάμει του ασφαλιστηρίου.

(2) Ο Έφορος έχει την αρμοδιότητα να ασκεί συμπληρωματική εποπτεία επί των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες είναι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μιας τουλάχιστον ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στα άρθρα 70Α και 195Β, στο εδάφιο (10) του άρθρου 196, καθώς και στο άρθρο 198.

(3) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με τα  προβλεπόμενα στο άρθρο 70Β, στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 195Β, στα εδάφια (9) και (10) του άρθρου 196, καθώς και στο άρθρο 198:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Οδηγιών χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που εκδίδονται από τον Έφορο Ασφαλίσεων, δυνάμει του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία   με    βάση   τους   κινδύνους,  ο   Έφορος, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη να ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία, δύναται, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία μόνο τη σχετική διάταξη των εν λόγων Οδηγιών χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος Νόμου και του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου καθώς και του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, ο Έφορος, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή που ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία, δύναται, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνο τη διάταξη των εν λόγω Οδηγιών χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που αφορά τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3(2) των Οδηγιών αυτών.

(4) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 195Β, στο εδάφιο (10) του άρθρου 196 και στο άρθρο 198.

(4Α) Ο Έφορος, εφόσον είναι η αρμόδια εποπτική αρχή να ασκεί την συμπληρωματική εποπτεία, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων για τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί δυνάμει του εδαφίου (4).

(5) Ο ´Έφορος  έχει  την  αρμοδιότητα  να  ασκεί συμπληρωματική εποπτεία επί χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων κατά τα οριζόμενα στις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που εκδίδονται από τον ΄Εφορο.

(6) Ο Έφορος έχει την αρμοδιότητα για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, για τη λήψη των προβλεπόμενων από τον παρόντα Νόμο μέτρων σε περίπτωση παράβασης της κειμένης νομοθεσίας και για την άσκηση άλλων εξουσιών προληπτικού ή κατασταλτικού ελέγχου, κατά τα ειδικότερα στο Μέρος XIII του παρόντος Νόμου οριζόμενα.

(7) Ο ‘Εφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση σε σχέση με τα εποπτικά εργαλεία και  τις  εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των  νομοθεσιών, κανονισμών και οδηγιών που υιοθετούνται δυνάμει των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προς το σκοπό αυτό, ο Έφορος Ασφαλίσεων συμμετέχει στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Εποπτικών Αρχών των Ασφαλειών και των Επαγγελματικών Συντάξεων και αξιολογεί δεόντως τις μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις της.

(8) Ο ‘Εφορος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, εξετάζει δεόντως την ενδεχόμενη επίδραση των αποφάσεών του επί της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος σε  όλα τα άλλα εμπλεκόμενα κράτη  μέλη, ειδικότερα σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, βασιζόμενος στις διαθέσιμες πληροφορίες κατά τη σχετική χρονική στιγμή.

Συνεργασία με αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής και ανακοίνωση πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως

6.—(1) Κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων του, ο Έφορος δύναται να συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, επιφορτισμένες με την άσκηση ανάλογων αρμοδιοτήτων στην αλλοδαπή και να ανταλλάσσει με αυτές τις αναγκαίες προς άσκηση των αρμοδιοτήτων τους πληροφορίες.

(2) Ο Έφορος δύναται να συνάπτει με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, μόνο εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, στο κράτος που εδρεύουν οι αρχές αυτές, από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.

(3) Ο Έφορος δύναται, στις περιπτώσεις στις οποίες κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία και ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει αντίστοιχη άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας, να συμφωνεί με τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, εάν θα ασκεί ο ίδιος ή η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους τη συμπληρωματική εποπτεία κατά τα οριζόμενα στα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 5.

(4) Όταν κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία συνδέεται απευθείας ή εμμέσως ή έχει κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση με ασφαλιστική επιχείρηση  εγκατεστημένη σε άλλα κράτη μέλη, ο Έφορος υποχρεούται να κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών -

(α) Κατ' αίτησή τους, όλες τις πληροφορίες οι οποίες θα επιτρέψουν ή θα διευκολύνουν την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας.

(β) με δική του πρωτοβουλία, κάθε πληροφορία που κρίνει ότι είναι απαραίτητη για τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

(5) Όταν κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία συνδέεται απευθείας ή εμμέσως ή έχει κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση με αντίστοιχη ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΕΟΧ, πιστωτικό ίδρυμα, ή Ε.Π.Ε.Υ., ο Έφορος συνεργάζεται στενά με τις αντίστοιχες αρμόδιες εποπτικές αρχές τόσο στη Δημοκρατία, όσο και σε άλλο κράτος μέλος και, με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους,  κοινοποιεί  αμοιβαίαόλα τα στοιχεία που μπορούν  να διευκολύνουν την αποστολή τους, ιδίως ως προς την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας.

(6) Οι ανταλλασσόμενες κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού πληροφορίες είναι εμπιστευτικής φύσεως και δεν επιτρέπεται να κοινοποιηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις ανακοίνωσε και στην περίπτωση αυτή μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

(7) Η ανακοίνωση από τον Έφορο πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως σε αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού δε συνιστά παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου, που προβλέπεται στο επόμενο άρθρο του παρόντος Νόμου.

Επαγγελματικό απόρρητο

7.—(1) Ο Υπουργός, ο Έφορος, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα στην Υπηρεσία σχετικά με την εποπτεία των ασκούντων ασφαλιστικές εργασίες ή εργασίες διαμεσολάβησης κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καθώς και οι εγκεκριμένοι ελεγκτές και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν κατ' εντολή της Υπηρεσίας, και τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ασφαλίσεων, έχουν υποχρέωση προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Το απόρρητο αυτό συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν επιτρέπεται να ανακοινώνονται σε άλλο πρόσωπο ή αρχή εκτός κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού.

(2) Επιτρέπεται η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τα μνημονευόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα—

(α) Εφόσον η ανακοίνωση γίνεται υπό συνοπτική μορφή και κατά τρόπο που να μην μπορεί να διακριβωθεί η ταυτότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία αφορούν οι παρεχόμενες πληροφορίες εκτός εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης·

(β) στα πλαίσια αστικής διαδικασίας σε περίπτωση πτώχευσης ή αναγκαστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, νοουμένου ότι οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν τρίτους, που λαμβάνουν μέτρα διάσωσης της.

(3) Ο Έφορος, όταν λαμβάνει εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες δύναται να τις χρησιμοποιεί μόνο κατά την άσκηση των πιο κάτω καθηκόντων του:

(α) Για τον έλεγχο της τήρησης των όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε στην ασφαλιστική επιχείρηση η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών και για τη διευκόλυνση της εποπτείας της ασκήσεως των εργασιών αυτών, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έλεγχο και την παρακολούθηση των τεχνικών αποθεμάτων, του περιθωρίου φερεγγυότητας, της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και του εσωτερικού ελέγχου· ή

(β) για την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή

(γ) στα πλαίσια διοικητικών προσφυγών κατ' αποφάσεων που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή

(δ) στα πλαίσια άλλων δικαστικών διαδικασιών.

(4) Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων του άρθρου αυτού, δε συνιστούν κώλυμα για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου ή μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών Κρατών-Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., και—

(α) Των αρχών οι οποίες έχουν επίσημη εξουσία για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθώς και των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών,

(β) των σωμάτων ή προσώπων που μετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και σε άλλες παρόμοιες διαδικασίες, και

(γ) των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί κατά νόμο ο έλεγχος των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων,

κατά την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων τους καθώς και κατά την κοινοποίηση, προς τα σώματα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση εγγυητικών κεφαλαίων ή αναγκαστικής εκκαθάρισης, των απαραίτητων πληροφοριών για την εκπλήρωση του έργου τους. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις πιο πάνω αναφερόμενες αρχές, σώματα και πρόσωπα, υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού.

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3) του άρθρου αυτού, ο Έφορος δύναται να ανταλλάσσει πληροφορίες με—

(α) Τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επιτήρηση των σωμάτων ή προσώπων που ασχολούνται με την εκκαθάριση και την πτώχευση ασφαλιστικών επιχειρήσεων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες, ή

(β) τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επιτήρηση των προσώπων τα οποία είναι υπεύθυνα για τον κατά νόμο έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επενδυτικών εταιρειών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ή

(γ) τους εντεταλμένους αναλογιστές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν έλεγχο σε αυτές με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καθώς και με τα σώματα που είναι αρμόδια για την επιτήρηση των αναλογιστών αυτών.

(6) Ο Έφορος δύναται να εφαρμόσει τις διατάξεις των παραγράφων (α), (β) και (γ) του προηγούμενου εδαφίου όταν συντρέχουν οι ακόλουθες τουλάχιστο προϋποθέσεις:

(α) Οι πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν μέσα στα πλαίσια της επιτήρησης ή της εποπτείας, όπως αυτές αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (5) πιο πάνω,

(β) οι πληροφορίες που λαμβάνονται μέσα α' αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού,

(γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από κράτος, οι πληροφορίες αυτές δεν κοινοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις κοινοποίησε, και στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

(7) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, ο Έφορος θα ανακοινώνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τις αρχές ή άλλα σώματα, τα οποία δύνανται να δέχονται πληροφορίες δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου αυτού.

(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3) του άρθρου αυτού, προς το σκοπό ενίσχυσης της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο Έφορος δύναται να επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών άλλων κρατών και των αρχών ή των σωμάτων που είναι κατά νόμο αρμόδια για τον εντοπισμό των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών και για τη διερεύνηση των παραβάσεων αυτών.

(9) Ο Έφορος δύναται να εφαρμόσει τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες τουλάχιστον προϋποθέσεις:

(α) Οι πληροφορίες προορίζονται να χρησιμοποιηθούν προς εξυπηρέτηση του σκοπού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο·

(β) οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μέσα εις αυτό το πλαίσιο, υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο, που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού·

(γ) οι πληροφορίες που προέρχονται από κράτος, δεν κοινοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις κοινοποίησε, και στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς, για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

(10) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος, προς το σκοπό εντοπισμού ή διερεύνησης παραβάσεων, χρησιμοποιεί, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λόγω ειδικών προσόντων, τις υπηρεσίες εντεταλμένων προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια υπηρεσία, η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8), δύναται να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (9). Για την εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (9), ο Έφορος ανακοινώνει στις αρμόδιες εποπτικές αρχές, οι οποίες κοινοποίησαν τις πληροφορίες, τα ονόματα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων, στα οποία θα διαβιβάζονται οι εν λόγω πληροφορίες. Επί πλέον, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, ο Έφορος θα ανακοινώνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά Κράτη Μέλη τις αρχές ή τα σώματα στα οποία δύνανται να κοινοποιούνται πληροφορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (8).

(11) Ο Έφορος δύναται να διαβιβάζει—

(α)  Στην Κεντρική Τράπεζα και σε άλλους οργανισμούς με ανάλογη αποστολή, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής· και,

(β) ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους, ενώ δεν εμποδίζει τις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς του εδαφίου (3):

Νοείται ότι, οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό, υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο που επιβάλλεται με το παρόν άρθρο.

(12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) και του εδαφίου (3) του άρθρου αυτού, επιτρέπεται η κοινοποίηση πληροφοριών στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στο Υπουργείο Οικονομικών, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στους επιθεωρητές τους οποίους έχουν εξουσιοδοτήσει οι οργανισμοί αυτοί, μόνον εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν για σκοπούς προληπτικού ελέγχου.

(13) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού, καθώς και εκείνες που εξασφαλίζονται κατά τους επιτόπιους ελέγχους που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν επιτρέπεται να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου αν δεν υπάρχει ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που κοινοποίησε τις πληροφορίες, ή της αρμόδιας εποπτικής αρχής του κράτους, όπου πραγματοποιήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.

Ποινικό αδίκημα παραβίασης επαγγελματικού απορρήτου

8. Όποιος, εν γνώσει παραβιάζει την υποχρέωση του προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Συμβουλευτική Επιτροπή Ασφαλίσεων

9.—(1) Με Γνωστοποίηση του Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, συνιστάται Συμβουλευτική Επιτροπή Ασφαλίσεων, εφεξής καλούμενη συνοπτικά η «Επιτροπή», που απαρτίζεται από τους ακόλουθους—

(α) Τον Έφορο και το Βοηθό ή τους Βοηθούς Εφόρους· και

(β) τέσσερα άλλα μέλη, που διορίζονται από τον Υπουργό, κατόπιν διαβουλεύσεως με το Σύνδεσμο Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου.

(2) Μέλη της Επιτροπής διορίζονται πρόσωπα εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στον τομέα της ασφάλισης, ικανά να παρέχουν έγκυρη γνώμη στα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής.

(3) Η θητεία των διοριζόμενων μελών της Επιτροπής είναι τετραετής. Επιτρέπεται ο επαναδιορισμός των μελών αυτών μετά τη λήξη της θητείας τους.

(4) Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται ο Έφορος. Χρέη Γραμματέα της Επιτροπής ασκεί ένας Βοηθός Έφορος που μεριμνά για την τήρηση των πρακτικών.

(5) Η Επιτροπή συγκαλείται σε συνεδρία από τον Έφορο, που καθορίζει και τα προς συζήτηση θέματα. Ο Έφορος οφείλει να συγκαλέσει συνεδρία της Επιτροπής κατόπιν σχετικής οδηγίας του Υπουργού ή κατ' αίτηση δύο τουλάχιστον από τα διοριζόμενα μέλη, που εισηγούνται και τα προς συζήτηση θέματα.

(6) Ο Έφορος, ή σε περίπτωση κωλύματος του Εφόρου ένας Βοηθός Έφορος και δύο τουλάχιστο διοριζόμενα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του προεδρεύσαντος της συνεδρίας.

(7) Η Επιτροπή, με απόφασή της, καθορίζει την ενώπιον της διαδικασία, δύναται δε να καλεί, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να παραστεί στη συνεδρία ως παρατηρητής.

Χηρεία θέσεως. Παραίτηση, ανάκληση διορισμού

10.—(1) Η θέση μέλους της Επιτροπής κενούται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Σε περίπτωση θανάτου·

(β) σε περίπτωση παραιτήσεως διοριζόμενου μέλους· και

(γ) σε περίπτωση ανακλήσεως του διορισμού διοριζόμενου μέλους.

(2) Σε περίπτωση που η θέση διοριζόμενου μέλους κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, διορίζεται από τον Υπουργό άλλο πρόσωπο, που έχει τα αναγκαία προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 9, για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του απερχόμενου μέλους.

(3) Η παραίτηση των διοριζόμενων μελών ενεργείται με έγγραφο παραιτήσεως απευθυνόμενο προς τον Υπουργό.

(4) Ο διορισμός των μελών δύναται να ανακληθεί από τον Υπουργό στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Σε περίπτωση καταδίκης για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα ή επιβολή της ποινής της φυλακίσεως για την τέλεση οποιουδήποτε άλλου αδικήματος·

(β) ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής, που υποβάλλεται με τη σύμφωνη γνώμη του Εφόρου και δύο τουλάχιστον άλλων μελών, σε περίπτωση αναιτιολόγητης επανειλημμένης αποχής του μέλους από τις συνεδρίες της Επιτροπής.

Έργο της Επιτροπής

11.—(1) Έργο της Επιτροπής είναι—

(α) Η παροχή γνώμης, για ειδικά θέματα που αφορούν την ασφάλιση, μετά από σχετικό ερώτημα του Υπουργού·

(β) η υποβολή προτάσεων, μετά από αντίστοιχο ερώτημα του Υπουργού ή μετά από απόφαση της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής, σχετικά με τη λήψη ειδικών νομοθετικών ή άλλων μέτρων, που αφορούν στη βελτίωση της λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς, τη δημιουργία συστημάτων εκπαίδευσης των απασχολουμένων στην ασφαλιστική αγορά, τη σύνταξη Κώδικα Δεοντολογίας των ασκούντων ασφαλιστικές εργασίες ή εργασίες διαμεσολάβησης, την ενημέρωση του καταναλωτή για θέματα ασφαλίσεων και γενικά σχετικά με οποιοδήποτε άλλο θέμα που αφορά άμεσα ή έμμεσα την ασφάλιση.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΑΣΚΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΑΛΛΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών. Ποινικό αδίκημα

12.—(1) Επιτρέπεται η άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία μόνο από—

(α) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 18 έως 22 του παρόντος Νόμου·

(β) αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που εγγράφεται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου και κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 25 και 26 του παρόντος Νόμου·

(γ) την Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 29 του παρόντος Νόμου· και

(δ) σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της—

(i) ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 32, 34, 35 και 37 του παρόντος Νόμου, εφόσον η επιχείρηση αυτή περιβάλλεται μία νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 8(1)(α) της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, και διαλαμβάνεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Τρίτο Παράρτημα·

(ii) ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελβετική Συνομοσπονδία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, για ασφαλίσεις μόνο του Κλάδου Γενικής Φύσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37 του παρόντος Νόμου·

(iii) από την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας των πρωτασφαλίσεων ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, ευρωπαϊκή εταιρεία, όταν αυτή δημιουργηθεί·

(iν)  αντασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφ’ όσον η επιχείρηση αυτή περιβάλλεται μία νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο Τρίτο Παράρτημα.

(ν) ευρωπαϊκή δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (SE) όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001 περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE), και συμπεριλαμβάνει SE η οποία εγγράφηκε ή θα εγγραφεί στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο.

(2) Παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρις εκατό χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Νοείται ότι σε περίπτωση που έχει συναφθεί ασφαλιστικήσύμβαση ή έχει εκδοθεί ασφαλιστήριο από ασφαλιστικήεπιχείρηση που δεν κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικώνεργασιών,  η σύμβαση ή το ασφαλιστήριο δεν καθίσταταιάκυρο και η εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση δεναπαλλάττεται από τυχόν υποχρεώσεις της που απορρέουναπό αυτά.

Απαγόρευση ασκήσεως εργασιών άλλων από τις ασφαλιστικές και επιβολή διοικητικού προστίμου

13.—(1) Απαγορεύεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που μνημονεύονται στο προηγούμενο άρθρο, να ασκούν εντός της Δημοκρατίας εργασίες άλλες από τις ασφαλιστικές. Σε ότι αφορά τις κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες, η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις εκτός της Δημοκρατίας εργασίες τους.

(2) Απαγορεύεται στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να ασκούν εργασίες άλλες από τις αντασφαλιστικές και τις συναφείς με αυτές πράξεις:

Νοείται ότι, στην έννοια των συναφών πράξεων περιλαμβάνονται:

(i) η παροχή αναλογιστικών και στατιστικών συμβουλών, η ανάλυση κινδύνων και η έρευνα προς εξυπηρέτηση των πελατών της αντασφαλιστικής επιχείρησης. και

(ii) οι  δραστηριότητες εταιρειών που συμμετέχουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο του 2007.

(3) Παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού συνεπάγεται την επιβολή διοικητικού προστίμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 201 του παρόντος Νόμου.

Σύσταση άλλων εταιρειών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Συμμετοχή σε άλλες εταιρείες

14.—(1) Επιτρέπεται σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις να προβαίνουν στη σύσταση άλλων εταιρειών, δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή να μετέχουν σε τέτοιες εταιρείες έστω και αν οι εταιρείες αυτές δεν έχουν ως σκοπό τους την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών.

(2) Προς το σκοπό συστάσεως των εταιρειών αυτών ή συμμετοχής τους στις εταιρείες αυτές, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να διαθέτουν μέρος των στοιχείων του ενεργητικού τους που υπερβαίνει τα τεχνικά τους αποθέματα και το περιθώριο φερεγγυότητάς τους, αφού προηγουμένως γνωστοποιήσουν στον Έφορο το ύψος των κεφαλαίων που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν για τη σύσταση ή τη συμμετοχή τους σε άλλη εταιρεία:

Νοείται ότι, προκειμένου να συσταθεί από ασφαλιστική επιχείρηση θυγατρική εταιρεία ή η ασφαλιστική επιχείρηση να συμμετάσχει σε άλλη εταιρεία σε ποσοστό που υπερβαίνει το 50%, με την προβλεπόμενη στο εδάφιο αυτό γνωστοποίηση, θα συνυποβάλλεται βεβαίωση από τον εγκεκριμένο ελεγκτή της ασφαλιστικής επιχείρησης καθώς και από εγκεκριμένο ελεγκτή, άλλον από τον ελεγκτή της επιχείρησης που θα πιστοποιεί ότι η σκοπούμενη σύσταση ή συμμετοχή δε θα επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τα τεχνικά της αποθέματα και το περιθώριο φερεγγυότητάς της. Σε περίπτωση εντούτοις που δεν υποβάλλεται η βεβαίωση αυτή, δεν επιτρέπεται η σύσταση της θυγατρικής εταιρείας ή η συμμετοχή αυτή, εκτός κατόπιν σχετικής εγκρίσεως του Εφόρου.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ - ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ Ή ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Νομικό καθεστώς κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών

15.—(1) Η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές, που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του περί Εταιρειών Νόμου, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών ή/κ αι εργασιών αντασφάλισης και κατέχει άδεια ασκήσεως των εργασιών αυτών, που της χορηγήθηκε, κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.

(2) Ο αλληλοασφαλιστικός οργανισμός είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση, χωρίς μετοχικό κεφάλαιο, που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος και του περί Εταιρειών Νόμου, έχει ως αποκλειστικό σκοπό την αλληλοασφάλιση των μελών του, και κατέχει άδεια ασκήσεως των εργασιών αυτών κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.

(3) Όπου στον παρόντα Νόμο, γίνεται μνεία του όρου κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει άλλωσπως, ο όρος αυτός θα διαλαμβάνει και τον αλληλοασφαλιστικό οργανισμό.

(4) Οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος και του περί Εταιρειών Νόμου. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, που αφορούν στις ασφαλιστικές εταιρείες θα διαβάζονται σε συνάρτηση με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ως εάν επρόκειτο περί ενιαίου νομοθετήματος, εφόσον όμως προσκρούουν εις αυτές και κατά την έκταση που προσκρούουν, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου υπερισχύουν.

Επωνυμία κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών

16.—(1) Στην επωνυμία των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «ασφαλιστική εταιρεία» ή «αντασφαλιστική εταιρεία» ή «αλληλοασφαλιστικός οργανισμός», ανάλογα με την περίπτωση, ή γραμματικές παραλλαγές των όρων αυτών που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών, αντασφαλιστικών ή αλληλοασφαλιστικών εργασιών. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(2) Η επωνυμία των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών εγκρίνεται από τον Έφορο υπό την αίρεση της εγκρίσεώς της από τον Έφορο Εταιρειών, δυνάμει των οικείων διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου.

Σύσταση και λειτουργία κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας

17.—(1) Για τη σύσταση και εγγραφή κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας κατά τις οικείες διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου απαιτείται άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, που χορηγείται από τον Έφορο, εφόσον ικανοποιηθούν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου προϋποθέσεις. Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών χορηγείται υπό την αίρεση της εγγραφής της εταιρείας δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου.

(2) Η απόφαση του Εφόρου προς χορήγηση της άδειας, όταν καταστεί οριστική μετά την εγγραφή της εταιρείας κατά τα ανωτέρω, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και κοινοποιείται συγχρόνως στον Έφορο Εταιρειών. Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ισχύει από την καθορισμένη στην άδεια ημερομηνία.

(3) Απαγορεύεται η διαφήμιση της ασφαλιστικής εταιρείας ή η άσκηση οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας από την εταιρεία αυτή, πριν την εγγραφή της εταιρείας από τον Έφορο Εταιρειών και την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΔΕΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ - ΠΡΟΎΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΗΣ
Αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

18.—(1) Η αίτηση προς χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία υποβάλλεται στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει τα καθορισμένα στο έντυπο της αιτήσεως στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνουν και στοιχεία που αφορούν στην ταυτότητα των προσώπων που κατονομάζονται στην αίτηση ως διευθύνοντες την εταιρεία, τα οποία και υπογράφουν την υποβληθείσα αίτηση.

(2) Με την αίτηση συνυποβάλλονται το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό των αιτητών καθώς και τα λοιπά έγγραφα που καθορίζονται από Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε μετά την υποβολή της αιτήσεως να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, που κρίνει αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως.

(4) Για την εξέταση της αιτήσεως καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος.

Άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

19.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, που αφορά στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών από ασφαλιστικές εταιρείες υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, είτε εργασιών στον Κλάδο Ζωής όπως οι Κλάδοι αυτοί καθορίζονται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο:

Νοείται ότι, κατ' εξαίρεση από την προηγούμενη διάταξη του εδαφίου αυτού, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών—

(α) Στον Κλάδο Ζωής, δύναται να περιλαμβάνει τόσο τον κλάδο ατυχημάτων όσο και τον κλάδο ασθενειών, που εμπίπτουν στον Κλάδο Γενικής Φύσεως· ή

(β) στον κλάδο ατυχημάτων ή και στον κλάδο ασθενειών, που εμπίπτουν στον Κλάδο Γενικής Φύσεως δύναται να περιλαμβάνει και τον Κλάδο Ζωής.

(2) Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών εκδίδεται κατά τον καθορισμένο τύπο και προσδιορίζει επακριβώς τον κλάδο ή την ομάδα κλάδων στους οποίους η ασφαλιστική εταιρεία εξουσιοδοτείται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες. Η άδεια δύναται να καλύπτει όλους ή μερικούς από τους κινδύνους που υπάγονται σε συγκεκριμένο κλάδο καθώς και σε ομάδα κλάδων, σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο.

(3) Σε περίπτωση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, η άδεια θα φέρει τη συνοπτική ονομασία που καθορίζεται στο Μέρος Β του συνημμένου στον παρόντα Νόμο Πρώτου Παραρτήματος, ανάλογα με τους κλάδους, των οποίων εξουσιοδοτείται η άσκηση.

(4) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου εδαφίου του άρθρου αυτού, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται για συγκεκριμένο κλάδο ή συγκεκριμένη ομάδα κλάδων γενικής φύσεως δύναται να καλύπτει και δευτερεύοντες ή συναφείς κινδύνους, που περιλαμβάνονται σε άλλο κλάδο γενικής φύσεως, χωρίς να απαιτείται χωριστή άδεια και για τον κλάδο στον οποίο υπάγονται οι δευτερεύοντες ή συναφείς κίνδυνοι, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί—

(α) Συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο·

(β) αφορούν το αντικείμενο που είναι ασφαλισμένο έναντι του κυρίως κινδύνου· και

(γ) ασφαλίζονται με το ασφαλιστήριο έναντι του κυρίως κινδύνου.

(5) Για την άσκηση εργασιών στον κλάδο πιστώσεων, στον κλάδο εγγυήσεων και στον κλάδο νομικής προστασίας απαιτείται πάντοτε χωριστή άδεια:

Νοείται ότι, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων (α), (β) και (γ) του προηγούμενου εδαφίου, στον κλάδο νομικής προστασίας δεν απαιτείται χωριστή άδεια—

(α) Όταν ο κυρίως κίνδυνος συνδέεται αποκλειστικά με τον κλάδο βοηθείας· και

(β) για διαφορές που απορρέουν από τη χρήση θαλασσοπλοούντων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

(6) Ο Έφορος δύναται να περιορίζει την ισχύ της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται για τον Κλάδο Ζωής, στις δραστηριότητες που αναφέρονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που συνυποβάλλεται με την αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου.

(7) Σε περίπτωση άδειας ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών για αντασφαλιστικές δραστηριότητες του Κλάδου Γενικής Φύσεως ή για αντασφαλιστικές δραστηριότητες  του Κλάδου Ζωής ή για αντασφαλιστικές δραστηριότητες και των δύο Κλάδων, η άδεια χορηγείται, αφού ληφθούν υπ’ όψιν:

(α) οι σχετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας όπως αυτές καθορίζονται στο εδάφιο (1) του  άρθρου 21· και

(β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων που συνυποβάλλεται με την αίτηση για χορήγηση άδειας άσκησης αντασφαλιστικών εργασιών  βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21.

Ισχύς της άδειας

20.—(1) Η χορηγούμενη από τον Έφορο άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, ισχύει μόνο για την άσκηση των προβλεπόμενων στην άδεια ασφαλιστικών εργασιών εντός της Δημοκρατίας και κατόπιν εγκρίσεως του Εφόρου για σκοπούς εγκατάστασης της εταιρείας στο εξωτερικό.

(2) Σε περίπτωση εν τούτοις προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η χορηγούμενη άδεια θα ισχύει σε όλα τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία θα δικαιούται να ασκεί εργασίες είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και στην Ελβετική Συνομοσπονδία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, μόνο για εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως.

(3) Η άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται από τον Έφορο ισχύει σε όλα τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου η κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση θα δικαιούται να ασκεί εργασίες είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές στην Ε.Ε.

20Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 21, πριν από τη χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών σε ασφαλιστική επιχείρηση, ο ΄Εφορος ζητά τη γνώμη των αρμοδίων εποπτικών αρχών του άλλου κράτους μέλους που εμπλέκεται, όταν ασφαλιστική επιχείρηση -

(α)  Είναι  θυγατρική  ασφαλιστικής  επιχείρησης με  άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

(β)  είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος· ή

(γ)  ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική επιχείρηση με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

(2) Ο ΄Εφορος, πριν από τη χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών σε ασφαλιστική επιχείρηση, ζητά τη γνώμη της αρμόδιας εποπτικής αρχής του εμπλεκόμενου κράτους μέλους, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ή E.Π.E.Y., όταν ασφαλιστική επιχείρηση-

(α)  Είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος,

(β)  είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος, ή

(γ)  ελέγχεται  από  το  ίδιο  φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος.

(3) Ο ΄Εφορος διαβουλεύεται με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ιδίως όταν αξιολογεί την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου:

Νοείται ότι, ο ΄Εφορος, μαζί με τις εν λόγω αρμόδιες εποπτικές αρχές, ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που ενδιαφέρει τις αρμόδιες εποπτικές αρχές που εμπλέκονται, όταν πρόκειται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και για τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.

Προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

21.—(1) Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών δε χορηγείται από τον Έφορο σε κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία εκτός εάν συντρέχουν σωρευτικά όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει υποβληθεί έγκυρη κατά νόμο αίτηση για τη χορήγηση της άδειας, συνυποβλήθηκαν τα αναγκαία έγγραφα και καταβλήθηκε το καθορισμένο τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου-

(β) η εταιρεία έχει καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστο τετρακοσίων χιλιάδων λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 400.000) σε σχέση με τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και τουλάχιστον εξακοσίων χιλιάδων λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 600.000) σε σχέση με τον Κλάδο Ζωής, ή προκειμένου περί αντασφαλιστικής εταιρείας, ύψους ενός τουλάχιστον εκατομμυρίου λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 1.000.000)·

(γ) Η εταιρεία κατέχει ελάχιστο όριο εγγυητικού κεφαλαίου, το οποίο καθορίζεται ως ακολούθως:

(i)  Τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριών εκατομμυρίων Ευρώ (Є3.000.000) προκειμένου περί εταιρείας που ασκεί ασφαλίσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως και παρέχει κάλυψη σε έναν ή περισσότερους κινδύνους που περιλαμβάνονται στους κλάδους 10 έως 15 που αναφέρονται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος·

(ii) τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των δύο εκατομμυρίων Ευρώ (Є2.000.000) προκειμένου     περί     εταιρείας   που   ασκεί ασφαλίσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως     και   παρέχει   κάλυψη  σε  έναν  ή  περισσότερους κινδύνους που περιλαμβάνονται στους κλάδους 1 έως 9 ή στους κλάδους 16 έως 18 που αναφέρονται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος:

Νοείται ότι, στην περίπτωση ταυτόχρονης άσκησης ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους ή κινδύνους που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii), τότε, ως ελάχιστο όριο εγγυητικού κεφαλαίου της ασφαλιστικής εταιρείας, όπως το εγγυητικό αυτό κεφάλαιο προβλέπεται στο άρθρο 69, καθορίζεται το μεγαλύτερο από τα προβλεπόμενα στις υποπαραγράφους αυτές ποσά˙

(iii) τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριών εκατομμυρίων Ευρώ (Є3.000.000) προκειμένου περί εταιρείας που ασκεί ασφαλίσεις του Κλάδου Ζωής:

Νοείται ότι για ασφαλιστική επιχείρηση μεικτών δραστηριοτήτων η οποία δραστηριοποιείται στον Κλάδο Γενικής Φύσης και στον Κλάδο Ζωής, το εγγυητικό της κεφάλαιο καθορίζεται ως το άθροισμα των υποπαραγράφων (i)  ή (ii) με την υποπαράγραφο (iii) ανάλογα˙

(iiiA) τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριών εκατομμυρίων Ευρώ (€ 3.000.000) προκειμένου περί αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(iiiB) τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου του ενός εκατομμυρίου Ευρώ (€1.000.000) προκειμένου περί δέσμιας αντασφαλιστικής επιχείρησης∙

(iv) τα ποσά που καθορίζονται στις  υποπαραγράφους (i), (ii), (iii) , (iiiA) και (iiiB) αναθεωρούνται κάθε έτος, σύμφωνα με τις μεταβολές του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη και δημοσιεύεται από την Eurostat, προσαρμόζονται αυτομάτως, στις 20 Σεπτεμβρίου κάθε  έτους, αυξάνοντας το βασικό ποσό σε Ευρώ κατά το ποσοστό μεταβολής του δείκτη, από την 20η Μαρτίου 2002 μέχρι την ημερομηνία αναθεώρησης, και στρογγυλοποιούνται στο ανώτερο πολλαπλάσιο του ισότιμου σε λίρες Κύπρου των εκατό χιλιάδων Ευρώ (Є100.000), νοουμένου ότι η προσαρμογή αυτή δεν λαμβάνει χώρα εάν το ποσοστό μεταβολής είναι μικρότερο του πέντε τοις εκατόν από την τελευταία αναπροσαρμογή·

(δ) η ασφαλιστική εταιρεία ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποβάλει τριετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που διαλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται από Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

(ε) η εταιρεία παρέχει εχέγγυα ότι θα ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές και κατά τρόπο που να διαφυλάσσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και να μη προσκρούει στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη·

(στ) η εταιρεία έχει γνωστοποιήσει στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο, την ταυτότητα κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, που άμεσα ή έμμεσα, κατέχει ειδική συμμετοχή εις αυτή καθώς και το ποσοστό κάθε τέτοιας συμμετοχής·

(ζ) ο Έφορος έχει ικανοποιηθεί ότι τα πρόσωπα που κατά τα ανωτέρω έχουν ειδική συμμετοχή είναι πρόσωπα ικανά και κατάλληλα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου, να διασφαλίζουν την υγιή και συνετή διαχείριση της εταιρείας·

(η) η επωνυμία της εταιρείας συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 16 του παρόντος και τις οικείες διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου. Η επωνυμία αυτή δε δύναται να είναι η ίδια ή παρόμοια ή να προσομοιάζει κατά τρόπο δυνάμενο να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση, με την επωνυμία άλλης υφιστάμενης κυπριακής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εταιρείας ή εταιρείας που κατέχει άδεια ασκήσεως εργασιών διαμεσολάβησης, εκτός εάν—

(i) η εταιρεία αυτή τελεί υπό διάλυση ή έπαυσε να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία ή επίκειται η διάλυση ή η παύση των εργασιών της· και

(ii) συγκατατίθεται στη χρήση της επωνυμίας αυτής από τους αιτητές.

Δε χορηγείται άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών εάν η επωνυμία της αιτήτριας ενδέχεται να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση ως προς το είδος ή και τη φύση των προσφερόμενων υπηρεσιών·

(θ) η εταιρεία διατηρεί την κεντρική της διοίκηση και το εγγεγραμμένο της γραφείο στη Δημοκρατία·

(ι) οι διευθύνοντες την εταιρεία είναι πρόσωπα ικανά και κατάλληλα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου και δύνανται να διασφαλίσουν την κατάλληλη διοικητική και λογιστική οργάνωση της εταιρείας·

(ια) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Ζωής ή ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως και η οποία προτίθεται να εκδίδει συμβόλαια που καλύπτουν κινδύνους στους κλάδους ατυχημάτων ή και ασθενειών με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους—

(i) η εταιρεία διορίζει εσωτερικό αναλογιστή που διαθέτει τα αναγκαία προσόντα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 59 του παρόντος Νόμου· και

(ii) μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της ενάρξεως των εργασιών της διορίζει εντεταλμένο αναλογιστή, που διαθέτει τα αναγκαία προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 97 του παρόντος Νόμου·

(ιβ) προκειμένου περί αντασφαλιστικής εταιρείας, διορίζει εντεταλμένο αναλογιστή, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ια)·

(ιγ) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία προτίθεται να ασκεί ασφαλιστικούς κλάδους οι οποίοι καθίστανται διά νόμου υποχρεωτικοί, αναλαμβάνει με γραπτή δήλωσή της, την υποχρέωση όπως, αμέσως μετά τη χορήγηση της άδειας και πριν την έναρξη των εργασιών της, ενταχθεί σε ταμείο ασφαλιστών ή άλλο παρόμοιο σώμα ή οργανισμό, αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία·

(ιδ) η εταιρεία έχει προβεί σε διευθετήσεις για αντασφάλισή της από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που ικανοποιεί τα κριτήρια που εκάστοτε καθορίζει ο Έφορος ή έχει αιτιολογήσει επαρκώς αίτημά της προς εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή·

(ιε) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που σκοπό έχει την άσκηση εργασιών στον κλάδο βοήθειας, η εταιρεία αυτή ικανοποιεί τον Έφορο, κατόπιν σχετικού ελέγχου, ότι το προσωπικό, το υλικό και οι μέθοδοι που έχει άμεσα ή έμμεσα στη διάθεσή της, καθώς και τα προσόντα του ιατρικού προσωπικού και η ποιότητα του εξοπλισμού που διαθέτει για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κλάδος αυτός, είναι κατάλληλα·

(ιστ) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που σκοπό έχει την άσκηση εργασιών στο κλάδο ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα, εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα, η εταιρεία προβαίνει στο διορισμό αντιπροσώπου για διακανονισμό απαιτήσεων σε κάθε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εκτός της ∆ημοκρατίας, οι προϋποθέσεις διορισμού και οι αρμοδιότητες του οποίου καθορίζονται σε Κανονισμούς, ανακοινώνοντας γραπτώς στον Έφορο το όνομα και τη διεύθυνσή του.

(2) Κατά την έννοια της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, «υγιείς ασφαλιστικές αρχές» σημαίνει τις αρχές εκείνες που έχουν κατ' έθιμο ή άλλωσπως καθιερωθεί σε σχέση με την ασφάλιση ή αντασφάλιση και αφορούν στη συνέπεια και τον επαγγελματισμό που πρέπει να επιδεικνύεται από μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία στις συναλλαγές της με τους ασφαλισμένους, τους συνεργάτες της και εν γένει το κοινό, ιδιαίτερα δε κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ασφαλισμένων.

(3) Οι ακόλουθες ενέργειες μιας κυπριακής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εταιρείας λογίζονται ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη του γεγονότος ότι αυτή δεν ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές:

(α) Κάθε ενέργεια της εταιρείας ή των ασκούντων εργασίες διαμεσολάβησης, που αποβλέπει στην παραπλάνηση των ασφαλισμένων της ή του κοινού εν γένει, είτε αυτή απολήγει στη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως είτε όχι·

(β) κάθε απόρριψη απαιτήσεως ασφαλισμένων, που δεν εδράζεται σε νόμο ή σε νομικά έκδηλα αδιαμφισβήτητο συγκεκριμένο ρητό όρο του ασφαλιστηρίου·

(γ) κάθε επίκληση ρήτρας του ασφαλιστηρίου, που κατά την κείμενη νομοθεσία ή τη νομολογία δύναται να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική·

(δ) παράλειψη της εταιρείας να συμμορφωθεί με υποχρέωσή της που απορρέει από συμφωνία που συνήψε με σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία και κοινοποιείται προς αυτή υπό μορφή αποφάσεως του ανωτάτου διοικητικού οργάνου του σώματος ή οργανισμού αυτού, εκτός εάν η εταιρεία απαλλαγεί από την υποχρέωσή της αυτή δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής ή διαιτητικής αποφάσεως· και

(ε) κάθε παράλειψή της να ικανοποιήσει τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδίδεται εναντίον της, μέσα σε προθεσμία σαράντα δύο ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως.

(4) Με απόφαση του Εφόρου, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δύνανται να εξειδικεύονται τα κριτήρια που ο Έφορος θα εφαρμόζει προκειμένου να αποφασίσει εάν μια κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές.

Άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε αλληλοασφαλιστικό οργανισμό

22.—(1) Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού, εκτός από τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται και επί της άδειας ασκήσεως εργασιών αλληλοασφαλιστικών οργανισμών.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται επί αλληλοασφαλιστικών οργανισμών—

(α) Το καταστατικό των οποίων προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής συμπληρωματικών εισφορών ή μείωσης των προβλεπόμενων παροχών και, προκειμένου μόνο περί των ασφαλίσεων του Κλάδου Ζωής, τη δυνατότητα εξασφάλισης δέσμευσης για παροχή οικονομικής βοήθειας από τρίτους·

(β) οι οποίοι δεν καλύπτουν κινδύνους αναφορικά με αστική ευθύνη, εκτός εάν οι κίνδυνοι αυτοί καλύπτονται ως δευτερεύοντες και παρεπόμενοι, κατά την έννοια και υπό τις προϋποθέσεις του εδαφίου (4) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου, ούτε κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο πιστώσεων και στον κλάδο εγγυήσεων·

(γ)  των οποίων, το ύψος του εισοδήματος από εισφορές δεν υπερβαίνει -

(i) Αναφορικά με εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως, το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των πέντε εκατομμυρίων Ευρώ (Є5.000.000) κατ’ έτος· και

(ii) αναφορικά με εργασίες του Κλάδου Ζωής, το ισότιμο σε λίρες των πέντε εκατομμυρίων Ευρώ (Є5.000.000) κατ’ έτος για τρία συνεχόμενα έτη. Στην  περίπτωση αυτή οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται από το επόμενο (τέταρτο) έτος.

(δ) των οποίων το ήμισυ τουλάχιστο του ετήσιου εισοδήματος, από εισφορές μόνον όσον αφορά τον Κλάδο Γενικής Φύσεως, προέρχεται από εισφορές προσώπων που είναι μέλη του.

(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εμποδίζουν έναν αλληλοασφαλιστικό οργανισμό να υποβάλλει αίτηση για να λάβει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή να εξακολουθήσει να διαθέτει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών βάσει του παρόντος Νόμου.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται επί επιχειρήσεων, οι οποίες πληρούν σωρευτικώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η επιχείρηση δεν ασκεί καμμιά ασφαλιστική εργασία στον Κλάδο Ζωής ή στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, εκτός των εργασιών που εμπίπτουν στον κλάδο 18 του Κλάδου Γενικής Φύσεως που αναφέρεται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος·

(β) η δραστηριότητα της επιχείρησης αυτής περιορίζεται αποκλειστικά σε τοπικά πλαίσια και συνίσταται μόνο σε παροχή υπηρεσιών σε είδος· και

(γ) το ετήσιο ποσό των εισφορών της επιχείρησης αυτής, που εισπράττονται βάσει της δραστηριότητας παροχής βοήθειας σε πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των διακοσίων χιλιάδων Ευρώ (Є200.000).

Άδεια προς επέκταση των εργασιών κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε άλλο ή άλλους κλάδους

23.—(1) Δεν επιτρέπεται η επέκταση των εργασιών μιας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας εκτός δυνάμει σχετικής άδειας του Εφόρου, που χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 19 και του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών και επιζητεί την επέκταση των εργασιών της σε άλλο ή άλλους ασφαλιστικούς κλάδους, οφείλει να υποβάλει αίτηση στον Έφορο, κατά τον καθορισμένο τύπο, και να καταβάλει το καθορισμένο τέλος. Με την αίτηση συνυποβάλλονται και τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(3) Ο Έφορος χορηγεί την άδεια επεκτάσεως των εργασιών μόνον εφόσον ικανοποιηθεί ότι η ασφαλιστική εταιρεία—

(α) Κατέχει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό καθορίζεται στα άρθρα 67 και 68 όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες και στο άρθρο 68Α όσον αφορά τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις· και

(β) έχει καταβάλει την τυχόν υφιστάμενη διαφορά μεταξύ του ελάχιστου ορίου εγγυητικού κεφαλαίου, που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου για την άσκηση του συγκεκριμένου κλάδου ή κλάδων, σε περίπτωση που το όριο αυτό είναι μεγαλύτερο από αυτό που ήδη κατέχει η εταιρεία.

(4) Εφόσον ο Έφορος ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που είχε χορηγηθεί στην αιτήτρια εταιρεία, και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.

Χωριστή διαχείριση ασφαλιστικής εταιρείας, που ασκεί παράλληλα εργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στον Κλάδο Ζωής

24.—(1) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, η οποία πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου ασκούσε εργασίες τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής, κατόπιν άδειας που της χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου Νόμου, δύναται να συνεχίσει την παράλληλη άσκηση εργασιών και στους δύο αυτούς Κλάδους, νοουμένου ότι οι ασφαλιστικές εργασίες στον κάθε Κλάδο θα τελούν υπό χωριστή διαχείριση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 88 του παρόντος Νόμου.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού περί χωριστής διαχείρισης εφαρμόζονται και στην περίπτωση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει της επιφυλάξεως που τίθεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου.

(3) Η χωριστή διαχείριση, που επιβάλλει το άρθρο αυτό, επάγεται οργάνωση της ασφαλιστικής εταιρείας κατά τρόπο ώστε οι δραστηριότητες της στον Κλάδο Γενικής Φύσεως να είναι χωριστές από αυτές του Κλάδου Ζωής, ώστε—

(α) Να μην παραβλάπτονται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων του ενός ή του άλλου Κλάδου από την παράλληλη άσκηση εργασιών και στους δύο αυτούς Κλάδους και ειδικότερα, τα οφέλη της εταιρείας από τις δραστηριότητες στον Κλάδο Ζωής να τα καρπούνται μόνο οι ασφαλισμένοι στον Κλάδο αυτό, ως εάν η δραστηριότητα των ασφαλίσεων Κλάδου Γενικής Φύσεως δεν ασκείτο από την ίδια ασφαλιστική εταιρεία· και

(β) να μην επιβαρύνεται ο Κλάδος Ζωής με οποιοδήποτε τρόπο από την ικανοποίηση των ελάχιστων οικονομικών απαιτήσεων για τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και αντιστρόφως, όπως οι απαιτήσεις αυτές καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, και ειδικότερα αναφορικά με το περιθώριο φερεγγυότητας:

Νοείται ότι, κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που ασκεί εργασίες τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής και ικανοποιεί τις ελάχιστες οικονομικές απαιτήσεις, δύναται, αφού προηγουμένως ενημερώσει τον Έφορο, να διαθέσει στον ένα Κλάδο όσα από τα υπαρκτά στοιχεία του περιθωρίου φερεγγυότητας του άλλου Κλάδου εξακολουθούν να παραμένουν αδιάθετα, ο δε Έφορος προβαίνει σε ανάλυση των αποτελεσμάτων των δύο Κλάδων.

(4) Σε περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης του περιθωρίου φερεγγυότητας σε έναν από τους δύο Κλάδους, Γενικής Φύσεως ή Ζωής, όπως το περιθώριο αυτό καθορίζεται στον παρόντα Νόμο, ο Έφορος επιβάλλει στον κλάδο αυτό τα προβλεπόμενα στο άρθρο 71 του παρόντος Νόμου μέτρα, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα του άλλου Κλάδου. Τα μέτρα αυτά, κατ' εξαίρεση από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύνανται να περιλαμβάνουν και τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων από τον ένα Κλάδο στον άλλο, μετά από σχετική εξουσιοδότηση του Εφόρου.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΎΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ
Άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση

25.—(1) Μία αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία με τη μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας που εγγράφεται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, κατόπιν άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, που της χορηγείται από τον Έφορο και της επιτρέπει τη διεξαγωγή εργασιών σε συγκεκριμένο κλάδο ή κλάδους, όπως αυτοί καθορίζονται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο.

(2) Η άδεια χορηγείται κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλεται στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο. Επί της υποβαλλόμενης αιτήσεως εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου.

(3) Η χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, διέπεται κατά πάντα από τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου.

Προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστιών εργασιών σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση

26. Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δε χορηγείται από τον Έφορο σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση εκτός εάν αυτός ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν σωρευτικά όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει υποβληθεί έγκυρη κατά νόμο αίτηση, συνυποβλήθηκαν τα αναγκαία έγγραφα και καταβλήθηκε το καθορισμένο τέλος·

(β) η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση είναι εξουσιοδοτημένη στην έδρα της στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους που αναφέρονται στην αίτηση της για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών εντός της Δημοκρατίας-

(γ) έχει διορίσει γενικό αντιπρόσωπο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56 του παρόντος Νόμου-

(δ) η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση έχει στην έδρα της καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ίσο τουλάχιστο με το ποσό που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου-

(ε) διαθέτει στη Δημοκρατία στοιχεία του ενεργητικού της για ποσό ίσο τουλάχιστο προς το ήμισυ του ελάχιστου ορίου εγγυητικού κεφαλαίου, που καθορίζεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου και έχει καταθέσει στη Δημοκρατία το ένα τέταρτο του ελάχιστου αυτού ορίου ως εγγύηση, κατά τα οριζόμενα στη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 73 του παρόντος Νόμου·

(στ) έχει υποβάλει τριετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που διαλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται από Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου-

(ζ) έχει καταθέσει υπεύθυνη δήλωση, με την οποία αναλαμβάνει την υποχρέωση ότι—

(i) θα διαθέτει περιθώριο φερεγγυότητας αναφορικά με τις εργασίες του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 73 του παρόντος Νόμου-

(ii) εντός δύο μηνών από της χορηγήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, θα έχει δημιουργήσει στη Δημοκρατία κατάλληλη διοικητική και λογιστική οργάνωση, που θα της παρέχει τη δυνατότητα να καταρτίζει λογαριασμούς για τις εργασίες της που διεξάγονται στη Δημοκρατία και να τηρεί στη Δημοκρατία τα απαιτούμενα στοιχεία για τις εργασίες αυτές-

(iii) θα δημιουργεί και επενδύει τα απαιτούμενα τεχνικά αποθέματα αναφορικά με τις διεξαγόμενες στη Δημοκρατία εργασίες της, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 72 του παρόντος Νόμου-

(iv) το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία, εφόσον ασκεί ασφαλιστικούς κλάδους οι οποίοι καθίστανται διά νόμου υποχρεωτικοί, αμέσως μετά τη χορήγηση της άδειας και πριν την έναρξη των εργασιών της στη Δημοκρατία, θα ενταχθεί κατόπιν συμφωνίας σε ταμείο ασφαλιστών ή άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία· και

(ν) προκειμένου περί επιχειρήσεως που θα διεξάγει εργασίες στον Κλάδο Ζωής ή ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως και η οποία προτίθεται να εκδίδει συμβόλαια που καλύπτουν κινδύνους στους κλάδους ατυχημάτων και ασθενειών με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους, θα διορίσει εσωτερικό αναλογιστή που θα διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 59 του παρόντος Νόμου και μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της ενάρξεως των εργασιών της, εντεταλμένο αναλογιστή, που θα διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 97 του παρόντος Νόμου·

(η) η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση θα παρέχει εχέγγυα ότι θα ασκεί τις εργασίες της στη Δημοκρατία σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές και κατά τρόπο που να διαφυλάσσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και να μην προσκρούει στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη·

(θ) προκειμένου περί αντασφαλιστικής επιχείρησης,  έχει διορίσει εντεταλμένο αναλογιστή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της ενάρξεως των εργασιών της, ο οποίος διαθέτει τα αναγκαία προσόντα, κατά τα οριζόμενα στοάρθρο 97·

(θ) σε περίπτωση προσχώρησης της ∆ημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησης της και, προκειμένου περί επιχείρησης πουσκοπό έχει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον κλάδο ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα, η επιχείρηση προβαίνει στον διορισμό αντιπροσώπου για διακανονισμό απαιτήσεων σε κάθε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εκτός της ∆ημοκρατίας, οι προϋποθέσεις διορισμού και οιαρμοδιότητες του οποίου καθορίζονται σε Κανονισμούς, ανακοινώνοντας γραπτώς στον Έφορο το όνομα και τη διεύθυνση του.

Άδεια προς επέκταση των εργασιών αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης

27.—(1) Δεν επιτρέπεται η επέκταση των εργασιών μιας αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει ήδη άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, εκτός κατόπιν σχετικής άδειας του Εφόρου, που χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 19, που ισχύει και στην περίπτωση των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων και του άρθρου 28 του παρόντος Νόμου, αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που ήδη κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία και επιζητεί την επέκταση των εργασιών της σε άλλο ή άλλους ασφαλιστικούς κλάδους, οφείλει να υποβάλει αίτηση στον Έφορο, κατά τον καθορισμένο τύπο και να καταβάλει το καθορισμένο τέλος. Με την αίτηση συνυποβάλλονται και τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(3) Ο Έφορος χορηγεί την άδεια επεκτάσεως των ασφαλιστικών εργασιών μόνο εφόσον ικανοποιηθεί ότι η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση—

(α) Είναι εξουσιοδοτημένη στην έδρα της να ασκεί εργασίες στον κλάδο ή τους κλάδους που αφορά η αίτηση επεκτάσεως εργασιών

(β) κατέχει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 73 του παρόντος Νόμου·

(γ) έχει καταβάλει την τυχόν υφιστάμενη διαφορά μεταξύ του ελάχιστου ορίου εγγυητικού κεφαλαίου, που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου για την άσκηση του συγκεκριμένου κλάδου ή κλάδων, σε περίπτωση που το όριο αυτό είναι μεγαλύτερο από αυτό που ήδη κατέχει.

(4) Εφόσον ο Έφορος ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που είχε προηγουμένως χορηγηθεί και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.

Χωριστή διαχείριση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί στη Δημοκρατία παράλληλα εργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στον Κλάδο Ζωής

28. Αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου ασκούσε στη Δημοκρατία εργασίες τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής, κατόπιν άδειας που της χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου Νόμου, δύναται να συνεχίσει την παράλληλη άσκηση εργασιών και στους δύο αυτούς Κλάδους, νοουμένου ότι οι ασφαλιστικές εργασίες στον κάθε Κλάδο θα τελούν υπό χωριστή διαχείριση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24 του παρόντος Νόμου.

Άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στην Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου

29.—(1) Οι διατάξεις των άρθρων 25 έως 28 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατά πάντα και προκειμένου περί της ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, από την Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου.

(2) Σε περίπτωση εν τούτοις προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από την Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, θα διέπεται από τις διατάξεις του Πέμπτου Κεφαλαίου του Μέρους αυτού, άρθρα 32 έως 35 του παρόντος Νόμου.

Διατάξεις που θα ισχύουν αναφορικά με την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

30. Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, σε ότι αφορά την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιπρόσθετα από τις διατάξεις των άρθρων 25 έως 28 του παρόντος Νόμου, θα ισχύουν και οι ακόλουθες διατάξεις:

(α) Εάν μία αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει παράλληλα τέτοιες εργασίες και σε ένα ή περισσότερα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στην επιχείρηση αυτή ο Έφορος δύναται, κατ' αίτησή της να της χορηγήσει την ειδική μεταχείριση που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του άρθρου αυτού·

(β) η αίτηση για χορήγηση της ειδικής αυτής μεταχείρισης υποβάλλεται προς τον Έφορο και προς όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στα οποία η επιχείρηση αυτή ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει ασφαλιστικές εργασίες·

(γ) ο Έφορος εκδίδει την απόφασή του προς χορήγηση της ειδικής αυτής μεταχείρισης εκ συμφώνου με τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές, προς τις οποίες υποβλήθηκε η αίτηση·

(δ) η ειδική μεταχείριση περί της οποίας προβλέπει η παράγραφος (α) του άρθρου αυτού συνίσταται στα ακόλουθα:

(i) το περιθώριο φερεγγυότητας της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 73 του παρόντος Νόμου, θα υπολογίζεται με βάση το σύνολο των δραστηριοτήτων της στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., λαμβανομένων υπόψη μόνο των εργασιών που πραγματοποιεί το σύνολο των υποκαταστημάτων ή αντιπροσωπειών που είναι εγκατεστημένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·

(ii) θα καταθέτει την εγγύηση, που προβλέπεται στην παράγραφο (ε) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου μόνο σε ένα από τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στα οποία διεξάγει ασφαλιστικές εργασίες· και

(iii) τα περιουσιακά στοιχεία, που απαρτίζουν το εγγυητικό της κεφάλαιο δύνανται να ευρίσκονται σε οποιοδήποτε από τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στα οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες·

(ε) στην αίτηση που υποβάλλεται από την αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση κατά τις διατάξεις της παραγράφου (β) του άρθρου αυτού, καθορίζεται και η εποπτική αρχή, η οποία θα είναι αρμόδια για την εξακρίβωση της κατάστασης φερεγγυότητάς της για το σύνολο των εργασιών της στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στα οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες και μετέχουν στη συμφωνία. Η επιλογή της εποπτικής αρχής ανήκει στην αιτήτρια αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, που αιτιολογεί στην αίτησή της, την επιλογή της αυτή. Η επιλεγείσα εποπτική αρχή εξομοιώνεται προς την εποπτική αρχή ενός Κράτους Μέλους, σε ό,τι αφορά την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους στο Κράτος αυτό·

(στ) σε περίπτωση κατά την οποία η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση επιλέγει κατά τα ανωτέρω, ως αρμόδια εποπτική αρχή, την εποπτική αρχή της Δημοκρατίας, θα ισχύουν τα ακόλουθα:

(i) η εγγύηση που προβλέπεται στην παράγραφο (ε) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου κατατίθεται στη Δημοκρατία·

(ii) ο Έφορος χορηγεί την ειδική μεταχείριση που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του άρθρου αυτού και ανακοινώνει στις λοιπές εποπτικές αρχές ότι θα εποπτεύει την κατάσταση φερεγγυότητας της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για το σύνολο των εργασιών της στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στα οποία η επιχείρηση αυτή ασκεί ασφαλιστικές εργασίες·

(ζ) η προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό ειδική μεταχείριση καταργείται συγχρόνως από όλα τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., κατόπιν σχετικού αιτήματος ενός ή περισσοτέρων από αυτά.

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΣΚΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΥΠΟ ΚΑΘΕΣΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Ή ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Έναρξη ισχύος του Κεφαλαίου αυτού

31. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού ισχύουν μόνο σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

32.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 8(1)(α) της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, δύναται να ιδρύει στη Δημοκρατία υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στα επόμενα εδάφια.

(2) Ο Έφορος ζητά από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής την κοινοποίηση της πρόθεσης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς εγκατάστασή της στη Δημοκρατία, υπό μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, για σκοπούς άσκησης ασφαλιστικών εργασιών.

(3) Με την κοινοποίηση αυτή συνυποβάλλονται και τα καθορισμένα έγγραφα και πληροφορίες, καθώς και δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης ότι μέσα στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (5) προθεσμία θα ενταχθεί σε σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία.

(4) Μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη βεβαιωμένη παραλαβή των πιο πάνω εγγράφων, ο Έφορος δύναται να κοινοποιήσει τους όρους, υπό τους οποίους για λόγους δημόσιου συμφέροντος πρέπει να ασκεί τις εργασίες του το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία στη Δημοκρατία.

(5) Το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία δύναται να αρχίσει εργασίες μετά από την κατά το εδάφιο (4) κοινοποίηση του Εφόρου προς την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής ή σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας που τίθεται στον Έφορο προς κοινοποίηση όρων, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

33.—(1) Μία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία δύναται να ιδρύσει υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, κατόπιν σχετικής αιτήσεως που υποβάλλεται στον Έφορο. Στην αίτηση καθορίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να ιδρύσει το υποκατάστημα ή την αντιπροσωπεία. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(2) Ο Έφορος, μετά από έλεγχο των υποβληθέντων καθορισμένων εγγράφων και ιδιαίτερα του προτεινόμενου προγράμματος δραστηριότητας, εφόσον κρίνει επαρκή τη διοικητική οργάνωση και τη χρηματοοικονομική κατάσταση της αιτήτριας ασφαλιστικής εταιρείας και εφόσον δεν έχει λόγους να αμφισβητεί την εντιμότητα και τα επαγγελματικά προσόντα ή την επαγγελματική πείρα των διευθυντών και του γενικού αντιπροσώπου ή προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που επιδιώκει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στο κλάδο βοηθείας, εφόσον ο Έφορος κρίνει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (ιε) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, διαβιβάζει εντός τριών μηνών από την υποβολή τους τα υποβληθέντα προς αυτόν έγγραφα στην αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας και ενημερώνει σχετικά την αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος αρνείται να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στην αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την υποβολή της αιτήσεως και των καθορισμένων εγγράφων. Σε περίπτωση αρνήσεως του Εφόρου ή τυχόν παραλείψεώς του να ενεργήσει μέσα στην προθεσμία των τριών μηνών, η αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία δύναται να προσβάλει την απόφαση ή την παράλειψη ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

(4) Το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία δύναται να αρχίσει εργασίες στο Κράτος Μέλος του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας μετά από τυχόν κοινοποίηση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του Κράτους Μέλους του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας προς τον Έφορο, με την οποία τίθενται οι όροι υπό τους οποίους για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να ασκεί τις εργασίες του στο Κράτος αυτό ή, σε κάθε περίπτωση, μετά πάροδο δύο μηνών, από της διαβιβάσεως των εγγράφων και της ενημερώσεώς της, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού.

Έννοια ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

34. Κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σημαίνει την ασφαλιστική κάλυψη που παρέχει μία ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., καθώς επίσης και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία της επιχείρησης αυτής, για ασφαλιστικό κίνδυνο ή ασφαλιστική υποχρέωση που ευρίσκεται σε άλλο Κράτος Μέλος. Το άλλο αυτό Κράτος Μέλος αποτελεί το Κράτος Μέλος της παροχής των υπηρεσιών, κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

35.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 8(1)(α) της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, καθώς επίσης και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία της επιχείρησης αυτής, δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους της καταγωγής της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης υποβάλλει στον Έφορο τα καθορισμένα έγγραφα, περιλαμβανομένης και δήλωσης της επιχείρησης αν αυτή ασκεί ασφαλιστικούς κλάδους οι οποίοι καθίστανται διά νόμου υποχρεωτικοί, περί εντάξεώς της σε σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία

(β) η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση, προβαίνει στο διορισμό φορολογικού αντιπροσώπου, τα καθήκοντα του οποίου καθορίζονται στο άρθρο 137 του παρόντος Νόμου, καθώς και στο διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε περίπτωση ασκήσεως από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση του κλάδου ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα, εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, τα καθήκοντα του οποίου καθορίζονται σε Κανονισμούς.

Νοείται ότι,  σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενηασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει προβεί στο διορισμόειδικού αντιπροσώπου,  τα καθήκοντα του μπορούν ναασκούνται από τον αντιπρόσωπο για διακανονισμό απαιτήσεων.

(2) Ο Έφορος γνωστοποιεί εγγράφως στην αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης—

(α) Την καταχώρηση της επιχείρησης αυτής στο ειδικό μητρώο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που τηρείται από την Υπηρεσία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και στο οποίο αναγράφονται οι καθορισμένες με Κανονισμούς πληροφορίες·

(β) τυχόν υποχρέωση της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης προς διορισμό φορολογικού αντιπροσώπου· και

(γ) εφόσον κριθεί αναγκαίο, τους όρους υπό τους οποίους, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, θα πρέπει να ασκεί τις εργασίες της η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση στη Δημοκρατία.

(3) Ο Έφορος δύναται να ζητήσει από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής, τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά συστήματα πωλήσεων, τα οποία η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη Δημοκρατία.

(4) Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να προβεί στην έναρξη ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο αυτό, και κοινοποιηθεί προς αυτή σχετική γνωστοποίηση από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

36.—(1) Μία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, καθώς επίσης και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία της εταιρείας αυτής, δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατόπιν σχετικής αιτήσεως προς τον Έφορο. Στην αίτηση καθορίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(2) Ο Έφορος διαβιβάζει εντός ενός μηνός από την υποβολή τους, τα υποβληθέντα προς αυτόν έγγραφα, προς την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους παροχής των υπηρεσιών και ενημερώνει σχετικά την αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος αρνείται να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στην αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της αιτήσεως και των καθορισμένων εγγράφων. Σε περίπτωση αρνήσεως του Εφόρου ή τυχόν παραλείψεώς του να ενεργήσει μέσα στην προθεσμία του ενός μηνός, η αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία δύναται να προσβάλει την απόφαση ή την παράλειψη ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

(4) Η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία δύναται να αρχίσει εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μόλις της κοινοποιηθεί από τον Έφορο σχετική γνωστοποίηση για την αποστολή των καθορισμένων εγγράφων προς την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους παροχής υπηρεσιών.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα την Ελβετική Συνομοσπονδία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

37.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της στην Ελβετική Συνομοσπονδία, δύναται να ιδρύει στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής των διατάξεων της Συμφωνίας της 10ης Οκτωβρίου 1979 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, με τα συνημμένα εις αυτή Προσαρτήματα και Πρωτόκολλα και τις συνημμένες εις αυτή ανταλλαγείσες επιστολές, σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός από ασφάλιση του Κλάδου Ζωής.

(2) Επί της ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στην Ελβετική Συνομοσπονδία από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

38. Σε περίπτωση που μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία αιτείται την ίδρυση, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, υποκατάστημα της ή αντιπροσωπείας στην Ελβετική Συνομοσπονδία, οι διατάξεις του άρθρου 33 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Κοινοτική συνασφάλιση

38Α–(1) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, κοινοτική συνασφάλιση συντρέχει στην περίπτωση που καλύπτεται κίνδυνος που βρίσκεται σε  κράτος μέλος με τη συμμετοχή πέραν της μιας ασφαλιστικής επιχείρησης κράτους μέλους, που στο εξής θα καλούνται ως «συνασφαλιστές».

(2) Για την κάλυψη κινδύνου που βρίσκεται στη Δημοκρατία με κοινοτική συνασφάλιση, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Ο κίνδυνος που καλύπτεται πρέπει να υπάγεται στην έννοια του μεγάλου κινδύνου, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2:

Νοείται ότι, κίνδυνοι πυρηνικής φύσεως που πηγάζουν από πυρηνική ενέργεια ή αφορούν φαρμακευτικά προϊόντα και που εμπίπτουν στον κλάδο γενικής ευθύνης δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(β) Ο κίνδυνος πρέπει να καλύπτεται από κοινό ασφαλιστήριο, με την καταβολή συνολικού ασφαλίστρου, και η κάλυψη πρέπει να αφορά την ίδια χρονική περίοδο.

(γ) Ο ένας εκ των συνασφαλιστών πρέπει να αποτελεί τον κύριο ασφαλιστή (leader),  ενώ δεν πρέπει να υπάρχει αλληλέγγυα υποχρέωση μεταξύ των συνασφαλιστών, αλλά καθένας να ευθύνεται για το δικό του μερίδιο.

(δ) Ο ένας τουλάχιστον εκ των συνασφαλιστών πρέπει να συμμετέχει στο ασφαλιστήριο από την έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησής του ή από υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία του που είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, άλλο από το κράτος μέλους του κύριου ασφαλιστή.

(ε)  Ο κύριος ασφαλιστής πρέπει να θεωρείται ως εάν να είναι η ασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει ολόκληρο τον κίνδυνο και  να αναλαμβάνει πλήρως το ρόλο που του ανατίθεται σύμφωνα με την πρακτική της συνασφάλισης, ιδίως δε, να καθορίζει τους όρους ασφάλίσης και το ύψος του ασφαλίστρου:

Νοείται ότι, όσες πράξεις συνασφάλιση δεν πληρούν τους όρους πουαναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ε) συνεχίζουν να υπόκεινται στις ισχύουσες εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών, στις οποίες αφορούν.

(3) Το ύψος των τεχνικών αποθεμάτων κάθε συνασφαλιστή καθορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία ή την πρακτική του κράτους μέλους καταγωγής του:

Νοείται ότι, σε περίπτωση αποθέματος για τις εκκρεμείς απαιτήσεις, ο κάθε συνασφαλιστής σχηματίζει απόθεμα για εκκρεμείς απαιτήσεις, το οποίο δεν δύναται να υπολείπεται του αποθέματος που σχηματίζεται σύμφωνα  με τους κανόνες ή την πρακτική που ισχύουν για τον κύριο συνασφαλιστή:

Νοείται περαιτέρω ότι, το ύψος του αποθέματος των εκκρεμών απαιτήσεων που σχηματίζει ο κάθε συνασφαλιστής αναλογεί στο ποσοστό συμμετοχής του στην κάλυψη του κινδύνου.

(4) Οι συνασφαλιστές που είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία τηρούν στατιστικά στοιχεία, τα οποία παρουσιάζουν τον όγκο των εργασιών τους σε κοινοτική συνασφάλιση, καθώς και τα κράτη μέλη που αφορούν οι εργασίες αυτές.

(5) Κατά την εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις της επιχείρησης αυτής από τη συμμετοχή της σε ασφαλιστήρια που αφορούν κοινοτική συνασφάλιση, εκπληρώνονται όπως και οι υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα άλλα ασφαλιστήρια χωρίς να γίνεται καμιά διάκριση εις βάρος των ασφαλισμένων της και των δικαιούχων εξαιτίας της εθνικότητάς τους.

(6) ΄Οσες ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος και πληρούν τις διατάξεις των εθνικών νομοθετημάτων των εν λόγω κρατών μελών που υιοθετούν την  Κοινοτική Οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ηςΙουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάλυση δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και επιθυμούν να συμμετάσχουν σε κοινοτική συνασφάλιση, δεν δύναται να υπόκεινται σε διατάξεις άλλες από αυτές του παρόντος άρθρου.

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ Ή ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ - ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ - ΜΕΡΙΚΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Απόρριψη αιτήσεως κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

39.—(1) Ο Έφορος απορρίπτει, την αίτηση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για χορήγηση της άδειας, που τίθενται στα άρθρα 21 και 22 του παρόντος Νόμου.

(2) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία υπό μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για χορήγηση της άδειας, που τίθενται στα άρθρα 26 και 29 του παρόντος Νόμου.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου αυτού, ο Έφορος δύναται να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών όταν—

(α) Υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αιτήτριας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων και ο Έφορος κρίνει ότι οι δεσμοί αυτοί παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας· ή

(β) οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, οι ισχύουσες σε κράτος που δεν είναι Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στο οποίο υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η αιτήτρια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας από τον Έφορο.

(4) «Στενοί δεσμοί», κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, λογίζεται η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω—

(α) Συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης ή δι' ενός δεσμού ελέγχου κατοχής του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) ή άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης· ή

(β) δεσμού ελέγχου, δηλαδή μέσω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ μιας μητρικής εταιρείας και μιας θυγατρικής εταιρείας, κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή μιας παρεμφερούς σχέσης μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας εταιρείας· κάθε θυγατρική εταιρεία μιας άλλης θυγατρικής εταιρείας λογίζεται και αυτή ως θυγατρική της μητρικής εταιρείας.

Στενοί δεσμοί μεταξύ δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων δημιουργούνται επίσης και από μια κατάσταση κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μονίμως με το ίδιο πρόσωπο, διά δεσμού ελέγχου.

(5) Η απόφαση του Εφόρου προς απόρριψη της αιτήσεως και άρνηση χορηγήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η απόφαση κοινοποιείται στους αιτητές μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την υποβολή έγκυρης κατά νόμο αιτήσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου, προκειμένου περί κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, ή στο άρθρο 26, προκειμένου περί αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης.

(6) Ως απόρριψη της αιτήσεως και άρνηση χορηγήσεως άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών λογίζεται και η άπρακτη πάροδος έξι μηνών από την ημέρα της υποβολής αιτήσεως, έγκυρης κατά τα ανωτέρω.

Απόρριψη της αιτήσεως κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης προς επέκταση των εργασιών

40.—(1) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας επεκτάσεως των εργασιών της, εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 23 του παρόντος Νόμου προκειμένου περί κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, ή στο άρθρο 27 ή 29 προκειμένου περί αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Οι διατάξεις των εδαφίων (3), (5) και (6) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατά πάντα και στην περίπτωση αιτήσεως για χορήγηση άδειας επεκτάσεως των εργασιών.

Ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης. Ποινικό αδίκημα

41.—(1) Ο Έφορος δύναται να ανακαλέσει την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Εάν οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 21 ή 26 για τη χορήγηση της άδειας δεν ικανοποιείται πλέον ή

(β) εάν η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση—

(i) δεν προβεί σε έναρξη των εργασιών της εντός δώδεκα μηνών από την ημέρα που της χορηγήθηκε η άδεια· ή

(ii) πληροφορήσει εγγράφως τον Έφορο ότι δεν προτίθεται να αρχίσει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών της, μέσα στην περίοδο των δώδεκα μηνών ή

(iii) πληροφορήσει οποτεδήποτε εγγράφως τον Έφορο ότι προτίθεται να τερματίσει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών της· ή

(iv) αναστείλει την άσκηση εργασιών για συνεχή περίοδο πέραν των έξι μηνών ή

(ν) υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, ασκεί εργασίες άλλες από ασφαλιστικές· ή

(γ) σε περίπτωση παραβίασης, σε σημαντικό βαθμό, οποιασδήποτε από τις κατά νόμο υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας ή επιχείρησης, και ιδιαίτερα της υποχρέωσής της, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92 του παρόντος Νόμου, προς κατάθεση των καθορισμένων λογιστικών και οικονομικών καταστάσεων ή της υποχρέωσής της προς τήρηση υγιών ασφαλιστικών αρχών, κατά την άσκηση των εργασιών της· ή

(δ) σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση δεν εκπληρώσει, εντός της τακτής από τον Έφορο προθεσμίας, την υποχρέωσή της προς υλοποίηση των μέτρων ανασυγκρότησης ή βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 71 του παρόντος Νόμου· ή

(ε) σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης για το προβλεπόμενο στο άρθρο 213 του παρόντος Νόμου ποινικό αδίκημα για έκδοση ψευδών λογαριασμών ή

(στ) σε περίπτωση κατά την οποία η εταιρεία ή επιχείρηση αυτή δεν ικανοποιήσει μέσα σε προθεσμία σαράντα δυο ημερών τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της· ή

(ζ) σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση δεν ικανοποιεί πλέον οποιεσδήποτε από τις διατάξεις του Μέρους IV του παρόντος Νόμου· ή

(η) προκειμένου περί αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, και σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, προκειμένου περί ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει την έδρα της στην Ε.Ε. ή Ε.Ο.Χ, σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών της επιχείρησης αυτής, από την αρμόδια εποπτική αρχή του τόπου, όπου έχει την έδρα της.

(θ) σε περίπτωση κατά την οποία υφίστανται στενοί δεσμοί, εν τη εννοία του εδαφίου (4)  του άρθρου 39, μεταξύ τηςκυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή της αλλοδαπήςασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικώνπροσώπων και ο Έφορος κρίνει ότι οι δεσμοί αυτοίπαρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκησηεποπτείας ή οι νομοθετικές,  κανονιστικές ή διοικητικέςδιατάξεις,  οι ισχύουσες σε κράτους που δεν είναι ΚράτοςΜέλος της Ε.Ε.  ή του Ε.Ο.Χ.,  στο οποίο υπάγονται ένα ήπερισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα,   με τα οποία ηκυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστικήεπιχείρηση έχει στενούς δεσμούς,  παρεμποδίζουν ήδυσχεραίνουν την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας απότον Έφορο·

(ι) σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που δεν προβαίνει σε έναρξη των εργασιών της σε όλους ή ορισμένους κλάδους, στους οποίους αφορά η άδεια που της χορηγήθηκε, εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία που της χορηγήθηκε η άδεια ή που αναστέλλει την άσκηση εργασιών για συνεχή περίοδο έξι μηνών, έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει εγγράφως στον Έφορο το γεγονός. Παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

(3) Η απόφαση του Εφόρου προς ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη εταιρεία ή επιχείρηση.

Παραστάσεις κατά της ανάκλησης της άδειας

42.—(1) Πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, ο Έφορος οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την πρόθεσή του προς τούτο στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, και να παραθέσει τους λόγους, που κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, δικαιολογούν την απόφασή του, και να επισημάνει τα δικαιώματα που της παρέχονται δυνάμει του επόμενου εδαφίου. Ο Έφορος εν τούτοις δύναται, σε δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις και προς προστασία των ασφαλισμένων και του κοινού εν γένει, να διατάξει με την κοινοποίηση αυτή, την άμεση αναστολή εργασιών της ασφαλιστικής αυτής εταιρείας ή επιχείρησης, μέχρι πέρατος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό και το άρθρο 43 διαδικασίας.

(2) Η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, προς την οποία κοινοποιήθηκε έγγραφο κατά τα ανωτέρω, έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση του εγγράφου, να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί, προφορικές παραστάσεις προς τον Έφορο, εφόσον όμως της κοινοποιήθηκε συγχρόνως και απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της οφείλει να συμμορφωθεί αμέσως προς την απόφαση αυτή.

(3) Ο Έφορος οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς ανάκληση ή μη της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.

Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Υπουργού

43.—(1) Οι αποφάσεις του Εφόρου προς απόρριψη της αιτήσεως για χορήγηση άδειας ασκήσεως ή επεκτάσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 39 και 40 του παρόντος Νόμου, καθώς και οι αποφάσεις του Εφόρου προς ανάκληση άδειας που χορηγήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 41 του Νόμου αυτού, δύνανται να προσβληθούν ενώπιον του Υπουργού.

(2) Το δικαίωμα προς προσβολή των αποφάσεων του Εφόρου ενώπιον του Υπουργοί), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό, επισημαίνεται από τον Έφορο στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, κατά την κοινοποίηση των πιο πάνω αποφάσεων.

(3) Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού δύναται να ασκηθεί εγγράφως, μέσω του Εφόρου, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών, από την κοινοποίηση της αποφάσεως, κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

(4) Ο Υπουργός εκδίδει την απόφασή του μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής. Πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του ο Υπουργός καλεί την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί, προφορικές παραστάσεις.

(5) Ο Υπουργός οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς επικύρωση ή ανάκληση της απόφασης του Εφόρου.

(6) Η απόφαση του Υπουργού οφείλει να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Δημοσίευση της ανάκλησης της άδειας στην Επίσημη Εφημερίδα

44. Η ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, όταν αυτή καταστεί οριστική, είτε λόγω παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας προς προσφυγή ενώπιον του Υπουργού είτε λόγω επικυρώσεως της αποφάσεως του Εφόρου από τον Υπουργό, δημοσιεύεται κατά τον καθορισμένο τύπο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Ενημέρωση άλλων αρμόδιων εποπτικών αρχών για την ανάκληση άδειας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας

45.—(1) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η απόφαση του Εφόρου προς ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, εφόσον δεν προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο ή εφόσον επικυρωθεί από τον Υπουργό, κοινοποιείται σε όλες τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., προς λήψη των αναγκαίων μέτρων, ώστε να μην επιτραπεί στην εταιρεία αυτή η άσκηση νέων εργασιών είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(2) Ο Έφορος, με τη συνδρομή και των λοιπών αρμόδιων εποπτικών αρχών, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων στην ασφαλιστική εταιρεία της οποίας ανακλήθηκε η άδεια και ειδικότερα περιορίζει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας αυτής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 65 του παρόντος Νόμου.

Ενημέρωση άλλων αρμόδιων εποπτικών αρχών για την ανάκληση άδειας αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης

46.—(1) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η απόφαση του Εφόρου προς ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου, η οποία επέλεξε την εποπτική αρχή της Δημοκρατίας ως την αρμόδια εποπτική αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, εφόσον η απόφαση αυτή προς ανάκληση δεν προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού ή εφόσον επικυρωθεί από τον Υπουργό, κοινοποιείται σε όλες τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., στα οποία η αλλοδαπή αυτή ασφαλιστική επιχείρηση διατηρεί υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία, προς λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των ασφαλισμένων στην επιχείρηση αυτή.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση επέλεξε άλλη αρμόδια εποπτική αρχή, εκτός της Δημοκρατίας και ο λόγος ανακλήσεως της άδειας είναι η ανεπάρκεια της συνολικής φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως αυτή καθορίζεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (δ) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, τότε η άδεια ασκήσεως των ασφαλιστικών εργασιών ανακαλείται και από τον Έφορο.

Απαγόρευση εκδόσεως νέων ασφαλιστηρίων μετά την ανάκληση της άδειας ή μετά την απόφαση του Εφόρου προς αναστολή εργασιών. Ποινικό αδίκημα

47—(1) Απαγορεύεται η έκδοση νέων ασφαλιστηρίων ή η σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων ή η άσκηση ασφαλιστικών εργασιών εν γένει, από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας ανακλήθηκε η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή στην οποία κοινοποιήθηκε απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(2) Επιτρέπεται εν τούτοις σε ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας ανακλήθηκε για οποιοδήποτε λόγο η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή στην οποία κοινοποιήθηκε απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, να συνεχίσει να εισπράττει τα οφειλόμενα προς αυτή ασφάλιστρα και να ικανοποιεί τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της, κατά το συνήθη τρόπο διεξαγωγής των εργασιών της.

Τροποποίηση επωνυμίας

48. Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας ανακλήθηκε για οποιοδήποτε λόγο η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, σε περίπτωση κατά την οποία θα συνεχίσει να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο, οφείλει να τροποποιήσει την επωνυμία της και να διαγράψει από αυτή οτιδήποτε υποδηλώνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών.

Μερική ανάκληση και περιορισμός της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών μόνο σε έναν ή περισσότερους κλάδους

49.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 41 του παρόντος Νόμου, όπου αυτές εφαρμόζονται, ο Έφορος δύναται, αντί να προβεί σε εξ ολοκλήρου ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, να ανακαλέσει μερικώς την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε έναν ή περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους που της έχει χορηγηθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και να περιορίσει την ισχύ της άδειας για τους λοιπούς.

(2) Στην περίπτωση αυτή η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει, αναλόγως της περιπτώσεως—

(α) Να μη συνομολογεί νέες ασφαλιστικές συμβάσεις που καλύπτουν κινδύνους, που εμπίπτουν στον κλάδο για τον οποίο ανακλήθηκε η άδεια·

(β) να μην τροποποιεί οποιεσδήποτε ασφαλιστικές συμβάσεις, που αφορούν τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και τελούν σε ισχύ κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας για τον Κλάδο αυτό, έτσι ώστε να αυξάνονται οι υποχρεώσεις της·

(γ) να μην τροποποιεί, με οποιοδήποτε τρόπο, ασφαλιστικές συμβάσεις, που αφορούν τον Κλάδο Ζωής και τελούν σε ισχύ κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας για τον Κλάδο αυτό, έτσι ώστε να αυξάνονται οι υποχρεώσεις της.

(3) Εφόσον ο Έφορος αποφασίσει τη μερική ανάκληση και περιορισμό της ισχύος της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας που αρχικά χορηγήθηκε και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που αφορούν στην ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, άρθρα 41 έως 47, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση μερικής ανακλήσεως και περιορισμού της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΕΙΑΣ - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΔΕΙΑΣ - ΦΥΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
Έκθεση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

50.—(1) Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου εκτίθεται από την κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή την αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που της χορηγήθηκε, σε περίοπτη θέση στα κεντρικά της γραφεία στη Δημοκρατία. Πιστοποιημένο αντίγραφο της άδειας αυτής εκτίθεται κατά τον αυτό τρόπο και σε όλα τα υποκαταστήματα και τις αντιπροσωπείες της εταιρείας ή της επιχείρησης στη Δημοκρατία.

(2) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, θα ισχύει η ακόλουθη διάταξη:

«Σε περίπτωση ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, η αντίστοιχη άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε στην επιχείρηση αυτή, από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής του υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, θα εκτίθεται σε περίοπτη θέση στα γραφεία του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας στη Δημοκρατία».

(3) Παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι χιλίων λιρών.

Επιστροφή άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε περίπτωση ανάκλησης ή τροποποίησής της. Ποινικό αδίκημα

51.—(1) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας ανακαλείται ή τροποποιείται η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, οφείλει να επιστρέψει στον Έφορο την άδεια αυτή, καθώς και κάθε πιστοποιημένο αντίγραφο της, μόλις της κοινοποιηθεί ή δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η απόφαση περί ανακλήσεως ή τροποποιήσεως της άδειας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών έχει απωλεσθεί ή καταστραφεί και η επιστροφή της καθίσταται αδύνατη, η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει όπως προβεί σε σχετική ένορκη δήλωση.

(2) Παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

Συνεχείς υποχρεώσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων

52.—(1) Εκτός εάν άλλωσπως προβλέπεται ρητά ή συνάγεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όλες οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και αφορούν στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι συνεχείς και οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν να τις τηρούν αδιαλείπτως.

(2) Κάθε μεταβολή που επάγεται σε συνεχή υποχρέωση που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που καθορίζονται στο άρθρο 21, ανακοινώνεται άμεσα στον Έφορο.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ - ΓΕΝΙΚΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ - ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΗΣ
Οι διευθύνοντες κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

53.—(1) Για τους σκοπούς της παραγράφου (ι) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, ως διευθύνοντες μίαν κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία λογίζονται μόνον τα ακόλουθα φυσικά πρόσωπα, εφόσον είναι πρόσωπα ικανά και κατάλληλα και διαθέτουν τα καθορισμένα με Κανονισμούς προσόντα—

(α) Οι διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας, περιλαμβανομένου και του εκτελεστικού προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου·

(β) ο ανώτερος εκτελεστικός λειτουργός της εταιρείας, που είναι υπεύθυνος για τη διεύθυνση όλων των ασφαλιστικών εργασιών της, μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων του Διοικητικού της Συμβουλίου·

(γ) ο γενικός διευθυντής της εταιρείας, εφόσον τα καθήκοντά του δεν ασκούνται από ένα από τα μνημονευόμενα στις πιο πάνω παραγράφους (α) και (β) πρόσωπα· και

(δ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που κατά την κρίση του Εφόρου, λόγω της φύσεως των καθηκόντων που ασκεί στην εταιρεία, είναι σε θέση να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων ή την όλη πολιτική της εταιρείας.

(2) Εκτός από τους διοικητικούς συμβούλους της εταιρείας που δεν ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα, οι λοιποί διευθύνοντες την εταιρεία οφείλουν να έχουν το συνήθη τόπο διαμονής τους στη Δημοκρατία:

Νοείται εν τούτοις ότι, ο Έφορος δύναται να επιτρέψει όπως ορισμένοι από τους διευθύνοντες αυτούς έχουν τη συνήθη διαμονή τους εκτός της Δημοκρατίας, εφόσον κρίνει ότι αυτό δεν επηρεάζει δυσμενώς την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας.

(3) Στον Έφορο ανακοινώνεται η ταυτότητα των διευθυνόντων την εταιρεία κατά τον καθορισμένο τύπο, κατά την υποβολή της αιτήσεως προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.

(4) Στον Έφορο επίσης ανακοινώνεται, κατά τον καθορισμένο τύπο, κάθε μεταγενέστερος διορισμός επιπρόσθετος ή εις αντικατάσταση άλλου, κάθε εκούσια αποχώρηση ή τερματισμός των υπηρεσιών και γενικά κάθε άλλη μεταβολή των προσώπων αυτών, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός αφότου επεσυνέβη ο διορισμός, αποχώρηση, τερματισμός υπηρεσιών ή άλλη μεταβολή. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό οποιουδήποτε προσώπου, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στην ασφαλιστική εταιρεία, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημέρα της ανακοινώσεως του διορισμού. Η απόφαση αυτή του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

(5)(α) Ικανό και κατάλληλο λογίζεται το πρόσωπο το οποίο διαθέτει εντιμότητα, ακεραιότητα, καλή φήμη, ειδική γνώση και πείρα στον τομέα του και είναι καλής οικονομικής κατάστασης.

(β) Δε λογίζεται ως κατάλληλο πρόσωπο για τους σκοπούς της παραγράφου (ι) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, πρόσωπο που—

(i) Καταδικάστηκε για πλαστογραφία, κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, εκβίαση, δωροδοκία, λαθρεμπορία, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, φόνο εκ προμελέτης, ανθρωποκτονία, βιασμό, αδικήματα ηθικής αισχρότητας ή άλλα συναφή προς τα ανωτέρω ποινικά αδικήματα·

(ii) κηρύχθηκε σε πτώχευση και δεν αποκαταστάθηκε· ή

(iii) κατείχε προηγουμένως ειδική συμμετοχή ή θέση διευθύνοντος προσώπου, σε ασφαλιστική επιχείρηση ή άλλη συναφή επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, της οποίας επιχείρησης η άδεια ανακλήθηκε για σοβαρή παραβίαση των υποχρεώσεών της, εκτός εάν αποδείξει ότι ο ίδιος δε συναίνεσε ή συνέπραξε στην παραβίαση.

Διευθύνοντες υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης

54.—(1) Σε σχέση με το υποκατάστημα ή την αντιπροσωπεία που ιδρύονται στη Δημοκρατία από αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (ζ) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, θα ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

(α) Σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα που μνημονεύονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου, στον Έφορο θα ανακοινώνονται οι πληροφορίες που καθορίζονται στο έντυπο της αιτήσεως για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

(β) σε ό,τι αφορά το πρόσωπο που μνημονεύεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου, τα καθήκοντα του προσώπου αυτού θα ασκούνται από το γενικό αντιπρόσωπο της επιχείρησης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56 του παρόντος Νόμου·

(γ) σε ό,τι αφορά τα λοιπά πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 53, τα πρόσωπα αυτά πρέπει να είναι φυσικά και να ικανοποιούν τις προϋποθέσεις, που καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται κατά πάντα και προκειμένου περί των διευθυνόντων υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης.

Οι διευθύνοντες υποκατάστημα κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ

55.—(1) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού θα ισχύουν σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να ιδρύσει υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και υποβάλει σχετική αίτηση στον Έφορο, για τους σκοπούς του εδαφίου (2) του άρθρου 33 του παρόντος Νόμου, θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου με τις ακόλουθες τροποποιήσεις:

(α) Οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 53 δε θα ισχύουν

(β) τα καθήκοντα του προσώπου που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 53, θα ασκούνται από το γενικό αντιπρόσωπο της εταιρείας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 58.

Γενικός αντιπρόσωπος στη Δημοκρατία αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης

56.—(1) Για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να ιδρύσει στη Δημοκρατία υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία, προαπαιτείται, δυνάμει της παραγράφου (γ) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, ο διορισμός γενικού αντιπροσώπου, που να ικανοποιεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Να είναι πρόσωπο ικανό και κατάλληλο, κατά την έννοια του εδαφίου (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου και να διαθέτει τα καθορισμένα με Κανονισμούς προσόντα·

(β) να έχει το συνήθη τόπο διαμονής του στη Δημοκρατία εκτός εάν ο Έφορος επιτρέψει όπως έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός της Δημοκρατίας, εφόσον κρίνει ότι αυτό δεν επηρεάζει δυσμενώς την εύρυθμη λειτουργία του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας·

(γ) να είναι υπεύθυνος για τη διεξαγωγή του συνόλου των εργασιών του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας στη Δημοκρατία·

(δ) να έχει επαρκή εξουσία ώστε να δεσμεύει την αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση ενώπιον τρίτων και να την αντιπροσωπεύει ενώπιον των δικαστικών και διοικητικών αρχών της Δημοκρατίας· και

(ε) να αποδέχεται όλη την αλληλογραφία στη Δημοκρατία εκ μέρους της επιχείρησης αυτής.

(2) Δεν επιτρέπεται ο παράλληλος διορισμός δύο γενικών αντιπροσώπων.

(3) Δεν επιτρέπεται ο γενικός αντιπρόσωπος να είναι ο ελεγκτής, ή συνέταιρος ή υπάλληλος του ελεγκτή, σε ότι αφορά στον έλεγχο λογαριασμών οποιασδήποτε ασφαλιστικής εργασίας που διεξάγεται στη Δημοκρατία από την επιχείρηση αυτή.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία ο γενικός αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο, πρέπει να έχει την έδρα του στη Δημοκρατία και να διορίσει φυσικό πρόσωπο, που να ικανοποιεί τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού.

(5) Στον Έφορο ανακοινώνεται η ταυτότητα του γενικού αντιπροσώπου κατά τον καθορισμένο τύπο, κατά την υποβολή της αιτήσεως προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.

(6) Στον Έφορο ανακοινώνεται επίσης κατά τον καθορισμένο τύπο κάθε μεταγενέστερη μεταβολή στο πρόσωπο του γενικού αντιπροσώπου μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την ημέρα της μεταβολής.

(7) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό οποιουδήποτε προσώπου ως γενικού αντιπροσώπου, ενεργεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου, το οποίο, καθώς και το εδάφιο (5), εφαρμόζεται κατά πάντα και στην προκείμενη περίπτωση.

Γενικός αντιπρόσωπος στη Δημοκρατία της Ένωσης Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου

57. Επί του γενικού αντιπροσώπου της Ενώσεως Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, που διορίζεται στη Δημοκρατία για τους σκοπούς του άρθρου 29 του παρόντος Νόμου, θα εφαρμόζονται κατά πάντα οι διατάξεις του άρθρου 56, ιδιαίτερα αυτή της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού.

Γενικός αντιπρόσωπος κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και γενικός αντιπρόσωπος ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στη Δημοκρατία

58.—(1) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού θα ισχύουν σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να ιδρύσει υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και υποβάλει σχετική αίτηση στον Έφορο για τους σκοπούς του εδαφίου (2) του άρθρου 33 του παρόντος Νόμου, θα εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε ό,τι αφορά το γενικό αντιπρόσωπο, οι διατάξεις του άρθρου 56 του παρόντος Νόμου.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. ιδρύει, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία στη Δημοκρατία, για τους σκοπούς του εδαφίου (3) του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου θα εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε ότι αφορά το γενικό αντιπρόσωπο, οι διατάξεις των εδαφίων (1) μέχρι (4) του άρθρου 56 του παρόντος Νόμου.

Εσωτερικός αναλογιστής, καθήκοντα και ευθύνες

59.—(1) Για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών—

(α) Στον Κλάδο Ζωής· και

(β) στον κλάδο ατυχημάτων ή και στον κλάδο ασθενειών, όταν εκδίδονται ασφαλιστήρια που καλύπτουν κινδύνους των κλάδων ατυχημάτων ή και ασθενειών, με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους,

προαπαιτείται ο διορισμός εσωτερικού αναλογιστή που έχει τα καθορισμένα με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου προσόντα, είναι ικανό και κατάλληλο πρόσωπο και εγκρίνεται από τον Έφορο.

(2) Στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί εργασίες στον Κλάδο Ζωής, ο εσωτερικός αναλογιστής έχει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α) Να παρακολουθεί την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, περιλαμβανομένης και της εκτίμησης των τεχνικών της αποθεμάτων·

(β) να παρακολουθεί τις αναλογιστικής φύσεως εργασίες της επιχείρησης που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, το σχεδιασμό και την τιμολόγηση των ασφαλιστικών σχεδίων

(γ) να διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχονται σε πρόσωπα που ενδιαφέρονται να συνάψουν ασφαλιστικές συμβάσεις και στους ασφαλισμένους είναι σύμφωνες με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 133 του παρόντος Νόμου·

(δ) να διεξάγει έρευνες σχετικά με την—

(i) εμπειρία της επιχείρησης σε σχέση με απαιτήσεις· και

(ii) την ανάλυση των εξόδων της επιχείρησης·

(ε) να συμβουλεύει το Διοικητικό Συμβούλιο της επιχείρησης σχετικά με—

(i) το πρόγραμμα δραστηριότητας, που συνυποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) των άρθρων 21 και 23 του παρόντος Νόμου, με την αίτηση για χορήγηση ή επέκταση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών και

(ii) το αντασφαλιστικό πρόγραμμα της επιχείρησης:

Νοείται ότι, για την καλύτερη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να του παρέχει άμεση πρόσβαση στο Διοικητικό της Συμβούλιο, όποτε ο εσωτερικός αναλογιστής το κρίνει σκόπιμο και να του παρέχει κάθε αναγκαία πληροφορία προς άσκηση των καθηκόντων του.

(3) Στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως, όπως αυτές καθορίζονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, ο εσωτερικός αναλογιστής έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α) Να ενημερώνει τον Έφορο ότι η ασφαλιστική επιχείρηση παρέχει τις καλύψεις αυτές· και

(β) να υπολογίζει την υποχρέωση της ασφαλιστικής επιχείρησης, όταν αυτή πρέπει να καταβάλει αποζημίωση με τη μορφή προσόδου, την οποία πιστοποιεί με δήλωση, στην οποία φαίνεται και ο τρόπος υπολογισμού καθώς και οι τεχνικές παράμετροι που χρησιμοποιεί.

(4) Στον Έφορο ανακοινώνεται η ταυτότητα του εσωτερικού αναλογιστή κατά τον καθορισμένο τύπο, κατά την υποβολή της αιτήσεως προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ή επεκτάσεως ασφαλιστικών εργασιών.

(5) Στον Έφορο ανακοινώνεται επίσης κατά τον καθορισμένο τύπο κάθε μεταγενέστερη μεταβολή στο πρόσωπο του εσωτερικού αναλογιστή, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημέρα της μεταβολής.

(6) Ο Έφορος οφείλει να κοινοποιήσει την απόφασή του εντός ενός μηνός από την ανακοίνωση.

(7) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό οποιουδήποτε προσώπου ως εσωτερικού αναλογιστή ενεργεί κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (4) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου, το οποίο, καθώς και το εδάφιο (5) εφαρμόζεται κατά πάντα και στην προκειμένη περίπτωση.

Διευθύνοντες κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου

59Α. Όποιος ασκεί την ουσιαστική διοίκηση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου οφείλει να έχει τα απαραίτητα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία πείρα για την άσκηση των καθηκόντων του.

ΜΕΡΟΣ V ΤΕΧΝΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΤΕΧΝΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ
Υποχρέωση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας προς σχηματισμό τεχνικών αποθεμάτων

60.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία έχει υποχρέωση να σχηματίζει επί συνεχούς βάσεως, επαρκή τεχνικά αποθέματα για το σύνολο των ασφαλιστικών εργασιών που ασκεί είτε εντός της Δημοκρατίας είτε, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου εδαφίου, εκτός της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, ασφαλιστική εταιρεία, υφιστάμενη κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, που κατέχει άδεια δυνάμει του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου, προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, όσον και στον Κλάδο Ζωής, έχει υποχρέωση να σχηματίζει επί συνεχούς βάσεως, επαρκή τεχνικά αποθέματα χωριστά για τις εργασίες της στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και χωριστά για τις εργασίες της στον Κλάδο Ζωής.

(2) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στην αλλοδαπή, έχει υποχρέωση να σχηματίζει επί συνεχούς βάσεως, επαρκή τεχνικά αποθέματα και για τις εργασίες αυτές, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν υπόκειται σε αντίστοιχη υποχρέωση σχηματισμού τεχνικών αποθεμάτων στο κράτος ή τα κράτη, όπου ασκεί τις εργασίες αυτές:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο τρόπος υπολογισμού των τεχνικών αποθεμάτων, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 63 του παρόντος Νόμου, είναι αυστηρότερος από τον τρόπο υπολογισμού των τεχνικών αποθεμάτων που ισχύει στο κράτος ή τα κράτη όπου ασκεί τις εργασίες της, η ασφαλιστική αυτή εταιρεία οφείλει να σχηματίζει τεχνικά αποθέματα, κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και από την ημερομηνία προσχώρησής της, ασφαλιστικές εργασίες που ασκούνται από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία σε Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, λογίζονται για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ως ασφαλιστικές εργασίες, που ασκούνται εντός της Δημοκρατίας.

Σύνθεση τεχνικών αποθεμάτων Κλάδου Γενικής Φύσεως

61. Τα τεχνικά αποθέματα που κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να σχηματίζει, σύμφωνα με το άρθρο 60 του παρόντος Νόμου, σε ότι αφορά το σύνολο των εργασιών που διεξάγει στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, αποτελούνται από τα ακόλουθα:

(α) Απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων·

(β) απόθεμα κινδύνων σε ισχύ·

(γ) απόθεμα εκκρεμών απαιτήσεων·

(δ) απόθεμα εξισορρόπησης·

(ε) άλλα τεχνικά αποθέματα.

Σύνθεση τεχνικών αποθεμάτων Κλάδου Ζωής

62. Τα τεχνικά αποθέματα που κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να σχηματίζει, σύμφωνα με το άρθρο 60 του παρόντος Νόμου, σε ότι αφορά το σύνολο των εργασιών που διεξάγει στον Κλάδο Ζωής, αποτελούνται από τα ακόλουθα:

(α) Απόθεμα εκκρεμών απαιτήσεων·

(β) απόθεμα σε σχέση με ποσά που εκτιμούνται βάσει επαρκούς συνετής αναλογιστικής μεθόδου, στην οποία λαμβάνονται υπόψη όλες οι μελλοντικές υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που έχουν ορισθεί για κάθε υπάρχουσα σύμβαση, ιδίως—

(i) όλες οι εγγυημένες παροχές, συμπεριλαμβανομένων των εγγυημένων αξιών εξαγοράς·

(ii) όλες οι συμμετοχές στα κέρδη, τα οποία ήδη δικαιούνται συλλογικά ή ατομικά οι ασφαλισμένοι, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για κτηθείσες (vested), δηλωθείσες (declared) ή κατανεμηθείσες (allocated) συμμετοχές-

(iii) όλες οι επιλογές (options) για τις οποίες έχει δικαίωμα ο ασφαλισμένος με βάση τους όρους της σύμβασης-

(iv) τα έξοδα της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών,

αφού συνυπολογιστούν και τα μελλοντικά εισπρακτέα ασφάλιστρα, και λαμβανομένης υπόψη της μεθόδου υπολογισμού των επενδύσεων που καλύπτουν τέτοια αποθέματα.

Τρόπος υπολογισμού τεχνικών αποθεμάτων

63. Ο τρόπος υπολογισμού των τεχνικών αποθεμάτων για τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και για τον Κλάδο Ζωής καθορίζεται στο Μέρος A (I) και το Μέρος Β (I) , αντιστοίχως, του συνημμένου στον παρόντα Νόμο Τέταρτου Παραρτήματος.

Κατάσταση τεχνικών αποθεμάτων

64.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία έχει υποχρέωση να καταρτίζει, κατά τον καθορισμένο τύπο, κατάσταση τεχνικών αποθεμάτων που υπολογίζονται κατά τη λήξη του οικονομικού έτους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του παρόντος Νόμου, και να την υποβάλλει στον Έφορο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92 του παρόντος Νόμου.

(2) Ο Έφορος δύναται να εκδίδει οδηγίες, αναφορικά με τα τεχνικά αποθέματα των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών και τον τρόπο υπολογισμού τους. Οι οδηγίες αυτές είναι υποχρεωτικές για κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που οφείλει να τις τηρεί ανελλειπώς.

Απαγόρευση ελεύθερης διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού

65.—(1) Ο Έφορος δύναται να απαγορεύσει ή περιορίσει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού μιας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, εάν διαπιστώσει παραβίαση από την εταιρεία αυτή των διατάξεων του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου. Επί πλέον ο Έφορος δύναται να προβεί στη λήψη κάθε άλλου μέτρου που κρίνει αναγκαίο για την προστασία των συμφερόντων των δικαιούχων ασφαλίσματος.

(2) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και από την ημερομηνία προσχώρησής της, οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δε θα εφαρμόζονται σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες σε άλλα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εκτός εάν προηγουμένως ο Έφορος γνωστοποιήσει στις αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών αυτών, την πρόθεσή του προς απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων ενεργητικού και τη λήψη άλλων μέτρων κατά της εταιρείας αυτής.

Υποχρέωση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας προς σχηματισμό επαρκούς περιθωρίου φερεγγυότητας

66. Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία έχει υποχρέωση να σχηματίζει και να διατηρεί, επί συνεχούς βάσεως, ένα επαρκές περιθώριο φερεγγυότητας, για το σύνολο των ασφαλιστικών εργασιών που ασκεί, το οποίο να αποτελείται από τα  περιουσιακά  της  στοιχεία,  ελεύθερα από κάθε προβλεπόμενη υποχρέωση, χωρίς να συνυπολογίζονται σ’ αυτά τα άϋλα (intangible) περιουσιακά της στοιχεία

Σύνθεση και τρόπος υπολογισμού του ελάχιστου περιθωρίου φερεγγυότητας στον Κλάδο Γενικής Φύσεως

67.—(1) Τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν το περιθώριο φερεγγυότητας, κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, σε ό,τι αφορά τις ασφαλιστικές εργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, καθορίζονται στο Μέρος Α του συνημμένου στον παρόντα Νόμο Πέμπτου Παραρτήματος.

(2) Η μέθοδος υπολογισμού του ελάχιστου περιθωρίου φερεγγυότητας καθορίζεται στο Μέρος Β του πιο πάνω Παραρτήματος.

(3) Τα ποσά, που αναφέρονται στην παράγραφο (2) του Μέρους Β του Πέμπτου Παραρτήματος, αναθεωρούνται κάθε έτος, σύμφωνα με τιςμεταβολές του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη και δημοσιεύεται από την  Eurostat, και προσαρμόζονται αυτομάτως στις 20 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, αυξάνοντας το βασικό ποσό σε λίρες Κύπρου κατά το ποσοστό μεταβολής του δείκτη, από την 20η Μαρτίου 2002 μέχρι την ημερομηνία αναθεώρησης, και, ακολούθως στρογγυλοποιούνται στο ανώτερο πολλαπλάσιο του ισότιμου σε λίρες Κύπρου των εκατό χιλιάδων Ευρώ (Є100.000), νοουμένου ότι η προσαρμογή αυτή δεν λαμβάνει χώρα, εάν το ποσοστό μεταβολής είναι μικρότερο του πέντε τοις εκατόν από την τελευταία αναπροσαρμογή.

Σύνθεση και τρόπος υπολογισμού ελάχιστου περιθωρίου φερεγγυότητας στον Κλάδο Ζωής

68.—(1) Τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν το περιθώριο φερεγγυότητας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, σε ό,τι αφορά τις ασφαλιστικές εργασίες στον Κλάδο Ζωής, καθορίζονται στο Μέρος Α του συνημμένου στον παρόντα Νόμο Έκτου Παραρτήματος.

(2) Η μέθοδος υπολογισμού του ελάχιστου περιθωρίου φερεγγυότητας, καθορίζεται στο Μέρος Β του πιο πάνω Παραρτήματος.

Στοιχεία και μέθοδος υπολογισμού περιθωρίου φερεγγυότητας αντασφαλιστικής επιχείρησης

68Α.-(1) Τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν το περιθώριο φερεγγυότητας κυπριακής αντασφαλιστικής επιχείρησης καθορίζονται στο Μέρος Α του Ένατου Παραρτήματος.

(2) Η μέθοδος υπολογισμού του ελάχιστου περιθωρίου φερεγγυότητας  για κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση καθορίζεται στο Μέρος Β του Ένατου Παραρτήματος, όπως αυτό αναλογικά εφαρμόζεται.

Εγγυητικό κεφάλαιο

69. -(1) Το εγγυητικό κεφάλαιο, το οποίο κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να κατέχει, συνίσταται στο ένα τρίτο του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητάς της, όπως αυτό καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 67, προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που ασκείεργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, και στο εδάφιο (2) του άρθρου 68, προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που ασκεί εργασίες στον Κλάδο Ζωής και στο εδάφιο (2) του άρθρου 68Α, προκειμένου περί αντασφαλιστικής επιχείρησης:

Νοείται ότι, το εγγυητικό αυτό κεφάλαιο, δεν επιτρέπεται να είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο που καθορίζεται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που ασκεί εργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, ή το ελάχιστο όριο που καθορίζεται στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που ασκεί εργασίες στον Κλάδο Ζωής, το ελάχιστο όριο που καθορίζεται στην υποπαράγραφο (iiiA) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, προκειμένου περί αντασφαλιστικής επιχείρησης ή το ελάχιστο όριο που καθορίζεται στην υποπαράγραφο (iiiB) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, προκειμένου περί δέσμιας αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Το εγγυητικό κεφάλαιο απαρτίζεται-

(α)  Προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που ασκεί εργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, από τα στοιχεία που καθορίζονται στις παραγράφους   (1),   (3),   (4), (7)       και  (8)  του   Μέρους   Α   του Πέμπτου Παραρτήματος και, κατόπιν συγκατάθεσης του Εφόρου, από τα στοιχεία της παραγράφου (6) του Μέρους Α του ίδιου Παραρτήματος·

(β) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που ασκεί εργασίες στον Κλάδο Ζωής, από τα στοιχεία που καθορίζονται  στις παραγράφους (1), (3), (4),  (5),  (7)  και  (8)  του  Μέρους Α του Έκτου Παραρτήματος και, κατόπιν συγκατάθεσης του Εφόρου, από τα στοιχεία της παραγράφου (6) του Μέρους Α του ίδιου Παραρτήματος·

(γ) προκειμένου περί αντασφαλιστικής επιχείρησης, από τα στοιχεία που καθορίζονται στις παραγράφους (1), (3), (4), (7) και (8) του Μέρους Α του Ένατου Παραρτήματος και, κατόπιν συγκατάθεσης του Εφόρου, από τα στοιχεία της παραγράφου (6) του Μέρους Α του ιδίου Παραρτήματος.

(3) Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση μεικτών δραστηριοτήτων, έχει την υποχρέωση να κατέχει εγγυητικό κεφάλαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων του παρόντος άρθρου.

Καταστάσεις περιθωρίου φερεγγυότητας

70.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία έχει υποχρέωση να καταρτίζει κατά τον καθορισμένο τύπο κατάσταση σχετικά με το ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητάς της, που υπολογίζεται κατά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων 67, 68 και 68Α, και να την υποβάλλει στην Υπηρεσία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92 του παρόντος Νόμου.

(2) Ο Έφορος έχει εξουσία να εκδίδει οδηγίες σχετικά με το ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 64 του παρόντος Νόμου.

Υπολογισμός περιθωρίου φερεγγυότητας στο πλαίσιο συμπληρωματικής εποπτείας

70Α.-(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση μιας τουλάχιστον ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, έχει υποχρέωση να καταρτίζει κατά τον καθορισμένο τύπο, κατά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, κατάσταση προσαρμοσμένης φερεγγυότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Έβδομου Παραρτήματος και που υπο-βάλλεται στον Έφορο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92:

Νοείται ότι, κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας, συμπερι-λαμβάνονται και οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις καθώς και οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις μιας συμμετέχουσας επιχείρησης της επιχείρησης που υποχρεούται να καταρτίσει κατάσταση προσαρμοσμένης φερεγγυότητας.

(2) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του εδαφίου (1), προκύψει ότι η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα είναι αρνητική, ο Έφορος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ως προς την εν λόγω κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία.

Υπολογισμός προσαρμοσμένης φερεγγυότητας

70Β.-(1) Ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων όλων των συνδεδεμένων επιχειρήσεων της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, που υπόκειται στη συμπληρωματική  εποπτεία  που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 5, καθορίζεται στο Όγδοο Παράρτημα και παρουσιάζεται σε καθορισμένο τύπο, ο οποίος υποβάλλεται στον Έφορο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92.

(2) Σε περίπτωση που ο Έφορος κρίνει, στη βάση υπολογισμών κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), ότι τίθεται σε κίνδυνο ή ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η φερεγγυότητα μιας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας θυγατρικής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ή της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα σε σχέση με την εν λόγω κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία.

Εξουσία έκδοσης Οδηγιών

70Γ. Ο Έφορος έχει εξουσία να εκδίδει Οδηγίες σχετικά με τις λεπτομέρειες και τις επεξηγήσεις που αφορούν την προσαρμοσμένη φερεγγυότητα κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας κατά τα οριζόμενα στο Έβδομο και Όγδοο Παράρτημα

Πρόγραμμα για οικονομική ανασυγκρότηση. Σχέδιο βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης

71.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος διαπιστώσει ότι το περιθώριο φερεγγυότητας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας δεν ικανοποιεί το ελάχιστο όριο, όπως αυτό καθορίζεται, αναλόγως της περιπτώσεως, στο άρθρο 67 ή 68 του παρόντος Νόμου, απαιτεί από την εταιρεία αυτή την κατάρτιση ενός προγράμματος οικονομικής ανασυγκρότησης, το οποίο υποβάλλεται στον Έφορο προς έγκριση.

(2)  Σε έκτακτες περιπτώσεις,  εάν κατά την κρίσητου Εφόρου η οικονομική κατάσταση της εταιρείαςενδέχεται να επιδεινωθεί περαιτέρω,  ο Έφορος μπορεί επίσης να περιορίσει ή να απαγορεύσει τηνελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού τηςεταιρείας.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος διαπιστώσει ότι το περιθώριο φερεγγυότητας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας δεν ικανοποιεί το ύψος του εγγυητικού κεφαλαίου, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 69 του παρόντος Νόμου, απαιτεί από την εταιρεία αυτή την κατάρτιση ενός σχεδίου βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, το οποίο υποβάλλεται στον Έφορο προς έγκριση.

(4)  Στην περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο(3), ο Έφορος μπορεί επιπρόσθετα να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείωνενεργητικού της εταιρείας. Μέσα στα πλαίσια της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου,  ο Έφορος μπορεί επιπλέον να προβεί στη λήψη κάθε άλλου μέτρου που κρίνει αναγκαίο για την προστασίατων συμφερόντων των δικαιούχων του ασφαλίσματος.

(5) Σε περίπτωση, κατά την οποία ο ΄Εφορος διαπιστώσει ότι η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας είναι αρνητική κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70Α, δύναται να απαιτήσει από την εν λόγω εταιρεία την κατάρτιση ενός προγράμματος οικονομικής ανασυγκρότησης, το οποίο υποβάλλεται στον ίδιο προς έγκριση.

(6) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, ο Έφορος ενημερώνει τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου η εταιρεία αυτή ασκεί ασφαλιστικές εργασίες, για κάθε μέτρο που έλαβε κατά της εταιρείας δυνάμει του παρόντος άρθρου, προκειμένου να ληφθούν, κατ' αίτηση του Εφόρου, τα ίδια μέτρα και από τις άλλες αυτές εποπτικές αρχές.

(7) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, οι εξουσίες του Εφόρου δυνάμει του άρθρου αυτού θα ασκούνται επίσης και στην περίπτωση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, που επέλεξε την εποπτική αρχή της Δημοκρατίας ως την αρμόδια εποπτική αρχή για το σύνολο των εργασιών της που διεξάγει στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (στ) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου.

Πρόγραμμα χρηματοοικονομικής ανάκαμψης

71Α.-(1) Σε περίπτωση, κατά την οποία, σύμφωνα με την εκτίμηση του Εφόρου, τα δικαιώματα των κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων διακυβεύονται, ο Έφορος δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), να απαιτήσει από την κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία την κατάρτιση και εφαρμογή προγράμματος οικονομικής ανάκαμψης, το οποίο θα περιλαμβάνει στοιχεία ή αποδείξεις, τουλάχιστον για τις τρεις επόμενες εταιρικές χρήσεις, ως ακολούθως:

(α) Τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·

(β) σχέδιο, στο οποίο εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων, τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης, όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης·

(γ) τον προβλεπόμενο ισολογισμό·

(δ) τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις ανειλημμένες υποχρεώσεις και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας·

(ε) τη συνολική πολιτική στον τομέα της αντασφάλισης.

(2) Σε περίπτωση που τα δικαιώματα των κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων διακυβεύονται, λόγω επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας, ο Έφορος δύναται να επιβάλλει τον σχηματισμό και την διατήρηση υψηλότερου απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι η ασφαλιστική εταιρεία θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στις απαιτήσεις φερεγγυότητας:

Νοείται ότι, το επίπεδο του εν λόγω υψηλότερου απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας βασίζεται στο πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1).

(3) Ο Έφορος  δύναται να επανεκτιμά και να μειώνει την αξία όλων των επιλέξιμων στοιχείων για τον υπολογισμό του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, ιδίως όταν έχει επέλθει σημαντική μεταβολή στην αγοραία αξία των εν λόγω στοιχείων από τη λήξη της τελευταίας εταιρικής χρήσης.

(4) Ο Έφορος δύναται να περιορίζει τη μείωση βάσει της αντασφάλισης του περιθωρίου φερεγγυότητας, όπως αυτό καθορίζεται, ανάλογα με την περίπτωση, στο εδάφιο (2) του άρθρου 67 ή στο εδάφιο (2) του άρθρου 68, εφόσον-

(α) Μεταβλήθηκε σημαντικά, από την τελευταία εταιρική χρήση, η φύση ή η ποιότητα των συμβολαίων αντασφάλισης· και,

(β) στο πλαίσιο των συμβολαίων αντασφάλισης, η μεταβίβαση κινδύνου είναι ανύπαρκτη ή ελάχιστη.

(5) Σε περίπτωση, κατά την οποία ο Έφορος έχειζητήσει πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης από την ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει του εδαφίου (1), δεν εκδίδει πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 33 ή το άρθρο 36 για όσο διάστημα κρίνει ότι τα δικαιώματα των κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων απειλούνται κατά την έννοια του εδαφίου (1).

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΤΕΧΝΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Υποχρέωση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης προς σχηματισμό τεχνικών αποθεμάτων

72.—(1) Κάθε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων τον παρόντος Νόμου, έχει υποχρέωση να σχηματίζει επί συνεχούς βάσεως επαρκή τεχνικά αποθέματα για το σύνολο των εργασιών της εντός της Δημοκρατίας.

(2) Οι διατάξεις του Πρώτου Κεφαλαίου του Μέρους αυτού, που αναφέρονται στη σύνθεση και τον τρόπο υπολογισμού των τεχνικών αποθεμάτων κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, την υποχρέωση προς κατάρτιση και υποβολή καταστάσεων τεχνικών αποθεμάτων και την εξουσία του Εφόρου προς απαγόρευση ή περιορισμό της ελεύθερης διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού της ή προς λήψη άλλων μέτρων, εφαρμόζονται κατά πάντα και στην περίπτωση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης , που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία.

Υποχρέωση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης προς σχηματισμό ενός ελάχιστου περιθωρίου φερεγγυότητας. Καθορισμός εγγυητικού κεφαλαίου

73.—(1) Κάθε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει υποχρέωση να σχηματίζει ένα επαρκές περιθώριο φερεγγυότητας, ανάλογο προς το σύνολο των εργασιών της που ασκεί εντός της Δημοκρατίας, το οποίο να αντιστοιχεί στην περιουσία της, ελεύθερη από κάθε προβλεπόμενη υποχρέωση, χωρίς να συνυπολογίζονται εις αυτή τα άυλα στοιχεία του ενεργητικού της.

(2) Οι διατάξεις του Πρώτου Κεφαλαίου του Μέρους αυτού, που αναφέρονται στη σύνθεση και τον τρόπο υπολογισμού του ελάχιστου περιθωρίου φερεγγυότητας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, την υποχρέωση προς κατάρτιση και υποβολή καταστάσεων σχετικά με το ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας και την εξουσία του Εφόρου προς λήψη των προβλεπόμενων στο άρθρο 71 μέτρων, εφαρμόζονται κατά πάντα και στην περίπτωση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία.

(3) Το εγγυητικό κεφάλαιο, το οποίο, κάθε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί εργασίες στη Δημοκρατία, οφείλει να κατέχει, συνίσταται στο ένα τρίτο του ελάχιστου περιθωρίου φερεγγυότητάς της στον Κλάδο Γενικής Φύσεως ή, αναλόγως της περιπτώσεως, στον Κλάδο Ζωής:

Νοείται ότι, το εγγυητικό αυτό κεφάλαιο δεν επιτρέπεται να είναι χαμηλότερο από το ήμισυ του ελάχιστου ορίου όπως αυτό προκύπτει από την παράγραφο (ε) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, ανάλογα με τους κλάδους στους οποίους ασκεί εργασίες η επιχείρηση αυτή:

Νοείται περαιτέρω ότι, το ποσό που κατατίθεται στη Δημοκρατία υπό μορφή εγγύησης, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (ε) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, συνιστά μέρος του απαιτούμενου εγγυητικού κεφαλαίου.

(4) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, τα περιουσιακά στοιχεία που συνθέτουν το ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, που ασκεί εργασίες στη Δημοκρατία, εκτός από αυτά που συνθέτουν το εγγυητικό κεφάλαιο τα οποία πρέπει να βρίσκονται στη Δημοκρατία, δύνανται να βρίσκονται και σε άλλα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

Τεχνικά αποθέματα. Ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας και εγγυητικό κεφάλαιο της Ενώσεως Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου

74.—(1) Οι διατάξεις του άρθρου 72 του παρόντος Νόμου, που αναφέρονται στην υποχρέωση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, προς σχηματισμό τεχνικών αποθεμάτων, ισχύουν κατά πάντα και στην περίπτωση της Ενώσεως Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, για τις ασφαλιστικές εργασίες που αυτή ασκεί στη Δημοκρατία.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου 73 του παρόντος Νόμου που αναφέρονται στην υποχρέωση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, προς σχηματισμό ελάχιστου περιθωρίου φερεγγυότητας και τον καθορισμό του εγγυητικού κεφαλαίου ισχύουν και στην περίπτωση της Ενώσεως Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, για τις ασφαλιστικές εργασίες που αυτή ασκεί στη Δημοκρατία, υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων σε σχέση με τη μέθοδο υπολογισμού του ελάχιστου περιθωρίου φερεγγυότητας, όπως αυτές καθορίζονται στο Μέρος Β του συνημμένου στον παρόντα Νόμο Πέμπτου Παραρτήματος.

(3) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων δε θα ισχύουν προκειμένου περί της Ενώσεως Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, η οποία θα διέπεται κατά πάντα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, που αφορούν στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Ασφαλιστική επιχείρηση που διεξάγει εργασίες αποκλειστικά εκτός της Δημοκρατίας

75. Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται κατά πάντα και στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία εγγράφεται στη Δημοκρατία δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, είτε ως κυπριακή είτε ως αλλοδαπή, αλλά ασκεί ασφαλιστικές εργασίες αποκλειστικά εκτός της Δημοκρατίας.

ΜΕΡΟΣ VΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΕ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ
Εγκεκριμένες επενδύσεις κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών. Επιβολή διοικητικού προστίμου

76.—(1) Προς το σκοπό διασφαλίσεως των συμφερόντων των ασφαλισμένων καθώς και οποιουδήποτε άλλου δικαιούχου σε σχέση με ασφαλιστική σύμβαση που κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία έχει συνάψει, αυτή έχει υποχρέωση να τοποθετεί, επί συνεχούς βάσεως, περιουσιακά της στοιχεία επαρκή για να καλύπτουν τα τεχνικά της αποθέματα, όπως αυτά καθορίζονται στο Πρώτο Κεφάλαιο του Μέρους V του παρόντος Νόμου, σε εγκεκριμένες επενδύσεις, οι οποίες με την εξαίρεση των εγκεκριμένων επενδύσεων που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα τα οποία μια ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να σχηματίζει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 81 του παρόντος Νόμου, είναι εκφρασμένες ή ρευστοποιήσιμες στο ίδιο νόμισμα, σύμφωνα με τους κανόνες για νομισματική αντιστοιχία, που περιέχονται στο Μέρος Γ, σε ό,τι αφορά τον Κλάδο Γενικής Φύσεως ή στο Μέρος Δ, σε ό,τι αφορά τον Κλάδο Ζωής, του Μέρους II του συνημμένου στον παρόντα Νόμο Τέταρτου Παραρτήματος:

Νοείται ότι, οι κανόνες νομισματικής αντιστοιχίας εφαρμόζονται νοουμένου ότι δεν προσκρούουν στον περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο.

(2) Τα περιουσιακά στοιχεία που τοποθετούνται σε εγκεκριμένες επενδύσεις δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού πρέπει να είναι ίσης τουλάχιστον αξίας προς την αξία των τεχνικών της αποθεμάτων και να είναι ελεύθερα από κάθε εμπράγματο βάρος:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που περιουσιακό στοιχείο που τοποθετείται σε εγκεκριμένη επένδυση υπόκειται μερικώς σε εμπράγματο βάρος, τότε το ποσό το οποίο μπορεί να λογισθεί ως εγκεκριμένη επένδυση είναι το μέρος της αξίας του περιουσιακού στοιχείου που δεν υπόκειται σε εμπράγματο βάρος. Η ύπαρξη εμπράγματου βάρους αναφέρεται ειδικώς στο Μητρώο Επενδύσεων που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 83.

(3) Με την εξαίρεση των τεχνικών αποθεμάτων τα οποία μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να σχηματίζει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 81 του παρόντος Νόμου—

(α) Τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα σε σχέση με κινδύνους ή υποχρεώσεις που ευρίσκονται στη Δημοκρατία ή σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε ή του Ε.Ο.Χ. πρέπει να ευρίσκονται εντός της Δημοκρατίας ή σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. νοουμένου ότι, η τοποθέτηση σε Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. δεν προσκρούει στις διατάξεις του περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου·

(β) κατά την τοποθέτηση των περιουσιακών της στοιχείων σε εγκεκριμένες επενδύσεις, κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να λαμβάνει υπόψη το είδος των εργασιών που ασκεί, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια, η απόδοση και η δυνατότητα ρευστοποίησης των επενδύσεων και να μεριμνά για τη διαφοροποίηση και επαρκή διασπορά των επενδύσεων αυτών.

(4) Για σκοπούς κάλυψης των τεχνικών αποθεμάτων που αφορούν ασφαλιστήρια του Κλάδου Ζωής συνδεδεμένα με μονάδες επένδυσης και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου γενικού ή ειδικού νόμου, επιτρέπεται σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία η απόκτηση μετοχών της μητρικής της, νοουμένου ότι τέτοια απόκτηση δε θα υπερβαίνει το ποσοστό συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της μητρικής της εταιρείας, όπως αυτό θα καθορίζεται στις εκάστοτε Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις, και νοουμένου ότι για την απόκτηση τέτοιων μετοχών θα τηρούνται οποιαδήποτε άλλα κριτήρια και προϋποθέσεις που θα περιλαμβάνονται στις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις, η έκδοση των οποίων προβλέπεται από το άρθρο 79 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, το ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο της μητρικής εταιρείας δε θα πρέπει να υπερβαίνει, οποτεδήποτε, το ποσοστό του 5%.

(5) Πρόσωπο που ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού, υπόκειται στις προβλεπόμενες στο άρθρο 201 του παρόντος Νόμου διοικητικές κυρώσεις.

Διάθεση εγκεκριμένων επενδύσεων σε περίπτωση αναγκαστικής διάλυσης και εκκαθάρισης της ασφαλιστικής εταιρείας

77. Σε περίπτωση αναγκαστικής διάλυσης και εκκαθάρισης της ασφαλιστικής εταιρείας, το ποσό το οποίο αντιστοιχεί στις εγκεκριμένες επενδύσεις της εταιρείας αυτής διατίθεται κατά τα οριζόμενα στο Μέρος XI, άρθρο 163, του παρόντος Νόμου, του οποίου οι διατάξεις υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης της κειμένης νομοθεσίας.

Διαχωρισμός εγκεκριμένων επενδύσεων σε κατηγορίες

78. Οι εγκεκριμένες επενδύσεις, στις οποίες κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να τοποθετεί περιουσιακά της στοιχεία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 76 του παρόντος Νόμου πρέπει να τηρούνται χωριστά, σε σχέση με το ύφος και το είδος τους και να ταξινομούνται στις ακόλουθες κατηγορίες—

(α) «Εγκεκριμένες Επενδύσεις Ασφαλίσεων Κλάδου Γενικής Φύσεως»·

(β) «Εγκεκριμένες Επενδύσεις Ασφαλίσεων Κλάδου Ζωής, που Συνδέονται με Επενδύσεις», (κλάδος 3 του συνημμένου στον παρόντα Νόμο Δεύτερου Παραρτήματος)·

(γ) «Εγκεκριμένες Επενδύσεις Διαχειρίσεως Ομαδικών Συνταξιοδοτικών Κεφαλαίων ή Ταμείων και Ομαδικών Προγραμμάτων Πρόνοιας», (κλάδοι 7 και 8 του πιο πάνω Παραρτήματος)· και

(δ) «Εγκεκριμένες Επενδύσεις Ασφαλίσεων Κλάδου Ζωής, που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες (β) και (γ)».

Οδηγίες Υπουργού για εγκεκριμένες επενδύσεις

79.—(1) Ο Υπουργός εκδίδει εκάστοτε οδηγίες, οι οποίες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εφεξής καλούμενες «Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις» οι οποίες καθορίζουν—

(α) Τις κατηγορίες των εγκεκριμένων επενδύσεων, στις οποίες μια ασφαλιστική εταιρεία θα δύναται να τοποθετεί τα περιουσιακά της στοιχεία για τους σκοπούς του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου· και

(β) ποσοστιαίους περιορισμούς, αναφορικά με τα ποσά που δύνανται να επενδυθούν σε κάθε κατηγορία εγκεκριμένης επένδυσης.

(2) Οι Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις που εκδίδονται κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο δε δύνανται να επιβάλλουν στις ασφαλιστικές εταιρείες την υποχρέωση προς τοποθέτηση περιουσιακών στοιχείων σε συγκεκριμένη κατηγορία εγκεκριμένων επενδύσεων, δύνανται όμως να προβλέπουν κανόνες αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις εγκεκριμένες επενδύσεις, καθώς και οποιαδήποτε άλλα κριτήρια και προϋποθέσεις για σκοπούς καλύτερης λειτουργίας του ασφαλιστικού τομέα και της κυπριακής κεφαλαιαγοράς.

(3) Οι Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις υπόκεινται σε αναθεώρηση, οποτεδήποτε ο Υπουργός το κρίνει σκόπιμο.

Απαγόρευση ως προς την επένδυση περιουσιακών στοιχείων που καλύπτουν τεχνικά αποθέματα. Επιβολή διοικητικού προστίμου

80.—(1) Απαγορεύεται στις κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες να επενδύουν περιουσιακά τους στοιχεία, που καλύπτουν τα τεχνικά τους αποθέματα—

(α) Σε κατηγορίες άλλες από αυτές που καθορίζονται στις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις, που εκάστοτε ισχύουν· και

(β) κατά τρόπο που να υπερβαίνουν τους ποσοστιαίους περιορισμούς που καθορίζονται στις Οδηγίες αυτές, εξαιρουμένων των τεχνικών αποθεμάτων τα οποία μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να σχηματίζει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 81 του παρόντος Νόμου.

(2) Κατ' εξαίρεση από τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, υπό την επιφύλαξη όμως των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου, σε εξαιρετικές και δικαιολογημένες περιπτώσεις, ο Υπουργός δύναται, με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, να επιτρέψει σε ασφαλιστική εταιρεία, κατ' αίτησή της—

(α) Να προβεί σε επενδύσεις για καθορισμένο χρόνο σε άλλες κατηγορίες εγκεκριμένων επενδύσεων για την κάλυψη των τεχνικών της αποθεμάτων· ή/και

(β) να παρεκκλίνει για ορισμένο χρόνο από τους ποσοστιαίους περιορισμούς, που καθορίζονται στις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις.

(3) Πρόσωπο που ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού, υπόκειται στις προβλεπόμενες στο άρθρο 201 του παρόντος Νόμου διοικητικές κυρώσεις.

Ασφαλιστήρια Κλάδου Ζωής, συνδεδεμένα με μονάδες επένδυσης

81.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, η οποία προσφέρει ασφαλιστήρια Κλάδου Ζωής, των οποίων οι παροχές είναι άμεσα συνδεδεμένες με την αξία μεριδίων σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, τύπου ΟΣΕΚΑ, κατά την έννοια του άρθρου 9 του περί Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2001, ή με την αξία των περιουσιακών στοιχείων, που περιλαμβάνονται σε ένα εσωτερικό της ταμείο, το οποίο κατανέμεται συνήθως σε μερίδια, οφείλει να μεριμνά ώστε τα τεχνικά της αποθέματα που καλύπτουν αυτές τις παροχές να αντιπροσωπεύονται κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό από τα εν λόγω μερίδια ή, εάν δεν υπάρχουν μερίδια, από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Προκειμένου περί κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας η οποία διαθέτει εσωτερικό ταμείο, η εταιρεία αυτή οφείλει επίσης να μεριμνά για την έκδοση Κανονισμού που να περιέχει τους κανόνες λειτουργίας του εσωτερικού αυτού ταμείου. Δεν επιτρέπεται τροποποίησης του Κανονισμού αυτού χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Εφόρου.

(2) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, η οποία προσφέρει ασφαλιστήρια Κλάδου Ζωής, των οποίων οι παροχές είναι άμεσα συνδεδεμένες με κάποιο δείκτη μετοχών ή με κάποια άλλη αξία αναφοράς, εκτός εκείνων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, οφείλει να μεριμνά ώστε τα τεχνικά της αποθέματα που αντιστοιχούν στις παροχές αυτές, να αντιπροσωπεύονται κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό από τα μερίδια, που θεωρούνται ότι απαρτίζουν την αξία αναφοράς ή, εάν δεν υπάρχουν μερίδια, από τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία παρέχουν τη δέουσα ασφάλεια και είναι ευχερώς ρευστοποιήσιμα και τα οποία παρουσιάζουν κατά το δυνατό πιο στενή αντιστοιχία, με τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη αξία αναφοράς.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία, οι παροχές που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου αυτού, ενέχουν εγγύηση σε σχέση με την απόδοση επενδύσεων ή οποιαδήποτε άλλη εγγυημένη παροχή, τα αντίστοιχα πρόσθετα τεχνικά αποθέματα που απαιτούνται, υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 76 έως 80 του παρόντος Νόμου.

Απαγόρευση χορήγησης δανείων

82.—(1) Εξαιρουμένων των δανείων, που χορηγούνται από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία σε σχέση με ασφαλιστήρια ζωής μέσα στα πλαίσια της αξίας εξαγοράς τους, σε περίπτωση κατά την οποία αυτά λογίζονται ως εγκεκριμένες επενδύσεις με βάση τις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις, απαγορεύεται οποιαδήποτε παραχώρηση από ασφαλιστική εταιρεία δανείων ή προσωρινών παροχών, έστω και αν αυτά εξασφαλίζονται με υποθήκη, προσωπική εγγύηση ή άλλο τρόπο, σε οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, διευθυντή, γενικό αντιπρόσωπο, εντεταλμένο ή εσωτερικό αναλογιστή, εγκεκριμένο ελεγκτή, ή υπάλληλο της εταιρείας, ή σε οποιοδήποτε γονέα, σύζυγο, παιδί, αδελφό ή αδελφή των πιο πάνω ή σε οποιαδήποτε άλλη εταιρεία ή οργανισμό στον οποίο οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα κατέχει θέση διοικητικού συμβούλου, διευθυντή, γενικού αντιπροσώπου, εντεταλμένου ή εσωτερικού αναλογιστή, εγκεκριμένου ελεγκτή, υπαλλήλου ή συνεταίρου:

Νοείται ότι, οτιδήποτε διαλαμβάνεται στο άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε σχέση με δάνεια που παραχωρούνται από ασφαλιστική εταιρεία σε οποιοδήποτε υπάλληλο της εταιρείας, για τους σκοπούς και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται σε Κανονισμούς.

(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού «παιδί» περιλαμβάνει προγονό ή προγονή και υιοθετημένο παιδί.

Καταστάσεις σε σχέση με τις εγκεκριμένες επενδύσεις. Μητρώο Επενδύσεων. Επιβολή Διοικητικού Προστίμου

83.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει όπως, εντός τριών εβδομάδων από τη λήξη κάθε τριμηνίας από την έναρξη του οικονομικού της έτους, υποβάλει στον Έφορο μητρώο, στον καθορισμένο τύπο, σε σχέση με τις εγκεκριμένες επενδύσεις της που εφεξής θα αναφέρεται ως «Μητρώο Επενδύσεων», συνοδευόμενο από κατάσταση κατά τον καθορισμένο τύπο, σε σχέση με την εκτίμηση των τεχνικών αποθεμάτων της εταιρείας.

Νοείται ότι,  στην περίπτωση αντασφαλιστικήςεταιρείας,  το Μητρώο Επενδύσεων συνοδευόμενοαπό κατάσταση κατά τον καθορισμένο τύπο, σε σχέσημε την εκτίμηση των τεχνικών αποθεμάτων τηςεταιρείας,  υποβάλλεται στον Έφορο εντός έξιεβδομάδων από τη λήξη κάθε τριμηνίας από τηνέναρξη του οικονομικού της έτους.

(2) Με το Μητρώο Επενδύσεων συνυποβάλλεται υπεύθυνη ενυπόγραφη δήλωση δύο τουλάχιστο προσώπων, ενός διοικητικού συμβούλου και του ανώτερου εκτελεστικού λειτουργού ή, αν δεν υπάρχει, του γενικού διευθυντή της εταιρείας με την οποία εγγυούνται την ορθότητα του Μητρώου, την ύπαρξη των επενδύσεων που αναφέρονται σε αυτό και ότι οι επενδύσεις αυτές συνάδουν με τις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις:

Νοείται ότι, το Μητρώο Επενδύσεων που αφορά στη δεύτερη τριμηνία και την τελευταία τριμηνία κάθε οικονομικού έτους, θα είναι ελεγμένο και υπογεγραμμένο από τους εγκεκριμένους ελεγκτές της εταιρείας, και θα υποβάλλεται εντός τεσσάρων εβδομάδων από τη λήξη της πιο πάνω τριμηνίας.

Νοείται περαιτέρω ότι,  το Μητρώο Επενδύσεωναντασφαλιστικής εταιρείας που αφορά τη δεύτερητριμηνία και την τελευταία τριμηνία κάθε οικονομικού έτους, θα είναι ελεγμένο και υπογεγραμμένο από τουςεγκεκριμένους ελεγκτές της εταιρείας,  και θαυποβάλλεται εντός επτά εβδομάδων από τη λήξη τηςπιο πάνω τριμηνίας.

(3) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που ασκεί εργασίες στον Κλάδο Ζωής και προσφέρει ασφαλιστήρια συνδεδεμένα με επενδύσεις οφείλει όπως τηρεί ειδικό αρχείο στο οποίο θα καταχωρεί τα περιουσιακά της στοιχεία, που διαθέτει για την κάλυψη των υποχρεώσεών της που συνδέονται με επενδύσεις. Το ειδικό αυτό αρχείο θα συνάπτεται ως προσάρτημα στο Μητρώο Επενδύσεών της:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία διαθέτει περισσότερα του ενός μεταβλητά ταμεία, οφείλει να τηρεί για κάθε ένα από αυτά χωριστό ειδικό αρχείο.

(4) Παράλειψη συμμορφώσεως της εταιρείας προς τις διατάξεις του άρθρου αυτού επάγεται την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 196 και 201 του παρόντος Νόμου.

Διαδικασίες ελέγχου εγκεκριμένων επενδύσεων. Επιβολή Διοικητικού Προστίμου

84.—(1) Ο Έφορος δύναται, κατά πάντα χρόνο, να λαμβάνει τα μέτρα που κρίνει αναγκαία για την εξέταση ή επαλήθευση των εγκεκριμένων επενδύσεων, στις οποίες μία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία προβαίνει δυνάμει του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου.

(2) Η εταιρεία αυτή οφείλει να συμμορφώνεται με κάθε σχετική απαίτηση του Εφόρου. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της, μέσα σε περίοδο δύο μηνών από την κοινοποίηση της απαίτησης, η εταιρεία υπόκειται στις κυρώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 196 και 201 του παρόντος Νόμου.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Εγκεκριμένες επενδύσεις αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων

85.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου αυτού, οι διατάξεις του προηγούμενου Κεφαλαίου του Μέρους αυτού, άρθρα 76 έως 84, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που ασκούν ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα σε σχέση με κινδύνους ή υποχρεώσεις που ευρίσκονται στη Δημοκρατία, πρέπει να ευρίσκονται εντός της Δημοκρατίας.

(3) Η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να υποβάλει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) του άρθρου 83 Μητρώο Επενδύσεων εντός τεσσάρων εβδομάδων από τη λήξη κάθε τριμηνίας από την έναρξη του οικονομικού της έτους. Με το Μητρώο Επενδύσεων συνυποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 83, που υπογράφεται από το γενικό αντιπρόσωπο της επιχείρησης αυτής στη Δημοκρατία και ένα από τους διοικητικούς της συμβούλους.

Νοείται ότι, το Μητρώο Επενδύσεων που αφορά στηδεύτερη τριμηνία και την τελευταία τριμηνία κάθεοικονομικού έτους, θα είναι ελεγμένο καιυπογεγραμμένο από τους εγκεκριμένους ελεγκτές τηςεπιχείρησης και θα υποβάλλεται εντός πέντεεβδομάδων από τη λήξη της πιο πάνω τριμηνίας.

(4)  Στην περίπτωση αλλοδαπής αντασφαλιστικής επιχείρησης,  το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1)  τουάρθρου 83, Μητρώο Επενδύσεων, υποβάλλεται εντόςεπτά εβδομάδων από τη λήξη κάθε τριμηνίας από τηνέναρξη του οικονομικού της έτους. Με το Μητρώο Επενδύσεων συνυποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 83, πουυπογράφεται από το γενικό αντιπρόσωπο τηςεπιχείρησης αυτής στη ∆ημοκρατία και ένα από τουςδιοικητικούς της συμβούλους:

Νοείται ότι, το Μητρώο Επενδύσεων που αφορά στη δεύτερη τριμηνία και την τελευταία τριμηνία κάθεοικονομικού έτους, θα είναι ελεγμένο και υπογεγραμμένο από τους εγκεκριμένους ελεγκτές τηςεπιχείρησης,  και θα υποβάλλεται εντός οκτώεβδομάδων από τη λήξη της πιο πάνω τριμηνίας.

Εγκεκριμένες επενδύσεις της Ένωσης Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου

86.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου εδαφίου του άρθρου αυτού, οι διατάξεις των άρθρων 76 και 77, και 79 έως 84 του προηγούμενου Κεφαλαίου του Μέρους αυτού, εφαρμόζονται και στην περίπτωση της Ενώσεως Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Το Μητρώο Επενδύσεων, που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 83, υποβάλλεται στον Έφορο εντός τεσσάρων εβδομάδων από τη λήξη κάθε τριμηνίας από την έναρξη του οικονομικού της έτους. Με το Μητρώο Επενδύσεων συνυποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 83, που υπογράφεται από το γενικό αντιπρόσωπο της Ενώσεως Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, στη Δημοκρατία καθώς και από τον Πρόεδρο ή τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Ενώσεως.

(3) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων του άρθρου αυτού δε θα ισχύουν και η Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου θα διέπεται κατά πάντα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, που αφορούν στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, από Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

ΜΕΡΟΣ VΙΙ ΕΤΗΣΙΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ - ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Ετήσιοι λογαριασμοί και ισολογισμός κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας

87.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία έχει υποχρέωση όπως, με τη λήξη του οικονομικού της έτους, καταρτίζει λογαριασμό εσόδων, ισολογισμό και λογαριασμό κερδών και ζημιών, ή, προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που δεν ασκεί εργασίες χάριν κέρδους, λογαριασμό εσόδων και εξόδων.

(2) Με οδηγίες που εκάστοτε εκδίδονται από τον Έφορο, καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο των προβλεπόμενων στο προηγούμενο εδάφιο εγγράφων. Με τις οδηγίες αυτές καθορίζεται επίσης κατά πόσο οι πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα αυτά θα υποβάλλονται υπό μορφή σημειώματος, κατάστασης ή έκθεσης επισυνημμένης στα έγγραφα αυτά. Με οδηγίες επίσης του Εφόρου δύναται να καθορίζεται και ο τύπος και το περιεχόμενο κάθε άλλου εγγράφου ή πιστοποιητικού, του οποίου η προσκόμιση απαιτείται, προκειμένου να επαληθευθούν οι πληροφορίες που περιέχονται στα προβλεπόμενα στο προηγούμενο εδάφιο έγγραφα, καθώς και ο τύπος και το περιεχόμενο κάθε άλλου εγγράφου προβλεπόμενου στο Μέρος αυτό του παρόντος Νόμου.

(3) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να διατηρεί πλήρη λογιστικά βιβλία και δικαιολογητικά στοιχεία καθώς και μητρώα και άλλες πληροφορίες βάσει των οποίων ετοιμάζονται οι λογαριασμοί, ισολογισμοί καθώς και άλλα έγγραφα και καταστάσεις που προβλέπονται στο Μέρος αυτό του παρόντος Νόμου, για περίοδο τουλάχιστον επτά ετών, τα οποία θα τίθενται κατά πάντα χρόνο στη διάθεση του Εφόρου προς επιθεώρηση και έλεγχο.

Ειδικές διατάξεις για ασφαλιστική εταιρεία που ασκεί εργασίες τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής

88. Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, η οποία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, ασκεί παράλληλα εργασίες τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής, έχει υποχρέωση όπως—

(α) Απεικονίζει στους λογαριασμούς της, τις πηγές των αποτελεσμάτων για κάθε κατηγορία εργασιών, ασφαλίσεων Κλάδου Γενικής Φύσεως και ασφαλίσεων Κλάδου Ζωής. Για το σκοπό αυτό το σύνολο των εσόδων, ιδίως ασφάλιστρα, πληρωμές από αντασφαλιστές, πρόσοδοι επενδύσεων, και εξόδων, ιδίως ποσά που καταβάλλονται για διευθέτηση απαιτήσεων, προσθήκη τεχνικών αποθεμάτων, πληρωμή αντασφαλίστρων, έξοδα διαχείρισης σε σχέση με ασφαλιστικές εργασίες, αναλύεται ανάλογα με την πηγή προέλευσης.

Στοιχεία κοινά και για τους δύο Κλάδους, Κλάδο Γενικής Φύσεως, Κλάδο Ζωής, δύνανται να κατανέμονται, νοουμένου ότι γίνεται ειδική αναφορά στις σημειώσεις στους τύπους, που συνοδεύουν το λογαριασμό κερδών και ζημιών, υπό την αίρεση της σύμφωνης γνώμης του Εφόρου·

(β) συντάσσει, με βάση τους λογαριασμούς της, αναλυτική κατάσταση των στοιχείων με τα οποία συγκροτείται κάθε περιθώριο φερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 του παρόντος Νόμου.

Δεσμοί μεταξύ ασφαλιστικών και άλλων εταιρειών. Ποινικό αδίκημα

89.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία έχει οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς με άλλη κυπριακή εταιρεία, ανεξάρτητα αν η εταιρεία αυτή είναι ασφαλιστική ή όχι, η ασφαλιστική αυτή εταιρεία οφείλει όπως αποκαλύψει τους δεσμούς αυτούς στον Έφορο και υποβάλει προς έγκριση συμφωνία διαχείρισης, που υπογράφεται από τις δύο εμπλεκόμενες εταιρείες. Ο Έφορος βεβαιώνεται ότι οι λογαριασμοί των εταιρειών αυτών δε στρεβλώνονται με συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ τους ή με ρυθμίσεις οποιασδήποτε μορφής που ενδέχεται να επηρεάσουν την κατανομή εξόδων και εσόδων.

(2) Παράλειψη αποκαλύψεως των δεσμών αυτών κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Περιοδική έρευνα ορισμένων ασφαλιστικών εταιρειών από εντεταλμένο αναλογιστή

90.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που ασκεί εργασίες στον Κλάδο Ζωής ή κάθε  αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση μεικτών δραστηριοτήτων όταν αυτή ασκεί κυρίως εργασίες αντασφάλισης, έχει υποχρέωση—

(α) Να μεριμνά, στη λήξη του οικονομικού της έτους, για τη διεξαγωγή ετήσιας έρευνας από εντεταλμένο αναλογιστή, που διορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (ιβ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, για την οικονομική της κατάσταση, που να περιλαμβάνει και εκτίμηση των τεχνικών της αποθεμάτων

(β) μετά την αποπεράτωση τέτοιας έρευνας, ή οποιασδήποτε άλλης έρευνας που διεξάγεται σε οποιοδήποτε άλλο χρόνο για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας σε σχέση με τη διανομή κερδών ή οποιασδήποτε έρευνας της οποίας τα αποτελέσματα γνωστοποιούνται στο κοινό, να μεριμνά για την κατάρτιση συνοπτικής κατάστασης της έκθεσης του εντεταλμένου αναλογιστή κατά τον καθορισμένο τύπο.

(2) Η ετήσια έρευνα, που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), διεξάγεται σύμφωνα με κριτήρια, αρχές ή μεθόδους που καθορίζονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Τέταρτο Παράρτημα, διαλαμβάνει δε εκτίμηση των τεχνικών αποθεμάτων της εταιρείας αναφορικά με όλες τις εργασίες της σε κάθε κλάδο που εμπίπτει στον Κλάδο Ζωής ή στην περίπτωση αντασφαλιστικής εταιρείας, αναφορικά με όλες τις εργασίες που διεξάγει.

(3) Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο Έφορος δύναται να απαιτήσει εγγράφως από οποιαδήποτε εταιρεία για την οποία έχει εύλογες υποψίες ότι δεν διεξάγει τις εργασίες της στον Κλάδο Ζωής ή τις εργασίες αντασφάλισης σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές, όπως υποβάλει στον Έφορο, εντός δύο μηνών από τη βεβαιωμένη παραλαβή της απαίτησης του Εφόρου, εκτίμηση των τεχνικών αποθεμάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) καθώς και της κατάστασης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού.

Βεβαίωση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας του κλάδου ζωής

91. Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που ασκεί εργασίες στον Κλάδο Ζωής, οφείλει όπως συνυποβάλλει, με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 92 του παρόντοςΝόμου έγγραφα, και βεβαίωση ότι έχει συμμορφωθεί πλήρως με τις οδηγίες του Εφόρου, που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου. Η βεβαίωση αυτή πρέπει να υπογράφεται, εκτός από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 92 του παρόντος Νόμου, και από τον λειτουργό συμμόρφωσης, που η εταιρεία οφείλει να διορίσει, σύμφωνα με το άρθρο 69 του περί της  Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

Κατάθεση λογαριασμών και άλλων στοιχείων στον Έφορο

92.—(1) Οι λογαριασμοί, ο ισολογισμός και οι καταστάσεις που αναφέρονται στις προηγούμενες διατάξεις του Μέρους αυτού, κατατίθενται από κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία στον Έφορο εντός πέντε μηνών από τη λήξη του οικονομικού της έτους. Τα έγγραφα αυτά υπογράφονται από τον Πρόεδρο και από δύο μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας καθώς και από το διευθύνοντα σύμβουλο, εάν η εταιρεία έχει διορίσει τέτοιο αξιωματούχο:

Νοείται ότι, ο Έφορος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των πέντε μηνών κατά δύο το πολύ μήνες, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία αιτιολογήσει επαρκώς την αίτησή της προς παράταση της προθεσμίας, και εφόσον υποβάλει τη σχετική αίτηση ένα τουλάχιστο μήνα πριν την παρέλευση της προθεσμίας των πέντε μηνών.

(2) Μαζί με τους λογαριασμούς που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο και μέσα στην ίδια προθεσμία των πέντε μηνών, συνυποβάλλονται κατά τον καθορισμένο τύπο, και η κατάσταση αναφορικά με τα τεχνικά αποθέματα καθώς και η κατάσταση αναφορικά με το περιθώριο φερεγγυότητας τής εταιρείας, υπολογισμένα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 63 ή, αναλόγως της περιπτώσεως, στο άρθρο 67 ή 68 του παρόντος Νόμου. Οι καταστάσεις αυτές επισυνάπτονται στον ισολογισμό της εταιρείας·

Νοείται ότι, μαζί με τις πιο πάνω αναφερόμενες καταστάσεις συνυποβάλλονται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, και οι καταστάσεις προσαρμοσμένης φερεγγυότητας κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 70Α και 70Β.

(3) Ο Έφορος καθορίζει με εγκύκλιο του τον τρόπο υποβολής των προβλεπόμενων στα προηγούμενα εδάφια εγγράφων.

(4) Με το λογαριασμό εσόδων και τον ισολογισμό της η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία συνυποβάλλει στον Έφορο και την ετήσια έκθεση της εταιρείας για το αντίστοιχο οικονομικό έτος, η οποία περιλαμβάνει τις πληροφορίες που καθορίζονται στις οδηγίες του Εφόρου κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 87 του παρόντος Νόμου.

(5) Εφόσον η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία καταθέσει τους λογαριασμούς και τον ισολογισμό της κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό και καταθέσει συγχρόνως αντίγραφο τους στον Έφορο Εταιρειών δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου τότε—

(α) Το άρθρο 122 του περί Εταιρειών Νόμου δε θα τυγχάνει εφαρμογής· και

(β) τα αντίγραφα που θα κατατίθενται στον Έφορο Εταιρειών θα λογίζονται από κάθε άποψη ως κατατεθέντα σύμφωνα με τις διατάξεις του ειρημένου άρθρου 122.

(6) Η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει όπως, κατ' αίτηση οποιουδήποτε μετόχου, αποστέλλει προς αυτόν αντίγραφο των κατατεθέντων δυνάμει του άρθρου αυτού λογαριασμών, και του ισολογισμού, καθώς και της ετήσιας έκθεσης της εταιρείας. Αντίγραφα των πιο πάνω διατίθενται προς επιθεώρηση, από οποιοδήποτε μέτοχο ή κάτοχο ασφαλιστηρίου, που το επιθυμεί, στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας.

(7) Για τους σκοπούς του Μέρους αυτού, οποιαδήποτε μνεία στο Μέρος αυτό σε λογαριασμούς και ισολογισμούς θα λογίζεται ως περιλαμβάνουσα καταστάσεις, εκθέσεις ή πιστοποιητικά, προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 87 και στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού.

(8) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να παρέχει στον Έφορο, κατ' έτος ή οποτεδήποτε της ζητηθεί, στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη επαρκούς αντασφάλισής της ή που αιτιολογούν το αίτημά της προς εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή. Ο Έφορος καθορίζει με εγκύκλιο τον τρόπο υποβολής των εν λόγω στοιχείων.

Εξέταση λογαριασμών και καταστάσεων από τον Έφορο

93.—(1) Ο Έφορος εξετάζει τους λογαριασμούς, ισολογισμό και καταστάσεις που του υποβλήθηκαν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και (2) του άρθρου 92, και εφόσον κρίνει ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία, καλεί την ενδιαφερόμενη κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία να παράσχει τις απαιτούμενες εξηγήσεις και να προβεί σε διόρθωση ή συμπλήρωση των στοιχείων αυτών μέσα στην προθεσμία που τάσσεται προς τούτο από τον Έφορο.

(2) Σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία παραλείψει να το πράξει μέσα στην τακτή προθεσμία, ο Έφορος δύναται να της επιβάλει κυρώσεις, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 196 και 201 του παρόντος Νόμου.

Έλεγχος λογαριασμών

94. Οι λογαριασμοί και ισολογισμοί κάθε κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας θα ελέγχονται από εγκεκριμένο ελεγκτή κατά τον καθορισμένο με Κανονισμούς τρόπο.

Τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις

95.—(1) Επιπλέον από τις άλλες υποχρεώσεις, που της επιβάλλουν οι προηγούμενες διατάξεις του Μέρους αυτού, κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που συνιστάται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, έχει υποχρέωση όπως, κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων εταιρικών της χρήσεων, ετοιμάζει, ανά τριμηνία, συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις κατά τον καθορισμένο τύπο, τις οποίες υποβάλλει στον Έφορο μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της κάθε τριμηνίας.

(2) Οι τριμηνιαίες αυτές καταστάσεις υποβάλλονται προς το σκοπό ελέγχου της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας αυτής, σε συνάρτηση με το τριετές πρόγραμμα δραστηριότητας, που έχει υποβάλει κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου.

(3) Η υποχρέωση προς υποβολή τριμηνιαίων καταστάσεων κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, ισχύει και στην περίπτωση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας που επεκτείνει τις εργασίες της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε άλλο ή άλλους ασφαλιστικούς κλάδους, εφόσον ο Έφορος κρίνει ότι η επέκταση αυτή ενδέχεται να επηρεάσει την οικονομική κατάσταση της εταιρείας.

Τερματισμός διορισμού εγκεκριμένου ελεγκτή

96.—(1) Σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης των καθηκόντων του εγκεκριμένου ελεγκτή, ο Έφορος, με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, δύναται να απαιτήσει από την ασφαλιστική εταιρεία, τον άμεσο τερματισμό του διορισμού, και η εταιρεία υποχρεούται να συμμορφωθεί.

(2) Η απόφαση αυτή του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

Διορισμό εντεταλμένου αναλογιστή. Ποινικό αδίκημα

97.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που κατέχει άδεια ασκήσεως εργασιών στον Κλάδο Ζωής, ή που ασκεί εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως και εκδίδει ασφαλιστήρια που καλύπτουν κινδύνους στους κλάδους ατυχημάτων και ασθενειών, με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους, κάθε κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση και κάθε ασφαλιστική επιχείρηση μεικτών δραστηριοτήτων, όταν αυτή ασκεί κυρίως εργασίες αντασφάλισης, έχει υποχρέωση όπως εντός τριάντα ημερών από την έναρξη των εργασιών της προβεί στο διορισμό του εντεταλμένου αναλογιστή της. Ως εντεταλμένος αναλογιστής δύναται να διοριστεί και ο εσωτερικός αναλογιστής, που διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 59 του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι ικανοποιεί τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις. Δεν επιτρέπεται να διοριστεί ως εντεταλμένος αναλογιστής ο γενικός διευθυντής της εταιρείας.

(2) Για το διορισμό του εντεταλμένου αναλογιστή απαιτείται—

(α) Το πρόσωπο αυτό να κατέχει τα καθορισμένα με Κανονισμούς προσόντα και να ικανοποιεί κάθε άλλη προϋπόθεση που τίθεται στους Κανονισμούς αυτούς·

(β) να είναι πρόσωπο ικανό και κατάλληλο κατά την έννοια του εδαφίου (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου·

(γ) ο διορισμός του προσώπου αυτού να τύχει της εγκρίσεως του Εφόρου.

(3) Ο διορισμός του εντεταλμένου αναλογιστή ανακοινώνεται εγγράφως στον Έφορο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από το διορισμό. Στο έγγραφο της ανακοίνωσης αναφέρονται η ημέρα του διορισμού, το όνομα και τα προσόντα του προσώπου που διορίζεται στη θέση εντεταλμένου αναλογιστή και το γεγονός ότι αυτός τυγχάνει αποδεδειγμένα ικανό και κατάλληλο πρόσωπο.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία τερματίζεται ο διορισμός του εντεταλμένου αναλογιστή από οποιαδήποτε αιτία, η ασφαλιστική εταιρεία έχει υποχρέωση μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών να προβεί στο διορισμό άλλου, εις αντικατάστασή του.

(5) Ο τερματισμός του διορισμού του εντεταλμένου αναλογιστή ανακοινώνεται εγγράφως στον Έφορο, από την ασφαλιστική εταιρεία και τον ίδιο τον εντεταλμένο αναλογιστή, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών, αφότου επεσυνέβη ο τερματισμός. Στο έγγραφο της ανακοίνωσης καθορίζονται οι λόγοι για τους οποίους τερματίστηκε ο διορισμός και ο Έφορος δύναται να ζητήσει περαιτέρω διευκρινήσεις για τους λόγους αυτούς, είτε από τον ίδιο τον εντεταλμένο αναλογιστή είτε από την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία.

(6) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό του εντεταλμένου αναλογιστή οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την απόφασή του στην ασφαλιστική εταιρεία, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 96, οι διατάξεις του οποίου ισχύουν κατά πάντα και στην προκειμένη περίπτωση.

(7) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που υπέχει υποχρέωση προς διορισμό εντεταλμένου αναλογιστή κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, και παραλείπει να το πράξει μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (4) του άρθρου αυτού, δεν επιτρέπεται να ασκεί νέες ασφαλιστικές εργασίες, μέχρις ότου προβεί στο διορισμό. Παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων λιρών.

Καθήκοντα εντεταλμένου αναλογιστή

98.—(1) Τα καθήκοντα του εντεταλμένου αναλογιστή περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων—

(α) Τον εντοπισμό και την παρακολούθηση των κινδύνων στους οποίους υπόκειται η εταιρεία, στην έκταση που αυτοί δύνανται να επηρεάσουν την ικανότητά της—

(i) να ικανοποιεί απαιτήσεις που προκύπτουν από ασφαλιστήρια του Κλάδου Ζωής, κατά το χρόνο που αυτές καθίστανται πληρωτέες· ή

(ii) να εκπληρώνει οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις που πηγάζουν από τέτοια ασφαλιστήρια, λαμβάνοντας υπ' όψη τα συμφέροντα των ασφαλισμένων

(β) την πληροφόρηση της διεύθυνσης της εταιρείας, στο επίπεδο που αυτός θεωρεί κατάλληλο, εάν έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εταιρεία—

(i) δεν εκπληρώνει ή αδυνατεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από ασφαλιστήρια του Κλάδου Ζωής, λαμβάνοντας υπ' όψη τα συμφέροντα των ασφαλισμένων έτσι ώστε αυτοί να τυγχάνουν δίκαιης μεταχείρισης· ή

(ii) συνάπτει ή δύναται να συνάψει νέα ασφαλιστήρια στον Κλάδο Ζωής με ανεπαρκείς όρους· ή

(iii) δεν έχει ή δυνατό να μην έχει ικανοποιητικούς οικονομικούς πόρους για να εκπληρώσει βάσιμες απαιτήσεις κατά το χρόνο που αυτές καθίστανται πληρωτέες, συμπεριλαμβανομένων και των εύλογων προσδοκιών των ασφαλισμένων ως προς την απόδοση κερδών

(γ) τη διεξαγωγή αναλογιστικών ερευνών και ετοιμασία καταστάσεων, όπως αυτές απαιτούνται από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους·

(δ) την ετοιμασία και την παρακολούθηση της υλοποίησης του προγράμματος οικονομικής ανασυγκρότησης και του σχεδίου βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης που η εταιρεία οφείλει να υποβάλει σύμφωνα με το άρθρο 71 του παρόντος Νόμου·

(ε) να λαμβάνει από την εταιρεία πληροφορίες και επεξηγήσεις τις οποίες αυτός θεωρεί αναγκαίες για τη σωστή διεξαγωγή των καθηκόντων του και να συμβουλεύει, για το σκοπό αυτό, την εταιρεία ως προς τα αρχεία και τα συστήματα που είναι απαραίτητα, για τη λήψη των πληροφοριών και επεξηγήσεων αυτών.

(2) Κατά τη διεκπεραίωση των καθηκόντων του, ο εντεταλμένος αναλογιστής οφείλει να—

(α) Λαμβάνει υπ' όψη γενικά αποδεκτές αναλογιστικές αρχές·

(β) είναι αντικειμενικός·

(γ) παίρνει λογικά μέτρα, ώστε να ικανοποιείται ότι δεν είναι προκατειλημμένος ή δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε συγκρουόμενα συμφέροντα και στην αντίθετη περίπτωση να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα.

(3) Για τη σωστή διεκπεραίωση των καθηκόντων του εντεταλμένου αναλογιστή, η εταιρεία οφείλει να—

(α) Του παρέχει, οποτεδήποτε αυτός το θεωρεί αναγκαίο, άμεση πρόσβαση στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας·

(β) τον τηρεί ενήμερο για τις εργασίες της και για οποιαδήποτε άλλα της σχέδια, συμπεριλαμβανομένων και εργασιών ή σχεδίων συνδεδεμένων εταιρειών, εάν αυτά θεωρούνται σχετικά·

(γ) του παρέχει ικανοποιητικά μέσα για τη διεξαγωγή των εργασιών του, στην περίπτωση που αυτός τυγχάνει υπάλληλος της·

(δ) τηρεί τέτοια αρχεία και διαθέτει τέτοια συστήματα που αυτός θεωρεί αναγκαία, στα οποία ο εντεταλμένος αναλογιστής θα έχει πρόσβαση κατά πάντα χρόνο·

(ε) ζητά τη συμβουλή του σε σχέση με τις πιθανές επιπτώσεις που ενδέχεται να προκύψουν από σημαντικές αλλαγές στο πρόγραμμα δραστηριότητάς της στις πρακτικές ή σε άλλα δεδομένα σε σχέση με τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των ασφαλισμένων στον Κλάδο Ζωής· και

(στ) λαμβάνει υπόψη τη συμβουλή του, είτε αυτή δόθηκε με βάση την παράγραφο (ε), είτε δόθηκε ύστερα από δική του πρωτοβουλία, την οποία συμβουλή ο εντεταλμένος αναλογιστής θα μπορεί να παρουσιάσει, εάν αυτός το ζητήσει, απευθείας στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας.

Εφαρμογή επί αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων

99. Όλες οι προηγούμενες διατάξεις του Μέρους αυτού εφαρμόζονται και στην περίπτωση αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που κατέχουν άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, τα υποβαλλόμενα κατά το άρθρο 92 έγγραφα υπογράφονται και από το γενικό αντιπρόσωπο της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, επί πλέον από τα καθοριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 92 πρόσωπα:

Νοείται περαιτέρω ότι, ως εντεταλμένος αναλογιστής μιας αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης δύναται να διοριστεί και ο αναλογιστής που έχει διοριστεί σε ανάλογη θέση από τη μητρική ασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον κατέχει τα καθορισμένα προσόντα ή άλλα ισότιμα κατά την κρίση του Υπουργού προσόντα.

Λογαριασμοί και οικονομικές καταστάσεις της Ένωσης Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου

100.—(1) Η Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, σε ό,τι αφορά τις ασφαλιστικές εργασίες που αυτή ασκεί στη Δημοκρατία, έχει υποχρέωση όπως—

(α) Τηρεί τακτικούς και ειδικούς λογαριασμούς·

(β) μέσα σε έξι μήνες από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους υποβάλει, στον Έφορο, κατά τον καθορισμένο τύπο, έκθεση για το σύνολο των ασφαλιστικών εργασιών, που άσκησε στη Δημοκρατία· και

(γ) υποβάλει στον Έφορο, κατά τον καθορισμένο τύπο, κατάσταση αναφορικά με τα τεχνικά αποθέματα καθώς και κατάσταση αναφορικά με το περιθώριο φερεγγυότητάς της, υπολογισμένα κατά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 74 του παρόντος Νόμου. Οι καταστάσεις αυτές επισυνάπτονται στον υποβαλλόμενο ισολογισμό.

(2) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου του άρθρου αυτού δε θα ισχύουν προκειμένου περί της Ενώσεως Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, η οποία θα διέπεται κατά πάντα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, που αφορούν στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, από ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Καταβολή τελών

101. Κατά την υποβολή των ετήσιων λογαριασμών δυνάμει των διατάξεων του Μέρους αυτού, καταβάλλονται τα καθορισμένα με Κανονισμούς, κατά περίπτωση, τέλη.

ΜΕΡΟΣ VΙΙΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΛΑΔΟΥ ΖΩΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΕ ΑΛΛΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων Κλάδου Ζωής κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε άλλη κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

102.—(1) Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων του Κλάδου Ζωής κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας προς άλλη κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, εκτός εάν η συμφωνία προς μεταβίβαση εγκριθεί με δικαστικό διάταγμα που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία μία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που για τους σκοπούς του Κεφαλαίου αυτού εφεξής θα καλείται ο «εκχωρητής», προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της του Κλάδου Ζωής, που καλύπτουν ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε άλλη κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που για τους σκοπούς του Κεφαλαίου αυτού εφεξής θα καλείται, ο «εκδοχέας», υποβάλλεται αίτηση στο Δικαστήριο προς έκδοση διατάγματος για έγκριση της σκοπούμενης μεταβίβασης, από το διοικητικό συμβούλιο του εκχωρητή ή/και του εκδοχέα.

(3) Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε το πολύ ημερών από την υποβολή αιτήσεως κατά τα ανωτέρω, ο εκχωρητής καταθέτει στην Υπηρεσία αντίγραφο της αιτήσεως και αντίγραφο κάθε άλλου εγγράφου, που προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 103 του παρόντος Νόμου.

Έγγραφα που συνυποβάλλονται με την αίτηση προς έκδοση δικαστικού διατάγματος

103.—(1) Με την αίτηση προς έκδοση δικαστικού διατάγματος συνυποβάλλονται τα ακόλουθα έγγραφα:

(α) Έκθεση ενός ανεξάρτητου αναλογιστή, άλλου από τον εντεταλμένο ή τον εσωτερικό αναλογιστή του εκχωρητή ή του εκδοχέα, σε σχέση με τους όρους της σκοπούμενης μεταβίβασης, στην οποία ο αναλογιστής αυτός εκφράζει σαφώς και επαρκώς την άποψή του αναφορικά με τις ενδεχόμενες πιθανές επιπτώσεις της μεταβίβασης στους υφιστάμενους ασφαλισμένους του εκχωρητή και του εκδοχέα·

(β) βεβαίωση του Εφόρου ότι ο εκδοχέας, θα διαθέτει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση.

(2) Το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται της αιτήσεως, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι τηρήθηκαν οι ακόλουθες διατάξεις:

(α) Δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο ημερήσιες εγχώριες εφημερίδες γνωστοποίηση, στην οποία αναφέρεται ότι υποβλήθηκε αίτηση στο Δικαστήριο προς έγκριση της μεταβίβασης, η διεύθυνση των γραφείων του εκχωρητή και του εκδοχέα, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο θα είναι διαθέσιμα στο κοινό αντίγραφα της συμφωνίας που προβλέπεται πιο κάτω στην παράγραφο (γ) του εδαφίου αυτού-

(β) έχει αποσταλεί έκθεση στην οποία εμφαίνονται οι όροι της σκοπούμενης μεταβίβασης, συνοδευόμενη από την έκθεση του ανεξάρτητου αναλογιστή προς όλους ανεξαιρέτως τους κατόχους ασφαλιστηρίων του εκχωρητή και του εκδοχέα, καθώς και προς κάθε άλλο πρόσωπο που διεκδικεί δικαίωμα σε ασφαλιστήριο και το οποίο υπέβαλε εγγράφως τη σχετική αξίωσή του προς τον εκχωρητή, εκτός εάν το Δικαστήριο αποφασίσει άλλως πως· και

(γ) έχει εκτεθεί στα γραφεία του εκχωρητή και του εκδοχέα, για περίοδο δεκαπέντε τουλάχιστον ημερών από την τελευταία δημοσίευση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) του εδαφίου αυτού γνωστοποίησης, η συμφωνία σε σχέση με τη σκοπούμενη μεταβίβαση, προς το σκοπό επιθεώρησής της από τους κατόχους ασφαλιστηρίων και τους μετόχους των δύο μερών της συμφωνίας.

Έκδοση δικαστικού διατάγματος

104.—(1) Το Δικαστήριο, εφόσον ικανοποιηθεί ότι κατατέθηκαν τα έγγραφα και τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 103, προβαίνει στην εξέταση της αιτήσεως, ακούει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των δύο μερών της συμφωνίας, τον Έφορο, και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει υποβάλει ένσταση στη σκοπούμενη μεταβίβαση ή που κρίνει σκόπιμο, υπό την επιφύλαξη των επόμενων διατάξεων του άρθρου αυτού, να ακούσει, νοουμένου ότι οι ενστάσεις έχουν προβληθεί ενώπιον του από πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον. Το Δικαστήριο εφόσον κρίνει αβάσιμες τις προβληθείσες ενώπιον του ενστάσεις, εκδίδει δικαστικό διάταγμα με το οποίο εγκρίνεται η συμφωνία.

(2) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα προς έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι ο εκδοχέας κατέχει, ή πριν την έκδοση του διατάγματος θα κατέχει, άδεια δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον κλάδο ή στους κλάδους στους οποίους αναφέρεται η συναφθείσα συμφωνία.

(3) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα προς έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, εάν αποδειχθεί ενώπιον του ότι αντιτίθενται στη σκοπούμενη μεταβίβαση οι κάτοχοι ασφαλιστηρίων, που αντιπροσωπεύουν το ένα δέκατο τουλάχιστο των ολικών ασφαλισμένων από τον εκχωρητή ποσών.

Θέματα που δύνανται να ρυθμιστούν με δικαστικό διάταγμα

105.—(1) Το δικαστικό διάταγμα που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 104, ή οποιοδήποτε μεταγενέστερο δικαστικό διάταγμα, δύναται να ρυθμίσει όλα ή ορισμένα από τα ακόλουθα θέματα:

(α) Τη μεταφορά στον εκδοχέα όλης ή μέρους της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και των στοιχείων του παθητικού ή του ενεργητικού του εκχωρητή·

(β) την κατανομή, διαμοιρασμό ή διάθεση από τον εκδοχέα οποιωνδήποτε μετοχών, ομολόγων, ασφαλιστηρίων ή οποιωνδήποτε παρόμοιων συμφερόντων του εκδοχέα, τα οποία σύμφωνα με τη συμφωνία μεταβίβασης θα κατανεμηθούν, διαμοιρασθούν ή διατεθούν από τον εκδοχέα προς οποιοδήποτε πρόσωπο ή προς όφελος τέτοιου προσώπου·

(γ) τη συνέχιση από ή κατά του εκδοχέα οποιωνδήποτε εκκρεμουσών νομικών διαδικασιών που έχουν εγερθεί από ή κατά του εκχωρητή·

(δ) τη διάλυση, χωρίς προηγούμενη εκκαθάριση, του εκχωρητή·

(ε) άλλα παρεμφερή, επακόλουθα ή επιπρόσθετα θέματα των οποίων η ρύθμιση κρίνεται αναγκαία, ώστε να διασφαλίζεται ότι η μεταβίβαση θα ολοκληρωθεί πλήρως και αποτελεσματικά.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστικό διάταγμα προβλέπει τη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, το ενεργητικό θα μεταβιβασθεί, δυνάμει του διατάγματος, και θα περιέλθει στην κατοχή του εκδοχέα και τα στοιχεία του παθητικού θα μεταβιβασθούν δυνάμει του διατάγματος και θα καταστούν στοιχεία του παθητικού του. Στην περίπτωση μεταβίβασης οποιωνδήποτε στοιχείων του ενεργητικού από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, και νοουμένου ότι το διάταγμα προβλέπει σχετικά, τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού θα είναι ελεύθερα οποιασδήποτε υποθήκης ή επιβάρυνσης η οποία δυνάμει της μεταβίβασης θα παύει να υφίσταται.

(3) Για τους σκοπούς οποιασδήποτε διάταξης της κειμένης νομοθεσίας που απαιτεί την παράδοση πιστοποιητικού μεταβίβασης ως προϋπόθεση για την εγγραφή μεταβίβασης οποιουδήποτε στοιχείου ενεργητικού, διάταγμα το οποίο εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού θα υπέχει τη θέση πιστοποιητικού μεταβίβασης.

(4) Στο άρθρο αυτό ο όρος «στοιχείο ενεργητικού» περιλαμβάνει περιουσία και οποιασδήποτε φύσεως δικαιώματα, ο όρος «στοιχείο παθητικού» περιλαμβάνει υποχρεώσεις και οι όροι «μετοχές» και «ομόλογα» έχουν την έννοια που αποδίδει στους όρους αυτούς ο περί Εταιρειών Νόμος.

Έγγραφα που κατατίθενται στον Έφορο σε σχέση με τη μεταβίβαση. Ποινικό αδίκημα

106.—(1) Ο εκδοχέας, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την έκδοση δικαστικού διατάγματος και την έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, οφείλει να καταθέσει στον Έφορο τα ακόλουθα έγγραφα:

(α) Πιστοποιημένα αντίγραφα των καταστάσεων ενεργητικού και παθητικού του εκχωρητή και του εκδοχέα, συνοδευόμενα από κατάσταση που καταδεικνύει τη φύση και τους όρους της μεταβίβασης·

(β) πιστοποιημένο αντίγραφο της συμφωνίας δυνάμει της οποίας συντελέστηκε η μεταβίβαση καθώς και το σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο εγκρίθηκε η συμφωνία αυτή·

(γ) πιστοποιημένα αντίγραφα της έκθεσης του ανεξάρτητου αναλογιστή, καθώς και οποιαδήποτε άλλη έκθεση ή έγγραφο στο οποίο βασίζεται η συμφωνία· και

(δ) ενυπόγραφη δήλωση του προέδρου και του ανώτερου εκτελεστικού λειτουργού του εκχωρητή και του εκδοχέα ότι, εξ όσων οι ίδιοι γνωρίζουν, στις εν λόγω εκθέσεις περιλαμβάνονται όλες ανεξαιρέτως οι πληρωμές οι οποίες έγιναν ή μέλλουν να γίνουν προς οποιοδήποτε πρόσωπο ένεκα της μεταβίβασης, και ότι πέραν αυτών δεν οφείλεται ο,τιδήποτε άλλο.

(2) Με την κατάθεση των πιο πάνω εγγράφων καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος.

(3) Ο Έφορος, μετά την κοινοποίηση των πιο πάνω εγγράφων, προβαίνει στη δημοσίευση του σχετικού δικαστικού διατάγματος στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(4) Παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων λιρών.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΛΑΔΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΕ ΑΛΛΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων Κλάδου Γενικής Φύσεως κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε άλλη κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία και μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αντανασφαλιστικών εργασιών Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής ασφαλιστικής ή αντανασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλη ασφαλιστική ή αντανασφαλιστική επιχείρηση

107.—(1) Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων του Κλάδου Γενικής Φύσεως κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας προς άλλη κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, ή η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλη ασφαλιστική  ή αντασφαλιστική επιχείρηση εκτός αν, η μεταβίβαση εγκριθεί με απόφαση του Εφόρου, που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία:

(α) μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που, για σκοπούς του Κεφαλαίου αυτού, εφεξής θα καλείται «ο εκχωρητής», προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων του Κλάδου Γενικής Φύσεως, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους εντός της Δημοκρατίας, σε άλλη κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που για τους σκοπούς του κεφαλαίου αυτού εφεξής θα καλείται «ο εκδοχέας», ή

(β) μια κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που για σκοπούς του Κεφαλαίου αυτού, εφεξής θα καλείται «ο εκχωρητής», προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής, σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που για τους σκοπούς του κεφαλαίου αυτού εφεξής θα καλείται «ο εκδοχέας»,

ο εκδοχέας υποβάλλει αίτηση  στον Έφορο προς έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης.

(3) Σε περίπτωση μεταβίβασης χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) αίτηση, υποβάλλεται και έκθεση ενός ανεξάρτητου αναλογιστή, άλλου από τον εντεταλμένο ή τον εσωτερικό αναλογιστή του εκχωρητή ή του εκδοχέα, σε σχέση με τους όρους της σκοπούμενης μεταβίβασης, στην οποία ο αναλογιστής αυτός εκφράζει σαφώς και επαρκώς τις απόψεις του αναφορικά με τις ενδεχόμενες πιθανές επιπτώσεις της μεταβίβασης στους υφιστάμενους ασφαλισμένους του εκχωρητή και του εκδοχέα.

(4) Με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) αίτηση καταβάλλεται και το καθορισμένο τέλος.

Διαδικασία προηγούμενη της εξέτασης της αιτήσεως

108.—(1) Ο Έφορος δεν επιλαμβάνεται της αιτήσεως για έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι τηρήθηκαν οι ακόλουθες διατάξεις:

(α) Δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, και εφόσον ο Έφορος το κρίνει σκόπιμο, σε δύο ημερήσιες εγχώριες εφημερίδες, γνωστοποίηση, στην οποία αναφέρεται ότι υποβλήθηκε στον Έφορο αίτηση για έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, η διεύθυνση των γραφείων του εκχωρητή και του εκδοχέα, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο θα είναι διαθέσιμα στο κοινό προς επιθεώρηση αντίγραφα της κατάστασης, που προβλέπεται πιο κάτω στην παράγραφο (γ) του εδαφίου αυτού·

(β) εκτός εάν ο Έφορος αποφασίσει άλλως πως, έχει αποσταλεί αντίγραφο της πιο πάνω γνωστοποίησης προς όλους ανεξαιρέτως τους επηρεαζόμενους ασφαλισμένους, καθώς και προς κάθε άλλο πρόσωπο που διεκδικεί δικαίωμα σε ασφαλιστήριο, το οποίο περιλαμβάνεται στη συμφωνία μεταβίβασης, το οποίο υπέβαλε εγγράφως τη σχετική αξίωσή του προς τον εκχωρητή· και

(γ) έχει εκτεθεί στα γραφεία του εκχωρητή και του εκδοχέα, για περίοδο δεκαπέντε τουλάχιστον ημερών από την τελευταία δημοσίευση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) γνωστοποίησης, κατάσταση με στοιχεία σε σχέση με τη σκοπούμενη μεταβίβαση, της οποίας το περιεχόμενο εγκρίθηκε ήδη από τον Έφορο, προς το σκοπό επιθεώρησής της από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(2) Η γνωστοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του προηγούμενου εδαφίου, θα επισημαίνει το δικαίωμα κάθε ενδιαφερόμενου προσώπου, προς υποβολή γραπτών παραστάσεων στον Έφορο μέσα σε τακτή προθεσμία εξήντα τουλάχιστον ημερών, από την ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης της γνωστοποίησης.

(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ένας ασφαλισμένος λογίζεται «επηρεαζόμενος ασφαλισμένος», σε σχέση με σκοπούμενη μεταβίβαση εάν—

(α) Το ασφαλιστήριο του συγκαταλέγεται στις μεταβιβαζόμενες εργασίες· ή

(β) το ασφαλιστήριο του έχει εκδοθεί από τον εκχωρητή και ο Έφορος έχει πιστοποιήσει, μετά από σχετική συνεννόηση με τον εκχωρητή, ότι κατά την άποψη του, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ασφαλισμένου δυνάμει του ασφαλιστηρίου, αναμένεται ή ενδέχεται να επηρεασθούν σημαντικά από τη μεταβίβαση.

Προϋποθέσεις προς έγκριση της αιτήσεως

109.—(1) Ο Έφορος, πριν εκδώσει την απόφαση τον επί της αιτήσεως, εξετάζει τις γραπτές παραστάσεις, που υποβλήθηκαν έγκαιρα προς αυτόν, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του προηγούμενου άρθρου.

(2) Ο Έφορος δεν εγκρίνει την αίτηση, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Κάθε ασφαλιστήριο που περιλαμβάνεται στη συμφωνία μεταβίβασης, επιμαρτυρεί τη σύναψη συμβάσεως, η οποία καταρτίστηκε πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως και η οποία επιβάλλει στον εκχωρητή υποχρεώσεις, η εκπλήρωση των οποίων αποτελεί μέρος της ασκήσεως των ασφαλιστικών εργασιών του εκχωρητή εντός της Δημοκρατίας·

(β) ο εκδοχέας κατέχει, ή αμέσως μετά την έγκριση θα κατέχει, άδεια δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον κλάδο ή στους κλάδους, στους οποίους αναφέρεται η συναφθείσα συμφωνία·

(γ) ο εκδοχέας, διαθέτει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση· και

(δ) ο εκδοχέας διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση, για την ικανοποίηση οποιωνδήποτε άλλων υποχρεώσεών του, που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο.

Γνωστοποίηση αποφάσεως του Εφόρου

110.—(1) Ο Έφορος, το βραδύτερο εντός δεκαπέντε ημερών αφότου έλαβε την απόφασή του επί της αιτήσεως, γνωστοποιεί αυτή με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο κρίνει σκόπιμο· αντίγραφο της γνωστοποίησης αυτής αποστέλλεται στον εκχωρητή, στον εκδοχέα και σε κάθε πρόσωπο που υπέβαλε γραπτές παραστάσεις, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 108 του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, ο Έφορος κοινοποιεί δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στον εκχωρητή και τον εκδοχέα. Η απόφαση αυτή του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

Έννομες συνέπειες εγκρίσεως Εφόρου

111.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), συμφωνία μεταβίβασης, που εγκρίνεται από τον Έφορο κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, επάγεται τις ακόλουθες έννομες συνέπειες:

(α) Τη μεταβίβαση προς τον εκδοχέα όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εκχωρητή, που απορρέουν από ασφαλιστήρια διαλαμβανόμενα στη συμφωνία·

(β) εφόσον προβλέπεται στη συμφωνία μεταβίβασης, τη συνέχιση από ή κατά του εκδοχέα οποιωνδήποτε νομικών διαδικασιών που έχουν εγερθεί από ή κατά του εκχωρητή, αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτές, ανεξάρτητα από την απουσία οποιασδήποτε συμφωνίας ή συναίνεσης, που άλλως πως θα απαιτείτο για την παραγωγή του έννομου αυτού αποτελέσματος.

(2) Εκτός εάν ο Έφορος αποφασίσει άλλωσπως, κάτοχος ασφαλιστηρίου, του οποίου το ασφαλιστήριο διαλαμβάνεται στη συμφωνία μεταβίβασης, δε θα δεσμεύεται από τη συμφωνία αυτή, εκτός εάν του κοινοποιηθεί εγγράφως γνωστοποίηση αναφορικά με τη σύναψη της συμφωνίας αυτής, από τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ Ή ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΕ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε αλλοδαπή σφαλιστική επιχείρηση

112.—(1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός και εκτός της Δημοκρατίας, σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εφόσον—

(α) Τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Κεφαλαίου, (άρθρα 102 έως 106) είτε του Δεύτερου Κεφαλαίου, (άρθρα 107 έως 111) του Μέρους αυτού, είτε και των δύο αυτών Κεφαλαίων, ανάλογα με το είδος των εργασιών στις οποίες αφορά η μεταβίβαση· και

(β) προσκομισθεί στον Έφορο γραπτή συναίνεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, όπου ο εκδοχέας έχει την έδρα του, αναφορικά με τη σκοπούμενη μεταβίβαση.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στην περίπτωση που εκχωρητής είναι αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ο εκδοχέας είναι επίσης αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, ανεξάρτητα εάν αυτή κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

113. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, εφόσον τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Κεφαλαίου, (άρθρα 102 έως 106), είτε του Δεύτερου Κεφαλαίου, (άρθρα 107 έως 111), του Μέρους αυτού, είτε και των δύο αυτών Κεφαλαίων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου κυπριακής αντασφαλιστικής επιχείρησης σε αλλοδαπή αντασφαλιστική επιχείρηση

113Α.-(1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των αντασφαλιστικών εργασιών της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός και εκτός της Δημοκρατίας, σε αλλοδαπή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εφόσον:

(α) τηρηθούν οι διατάξεις του Δεύτερου Κεφαλαίου, (άρθρα 107 έως 111 του Μέρους αυτού)· και

(β) προσκομισθεί στον Έφορο γραπτή συναίνεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, του Κράτους όπου ο εκδοχέας έχει την έδρα του, αναφορικά με τη σκοπούμενη μεταβίβαση.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και  στην περίπτωση που εκχωρητής είναι αλλοδαπή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ο εκδοχέας είναι επίσης αλλοδαπή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ανεξάρτητα εάν αυτή κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αλλοδαπής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αντασφαλιστική επιχείρηση

113Β. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από αλλοδαπή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους του αντασφαλιστικών εργασιών της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον τηρηθούν οι διατάξεις του Δεύτερου Κεφαλαίου, (άρθρα 107 έως 111, του Μέρους αυτού).

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΙΣΧΥΣΟΥΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Ισχύς διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού

114. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού θα ισχύσουν σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.

Μεταβίβαση εργασιών που διεξάγονται στη Δημοκρατία από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εγκατεστημένη στη Δημοκρατία

115. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., που εφεξής θα καλείται ο «εκδοχέας», εφόσον—

(α) Ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου·

(β) τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Κεφαλαίου, (άρθρα 102 έως 106), είτε του Δεύτερου Κεφαλαίου, (άρθρα 107 έως 111), του Μέρους αυτού, είτε και των δύο αυτών Κεφαλαίων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση· και

(γ) η αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής του εκδοχέα, πιστοποιεί στον Έφορο ότι ο εκδοχέας διαθέτει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση.

Μεταβίβαση εργασιών που διεξάγονται εκτός της Δημοκρατίας από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

116.—(1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εκτός της Δημοκρατίας και που έχουν συναφθεί σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., ή σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία η οποία διαθέτει εγκατάσταση εκεί, που εφεξής θα καλείται ο «εκδοχέας», εφόσον—

(α) Τηρηθούν, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), οι διατάξεις είτε του Πρώτου Κεφαλαίου, (άρθρα 102 έως 106), είτε του Δεύτερου Κεφαλαίου, (άρθρα 107 έως 111), του Μέρους αυτού, είτε και των δύο αυτών Κεφαλαίων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση·

(β) η αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής του εκδοχέα πιστοποιεί στον Έφορο ότι ο εκδοχέας διαθέτει, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση· και

(γ) ο Έφορος έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των αρμόδιων εποπτικών αρχών, των άλλων Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου βρίσκονται οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι ή οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις.

(2) Δεν ισχύουν στην περίπτωση μεταβιβάσεως κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 103, καθώς και οι παράγραφοι (α) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 108 του Μέρους αυτού.

(3) Ο Έφορος, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 119 του παρόντος Νόμου, κοινοποιεί την έγκρισή του για μεταβίβαση κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, στις αρμόδιες εποπτικές αρχές των άλλων Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου ευρίσκονται οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που καλύπτονται από ασφαλιστήρια διαλαμβανόμενα στη μεταβίβαση, και η έγκριση αυτή δημοσιεύεται κατά τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέλη.

Μεταβίβαση ασφαλιστηρίων που έχουν συναφθεί εντός της Δημοκρατίας υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

117. Σε περίπτωση κατά την οποία υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., που καθιδρύθηκε στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης και που εφεξής θα καλείται ο «εκχωρητής», προτίθεται να μεταβιβάσει χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., που εφεξής θα καλείται ο «εκδοχέας», ο Έφορος, του οποίου ζητείται η άποψη από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής του εκχωρητή, χορηγεί, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 119 του παρόντος Νόμου, τη συγκατάθεσή του για τη σκοπούμενη μεταβίβαση, εφόσον ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία, όπως ο όρος αυτός καθορίζεται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου.

Μεταβίβαση ασφαλιστηρίων που έχουν συναφθεί εντός της Δημοκρατίας υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

118.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., που εφεξής θα καλείται ο «εκχωρητής» προτίθεται να μεταβιβάσει χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων, τα οποία συνήψε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., που εφεξής θα καλείται ο «εκδοχέας», ο Έφορος, του οποίου ζητείται η άποψη από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής του εκχωρητή, χορηγεί, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 119 του παρόντος Νόμου, τη συγκατάθεσή του για τη σκοπούμενη μεταβίβαση υπό τις προβλεπόμενες στα επόμενα εδάφια προϋποθέσεις.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο εκδοχέας δε διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ο Έφορος συγκατατίθεται στη μεταβίβαση μόνο εφόσον ο εκδοχέας εξασφαλίσει εξουσιοδότηση για άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία, τα ασφαλιστήρια που διαλαμβάνονται στη μεταβίβαση και έχουν συναφθεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, λογίζονται, μετά τη μεταβίβαση, ως ασφαλιστήρια συναφθέντα υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης.

Μεταβίβαση ασφαλιστηρίων από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

119. Επιτρέπεται η μεταβίβαση, από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., που εφεξής θα καλείται ο «εκδοχέας», εφόσον—

(α) Τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Κεφαλαίου, (άρθρα 102 έως 106), είτε του Δεύτερου Κεφαλαίου, (άρθρα 107 έως 111), του Μέρους αυτού, είτε και των δύο αυτών Κεφαλαίων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών στις οποίες αφορά η μεταβίβαση·

(β) η αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής του εκδοχέα πιστοποιεί στον Έφορο ότι ο εκδοχέας διαθέτει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση· και

(γ) ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία.

Μεταβίβαση ασφαλιστηρίων από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση σε άλλη τέτοια επιχείρηση

120. Επιτρέπεται η μεταβίβαση, από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων της που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε άλλη αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, που εφεξής θα καλείται ο «εκδοχέας», εφόσον—

(α) Τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Κεφαλαίου, (άρθρα 102 έως 106), είτε του Δεύτερου Κεφαλαίου, (άρθρα 107 έως 111), του Μέρους αυτού, είτε και των δύο αυτών Κεφαλαίων, ανάλογα με το είδος των εργασιών στις οποίες αφορά η μεταβίβαση· και

(β) ο Έφορος πιστοποιεί ότι ο εκδοχέας διαθέτει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία, για σκοπούς ελέγχου του περιθωρίου φερεγγυότητας του εκδοχέα, αρμόδια εποπτική αρχή καθίσταται, δυνάμει της παραγράφου (ε) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, εποπτική αρχή άλλη από την αρμόδια εποπτική αρχή της Δημοκρατίας, ο Έφορος βεβαιώνεται από την άλλη αυτή εποπτική αρχή ότι ο εκδοχέας διαθέτει, το απαιτούμενο κατά τα ανωτέρω περιθώριο φερεγγυότητας.

Άποψη ή συγκατάθεση του Εφόρου προς άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

121.—(1) Ο Έφορος, σε περίπτωση κατά την οποία ζητείται η άποψη ή συγκατάθεσή του από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής του εκδοχέα, σε μεταβίβαση που διέπεται από τις διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού, οφείλει να την ανακοινώσει στην εποπτική αρχή που υπέβαλε το αίτημα, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών, από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος.

(2) Εάν περάσει άπρακτη η πιο πάνω προθεσμία, ο Έφορος λογίζεται ότι εξέφρασε ευνοϊκή άποψη ή ότι σιωπηρώς συγκατατέθηκε στη μεταβίβαση.

Έννομες συνέπειες δημοσίευσης της απόφασης που εγκρίνει τη μεταβίβαση

122. Μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Εφόρου, που εγκρίνει τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων κατά τις διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού, δε δύνανται να αντιταχθούν κατά της μεταβίβασης αυτής, οι ασφαλισμένοι, οι συμβαλλομένοι στην ασφαλιστική σύμβαση, οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έλκει δικαίωμα ή υπέχει υποχρεώσεις, που απορρέουν από ασφαλιστήρια, διαλαμβανόμενα στη μεταβίβαση.

122Α. Οι διατάξεις των άρθρων 114-122 εφαρμόζονται ανάλογα και στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εκτός από τις αναφορές στις διατάξεις του Πρώτου Κεφαλαίου (άρθρα 102-106) που αφορούν μόνο τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου των ασφαλιστικών εταιρειών του Κλάδου Ζωής.

ΜΕΡΟΣ IX ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΑ - ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ - ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ - ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΑ
Έκταση εφαρμογής του Μέρους αυτού

123.—(1) Στις διατάξεις του Μέρους αυτού υπάγονται τα ασφαλιστήρια τα οποία εκδίδονται από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία εντός και εκτός της Δημοκρατίας και αυτά που εκδίδονται από άλλη ασφαλιστική επιχείρηση.

(2) Για τους σκοπούς του Μέρους αυτού ο όρος «άλλη ασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει οποιαδήποτε ασφαλιστική επιχείρηση άλλη από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Κοινοποίηση όρων ασφαλιστηρίων του Κλάδου Γενικής Φύσεως

124.—(1) Δεν επιτρέπεται στον Έφορο να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων του Κλάδου Γενικής Φύσεως, των πινάκων ασφαλίστρων και άλλων εντύπων που μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους ασφαλισμένους.

(2) Για σκοπούς ελέγχου εν τούτοις της τήρησης των διατάξεων περί ασφαλιστικών συμβάσεων, ο Έφορος δύναται να απαιτεί τη μη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των πιο πάνω στοιχείων:

Νοείται ότι, η συμμόρφωση των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών ή άλλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς την απαίτηση αυτή του Εφόρου, δε δύναται να τίθεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, ο Έφορος δύναται να απαιτεί—

(α) Την κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων πριν από την υιοθέτησή τους, όταν πρόκειται για κλάδο ασφάλισης, που καθίσταται διά νόμου υποχρεωτικός στη Δημοκρατία· ή

(β) την προηγούμενη κοινοποίηση ή έγκριση της προτεινόμενης αύξησης των ασφαλίστρων, στα πλαίσια εφαρμογής ενός γενικού συστήματος ελέγχου των τιμών.

Κοινοποίηση όρων ασφαλιστηρίων του Κλάδου Ζωής

125.—(1) Δεν επιτρέπεται στον Έφορο να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων του Κλάδου Ζωής, των πινάκων ασφαλίστρων, των τεχνικών βάσεων που χρησιμοποιούνται ιδίως για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών αποθεμάτων, καθώς και των υποδειγμάτων και άλλων εντύπων που μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστκή επιχείρηση, προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους ασφαλισμένους.

(2) Για σκοπούς ελέγχου εν τούτοις της τήρησης των διατάξεων περί ασφαλιστικών συμβάσεων, ο Έφορος δύναται να απαιτεί τη μη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των πιο πάνω στοιχείων:

Νοείται ότι, η συμμόρφωση των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών ή άλλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς την απαίτηση αυτή του Εφόρου, δε δύναται να τίθεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε σχέση με αναλογιστικές αρχές, οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφαλίσεων Κλάδου Ζωής ή Κλάδου Γενικής Φύσεως, που ασκούν εργασίες στον κλάδο ατυχημάτων ή/και στον κλάδο ασθενειών, οφείλουν όπως υποβάλλουν στον Έφορο στοιχεία σχετικά με τις τεχνικές βάσεις που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των μαθηματικών αποθεμάτων τους.

(4) Η αναφορά σε γενικούς και ειδικούς όρους, που γίνεται στο προηγούμενο και στο παρόν άρθρο, λογίζεται ότι δεν περιλαμβάνει τυχόν ιδιαίτερους όρους, που αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση για την κάλυψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ασφαλισμένων κινδύνων.

Διατύπωση όρων ασφαλιστηρίων

126.—(1) Όλοι οι όροι των ασφαλιστηρίων, που αφορούν κινδύνους άλλους από μεγάλους κινδύνους, όπως οι κίνδυνοι αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου, πρέπει να είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια και ακρίβεια και να είναι σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας εφόσον—

(α) Ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή έχει τη μόνιμη εγκατάσταση ή διαμονή του στη Δημοκρατία και το δίκαιο που διέπει το ασφαλιστήριο είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία· και

(β) πρόκειται για είδος ασφάλισης που καθίσταται υποχρεωτική διά νόμου στη Δημοκρατία.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) πιο πάνω, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, επιτρέπεται όπως οι όροι του ασφαλιστηρίου είναι σε άλλη επίσημη γλώσσα Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εκτός από επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας, εφόσον το ζητήσει ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου με γραπτή δήλωσή του ή εφόσον ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου έχει δικαίωμα να επιλέξει το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο.

Περιεχόμενο ασφαλιστηρίων

127.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να περιλαμβάνει σε κάθε ασφαλιστήριο που εκδίδει, τις καθορισμένες από Κανονισμούς πληροφορίες.

(2) Κατά τη διάρκεια της ισχύος κάθε ασφαλιστηρίου, η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση υπέχει υποχρέωση όπως κοινοποιεί στον κάτοχο του ασφαλιστηρίου τις καθορισμένες με Κανονισμούς πληροφορίες.

(3) Ο Έφορος δύναται να εκδίδει οδηγίες ως προς τις παρεχόμενες δυνάμει του άρθρου αυτού πληροφορίες.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ισχύς διατάξεων τον Κεφαλαίου αυτού

128. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού θα ισχύσουν σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.

Δίκαιο που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις Κλάδου Γενικής Φύσεως

129.—(1) Το δίκαιο που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως, οι οποίες καλύπτουν κινδύνους, οι οποίοι βρίσκονται σε Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., καθορίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

(α) Όταν ο ασφαλισμένος κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία και ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του στη Δημοκρατία ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, την έδρα του στη Δημοκρατία, το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία, εκτός εάν η ίδια η ασφαλιστική σύμβαση προβλέπει ρητώς άλλως πως, σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού·

(β) όταν ο ασφαλισμένος κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία και ο ασφαλισμένος δεν έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του στη Δημοκρατία ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, την έδρα του στη Δημοκρατία, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επιλέξουν κατά πόσο το δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση είναι είτε το δίκαιο της Δημοκρατίας είτε το δίκαιο του Κράτους Μέλους όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του, ή την έδρα του. Το αυτό εφαρμόζεται και όταν ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, την έδρα του, στη Δημοκρατία, ο δε κίνδυνος βρίσκεται σε άλλο Κράτος Μέλος·

(γ) όταν ο ασφαλισμένος ασκεί εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει περισσότερους από έναν κινδύνους, που σχετίζονται με τις δραστηριότητές του αυτές και οι οποίοι κίνδυνοι ευρίσκονται στη Δημοκρατία και σε ένα ή περισσότερα άλλα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν ότι εφαρμόζεται είτε το δίκαιο ενός από τα Κράτη Μέλη στα οποία βρίσκεται ένας από τους ασφαλισμένους κινδύνους είτε το δίκαιο του Κράτους Μέλους, όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του ή την έδρα του·

(δ) χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ), όταν τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. που αναφέρονται στις πιο πάνω παραγράφους, παρέχουν μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής του δικαίου που διέπει τη σύμβαση, οι συμβαλλόμενοι δικαιούνται να επικαλεσθούν την ελευθερία αυτή·

(ε) σε περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία και οι καλύψεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) περιορίζονται σε κάλυψη ζημιογόνων περιστατικών τα οποία δύνανται να επέλθουν σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. άλλο από αυτό που βρίσκεται ο κίνδυνος, τότε οι συμβαλλόμενοι δύνανται να επιλέξουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο αυτού του Κράτους Μέλους στο οποίο θα επέλθει η ζημιά·

(στ) ανεξάρτητα από όσα αναφέρονται πιο πάνω, όταν πρόκειται για ασφαλίσεις μεγάλων κινδύνων, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επιλέξουν ελεύθερα το δίκαιο που θα διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.

(2) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επέλεξαν δίκαιο διαφορετικό από το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία, δε δύναται, εφόσον όλες οι άλλες συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης σχετίζονται αποκλειστικά με τη Δημοκρατία κατά τη στιγμή της επιλογής του δικαίου, να επηρεάσει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, και δεν επιδέχονται αλλαγής δυνάμει συμβάσεως.

(3) Η επιλογή του δικαίου που θα διέπει μία ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να είναι ρητή και να προκύπτει σαφώς από τους όρους του ασφαλιστηρίου. Σε ενάντια περίπτωση, η ασφαλιστική σύμβαση θα διέπεται από το δίκαιο του Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., με το οποίο η σύμβαση έχει στενότερη συνάφεια μεταξύ των Κρατών Μελών που εμπλέκονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία ένα μέρος της ασφαλιστικής σύμβασης δύναται να διαχωριστεί από το υπόλοιπο μέρος της συμβάσεως και το μέρος αυτό της συμβάσεως έχει στενότερη συνάφεια με Κράτος άλλο από εκείνα που εμπλέκονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, τότε, κατ' εξαίρεση, το μέρος αυτό της ασφαλιστικής συμβάσεως δύναται να διέπεται από το δίκαιο αυτού του Κράτους. Σε κάθε περίπτωση τεκμαίρεται ότι η ασφαλιστική σύμβαση έχει στενότερη συνάφεια με το Κράτος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος.

(5) Οι προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των κανόνων αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το δίκαιο το οποίο, κατά τις διατάξεις αυτές, διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.

(6) Εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο της Δημοκρατίας, δύνανται να εφαρμοστούν οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου του Κράτους Μέλους όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος ή του Κράτους Μέλους που επιβάλλει την υποχρέωση ασφάλισης, εάν και στο βαθμό που, σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών αυτών, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.

(7) Όταν η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει κινδύνους που ευρίσκονται σε περισσότερα από ένα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. θεωρείται, για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου αυτού, ότι η ασφαλιστική σύμβαση αντιπροσωπεύει πολλές ασφαλιστικές συμβάσεις, καθεμία από τις οποίες έχει σχέση με ένα μόνο Κράτος Μέλος.

(8) Υπό την επιφύλαξη των προηγούμενων διατάξεων του άρθρου αυτού, στις ασφαλιστικές συμβάσεις Κλάδου Γενικής Φύσεως, εφαρμόζεται το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία και αφορά τους γενικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σε σχέση με συμβατικές υποχρεώσεις.

Δίκαιο που διέπει κλάδους υποχρεωτικής ασφάλισης

130.—(1) Σε περίπτωση σύναψης ασφαλιστικής συμβάσεως σε σχέση με κλάδο ασφάλισης που καθίσταται υποχρεωτική δυνάμει νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία, η σύμβαση λογίζεται ότι ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού μόνο εφόσον τηρηθούν όλες οι ειδικές διατάξεις που περιέχονται στο νόμο αυτό.

(2) Εάν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του νόμου της Δημοκρατίας που καθιστά υποχρεωτική την ασφάλιση και του δικαίου του Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. όπου βρίσκεται ο κίνδυνος, υπερισχύει ο νόμος της Δημοκρατίας.

(3) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου του άρθρου αυτού, οι διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 128 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται όταν η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει κινδύνους σε περισσότερα από ένα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τουλάχιστον ένα από τα οποία καθιστά τον κλάδο, κλάδο υποχρεωτικής ασφάλισης.

(4) Η ασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού διέπεται από το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία, σε περίπτωση δε τερματισμού της, η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση που την έχει συνάψει, δύναται να επικαλεσθεί τον τερματισμό αυτό έναντι τρίτων, μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το επιτρέπει ο σχετικός νόμος που καθιστά υποχρεωτική την ασφάλιση αυτή.

Δίκαιο που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις Κλάδου Ζωής

131.—(1) Το δίκαιο που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου Ζωής, καθορίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

(α) Όταν η ασφαλιστική υποχρέωση ευρίσκεται στη Δημοκρατία, το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία, εκτός εάν η ίδια η ασφαλιστική σύμβαση προβλέπει ρητώς άλλως πως, σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού·

(β) όταν ο ασφαλισμένος είναι φυσικό πρόσωπο, πολίτης της Δημοκρατίας που έχει το συνήθη τόπο διαμονής του σε άλλο Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επιλέξουν το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία ως το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των κανόνων αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το δίκαιο, το οποίο κατά τις διατάξεις αυτές θα διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.

(3) Εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο της Δημοκρατίας, δύνανται να εφαρμοστούν οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στο Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. όπου βρίσκεται η ασφαλιστική υποχρέωση, εάν και στο βαθμό που, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους αυτού, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.

(4) Υπό την επιφύλαξη των προηγούμενων διατάξεων του άρθρου αυτού, στις ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου Ζωής εφαρμόζεται το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία και αφορά τους γενικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σε σχέση με συμβατικές υποχρεώσεις.

Αρμοδιότητα Δικαστηρίων της Δημοκρατίας προς επίλυση διαφορών

132. Για την επίλυση των διαφορών που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις, αρμόδια καθίστανται τα δικαστήρια της Δημοκρατίας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Στις ασφαλίσεις Κλάδου Γενικής Φύσεως, όταν η ασφάλιση είναι υποχρεωτική ή όταν συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(i) Ο ασφαλισμένος κίνδυνος ευρίσκεται στη Δημοκρατία·

(ii) το εφαρμοστέο δίκαιο στην ασφαλιστική σύμβαση είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία·

(iii) ο ασφαλισμένος κίνδυνος δε συγκαταλέγεται στους μεγάλους κινδύνους·

(β) στις ασφαλίσεις Κλάδου Ζωής, όταν συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(i) η Δημοκρατία είναι το Κράτος Μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης·

(ii) ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία·

(iii) το εφαρμοστέο δίκαιο στην ασφαλιστική σύμβαση είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ
Πληροφόρηση πριν τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως

133.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση που επιδιώκει τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, που αφορά την κάλυψη υποχρεώσεων ή κινδύνων άλλων από τους μεγάλους κινδύνους, έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί, η ίδια ή πρόσωπο που ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, τις καθορισμένες με Κανονισμούς πληροφορίες.

(2) Όλες οι αναγκαίες πληροφορίες, που κατά το προηγούμενο εδάφιο γνωστοποιούνται πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως και όσον αφορά τον Κλάδο Ζωής μόνο, είναι έγγραφες και διατυπωμένες με σαφήνεια και ακρίβεια, ευχερώς κατανοητές· οι πληροφορίες αυτές είτε αφορούν τον Κλάδο Ζωής είτε τον Κλάδο Γενικής Φύσεως παρέχονται σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας εφόσον—

(α) Ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στη Δημοκρατία και το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία· ή

(β) στην περίπτωση υποχρεωτικής ασφάλισης, δυνάμει νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και από την ημερομηνία προσχώρησής της, οι πληροφορίες αυτές δύνανται να συντάσσονται σε άλλη επίσημη γλώσσα Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εάν το ζητήσει ο ενδιαφερόμενος για τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, ή εάν αυτός δικαιούται να επιλέξει ως εφαρμοστέο δίκαιο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο άλλο από αυτό που ισχύει στη Δημοκρατία.

(3) Οι προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν και, στην περίπτωση τροποποίησης υφιστάμενης ασφαλιστικής συμβάσεως του Κλάδου Ζωής, εφόσον η τροποποίηση αυτή επάγεται την αύξηση του ετήσιου ασφάλιστρου τουλάχιστο κατά 20%, ή την καταβολή επιπρόσθετου ασφαλίστρου, που καταβάλλεται εφάπαξ.

(4) Ο Έφορος δύναται να εκδίδει οδηγίες ως προς τις παρεχόμενες, δυνάμει του άρθρου αυτού, πληροφορίες.

Δικαίωμα υπαναχώρησης σε σχέση με ασφαλιστική σύμβαση του Κλάδου Ζωής

134.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου αυτού, κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, οφείλει όπως, σε κάθε ασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται προς όφελος ασφαλισμένου με ατομική ασφαλιστική σύμβαση του Κλάδου Ζωής, επισυνάπτει σημείωμα, κατά τον καθορισμένο τύπο, αναφορικά με το δικαίωμα του κατόχου ασφαλιστηρίου προς υπαναχώρηση, κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού· εάν παραλείψει να το πράξει, η προθεσμία προς άσκηση του δικαιώματος του κατόχου ασφαλιστηρίου, προς υπαναχώρηση, παρατείνεται στα δύο έτη από την ημέρα συνάψεως της συμβάσεως, η δε υπαίτια της παράλειψης εταιρεία ή επιχείρηση στερείται του δικαιώματος να αφαιρέσει από το επιστρεφόμενο κατά τις διατάξεις του εδαφίου (7) ποσό, τη ζημιά που τυχόν υπέστη υπό τις καθοριζόμενες στο εδάφιο αυτό περιστάσεις.

(2) Κάθε κάτοχος ατομικού ασφαλιστηρίου στον Κλάδο Ζωής, έχει το δικαίωμα, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερολογιακών ημερών, από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη σύναψη της σύμβασης, να γνωστοποιεί εγγράφως στην ενδιαφερόμενη κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, την απόφαση προς υπαναχώρηση και τερματισμό της σύμβασης.

(3) Οι διατάξεις του πιο πάνω εδαφίου δεν εφαρμόζονται—

(α) Όταν πρόκειται για ασφαλιστικές συμβάσεις διάρκειας μικρότερης των έξι μηνών· ή

(β) όταν ο κάτοχος ασφαλιστηρίου δεν είναι φυσικό πρόσωπο· ή

(γ) όταν η ασφαλιστική σύμβαση έχει συναφθεί για σκοπούς εξασφάλισης πιστωτή που χορήγησε δάνειο σε ασφαλισμένο, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος γνώριζε εκ των προτέρων ότι το δάνειο δεν του έχει χορηγηθεί· ή

(δ) όταν πρόκειται για αντασφαλιστικές συμβάσεις.

(4) Η ειδοποίηση υπαναχώρησης υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τύπο και επάγεται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (7) του άρθρου αυτού, απόσβεση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από τη σχετική ασφαλιστική σύμβαση.

(5) Ημερομηνία ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχώρησης λογίζεται η ημερομηνία κατά την οποία παραδίδεται ή αποστέλλεται η σχετική ειδοποίηση προς την ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, στη διεύθυνση που αυτή έχει υποδείξει.

(6) Εφόσον ασκηθεί το δικαίωμα υπαναχώρησης, κάθε ποσό που καταβλήθηκε σε σχέση με την ασφαλιστική σύμβαση επιστρέφεται, το βραδύτερο εντός ενός μηνός από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης, αφού αφαιρεθούν τα ιατρικά έξοδα που η κυπριακήασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρησηδιενήργησε τα οποία σχετίζονται άμεσα με τη σύμβαση:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το ύψος των ιατρικών εξόδωνείναι μεγαλύτερο από το συνολικό ύψος των ασφαλίστρωνπου έχουν καταβληθεί,  τη διαφορά θα την επωμίζεται ηασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση.

(7) Σε περίπτωση κατά την οποία η ασκηθείσα υπαναχώρηση αφορά ασφαλιστική σύμβαση της οποίας το ασφάλιστρο συνίσταται από μια και μόνο δόση που καταβάλλεται εφάπαξ, ή την τροποποίηση ασφαλιστικής συμβάσεως που επάγεται την καταβολή ενός εφάπαξ ασφαλίστρου, επιστρέφεται το ποσό που καταβλήθηκε, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί κάθε ζημιά που η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση τυχόν υπέστη ως αποτέλεσμα πτωτικής διακύμανσης σε χρηματιστηριακές αγορές, ενόσω η ασφαλιστική σύμβαση τελούσε σε ισχύ, τον τρόπο υπολογισμού της οποίας καθορίζει εκάστοτε ο Έφορος.

(8) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ
Ισχύς Κεφαλαίου

135. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού θα ισχύσουν σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.

Φορολόγηση Ασφαλιστηρίων

136.—(1) Κάθε ασφαλιστήριο, που παρέχει κάλυψη—

(α) Σε κινδύνους που βρίσκονται στη Δημοκρατία, κατά την έννοια της παραγράφου (α) του ορισμού «Κράτος Μέλος όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος», στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου· ή

(β) σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που βρίσκονται στη Δημοκρατία, κατά την έννοια του ορισμού «Κράτος Μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης», στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου,

ανεξάρτητα από το δίκαιο που το διέπει, υπόκειται στους έμμεσους φόρους, τέλη χαρτοσήμου ή δικαιώματα αποκλειστικά προς όφελος της Δημοκρατίας ή τρίτων, καθώς και εισφορές προς όφελος οποιουδήποτε οργανισμού ή ταμείου ή οργάνωσης, που προβλέπονται από τους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους του 1961 μέχρι 2001 ή άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας της Δημοκρατίας.

(2) Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, σε ό,τι αφορά την παράγραφο (α), εφαρμόζονται και στα ασφαλιστήρια, τα οποία προσφέρουν κάλυψη σε σχέση με κινητή περιουσία που περιλαμβάνεται σε ακίνητο, το οποίο ευρίσκεται στη Δημοκρατία, εκτός από κινητή περιουσία που τελεί υπό εμπορική διαμετακόμιση, έστω και αν το ακίνητο και το περιεχόμενο του δεν καλύπτονται κάτω από το ίδιο ασφαλιστήριο.

(3) Οι υποχρεώσεις καταβολής των έμμεσων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, καθίστανται απαιτητές στο νόμισμα, στο οποίο καταβάλλονται τα ασφάλιστρα και υπολογίζονται με βάση την ισοτιμία της λίρας Κύπρου και του ξένου νομίσματος, κατά την ημέρα της είσπραξής τους.

Καθήκοντα φορολογικού αντιπροσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., που ασκεί εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

137.—(1) Οι διατάξεις του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου, θα εφαρμόζονται και επί ασφαλιστηρίων που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου αυτού και εκδίδονται από ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., η οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 35 του παρόντος Νόμου.

(2) Υποχρέωση καταβολής των έμμεσων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 136, έχει ο φορολογικός αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής αυτής επιχείρησης, που διορίζεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 35 του παρόντος Νόμου.

(3) Ο φορολογικός αντιπρόσωπος υποβάλλει, στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων του Υπουργείου Οικονομικών της Δημοκρατίας, δήλωση καταβολής του φόρου σε σχέση με τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης και των άλλων χρεώσεων του τελευταίου τριμήνου του προηγούμενου έτους, καθώς και συμπληρωμένο κατάλογο των ασφαλιστηρίων που εκδόθηκαν από την ασφαλιστική επιχείρηση, την οποίαν αντιπροσωπεύει.

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ
Έννοια ασφαλιστικής διαφήμισης

138.—(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ασφαλιστική διαφήμιση σημαίνει—

(α) Διαφήμιση που απευθύνεται στο κοινό και προσκαλεί στη σύναψη ή την προσφορά προς σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων·

(β) διαφήμιση που στοχεύει, άμεσα ή έμμεσα, να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού σε μια συγκεκριμένη ασφαλιστική επιχείρηση, τις εργασίες της, τα σχέδια ή τις υπηρεσίες που προσφέρει:

Νοείται ότι, διαφήμιση που περιέχει πληροφορίες που προορίζονται να οδηγήσουν, άμεσα ή έμμεσα, στη σύναψη ή την προσφορά προς σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, λογίζεται ως διαφήμιση που προσκαλεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων.

(2) Κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, ο όρος «διαφήμιση» περιλαμβάνει κάθε μορφή διαφήμισης, ανεξάρτητα εάν αυτή διενεργείται με δημοσίευση σε έντυπη μορφή, με επίδειξη φωτογραφιών ή ταινιών, με εκπομπή πληροφοριών ή μηνυμάτων μέσω ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως ή με προβολή μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλης ηλεκτρονικής συσκευής τέτοιων πληροφοριών ή μηνυμάτων.

(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, διαφήμιση που διενεργείται κατά τα ανωτέρω, από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό ή κατ' εντολή άλλου προσώπου, λογίζεται ως διαφήμιση που διενεργείται από το άλλο αυτό πρόσωπο. Σε περίπτωση κατά την οποία η διαφήμιση περιέχει πρόσκληση προς σύναψη ή προσφορά προς σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως με συγκεκριμένο πρόσωπο που καθορίζεται στη διαφήμιση, η διαφήμιση αυτή τεκμαίρεται ότι διενεργείται από το πρόσωπο αυτό.

Μορφή και περιεχόμενο ασφαλιστικών διαφημίσεων. Ποινικό αδίκημα

139.—(1) Η μορφή και το περιεχόμενο των ασφαλιστικών διαφημίσεων καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου. Οι Κανονισμοί αυτοί δύνανται να διαλαμβάνουν ειδικές διατάξεις αναφορικά με ασφαλιστικές διαφημίσεις, ανάλογα με τον κλάδο, την κατηγορία, το είδος ή τον τύπο της ασφάλισης.

(2) Απαγορεύεται οποιαδήποτε ασφαλιστική διαφήμιση, εκτός εάν αυτή διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των πιο πάνω Κανονισμών.

(3) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), πρόσωπο που εκδίδει, προβάλλει, εκπέμπει, αναμεταδίδει, δημοσιεύει ή γενικά φέρει σε γνώση του κοινού με οποιοδήποτε μέσο, ασφαλιστική διαφήμιση, κατά παράβαση των διατάξεων των Κανονισμών αυτών, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων λιρών.

(4) Δεν υπέχει ευθύνη για το προβλεπόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ποινικό αδίκημα, πρόσωπο το οποίο κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών του, διενεργεί κατ' εντολή άλλου, διαφήμιση, που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (3), εάν αποδείξει ότι το περιεχόμενο της διαφήμισης δεν το έχει επινοήσει ή επιλέξει ο ίδιος ούτε άλλο πρόσωπο που τελεί κάτω από τις οδηγίες ή τον έλεγχο του.

Εξουσίες του Εφόρου σχετικά με ασφαλιστικές διαφημίσεις

140.—(1) Ο Έφορος δύναται να εκδίδει οδηγίες προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αναφορικά με την εφαρμογή των περί ασφαλιστικών διαφημίσεων διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος διαπιστώνει παράβαση των διατάξεων αυτών, δύναται να απαιτήσει από τον υπαίτιο της παράβασης—

(α) Τον άμεσο τερματισμό της διαφήμισης· ή

(β) την άμεση τροποποίηση, διόρθωση ή αναίρεση οποιωνδήποτε πληροφοριών ή στοιχείων, που διαλαμβάνονται στη διαφήμιση· ή

(γ) προκειμένου περί διαφήμισης που περιέχει ψευδή, παραπλανητικά ή ανακριβή στοιχεία ή πληροφορίες, τη διενέργεια νέας διαφήμισης κατά το χρόνο και τον τρόπο που θα υποδείξει προς τούτο, στην οποία να γίνεται ρητή αναφορά στην προηγούμενη διαφήμιση και να παρατίθενται τα αληθή και ακριβή στοιχεία ή πληροφορίες.

Ασφαλιστική διαφήμιση ασφαλιστικών επιχειρήσεων Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

141. Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η διαφήμιση που διενεργείται από ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., που ασκεί εργασίες στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, θα διέπεται από τις οικείες διατάξεις του παρόντος Νόμου.

ΜΕΡΟΣ Χ ΠΕΡΙ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
Δικαιώματα που λαμβάνονται υπόψη στην ειδική συμμετοχή

142.—(1) Προκειμένου να κριθεί εάν πρόσωπο κατέχει ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου, λαμβάνονται υπόψη και τα ακόλουθα δικαιώματα -

(α) τα δικαιώματα ψήφου που κατέχουν στο όνομά τους άλλα πρόσωπα για λογαριασμό του προαναφερόμενου προσώπου˙

(β) τα δικαιώματα ψήφου που κατέχουν εταιρείες ελεγχόμενες από το πρόσωπο αυτό˙

(γ) τα δικαιώματα ψήφου που κατέχει τρίτος, με τον οποίο το πρόσωπο αυτό έχει συνάψει γραπτή συμφωνία που το υποχρεώνει να υιοθετεί μέσω συντονισμένης άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που διαθέτει, διαρκή κοινή πολιτική με το άλλο μέρος ως προς τη διοίκηση της εν λόγω εταιρείας˙

(δ) τα δικαιώματα ψήφου που κατέχει τρίτος δυνάμει γραπτής συμφωνίας που έχει συναφθεί με το πρόσωπο αυτό ή με μια από τις ελεγχόμενες από αυτό εταιρείες και η οποία προβλέπει προσωρινή επ’ αντάλλαγματι μεταβίβαση αυτών των δικαιωμάτων ψήφου˙

(ε) τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν στις μετοχές που κατέχει το πρόσωπο αυτό και οι οποίες έχουν κατατεθεί ως ενέχυρο, εκτός εάν τα δικαιώματα ψήφου τα έχει ο  ενεχυρούχος δανειστής και δηλώσει ότι προτίθεται να τα ασκήσει. Στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω δικαιώματα  ψήφου εξομοιώνονται με τα δικαιώματα ψήφου που κατέχει ο τελευταίος˙

(στ) τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν στις μετοχές των οποίων επικαρπωτής είναι το πρόσωπο αυτό˙

(ζ) τα δικαιώματα ψήφου τα οποία το πρόσωπο αυτό ή ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις δύναται να αποκτήσει, με αποκλειστική πρωτοβουλία του δυνάμει ρητής συμφωνίας˙

(η) τα δικαιώματα ψήφου, που αντιστοιχούν στις μετοχές, που έχουν κατατεθεί στο πρόσωπο αυτό και τα οποία αυτό μπορεί να ασκήσει, κατά την κρίση του, εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες του κατόχου ή των κατόχων:

Νοείται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ) ή τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή και τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Μέρους Ι του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όταν τα δικαιώματα:

(α) δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη∙ και

(β) μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως ελεγχόμενη εταιρεία νοείται κάθε εταιρεία στην οποία ένα πρόσωπο -

(α) έχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων∙ ή

(β) έχει το δικαίωμα διορισμού ή ανάκλησης της πλειοψηφίας των μελών του οργάνου διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας και είναι συγχρόνως μέτοχος ή εταίρος της εν λόγω εταιρείας∙ ή

(γ) είναι μέτοχος ή εταίρος και ελέγχει μόνος, δυνάμει συμφωνίας που έχει συνάψει με άλλους μετόχους ή εταίρους της εταιρείας αυτής, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων της.

(3) Για την εφαρμογή του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, στα δικαιώματα ψήφου, διορισμού ή ανάκλησης που έχει η μητρική εταιρεία προστίθενται τα δικαιώματα κάθε άλλης ελεγχόμενης εταιρείας καθώς και τα δικαιώματα κάθε προσώπου που ενεργεί εξ ονόματός του αλλά για λογαριασμό της μητρικής εταιρείας ή κάθε άλλης ελεγχόμενης εταιρείας.

Περιορισμοί στην κατοχή μετοχικού κεφαλαίου σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

143.—(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής «υποψήφιος αγοραστής») το οποίο μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, προτίθεται να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή στο κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου μιας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, με ποσοστό που υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) ή κάθε άλλη δυνατότητα ασκήσεως ουσιώδους επιρροής στη διαχείρισή της, πρωτίστως απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στον ΄Εφορο προσδιορίζοντας το ακριβές ποσοστό της συμμετοχής αυτής, προς έγκρισή της από τον Έφορο.

(2) Η ίδια υποχρέωση ισχύει και σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο αυτό προτίθεται να αυξήσει την ειδική συμμετοχή που ήδη κατέχει, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει, να ανέρχεται ή να υπερβαίνει τα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του πενήντα τοις εκατό (50%), ή προκειμένου η ασφαλιστική αυτή εταιρεία να καταστεί θυγατρική του, όταν ο κάτοχος της ειδικής συμμετοχής είναι νομικό πρόσωπο.

(3) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (11) του άρθρου 7, εάν το πρόσωπο που αναφέρεται στα εδάφια (1) ή (2) είναι ασφαλιστική επιχείρηση, πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή μητρική επιχείρηση τέτοιας οντότητας ή το νομικό ή φυσικό πρόσωπο που ελέγχει την οντότητα αυτή και εάν, λόγω αυτής της εξαγοράς, η επιχείρηση, στην οποία ο αγοραστής σκοπεύει να αποκτήσει συμμετοχή καθίσταται θυγατρική του εν λόγω αγοραστή ή περιέρχεται υπό τον έλεγχό του, η αξιολόγηση της εξαγοράς υπόκειται στη διαδικασία της προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 20Α.

Εξουσία του Εφόρου προς λήψη πληροφοριών σχετικά με νομικά πρόσωπα με ειδική συμμετοχή

144.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος της ειδικής συμμετοχής είναι νομικό πρόσωπο, ο Έφορος έχει τις ακόλουθες εξουσίες -

(α) να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων, τα οποία άμεσα ή έμμεσα ελέγχουν το νομικό αυτό πρόσωπο. Έλεγχος νομικού προσώπου έχει την έννοια που αποδίδει ο όρος “έλεγχος” στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου∙ και

(β) να ζητά, τόσον κατά το χρόνο κτήσεως της ειδικής συμμετοχής όσον και μετέπειτα, τη γνωστοποίηση των οικονομικών του καταστάσεων, όταν καθιστά την κυπριακή ασφαλιστική  εταιρεία θυγατρική του, προς το σκοπό ελέγχου της χρηματοοικονομικής του κατάστασης.

(2) Για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων, τα οποία ελέγχουν νομικά πρόσωπα τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές εταιρείες, ο Έφορος δύναται να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά  πρόσωπα, που τυγχάνουν της προηγούμενης εγκρίσεως του Εφόρου.

Αξιολόγηση υποψηφίου αγοραστή από τον Έφορο

144Α.-(1) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 143 ο Έφορος, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την  ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

(α)  τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

(β)  τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

(γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

(δ) την ικανότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή τη διενέργεια αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους·

(ε)  το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 4 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

(2) Ο Έφορος δύνανται να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνο εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια του εδαφίου (1) ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

(3) Ο Έφορος δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(4) Ο Έφορος γνωστοποιεί σε καθορισμένο τύπο τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σ’ αυτόν κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 143.  Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής:

Νοείται ότι ο Έφορος δεν απαιτεί πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 145, εάν κοινοποιηθούν στον Έφορο δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική επιχείρηση, ο Έφορος αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Διαβούλευση με άλλες οικείες εποπτικές αρχές κατά την αξιολόγηση προτεινόμενης απόκτησης

144Β.-(1) Ο Έφορος, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύεται εκτενώς με τις άλλες οικείες εποπτικές αρχές, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι -

(α) τράπεζα ή πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (στο εξής "εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ"), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

(β) η μητρική επιχείρηση τράπεζας ή πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)  ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή

(γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει τράπεζα ή πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

(2) Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση του επί της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ο Έφορος, επισημαίνει απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.

Έγκριση απόκτησης της ειδικής συμμετοχής ή ένσταση του Εφόρου

145.—(1) Ο Έφορος, εντός δύο  εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 143,  καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβε.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (6), (7) και (8) του παρόντος άρθρου, ο Έφορος διαθέτει μέγιστη προθεσμία εξήντα (60) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτεί να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάση του καθορισμένου τύπου που προβλέπεται στο εδάφιο (4) του άρθρου  144Α (στο εξής «περίοδος αξιολόγησης») προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 144Α (στο εξής «αξιολόγηση») και να εκδόσει την απόφασή του με την  οποία είτε εγκρίνει, είτε ενίσταται στην ειδική συμμετοχή.

(3) Μέσα στην ανωτέρω προθεσμία ο Έφορος δικαιούται να διεξάγει έρευνες για την καταλληλότητα ή την επαλήθευση της καταλληλότητας των προσώπων, τα οποία προτίθενται να αποκτήσουν τη συμμετοχή, περιλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων, τα οποία ελέγχουν τα συμμετέχοντα νομικά πρόσωπα, προς διασφάλιση της συνετής και χρηστής διαχείρισης της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας. Για το σκοπό αυτό, ο Έφορος θα συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή.

(4) Ο Έφορος ενημερώνει κάθε υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

(5)  Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ικανοποιείται για την καταλληλότητα των προσώπων αυτών, εγκρίνει την απόκτηση της ειδικής συμμετοχής και δύναται να ορίσει προθεσμία προς υλοποίησή της και να παρατείνει την προθεσμία οσάκις ενδείκνυται.

(6) Ο Έφορος δύναται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.  Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως  και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία.

(7) Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τον Έφορο και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψηφίου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης.  Η διακοπή δεν  υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες μέρες.  Ο Έφορος έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

(8) Ο Έφορος δύναται να παρατείνει τη διακοπή που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:

(α)  είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας∙

(β)  είναι φυσικό  ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει των 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής, 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, ή 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις.

(9) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος κρίνει ότι τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) πρόσωπα δεν είναι κατάλληλα για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της κυπριακής  ασφαλιστικής εταιρείας, ενίσταται εγγράφως στην απόκτηση της ειδικής συμμετοχής με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του εντός δύο εργάσιμων ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασής του, χωρίς η προθεσμία αυτή να υπερβαίνει την περίοδο που προβλέπεται στα εδάφια (2), (6), (7) και (8), ανανλόγως της περίπτωσης.  Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Τούτο δεν εμποδίζει τον Έφορο να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η απόφαση αυτή του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

(10) Εάν ο Έφορος δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

Ανακοίνωση ειδικής συμμετοχής σε περίπτωση θανάτου του κατόχου της

146.—(1) Σε περίπτωση θανάτου του κατόχου ειδικής συμμετοχής, η κατά το άρθρο 143 υποχρέωση προς κοινοποίηση  μετατίθεται στους κληρονόμους του, οι οποίοι οφείλουν να προβούν στην κοινοποίηση μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την ημερομηνία του θανάτου του κατόχου της ειδικής συμμετοχής.

(2) Εάν οι κληρονόμοι παραλείψουν να το πράξουν μέσα στην τακτή προθεσμία ή εάν αυτοί δεν κριθούν ως πρόσωπα κατάλληλα να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, ο Έφορος, με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, που εκδίδεται μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την ανακοίνωση, δύναται να προβεί στη λήψη των προβλεπόμενων στο άρθρο 150 του παρόντος Νόμου μέτρων.

Ανακοίνωση αύξησης συμμετοχής

147.—(1) Πέραν των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 143 του παρόντος Νόμου, ο κάτοχος ειδικής συμμετοχής σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία έχει υποχρέωση να κοινοποιεί εκ των προτέρων στον Έφορο κάθε αύξηση συμμετοχής του, η οποία υπερβαίνει κατά ποσό που αντιστοιχεί σε δύο ποσοστιαίες μονάδες του μετοχικού κεφαλαίου της ασφαλιστικής εταιρείας, και η οποία συμμετοχή είχε ανακοινωθεί προηγουμένως.

(2) Η υποχρέωση αυτή ισχύει μέχρις ότου η συνολική συμμετοχή ανέλθει στο όριο του τριάντα τοις εκατόν (30%).

Μείωση ή τερματισμός ειδικής συμμετοχής

148.—(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο απεφάσισε να παύσει να κατέχει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε  κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στον Έφορο προσδιορίζοντας το ύψος της συμμετοχής του που προτίθεται να διατηρήσει.

(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στον Έφορο, εάν αποφασίσει να μειώσει την ειδική του συμμετοχή, έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να κατέλθει κάτω από τα κατώτατα όρια του 20%, 30% ή του 50% ή η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία να παύσει να είναι θυγατρική του.  Η υποχρέωση ανακοίνωσης επεκτείνεται και στα φυσικά πρόσωπα τα οποία παύουν να ελέγχουν νομικά πρόσωπα που κατέχουν ειδική συμμετοχή σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία.

Ενημέρωση Εφόρου για μεταβολή στα ποσοστά συμμετοχής στο κεφάλαιο ασφαλιστικών εταιρειών

149.—(1) Οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες ανακοινώνουν στον Έφορο, μόλις ενημερωθούν σχετικά, τις αποκτήσεις ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιο τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από τα κατώτατα όρια, τα οποία αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα.

(2) Οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες ανακοινώνουν επίσης μέχρι την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους τα ονόματα των μετόχων που έχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα ποσά και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική  συνέλευση των μετόχων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται  σε γνώση τους, δυνάμει των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις εταιρείες, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.

(3) (α) Ο Έφορος λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αποτρέπει την άσκηση, από νομικό ή φυσικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή ή που ελέγχει άμεσα  ή έμμεσα νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που εδρεύει και λειτουργεί στη Δημοκρατία, επιρροής  η οποία είναι δυνατό να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας.

(β) Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, ο Έφορος γνωστοποιεί στα επηρεαζόμενα πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους  τομείς που, κατά την κρίση του,είναι δυνατό να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας και αφού ακούσει τις απόψεις τους, τους υποδεικνύει τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας.

Κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεων διατάξεων περί ειδικής συμμετοχής

150.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία πραγματοποιείται ειδική συμμετοχή ή αυξάνεται υφιστάμενη ειδική συμμετοχή   πάνω από τα όρια και κατά παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στα προηγούμενα άρθρα του Μέρους αυτού, είτε χωρίς να κοινοποιηθεί εκ των προτέρων στον Έφορο, είτε χωρίς να εγκριθεί η πραγματοποίηση της, αυτοδικαίως παύει να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή. Επιπρόσθετα, ο Έφορος με απόφασή του δύναται να επιβάλλει στους κατόχους των ειδικών συμμετοχών τις ακόλουθες κυρώσεις μεμονωμένα ή σωρευτικά -

(α) διοικητικό πρόστιμο μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών, που μεταβιβάστηκαν χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων του Μέρους αυτού∙

(β) αποκλεισμό των προσώπων αυτών από το Διοικητικό Συμβούλιο της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, καθώς και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στην εταιρεία αυτή για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία παραλείπεται η ανακοίνωση στον Έφορο της αλλαγής της ταυτότητας φυσικού προσώπου, που ελέγχει νομικό πρόσωπο με ειδική συμμετοχή σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, αυτοδικαίως παύει να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου, στο δε φυσικό πρόσωπο ο Έφορος δύναται να επιβάλλει την κύρωση της παραγράφου (β) πιο πάνω. Οι κυρώσεις αυτές δύνανται να επιβληθούν σε πρόσωπα τα οποία παραβιάζουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 146 του παρόντος Νόμου.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία παραβιάζεται η υποχρέωση προς ανακοίνωση που προβλέπεται στο άρθρο 148 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάστηκαν χωρίς προηγούμενη ανακοίνωση.

(4) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης φυσικού ή νομικού προσώπου, που κατέχει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 149 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό της δυσμενούς επιρροής που ασκούν τα πρόσωπα αυτά στη διαχείριση της εταιρείας και ειδικότερα -

(α) να διατάσσει την απομάκρυνσή τους από το Διοικητικό Συμβούλιο της κυπριακής  ασφαλιστικής εταιρείας και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση σε αυτήν∙

(β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά∙

(γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας με τα πρόσωπα αυτά, καθώς και να κηρύσσει ληξιπρόθεσμα και αμέσως απαιτητά τα δάνεια που έχουν λάβει όλα τα πιο πάνω πρόσωπα από την ασφαλιστική εταιρεία.

(5) Οι αποφάσεις του Εφόρου, που εκδίδονται κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δύνανται να προσβληθούν ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

ΜΕΡΟΣ XI ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Απαγόρευση εκούσιας διάλυσης ασφαλιστικής επιχείρησης Χωρίς προηγούμενη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου

151. [Διαγράφηκε]
Διάλυση και εκκαθάριση κατ' αίτηση κατόχων ασφαλιστηρίων

152. [Διαγράφηκε]
Εξηρτημένες επιχειρήσεις

153. [Διαγράφηκε]
Κοινοποίηση αιτήσεως προς διάλυση στον Έφορο

154. [Διαγράφηκε]
Αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

155. [Διαγράφηκε]
Απαγόρευση εκούσιας διάλυσης

156. [Διαγράφηκε]
Διορισμός προσωρινού εκκαθαριστή

157. [Διαγράφηκε]
Διορισμός εκκαθαριστή

158. [Διαγράφηκε]
Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου

159. [Διαγράφηκε]
Τερματισμός ασφαλιστικών συμβάσεων Κλάδου Γενικής Φύσεως

160. [Διαγράφηκε]
Συνέχιση εργασιών του Κλάδου Ζωής κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης

161. [Διαγράφηκε]
Συμβάσεις αντασφάλισης

162. [Διαγράφηκε]
Εγκεκριμένες επενδύσεις

163. [Διαγράφηκε]
ΜΕΡΟΣ ΧΙ ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ - ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Μέτρα εξυγίανσης αρμόδια αρχή εφαρμοστέο δίκαιο

150Α.-(1) Μέτρα εξυγίανσης επί κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών διατάσσονται από τον Έφορο και διέπονται από την ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία.

(2) Τα μέτρα εξυγίανσης επί κυπριακών ασφαλιστικών εταιριών ισχύουν και για τυχόν υποκαταστήματα της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε άλλα κράτη μέλη και παράγουν από τη λήψη τους από τον Έφορο, πλήρη αποτελέσματα και στα εν λόγω άλλα κράτη μέλη χωρίς άλλες διατυπώσεις, ακόμα και εάν το δίκαιο αυτών των άλλων κρατών μελών δεν προβλέπει τέτοια μέτρα ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις που δεν πληρούνται:

Νοείται ότι, μέτρα εξυγίανσης επί υποκαταστημάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων κράτους μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ, που έχουν διαταχθεί από τις αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών ισχύουν αυτόματα στη Δημοκρατία χωρίς άλλες διατυπώσεις.

(3) Η λήψη μέτρων εξυγίανσης δεν εμποδίζει τη διάλυση της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας και την έναρξη της εκκαθάρισής της κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο.

(4) Ο Έφορος ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, καθώς και για τα ενδεχόμενα πρακτικά αποτελέσματα των μέτρων αυτών.

(5) Ο Έφορος δημοσιεύει τη λήψη μέτρων εξυγίανσης το αργότερο εντός ενός μηνός στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και το συντομότερο δυνατό, αλλά όχι αργότερα από δύο μήνες, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην ελληνική γλώσσα:

Νοείται ότι, στη δημοσίευση αναφέρεται ρητά ο Έφορος ως η αρχή που έλαβε τα μέτρα εξυγίανσης και ότι αυτά διέπονται από το δίκαιο της Δημοκρατίας:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι κατά το εδάφιο (5) δημοσιεύσεις δεν απαιτούνται σε περίπτωση που τα μέτρα εξυγίανσης που έχουν διαταχθεί θίγουν αποκλειστικά τα συμφέροντα μετόχων, μελών ή υπαλλήλων της εταιρείας.

(6) Τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την πραγματοποίηση των δημοσιεύσεων κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5) και παράγουν πλήρη αποτελέσματα έναντι των πιστωτών.

(7) Ο Έφορος δύναται να δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας μέτρα εξυγίανσης που έχουν ληφθεί σε άλλο Κράτος Μέλος, σε σχέση με τα οποία έχει ενημερωθεί.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ
Απαγόρευση εκούσιας διάλυσης ασφαλιστικής επιχείρησης χωρίς προηγούμενη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου

151.  Δεν επιτρέπεται η εκούσια διάλυση ασφαλιστικής επιχείρησης, εκτός εάν προηγουμένως διενεργηθεί η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής, κατά τα οριζόμενα στο ΜΕΡΟΣ VΙΙΙ.

Εφαρμογή στην εκούσια εκκαθάριση

151Α. Οι διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1), του άρθρου 152, του εδαφίου (2), (3), (5), (6), (7), (8) του άρθρου 152, το άρθρο 152Α, το εδάφιο (4) του άρθρου 158, τα άρθρα 158Α, 158Β και 160, τα εδάφια (4), (6), (8) και (9) του άρθρου 163, και τα άρθρα 163Α έως 163Η ισχύουν και για τις περιπτώσεις εκούσιας εκκαθάρισης κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης, οι οποίες κατά τα λοιπά διέπονται από τα άρθρα 203 έως 208, 261 έως 292 και 298 έως 344 του περί Εταιρειών Νόμου.

Διάλυση και εκκαθάριση από το Δικαστήριο κατ’ αίτηση κατόχων ασφαλιστηρίων

152.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τη διάλυση και εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας υποκείμενης στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, του οποίου οι οικείες διατάξεις θα εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη ότι το Δικαστήριο  δύναται να διατάξει τη διάλυση της εταιρείας αυτής κατ’ αίτηση τριάντα τουλάχιστο κατόχων ασφαλιστηρίων με συνολικό ετήσιο ασφάλιστρο ύψους εκατό τουλάχιστο χιλιάδων λιρών Κύπρου (ΛΚ 100.000).

(2) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 362 του περί Εταιρειών Νόμου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διατάξει τη διάλυση και εκκαθάριση υποκαταστήματος ασφαλιστικής επιχείρησης άλλου κράτους μέλους που λειτουργεί στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, η διαδικασία εκκαθάρισης υποκαταστημάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών που λειτουργούν στη Δημοκρατία διέπεται από το δίκαιο του Κράτους Μέλους καταγωγής.

(3) Η εκκαθάριση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας συμπεριλαμβάνει και τυχόν υποκαταστήματά της σε άλλα κράτη μέλη:

Νοείται ότι, για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο, δεν απαιτείται η προηγούμενη λήψη μέτρων εξυγίανσης.

(4) Η αίτηση προς διάλυση και εκκαθάριση της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού υποβάλλεται μόνο κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, που παρέχεται εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η αίτηση είναι εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένη και κατατεθεί από τους αιτητές ικανοποιητική εγγύηση για τη δικαστική δαπάνη που συνεπάγεται η αίτηση.

(5) Η κατά το εδάφιο (1) απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης παράγει αμέσως αποτελέσματα τόσο στη Δημοκρατία όσο και στα άλλα κράτη μέλη χωρίς άλλες διατυπώσεις:

Νοείται ότι, ανάλογες αποφάσεις που έχουν ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, παράγουν αποτελέσματα στη Δημοκρατία από τη στιγμή που αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα στο κράτος μέλος, στο οποίο έχουν ληφθεί.

(6)(α) Ο Έφορος ενημερώνει πάραυτα τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών για την απόφαση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης και για τα πιθανά πρακτικά αποτελέσματα της απόφασης αυτής.

(β) Η απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης δημοσιεύεται από τον Έφορο εντός ενός μηνός στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και  απόσπασμα αυτής δημοσιεύεται εντός δύο μηνών στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στη δημοσίευση αναφέρεται ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ισχύον δίκαιο της Δημοκρατίας και αρμόδια αρχή για σκοπούς εκκαθάρισης είναι ο Επίσημος Παραλήπτης κατά  τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο. Στην ανακοίνωση αναφέρεται επίσης το όνομα του εκκαθαριστή που έχει διοριστεί. Η δημοσίευση γίνεται στην ελληνική γλώσσα:

Νοείται ότι, κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης δεν μπορεί να εκδοθεί άλλο διάταγμα ή δικαστική απόφαση κατά της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο.

(7) Ο ΄Εφορος, εφόσον αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε αρμόδια εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους, ενημερώνει την εν λόγω αρχή σχετικά με την   εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης

(8) Ο  Έφορος δύναται να δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας απόφαση αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους για την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης.

Εφαρμοστέο δίκαιο

152Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 163Β και 163Γ, οι πρόνοιες των άρθρων 301 έως 306 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν την περιουσία της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και τη μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού που απέκτησε η ασφαλιστική επιχείρηση ή υπήχθησαν σε αυτήν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 158, των εδαφίων (1) έως (3) του άρθρου 158Α, των άρθρων 158Β και 159, των εδαφίων (2) έως (7) του άρθρου 161, του άρθρου 162 και των εδαφίων (1) έως (6) του άρθρου 163Η, οι πρόνοιες των άρθρων 233, 270, 271, 272, 273, 274, 282, 283, 286, 288 και 290 του περί Εταιρειών Νόμου, αναφορικά με τις εκάστοτε εξουσίες της ασφαλιστικής επιχείρησης και του εκκαθαριστή, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 158Α, των άρθρων 163 και 163Δ, του εδαφίου (3) του άρθρου 162, οι πρόνοιες της παραγράφου (η) του εδαφίου (2) του άρθρου 233 και του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού και τους κανόνες που διέπουν την διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης, την κατάταξη των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών που έχουν ικανοποιηθεί μερικώς μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δυνάμει εμπράγματου δικαιώματος ή με συμψηφισμό, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 151, 159 έως και 162, οι πρόνοιες των άρθρων 301 έως και 303 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις ισχύουσες συμβάσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης και των άρθρων 215, 220, 305 και 306 του περί Εταιρειών Νόμου που αφορούν τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις διαδικασίες ικανοποίησης μεμονωμένων πιστωτών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία:

Νοείται ότι, με τ’ αποτελέσματα επί εκκρεμών δικών επί στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης ή επί δικαιωμάτων που έχει απεκδυθεί η ασφαλιστική επιχείρηση, ρυθμίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 158 και του άρθρου 158Α, οι πρόνοιες των άρθρων 224, 251, 298 και 299 του περί Εταιρειών Νόμου, αναφορικά με τους κανόνες που διέπουν την αναγγελία, επαλήθευση και αποδοχή των απαιτήσεων, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(6) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 163 και του εδαφίου (7) του άρθρου 163Η, οι πρόνοιες των άρθρων 254 και 274 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τον καταλογισμό των εξόδων και των δαπανών της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(7) Τα άρθρα 301, 302 και 303 του περί Εταιρειών Νόμου σχετικά με το ποιες δικαιοπραξίες είναι είτε άκυρες, είτε ακυρώσιμες, ή μερικώς άκυρες επειδή είναι επιβλαβείς για το σύνολο των πιστωτών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, εκτός εάν το πρόσωπο που ωφελήθηκε από δικαιοπραξία επιβλαβή για το σύνολο των πιστωτών αποδείξει ότι-

(αα)  η εν λόγω δικαιοπραξία διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους.και

(ββ)  το δίκαιο αυτό δεν προβλέπει στη συγκε-κριμένη περίπτωση προσβολή της δικαιοπραξίας.

Εξαρτημένες επιχειρήσεις

153.-(1) Εάν οι ασφαλιστικές εργασίες μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ή μέρος των εργασιών αυτών μεταβιβαστούν σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και συμφωνηθεί ότι η πρώτη μνησθείσα ασφαλιστική επιχείρηση (εφεξής στο άρθρο αυτό καλούμενη “εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση”) ή οι πιστωτές της θα έχουν απαιτήσεις κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, προς την οποία έγινε η μεταβίβαση (εφεξής στο άρθρο αυτό καλούμενη  η “ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση”), τότε, σε περίπτωση διάλυσης και εκκαθάρισης της ιθύνουσας ασφαλιστικής επιχείρησης από το Δικαστήριο ή υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εξαρτημένης, από κοινού με τη ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση, ως εάν επρόκειτο περί μίας και μόνον ασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να διορίσει τον ίδιο εκκαθαριστή, για την εκκαθάριση, τόσο της ιθύνουσας, όσο και της εξαρτημένης  ασφαλιστικής επιχείρησης.

(3) Εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει άλλως πως, η έναρξη της διάλυσης της ιθύνουσας ασφαλιστικής επιχείρησης συνιστά και την έναρξη της διάλυσης και της εξαρτημένης.

(4) Κατά τη ρύθμιση των δικαιωμάτων και  των υποχρεώσεων μεταξύ των μελών των διαφόρων επιχειρήσεων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το καταστατικό των επιχειρήσεων αυτών και τις μεταξύ τους συμφωνίες και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις διαφόρων κατηγοριών εισφορέων, στην περίπτωση διάλυσης μίας και μόνης ασφαλιστικής επιχείρησης.

(5) Σε περίπτωση, κατά την οποία μία ασφαλιστική επιχείρηση φερόμενη ως εξαρτημένη άλλης, δεν διαλύεται συγχρόνως με την ιθύνουσα αυτή επιχείρηση και ενίσταται στη διάλυσή της, το Δικαστήριο εκδικάζει την ένσταση και διατάσσει τη διάλυση της μόνον εφόσον κρίνει ότι πράγματι η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση είναι εξαρτημένη της υπό διάλυση ιθύνουσας επιχείρησης και ότι η διάλυση αυτής από κοινού με τη ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση είναι ορθό και δίκαιο μέτρο.

(6) Αίτηση διάλυσης εξηρτημένης ασφαλιστικής επιχείρησης από κοινού με τη ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να υποβληθεί από κάθε πιστωτή ή άλλο πρόσωπο που έχει οποιοδήποτε συμφέρον στην ιθύνουσα ή την εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση.

(7) Σε περίπτωση, κατά την οποία μία ασφαλιστική επιχείρηση είναι ιθύνουσα άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης και συγχρόνως εξαρτημένη άλλης, ή σε περίπτωση, κατά την οποία περισσότερες της μίας ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι εξαρτημένες της ίδιας ιθύνουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, το Δικαστήριο δύναται να επιληφθεί σύμφωνα με τις καθοριζόμενες στο άρθρο αυτό αρχές, του συνόλου των επιχειρήσεων αυτών ή κατά χωριστές ομάδες.

Κοινοποίηση αίτησης προς διάλυση στον Έφορο

154. Σε κάθε  περίπτωση, κατά την οποία υποβάλλεται αίτηση προς διάλυση ασφαλιστικής επιχείρησης από πρόσωπο άλλο από τον Έφορο, αντίγραφο της αίτησης αυτής κοινοποιείται στον Έφορο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά την ακρόαση της αίτησης, να εκφράζει τις απόψεις του και, εφόσον το κρίνει σκόπιμο προς το δημόσιο συμφέρον, να ζητήσει από το Δικαστήριο τη διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης  κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής διάλυσης και εκκαθάρισης, που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 155 έως και 163.

Αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

155.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), η ανάκλήση της άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, επάγεται την αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της επιχείρησης αυτής από το Δικαστήριο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, του οποίου οι οικείες διατάξεις εφαρμόζονται κατά την έκταση, κατά την οποία αυτές δεν προσκρούουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών:

Νοείται ότι, στην περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), οι διατάξεις του Μέρους  VIII του παρόντος Νόμου, δεν εφαρμόζονται.

(2) Η ανάκληση της άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών από μια ασφαλιστική επιχείρηση, για τους λόγους που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (i) έως (iv) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 41, δεν επάγεται την αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης:

Νοείται εν τούτοις ότι, στις περιπτώσεις αυτές, η ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας ανακλήθηκε η άδεια οφείλει να προβεί στη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου της, ασφαλιστηρίων Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής, κατά τα οριζόμενα στο Μέρος VIII.

Απαγόρευση εκούσιας διάλυσης

156.-(1) Δεν επιτρέπεται η εκούσια διάλυση και εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης -

(α)  Της οποίας ανακλήθηκε η άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών για λόγο που επάγεται την αναγκαστική της διάλυση και εκκαθάριση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 155· ή

(β) για την οποία ισχύει απαγόρευση ή περιορισμός της ελεύθερης διάθεσηςστοιχείων του ενεργητικού της, που τέθηκε από τον Έφορο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 65 και στο εδάφιο (2) του άρθρου 72.

(2) Στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) περιπτώσεις, η διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης διενεργείται από το Δικαστήριο κατ’ αίτηση του Εφόρου.  Από την ημέρα της υποβολής της  αίτησης και μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης, δεν επιτρέπεται να εκδοθεί διάταγμα παραλαβής κατά της ασφαλιστικής αυτής επιχείρησης.

 

Διορισμός προσωρινού εκκαθαριστή

157.-(1) Ο Έφορος διορίζει ως προσωρινό εκκαθαριστή της ασφαλιστικής  επιχείρησηςπρόσωπο με ειδική γνώση και πείρα σε θέματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ενώ με την ίδια απόφαση ορίζεται η αμοιβή του προσωρινού εκκαθαριστή και καθορίζονται οι όροι εντολής του. Η απόφαση προς διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο εγχώριες ημερήσιες εφημερίδες.

(2) Μέχρι το διορισμό εκκαθαριστή από το Δικαστήριο, ο προσωρινός εκκαθαριστής ασκεί όλες τις εξουσίες του εκκαθαριστή.

Διορισμός εκκαθαριστή

158.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 31 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμων του 2000 και 2003, εκκαθαριστής διορίζεται από το Δικαστήριο πρόσωπο με ειδική γνώση και πείρα σε θέματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(2) Ο διορισμός του εκκαθαριστή δημοσιεύεται από τον Έφορο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο εγχώριες ημερήσιες εφημερίδες.

(3) Ο εκκαθαριστής συντάσσει έκθεση ως προς την κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά την έναρξη της διαδικασίας της εκκαθάρισης και την υποβάλλει στον Έφορο, ενώ επιπρόσθετα ο εκκαθαριστής οφείλει όπως παρέχει στον Έφορο οποιεσδήποτε πληροφορίες ή στοιχεία του ζητηθούν, προκειμένου να εξακριβωθεί η πορεία της εκκαθάρισης.

(4) Ο εκκαθαριστής ενημερώνει εγγράφως τουλάχιστον κάθε έξι μήνες τους πιστωτές για θέματα που τους αφορούν, ιδίως σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης.

Ενημέρωση πιστωτών άλλων κρατών μελών

158Α.-(1) Ο εκκαθαριστής, χωρίς καθυστέρηση, ειδοποιεί εγγράφως κάθε πιστωτή που γνωρίζει και που έχει την έδρα του, κατοικία ή συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος. Ο εκκαθαριστής ενημερώνει σχετικά τον Έφορο, ο οποίος,  εάν διαπιστώσει παραλείψεις ή πλημμέλειες στη διαδικασία ειδοποίησης, ενημερώνει ο ίδιος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, τους πιστωτές που δεν έχουν ειδοποιηθεί από τον εκκαθαριστή ή επαναλαμβάνει τη γνωστοποίηση.

(2) Η γραπτή ειδοποίηση κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει ιδίως -

(α) Τις προθεσμίες αναγγελίας των απαιτήσεων κατά το άρθρο 251 του περί Εταιρειών Νόμου, τις κυρώσεις που προβλέπονται, σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών αυτών· την αρμόδια αρχή για την αναγγελία των απαιτήσεων, η οποία είναι ο εκκαθαριστής, καθώς και άλλα μέτρα που τυχόν επιβλήθηκαν.

(β) πληροφορίες για το κατά πόσον οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις είναι προνομιούχες ή εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια, οφείλουν να προβούν σε αναγγελία των απαιτήσεών τους.  και

(γ) τα γενικά αποτελέσματα της έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης επί των ασφαλιστηρίων και ιδίως την ημερομηνία, από την οποία έπαυσε η ασφαλιστική κάλυψη κατά το άρθρο 160, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλισμένου από το ασφαλιστήριο.

(3)(α) Η γραπτή ειδοποίηση των πιστωτών, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), συντάσσεται στην ελληνική γλώσσα σε έντυπο που φέρει, διατυπωμένο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον τίτλο «Πρόσκληση για αναγγελία απαιτήσεως και τηρητέες προθεσμίες».

(β) Σε περίπτωση που ο πιστωτής είναι δικαιούχος ασφαλιστικής απαίτησης, οι πληροφορίες παρέχονται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους συνήθους διαμονής, κατοικίας ή έδρας του.

(γ) Ο τύπος του εντύπου που προβλέπεται στην παράγραφο (α) καθορίζεται εκάστοτε από τον ΄Εφορο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(4)(α) Κάθε πιστωτής που έχει συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων και των δημόσιων αρχών των άλλων κρατών μελών, δικαιούται να υποβάλει τις απαιτήσεις του στην επίσημη γλώσσα του εν λόγω κράτους μέλους.

(β) Η υποβολή της απαίτησης πρέπει να γίνεται σε έντυπο που φέρει τον τίτλο «Αναγγελία απαιτήσεως» στην ελληνική γλώσσα.

(γ) Ο τύπος του εντύπου που προβλέπεται στην παράγραφο (β) καθορίζεται εκάστοτε από τον ΄Εφορο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(5) Οι απαιτήσεις των πιστωτών, κατά το εδάφιο (4), τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης και κατάταξης με τις ομοειδείς απαιτήσεις πιστωτών με συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα στη Δημοκρατία.

(6) Ο πιστωτής κατά την αναγγελία της απαίτησής του αποστέλλει αντίγραφο των τυχόν αποδεικτικών στοιχείων, δηλώνει το ύψος, το είδος και την ημερομηνία γενέσεως της απαίτησής του, την τυχόν ύπαρξη προνομίου, εμπράγματης ασφά-λειας ή επιφύλαξης κυριότητας, καθώς και τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από την ασφάλεια αυτή:

Νοείται ότι, ο πιστωτής δεν  υποχρεούται να υποδείξει ότι η απαίτησή του εμπίπτει στο προνόμιο που αναφέρεται στα εδάφια (5) και (8) του άρθρου 163.

Συνέχιση δραστηριοτήτων για τις ανάγκες της εκκαθάρισης

158Β. Παρά την ανάκληση της άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του άρθρου 41, ο εκκαθαριστής, συμπεριλαμβανομένου του προσωρινού εκκαθαριστή, δύναται να συνεχίσει ορισμένες δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης, στο μέτρο που απαιτείται ή ενδείκνυται για την εξυπηρέτηση των αναγκών της εκκαθάρισης και αφού λάβει τη ρητή και ειδική συγκατάθεση και υπό τον έλεγχο του Εφόρου για κάθε συγκεκριμένη κατηγορία ενεργειών.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου

159.-(1) Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση από τον εκκαθαριστή του χαρτοφυλακίου της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου, η οποία παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού.

(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία η υπό εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση ασκούσε εργασίες παράλληλα στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στον Κλάδο Ζωής, επιτρέπεται, υπό τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1), η μεταβίβαση του συνόλου του χαρτοφυλακίου του ενός Κλάδου, έστω και αν δεν πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου του άλλου Κλάδου.  Η μερική εν τούτοις μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου του ενός ή του άλλου Κλάδου επιτρέπεται μόνον εφόσον η μεταβίβαση αυτή δεν θα επηρεάσει την ικανοποιητική διεξαγωγή της εκκαθάρισης.

Τερματισμός ασφαλιστικών συμβάσεων Κλάδου Γενικής Φύσεως

160. Η αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης επάγεται τον τερματισμό των υφιστάμενων ασφαλιστικών συμβάσεων του Κλάδου Γενικής Φύσεως ταυτόχρονα με τη δημοσίευση του διορισμού του προσωρινού εκκαθαριστή από τον Έφορο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Συνέχιση εργασιών του Κλάδου Ζωής κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης

161.-(1) Η αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν επάγεται τον τερματισμό των υφιστάμενων ασφαλιστικών συμβάσεων του Κλάδου Ζωής.

(2)  Εκτός εάν το Δικαστήριο, αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου, διατάξει άλλως πως, ο εκκαθαριστής οφείλει να συνεχίσει τις εργασίες του Κλάδου Ζωής της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης με προοπτική να μεταβιβαστεί αυτή ως ζώσα επιχείρηση σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, που είτε υφίσταται είτε συνιστάται ειδικώς προς το σκοπό αυτό.

(3) Κατά τη διεξαγωγή των εργασιών αυτών, ο εκκαθαριστής δύναται να συμφωνήσει σε τροποποίηση των υφιστάμενων κατά το διορισμό του ασφαλιστικών συμβάσεων, δεν επιτρέπεται όμως να προβαίνει στη σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων.

(4) Με την άδεια του Δικαστηρίου, που παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού, ο εκκαθαριστής δύναται να προβεί στο διορισμό ειδικού διαχειριστή των ασφαλιστικών αυτών εργασιών. Με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιτρέπει το διορισμό του ειδικού διαχειριστή, καθορίζονται οι όροι διορισμού, καθώς και οι εξουσίες του ειδικού διαχειριστή.

(5) Με την  άδεια του Δικαστηρίου, που παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού, ο εκκαθαριστής δύναται να μειώσει τις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου Ζωής, προκειμένου να επιτευχθεί η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου της υπό εκκαθάριση επιχείρησης.

(6)(α) Κατ’ αίτηση του εκκαθαριστή, του διοριζόμενου κατά τις διατάξεις του εδαφίου (4) ειδικού διαχειριστή ή του Εφόρου, το Δικαστήριο δύναται να διορίσει ανεξάρτητο αναλογιστή προς διερεύνηση των εργασιών του Κλάδου Ζωής τής υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης.

(β) Ο ανεξάρτητος αυτός αναλογιστής γνωματεύει κατά πόσον ενδείκνυται η συνέχιση των εργασιών αυτών ή η κατά το προηγούμενο εδάφιο μείωση των υποχρεώσεων και εισηγείται μέτρα που κρίνονται αναγκαία προς επιτυχή συνέχιση των εργασιών.

(γ) Ο ανεξάρτητος αναλογιστής συντάσσει έκθεση εντός της καθορισμένης από το Δικαστήριο προθεσμίας και την υποβάλλει στα πρόσωπα, κατ’ αίτηση των οποίων έγινε ο διορισμός του.

(7)(α) Σε περίπτωση, κατά την οποία δεν καθίσταται εφικτή η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 159, με την άδεια του Δικαστηρίου, που παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού, ο εκκαθαριστής δύναται να προβεί στον τερματισμό των ασφαλιστικών συμβάσεων του Κλάδου Ζωής προς το συμφέρον του συνόλου του σώματος των δικαιούχων ασφαλίσματος δυνάμει των συμβάσεων αυτών.

(β) Στην περίπτωση της παραγράφου (α), το ποσό των απαιτήσεων των δικαιούχων αυτών θα αντιστοιχεί προς την ολική αξία των μαθηματικών αποθεμάτων και άλλων παροχών που προβλέπονται στην ασφαλιστική σύμβαση που συνήψαν, χωρίς καμία μείωση για τη δαπάνη που συνεπάγεται η διαχείριση ή ο τερματισμός των εργασιών αυτών.

Συμβάσεις αντασφάλισης

162.-(1) Μετά το διορισμό εκκαθαριστή, δεν επιτρέπεται η ανανέωση εκείνων των ασφαλιστικών συμβάσεων της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, με τις οποίες η επιχείρηση αυτή ανελάμβανε την κάλυψη κινδύνων αντασφάλισης.

(2) Ο εκκαθαριστής οφείλει να επιδιώξει την εξασφάλιση κατάλληλης αντασφαλιστικής κάλυψης της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, καθ’ όλη τη διάρκεια διαδικασίας της εκκαθάρισης.

(3) Η διαδικασία εκκαθάρισης δεν αποκλείει το συμψηφισμό αντασφαλιστικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων.

Εγκεκριμένες επενδύσεις

163.-(1) Από της έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε μεταβολή στις εγκεκριμένες επενδύσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως ή του Κλάδου Ζωής, στις οποίες η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση έχει τοποθετήσει περιουσιακά της στοιχεία επαρκή για να καλύπτουν τα τεχνικά της αποθέματα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 76 ή το άρθρο 85:

Νοείται ότι, τέτοια μεταβολή επιτρέπεται για διόρθωση τεχνικών λαθών ή κατόπιν άδειας του Εφόρου.

(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία δεν καθίσταται εφικτή η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, οι εγκεκριμένες επενδύσεις ρευστοποιούνται και συνιστούν ένα ταμείο, που διατίθεται για την ικανοποίηση των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5).

(3) Σε περίπτωση, κατά την οποία η υπό εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση ασκούσε παράλληλα εργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στον Κλάδο Ζωής, οι εγκεκριμένες επενδύσεις του κάθε Κλάδου ρευστοποιούνται και συνιστούν δύο χωριστά και ανεξάρτητα ταμεία, ένα ταμείο για τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και ένα ταμείο για τον Κλάδο Ζωής, και  διατίθενται για την ικανοποίηση απαιτήσεων των δικαιούχων ασφαλίσματος του κάθε Κλάδου χωριστά.

(4) Σε καθένα από τα πιο πάνω ταμεία, προστίθενται η απόδοση και η αξία των καθαρών ασφαλίστρων που εισπράττονται για συγκεκριμένη κατηγορία πράξεων μεταξύ της έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης και της ημερομηνίας πληρωμής ασφαλιστικών απαιτήσεων ή μέχρι να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε μεταβίβαση χαρτοφυλακίου.

(5)(α) Από κάθε ένα ταμείο αφαιρείται η δαπάνη που συνεπάγεται η διάλυση και εκκαθάριση της επιχείρησης, περιλαμβανομένων και των αμοιβών του προσωρινού εκκαθαριστή, του εκκαθαριστή, του ειδικού διαχειριστή ή ανεξάρτητου αναλογιστή, που ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα έναντι παντός άλλου από τα ταμεία αυτά.

(β) Επί του υπόλοιπου του κάθε ταμείου, Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής, έχουν προνόμιο, που προηγείται κάθε άλλου γενικού ή ειδικού προνομίου, που καθορίζεται στο άρθρο 300 του περί Εταιρειών Νόμου ή σε άλλη διάταξη της ισχύουσας νομοθεσίας, οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ή δυνάμει ασφαλιστηρίου έναντι τρίτων προσώπων του Κλάδου Γενικής Φύσεως ή του Κλάδου Ζωής, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι τους, οι απαιτήσεις των οποίων ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα έναντι παντός άλλου.

(6) Σε περίπτωση που το προϊόν της ρευστοποίησης στοιχείου που αποτελεί μέρος των εγκεκριμένων επενδύσεων υστερεί της αξίας τέτοιου στοιχείου, όπως υπολογίζεται στα λογιστικά βιβλία της ασφαλιστικής εταιρείας, ο εκκαθαριστής οφείλει να δικαιολογεί τη διαφορά αυτή στον Έφορο.

(7) Όταν ένα στοιχείο του ενεργητικού, το οποίο χρησιμοποιείται για την κάλυψη τεχνικών αποθεμάτων, είναι βεβαρημένο με εμπράγματο δικαίωμα υπέρ πιστωτή ή τρίτου χωρίς να έχει καταγραφεί το γεγονός αυτό στο Μητρώο Επενδύσεων που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 83 ή έχει παρακρατηθεί η κυριότητα του εν λόγω στοιχείου του ενεργητικού υπέρ πιστωτή ή τρίτου ή όταν ο πιστωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει τον συμψηφισμό της απαίτησής του έναντι της απαίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, σε περίπτωση εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης ρευστοποιείται και  καταβάλλεται στο ταμείο που προνοείται κατά το εδάφιο (2), εκτός εάν εφαρμόζονται σ’ αυτό το στοιχείο του ενεργητικού του άρθρου 163Β, τα εδάφια (1) έως (3) του άρθρου 163Γ και το άρθρο 163Δ.

(8) Οι απαιτήσεις των δικαιούχων ασφαλίσματος ή δυνάμει ασφαλιστηρίου έναντι τρίτων προσώπων του Κλάδου Γενικής Φύσεως ή του Κλάδου Ζωής, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί τους, προηγούνται κατά προτεραιότητα, των απαιτήσεων των προσώπων που προβλέπονται στο άρθρο 300 του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο καθορίζει τις προνομιούχες απαιτήσεις σε περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας και την έκταση που αυτές γίνονται αποδεκτές.

(9) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις τηρούν ανά πάσα στιγμή και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ενδεχόμενη διαδικασία εκκαθάρισης, περιουσιακά στοιχεία από τα αναφερόμενα στις Οδηγίες για εγκεκριμένες επενδύσεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 79 που να αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που ενδέχεται να προηγηθούν των ασφαλιστικών απαιτήσεων, σύμφωνα με το εδάφιο (8), και οι οποίες έχουν καταχωρηθεί στους λογαριασμούς της ασφαλιστικής εταιρείας.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Εφαρμοστέο δίκαιο σε σχέση με ορισμένες συμβάσεις και δικαιώματα

163Α. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 152Α, τα αποτελέσματα της λήψης μέτρων εξυγίανσης ή της έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης σε σχέση με τις ακόλουθες συμβάσεις και δικαιώματα διέπονται ως εξής:

(α) Συμβάσεις απασχόλησης και εργασιακές σχέσεις, μόνο από το δίκαιο του κράτους μέλους, το οποίο διέπει τη σύμβαση απασχόλησης ή την εργασιακή σχέση·

(β) συμβάσεις, οι οποίες παρέχουν δικαίωμα χρήσης ή κτήσης κυριότητας σε ακίνητο, μόνο από το δίκαιο του κράτους μέλους, στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο·

(γ) δικαιώματα της ασφαλιστικής επιχείρησης επί ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους, που υπόκεινται σε υποχρεωτική εγγραφή σε μητρώο, από το δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του μητρώου.

Εμπράγματα δικαιώματα τρίτων

163Β.-(1) Η λήψη μέτρων εξυγίανσης ή η έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης δεν θίγει τα εμπράγματα δικαιώματα πιστωτών ή τρίτων επί κινητών, ακινήτων ή άλλων στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων, όσο και του συνόλου των ακαθόριστων και μεταβλητών στοιχείων, τα οποία ευρίσκονται εντός της επικράτειας άλλου κράτους μέλους κατά τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης ή την έναρξη της εκκαθάρισης.

(2) Τα δικαιώματα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), είναι ιδίως -

(α) Το δικαίωμα απευθείας ή μέσω τρίτου διάθεσης στοιχείου του ενεργητικού και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως δυνάμει ενεχύρου ή υποθήκης·

(β) το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης μίας απαίτησης και ιδίως το δικαίωμα που εξασφαλίζεται είτε με ενέχυρο, είτε με εκχώρηση απαίτησης ως εγγύηση·

(γ) το δικαίωμα διεκδίκησης ή απαίτησης επιστροφής του στοιχείου του ενεργητικού εις χείρας οιουδήποτε κατέχοντος ή καρπούμενου αντιθέτως προς τη βούληση του δικαιούχου·

(δ) το εμπράγματο δικαίωμα καρπώσεως στοιχείου του ενεργητικού:

Νοείται ότι, προς εμπράγματο δικαίωμα εξομοιώνεται το δικαίωμα, που είναι εγγεγραμμένο σε δημόσιο βιβλίο και αντιτάξιμο έναντι τρίτων, δια του οποίου είναι δυνατή η απόκτηση εμπράγματου δικαιώματος κατά την έννοια του εδαφίου (1).

(3) Το παρόν άρθρο δεν κωλύει τις κατά το εδάφιο (7) του άρθρου 152Α αγωγές αναγνώρισης της ακυρότητας, ακύρωσης και κήρυξης  δικαιοπραξίας ως ανενεργούς.

Παρακράτηση κυριότητας

163Γ.-(1) Η λήψη μέτρων εξυγίανσης ή η έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, ως αγοραστή στοιχείου ενεργητικού, δεν θίγει τα δικαιώματα από παρακράτηση της κυριότητας του στοιχείου αυτού από τον πωλητή εάν, κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο, το στοιχείο του ενεργητικού βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος.

(2) Η λήψη μέτρων εξυγίανσης ή η έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, μετά την παράδοση πωληθέντος από αυτήν στοιχείου του ενεργητικού, δεν αποτελεί  λόγο ακύρωσης ή τερματισμού  της πώλησης, ούτε κωλύει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος εάν, κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο, το πωληθέν στοιχείο του ενεργητικού βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος.

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 163Β, τα αποτελέσματα τυχόν μέτρου εξυγίανσης ή της έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμμετεχόντων σε οργανωμένη αγορά, διέπονται μόνο από το δίκαιο που διέπει την εν λόγω αγορά.

(4) Τα εδάφια (1), (2) και (4) δεν κωλύουν τις κατά το εδάφιο (7) του άρθρου 152Α αγωγές αναγνώρισης της ακυρότητας, ακύρωσης και κήρυξης δικαιοπραξίας ως  ανενεργούς.

Συμψηφισμός

163Δ.-(1) Η λήψη μέτρων εξυγίανσης και η έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης δεν θίγει το δικαίωμα των πιστωτών να προτείνουν συμψηφισμό των απαιτήσεων τους με αντίστοιχες απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης εναντίον τους.

(2) Το εδάφιο (1) δεν κωλύει τις κατά το εδάφιο (7) του άρθρου 152Α αγωγές αναγνώρισης της ακυρότητας, ακύρωσης και κήρυξης  δικαιοπραξίας ανενεργούς.

Προστασία αποκτώντος τρίτου και εκκρεμοδικία

163Ε.-(1) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση, μετά τη λήψη μέτρου εξυγίανσης ή την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, μεταβιβάσει έναντι ανταλλάγματος-

(α)  Ακίνητο·

(β)  πλοίο ή αεροσκάφος εγγραφόμενο υποχρεωτικά σε μητρώο· ή

(γ)  κινητές αξίες ή άλλους τίτλους, οι οποίες, είτε έχουν ως νόμιμη προϋπόθεση της ύπαρξης ή της μεταβίβασής τους την εγγραφή σε μητρώο ή σε λογαριασμό, είτε  καταχωρούνται σε κεντρικό μητρώο ή άλλο κεντρικό αποθετήριο ή σε οιοδήποτε κεντρικό σύστημα καταθέσεως τίτλων, το κύρος της μεταβίβασης διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο ή το οποίο επιτάσσει την τήρηση του μητρώου, του συστήματος ή του λογαριασμού.

(2) Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή της εκκαθάρισης επί εκκρεμούς δίκης σχετικά με ένα περιουσιακό στοιχείο ή ένα δικαίωμα της ασφαλιστικής επιχείρησης, διέπονται μόνον από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη.

Υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών

163ΣΤ.-(1) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 2, για τους σκοπούς εφαρμογής  των διατάξεων σχετικά με τα μέτρα εξυγίανσης και την εκκαθάριση ασφα-λιστικών επιχειρήσεων που αφορούν ευρισκόμενο σε κράτος μέλος υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης, της οποίας η έδρα βρίσκεται εκτός της Κοινότητος, θεωρούνται  ως-

(α)  «κράτος μέλος καταγωγής», το κράτος μέλος  το οποίο χορήγησε στο υποκα-τάστημα άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με τις ισχύουσες σε αυτό νομοθετικές διατάξεις·και

(β)  «εποπτικές αρχές» και «αρμόδιες αρχές», οι εν λόγω αρχές του κράτους μέλους, στο οποίο το υποκατάστημα έλαβε άδεια λειτουργίας.

(2) Όταν ασφαλιστική επιχείρηση, η έδρα της οποίας ευρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει υποκαταστήματα σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, κάθε υποκατάστημα αντιμετωπίζεται, όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τα μέτρα εξυγίανσης και την εκκαθάριση ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ως ανεξάρτητη επιχείρηση. Ο Έφορος συντονίζει τις δράσεις του με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, στα οποία ευρίσκεται υποκατάστημα της ίδιας ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτου κράτους. Τυχόν διορισμένοι διαχειριστές ή εκκαθαριστές υποκαταστημάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων κρατών στο έδαφος της Δημοκρατίας συντονίζουν τις δράσεις τους με τους διαχειριστές ή εκκαθαριστές των άλλων κρατών μελών, στα οποία ευρίσκεται υποκατάστημα της ίδιας ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτου κράτους.

Επαγγελματικό απόρρητο

163Ζ. Όλα τα πρόσωπα, στα οποία διαβιβάζονται ή τα οποία παρέχουν πληροφορίες που αφορούν τις διαδικασίες ανακοίνωσης που ορίζονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 150Α, στο εδάφιο (6) του άρθρου 152 και στο εδάφιο (2)  του άρθρου 163ΣΤ, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 7.

Διορισμός αναπληρωτή διαχειριστή ή εκκαθαριστή

163Η.-(1) Το Δικαστήριο διορίζει, εάν το κρίνει αναγκαίο, ένα ή περισσότερους αναπληρωτές διαχειριστές ή εκκαθαριστές που επικουρούν ή, ενδεχομένως, εκπροσωπούν το διαχειριστή ή εκκαθαριστή κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης ή του μέτρου εξυγίανσης, ιδίως στα κράτη μέλη υποδοχής, και βοηθούν στη διευθέτηση των δυσκολιών που τυχόν να συναντούν, οι πιστωτές στο κράτος μέλος υποδοχής.

(2) Ο διορισμός διαχειριστή ή εκκαθαριστή αποδεικνύεται με επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης διορισμού ή με άλλη βεβαίωση των αρμοδίων αρχών του  κράτους μέλους καταγωγής.

(3) Σε περίπτωση που διαχειριστής ή εκκαθαριστής που διορίστηκε από εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους επιθυμεί να προβεί σε ενέργειες στη Δημοκρατία, ο Έφορος δικαιούται να ζητήσει μετάφραση των ανωτέρω εγγράφων στην ελληνική γλώσσα:

Νοείται ότι, δεν απαιτείται άλλη νομιμοποίηση ή άλλη ανάλογη διατύπωση.

(4) Ο διαχειριστής ή εκκαθαριστής δικαιούται να ασκεί εντός όλων των κρατών μελών όλες τις εξουσίες που δικαιούται να ασκεί στη Δημοκρατία.

(5) Ο διαχειριστής ή εκκαθαριστής δύναται να ζητεί την καταχώρηση του μέτρου εξυγίανσης ή της απόφασης να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης, στο κτηματολόγιο, στο εμπορικό μητρώο και σε κάθε άλλο δημόσιο βιβλίο, το οποίο τηρείται σε άλλο κράτος μέλος:

Νοείται ότι, εάν κράτος μέλος προβλέπει υποχρεωτική καταχώρηση, ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την εξασφάλιση της καταχώρησης αυτής.

(6) Κατά την άσκηση των εξουσιών του σύμφωνα με τα εδάφια (4) και (5), ο διαχειριστής ή εκκαθαριστής τηρεί τους νόμους του κράτους μέλους, στο οποίο προτίθεται να ενεργήσει και ιδίως τις διαδικασίες ρευστοποίησης του ενεργητικού και ενημέρωσης των εργαζομένων:

Νοείται ότι, οι εξουσίες αυτές δεν περιλαμβάνουν δικαίωμα χρήσης βίας ούτε δικαίωμα λήψης απόφασης επί νομικών διαδικασιών ή διαφορών.

(7) Όλα τα έξοδα καταχώρησης λογίζονται ως έξοδα και δαπάνες της διαδικασίας.

ΜΕΡΟΣ XII ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης στον ασφαλιστικό τομέα

164. [Διαγράφηκε]
Ασφαλιστικός πράκτορας

165. [Διαγράφηκε]
Υποχρεώσεις ασφαλιστικού πράκτορα. Ποινικό αδίκημα

166. [Διαγράφηκε]
Μεσίτης ασφαλίσεων. Ποινικό αδίκημα

167. [Διαγράφηκε]
Υποχρεώσεις μεσίτη ασφαλίσεων

168. [Διαγράφηκε]
Ασφαλιστικός μεσάζων

169. [Διαγράφηκε]
Ασφαλιστικός σύμβουλος

170. [Διαγράφηκε]
Υπάλληλοι ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τραπεζικών οργανισμών ή συνεργατικών πιστωτικών οργανισμών

171. [Διαγράφηκε]
Σύμβαση διαμεσολάβησης. Ποινικό αδίκημα

172. [Διαγράφηκε]
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΤΗΡΗΣΗ ΜΗΤΡΩΩΝ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΣΚΟΥΝ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ
Μητρώα εγγραφής φυσικών και νομικών προσώπων, που ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης

173. [Διαγράφηκε]
Προϋποθέσεις εγγραφής φυσικών προσώπων

174. [Διαγράφηκε]
Γενικές προϋποθέσεις εγγραφής νομικών προσώπων

175. [Διαγράφηκε]
Ειδικές προϋποθέσεις εγγραφής εταιρείας ασφαλειομεσιτών

176. [Διαγράφηκε]
Ειδικές προϋποθέσεις εγγραφής αλλοδαπής επιχείρησης εργασιών διαμεσολάβησης

177. [Διαγράφηκε]
Αίτηση για εγγραφή σε Μητρώο

178. [Διαγράφηκε]
Εγγραφή στο Μητρώο και έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής. Ποινικό αδίκημα

179. [Διαγράφηκε]
Χρονική ισχύς και ανανέωση πιστοποιητικού εγγραφής

180. [Διαγράφηκε]
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ – ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΤΡΩΟ
Απόρριψη της αιτήσεως προς εγγραφή

181. [Διαγράφηκε]
Λόγοι διαγραφής από Μητρώο. Ποινικό αδίκημα

182. [Διαγράφηκε]
Παραστάσεις κατά της διαγραφής και δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Υπουργού

183. [Διαγράφηκε]
Επιστροφή πιστοποιητικού εγγραφής. Ποινικό αδίκημα

184. [Διαγράφηκε]
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Ανακοίνωση μεταβολής στα καθορισμένα στοιχεία. Ποινικό αδίκημα

185. [Διαγράφηκε]
Υποβολή καταστάσεων από εταιρεία ασφαλειομεσιτών

186. [Διαγράφηκε]
Απόδοση ασφαλίστρων

187. [Διαγράφηκε]
Σύσταση υποκαταστήματος ή άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης εκτός της Δημοκρατίας

188. [Διαγράφηκε]
Ποινικό αδίκημα για ανάθεση εργασιών σε πρόσωπα που δεν κατέχουν ανάλογο πιστοποιητικό εγγραφής

189. [Διαγράφηκε]
Ποινικό αδίκημα για τη συνέχιση εργασιών πρακτόρευσης μετά τον τερματισμό πρακτόρευσης

190. [Διαγράφηκε]
Αντιποίηση έργου κατόχου πιστοποιητικού εγγραφής

191. [Διαγράφηκε]
Ψευδείς δηλώσεις κατόχου πιστοποιητικού εγγραφής

192. [Διαγράφηκε]
ΜΕΡΟΣ ΧΙΙ
Άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης στον ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό τομέα

164.- (1) Εργασίες διαμεσολάβησης στον ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό τομέα δύνανται να ασκούν οι ασφαλιστικοί ή αντασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί ή αντασφαλιστικοί μεσάζοντες, οι ασφαλιστικοί ή αντασφαλιστικοί σύμβουλοι καθώς και οι συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί σύμβουλοι οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στο προς τούτο τηρούμενο αντίστοιχο Μητρώο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 170 τουΝόμου.

(2) Καθένας που ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης κατά τα ανωτέρω, οφείλει όπως σε όλα τα έγγραφα που εκδίδει και σε όλες τις συναλλαγές στις οποίες προβαίνει, αναφέρει ρητώς την ιδιότητά του καθώς και τον αριθμό του πιστοποιητικού εγγραφής, το οποίο κατέχει.

(3) Όπου στο παρόν Μέρος ΧΙΙ του Νόμου γίνεται αναφορά σε εργασίες διαμεσολάβησης εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει άλλως, διαλαμβάνονται οι εργασίες ασφαλιστικής και οι εργασίες αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

(4) Δεν θεωρούνται ως εργασίες διαμεσολάβησης οι σχετικές δραστηριότητες όταν αναλαμβάνονται από κυπριακές ασφαλιστικές εταιρίες, από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ή από αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις καθώς και από υπαλλήλους τους οι οποίοι ενεργούν υπό την ευθύνη των εταιριών ή των επιχειρήσεων αυτών:

(5) Δεν θεωρούνται ως εργασίες διαμεσολάβησης οι δραστηριότητες περιστασιακής φύσεως οι οποίες συνίστανται στην παροχή πληροφοριών περί συμβάσεων ασφαλίσεως που δίδονται στο πλαίσιο άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας:

Νοείται ότι σκοπός της δραστηριότητας στο πλαίσιο της οποίας δίδονται οι πληροφορίες δεν είναι ούτε η παροχή βοηθείας για την κατάρτιση ή για την εκτέλεση συμβάσεως ασφαλίσεως ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, ούτε η κατ’ επάγγελμα δραστηριότητες εκτίμησης και διακανονισμού ζημιών.

Εξαιρέσεις

164Α.- Από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους ΧΙΙ εξαιρούνται τα πρόσωπα τα οποία προβαίνουν σε εργασίες διαμεσολάβησης υπό τις ακόλουθες, σωρευτικές, προϋποθέσεις –

(α) Η ασφαλιστική σύμβαση απαιτεί γνώσεις μόνον της παρεχόμενης ασφαλιστικής κάλυψης,

(β) η ασφαλιστική σύμβαση δεν εμπίπτει στον Κλάδο Ζωής,

(γ) η ασφαλιστική σύμβαση δεν καλύπτει κανενός είδους αστική ευθύνη,

(δ) η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα των προσώπων αυτών δεν είναι η διαμεσολάβηση στον ασφαλιστικό τομέα,

(ε) η ασφάλιση είναι συμπληρωματική προς το προϊόν ή την υπηρεσία που παρέχεται από οποιονδήποτε προμηθευτή, εφόσον η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει:

(i) τον κίνδυνο βλάβης, απώλειας, ή ζημίας αγαθών που παρέχει ο προμηθευτής ή

(ii) την ζημία ή απώλεια αποσκευών και τους λοιπούς κινδύνους που σχετίζονται με ταξίδι για το οποίο έγινε κράτηση από τον προμηθευτή, ακόμη και εάν η ασφάλιση καλύπτει ασφάλιση ζωής ή κινδύνους αστικής ευθύνης, υπό τον όρο ότι η κάλυψη αυτή είναι παρεπόμενη προς την κύρια κάλυψη που αφορά τους σχετιζόμενους με το ταξίδι κινδύνους και

(στ) το ποσό των ετησίων ασφαλίστρων δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των πεντακοσίων Ευρώ (€500) και η συνολική διάρκεια της ασφαλιστικής συμβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσεων, δεν υπερβαίνει περίοδο πέντε (5) ετών.

Ασφαλιστικός πράκτορας

165.- (1) Ασφαλιστικός πράκτορας (insurance agent) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει ως κύρια δραστηριότητα, δυνάμει συμβάσεως πρακτόρευσης όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, έναντι προμήθειας ή και αμοιβής την άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μιας ή και περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία  οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου, ως «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικής πρακτόρευσης. Οι λέξεις αυτές δύνανται  να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν προκύπτει άλλως πως από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός πράκτορας» θα περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός πράκτορας», «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» και «εταιρία αντασφαλιστικής πρακτόρευσης».

(4) Ο ασφαλιστικός πράκτορας δύναται να ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Παρουσιάζει, εισηγείται, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις, για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων

(β) παρέχει κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής συμβάσεως και ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία δικαιώματος προς υποβολή απαιτήσεως· και

(γ) εφόσον προβλέπεται στην σύμβαση πρακτόρευσης,εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα τα οποία αποδίδει στην δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει στον διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.

Υποχρεώσεις ασφαλιστικού πράκτορα. Ποινικό αδίκημα

165Α.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστικός πράκτορας έχει υποχρέωση να τοποθετεί τις ασφαλίσεις που συνάπτει μόνο σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί.

(2) Κατ’ εξαίρεση εν τούτοις, ο ασφαλιστικός πράκτορας δύναται να τοποθετεί τις ασφαλίσεις που συνάπτει σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες δεν εκπροσωπεί, νοουμένου ότι θα συνάψει με αυτές σύμβαση πρακτόρευσης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Εάν η ασφάλιση αφορά σε κλάδο ασφαλιστικών εργασιών, που δεν ασκούνται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί· ή

(β) εάν η ασφάλιση έχει απορριφθεί εγγράφως από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί· ή

(γ)  εάν συναινούν εγγράφως στην ασφάλιση αυτή, όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί.

(3) Ο ασφαλιστικός πράκτορας έχει υποχρέωση όπως τηρεί, χωριστά για κάθε ασφαλιστική επιχείρηση για την οποία εκπροσωπεί, βιβλίο καταχώρησης των ασφαλιστικών συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται μέσω αυτού, καθώς και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, βιβλίο είσπραξης ασφαλίστρων και βιβλίο διακανονισμού απαιτήσεων, σχετικά με τις συμβάσεις αυτές. Παράλειψη τηρήσεως ή πλημμελής τήρηση των βιβλίων αυτών συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών:

Νοείται ότι κατά την τήρηση των βιβλίων του εδαφίου αυτού ο ασφαλιστικός πράκτορας οφείλει να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες της ασφαλιστικής επιχείρησης την οποία εκπροσωπεί.

(4) Τα κατά το προηγούμενο εδάφιο τηρούμενα βιβλία υπόκεινται σε επιθεώρηση και έλεγχο από τον Έφορο, όποτε το κρίνει σκόπιμο. Το αυτό δικαίωμα έχει και κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, εκπροσωπούμενη από τον ασφαλιστικό πράκτορα, αλλά μόνο σε ότι αφορά τα βιβλία, που αναφέρονται σε δικές της εργασίες.

(5) Δεν επιτρέπεται η μεταφορά από ασφαλιστικό πράκτορα ασφαλιστικής συμβάσεως σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, χωρίς την έγγραφη συναίνεση του ασφαλισμένου, που παρέχεται σύμφωνα με τον καθορισμένο τύπο:

Νοείται ότι δεν απαιτείται η τήρηση του καθορισμένου τύπου στην περίπτωση νέας ασφαλιστικής σύμβασης η οποία καταρτίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου μετά την λήξη της προηγούμενης.

Μεσίτης ασφαλίσεων. Ποινικό αδίκημα.

166.- (1) Μεσίτης ασφαλίσεων (insurance broker) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει ως κύρια δραστηριότητα έναντι προμήθειας που καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, την άσκηση, κατ’ εντολή οποιουδήποτε προσώπου, των εργασιών διαμεσολάβησης που καθορίζονται στο εδάφιο (5) του άρθρου αυτού χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (5) του άρθρου αυτού, ασκούνται από νομικό πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό οφείλει να είναι εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, και θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου, ως «εταιρεία ασφαλειομεσιτών». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» ή γραμματικές παραλλαγές των όρων αυτών, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλειομεσιτών. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν προκύπτει άλλως πως από το κείμενο, ο όρος «μεσίτης ασφαλίσεων» θα περιλαμβάνει και τους όρους «μεσίτης αντασφαλίσεων», «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» και «εταιρεία αντασφαλειομεσιτών».

(4) Ο μεσίτης ασφαλίσεων πρέπει να έχει νομική και οικονομική ανεξαρτησία έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες συναλλάσσεται. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 182 του Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία ο μεσίτης ασφαλίσεων έχει οποιοδήποτε νομικό ή οικονομικό δεσμό με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, δυνάμενο να επηρεάσει την ελευθερία επιλογής του κατά την άσκηση των εργασιών του, οφείλει να γνωστοποιήσει τούτο εγγράφως προς κάθε πρόσωπο που ενδιαφέρεται για την σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής συμβάσεως πριν από την σύναψη της εν λόγω συμβάσεως. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

(5) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Φέρνει σε επαφή τον ενδιαφερόμενο προς σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής κάλυψης με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·και προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων·

(β) προπαρασκευάζει ή και εξασφαλίζει την αποδοχή της συμβάσεως αυτής τόσο από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και από τον ασφαλισμένο·

(γ) παρέχει στους ασφαλισμένους κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής συμβάσεως και ιδιαίτερα μετά τη έλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ·

(δ) εφόσον έχει γραπτή εξουσιοδότηση από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, και τα αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.

Υποχρεώσεις μεσίτη ασφαλίσεων

166Α.- (1) Ο μεσίτης ασφαλίσεων, κατά την άσκηση των εργασιών του, έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

(α) Να υποβάλλει στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έγγραφο, στο οποίο θα αναγράφονται όλες οι προϋποθέσεις και όλοι οι όροι αποδοχής της ασφάλισης από την επιχείρηση αυτή, η οποία και βεβαιώνει εγγράφως την αποδοχή της κάλυψης του κινδύνου·

(β) να εκδίδει βεβαίωση κάλυψης σύμφωνα με το προβλεπόμενο στην προηγούμενη παράγραφο έγγραφο, την οποία παραδίδει στον ασφαλισμένο· και

(γ) να παραδίδει στον ασφαλισμένο το σχετικό ασφαλιστήριο, ή προκειμένου περί αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης το σχετικό αποδεικτικό αντασφάλισης αμέσως μετά την έκδοσή του, εις αντικατάσταση της βεβαίωσης κάλυψης.

(2) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ευθύνεται έναντι των ασφαλισμένων μόνο για την πιστή τήρηση των εγγράφων εντολών τους.

Ασφαλιστικός μεσάζων

167.- (1) Ασφαλιστικός μεσάζων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, δυνάμει συμβάσεως μεσάζοντος, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, έχει ως κύρια δραστηριότητά, έναντι προμήθειας ή αμοιβής, την άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό ενός ή περισσοτέρων ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ασφαλίσεων:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου ως «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών μεσαζόντων. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της Ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν άλλως πως προκύπτει από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός μεσάζων» θα περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός μεσάζων», «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» και «εταιρεία αντασφαλιστικών μεσαζόντων».

(4) Ο ασφαλιστικός μεσάζων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων, για τον οποίον ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, στερείται όμως του δικαιώματος προς υπογραφή των συμβάσεων αυτών·:

Νοείται ότι ο ασφαλιστικός μεσάζων δε δύναται ούτε να προπαρασκευάζει, ούτε να προσυπογράφει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις  και

(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση μεσάζοντος, και τα αποδίδει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων τον οποίον εκπροσωπεί, στερείται όμως του δικαιώματος να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.

Ασφαλιστικός σύμβουλος

168.- (1)Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή  νομικό πρόσωπο το οποίο, δυνάμει συμβάσεως ασφαλιστικού συμβούλου, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, έχει ως κύρια δραστηριότητά, έναντι προμήθειας ή αμοιβής την άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) του άρθρου αυτού ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου ως «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων». Στην επωνυμία της εταιρείας  αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών συμβούλων. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της Ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν άλλως πως προκύπτει από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός σύμβουλος» θα περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός σύμβουλος», «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» και εταιρία «αντασφαλιστικών συμβούλων».

(4) Ο ασφαλιστικός σύμβουλος ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, για τις οποίες ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, στερείται όμως του δικαιώματος προς υπογραφή των συμβάσεων αυτών:

Νοείται ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν δύναται ούτε να προπαρασκευάζει, ούτε να προσυπογράφει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις

(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, και τα αποδίδει στην δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση, στερείται όμως του δικαιώματος να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.

Συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος

168Α.- (1) Συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, δυνάμει συμβάσεως συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, προβαίνει στην άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (5) πέραν της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητάς του και συμπληρωματικά προς αυτήν για λογαριασμό μιας ασφαλιστικής επιχείρησης έναντι προμήθειας ή αμοιβής:

Νοείται ότι οι εργασίες διαμεσολάβησης είναι συμπληρωματικές προς την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου όταν η ασφάλιση αποτελεί συμπλήρωμα των αγαθών ή των υπηρεσιών που παρέχονται  στο πλαίσιο της εν λόγω κύριας δραστηριότητας:

Νοείται περαιτέρω ότι, με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να ορίζονται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον χαρακτηρισμό των εργασιών διαμεσολάβησης του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου ως συμπληρωματικών προς την κύρια δραστηριότητά του.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οσυνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος δύναται να ενεργεί για λογαριασμό περισσοτέρων της μιας ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εφόσον ως προς κάθε μία από αυτές διαμεσολαβεί για την παροχή ασφαλιστικών καλύψεων που δεν είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους.

(3) Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης για λογαριασμό της οποίας ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης.

(4) Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος δεν δύναται να ασκεί εργασίες αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

(5) Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, για την οποία ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, στερείται όμως του δικαιώματος προς υπογραφή των συμβάσεων αυτών και του δικαιώματος να εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα ή να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου:

Νοείται ότι, ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος υπό την επιφύλαξη του εδαφίου (6), δεν δύναται ούτε να προπαρασκευάζει, ούτε να προσυπογράφει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις.

(6) Με Οδηγίες του Εφόρου δύναται να επιτρέπεται σε συνδεδεμένους ασφαλιστικούς συμβούλους να προσυπογράφουν κατ’ εξαίρεση συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλιστικών συμβάσεων υπό όρους που δύνανται να τίθενται με τις εν λόγω Οδηγίες.

Σύμβαση διαμεσολάβησης. Ποινικό αδίκημα

169.- (1) Για την άσκηση εργασιών  διαμεσολάβησης, εκτός από την άσκηση εργασιών μεσίτη ασφαλίσεων, απαιτείται η προηγούμενη σύναψη συμβάσεως διαμεσολάβησης, η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, αναφέρεται στο παρόντα Νόμο ως:

(α) Σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα ή

(β) σύμβαση ασφαλιστικού μεσάζοντα ή

(γ) σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου ή

(δ) σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου.

(2) Η σύμβαση διαμεσολάβησης καταρτίζεται εγγράφως, συνάπτεται μεταξύ των προσώπων που θα ασκούν τις εργασίες διαμεσολάβησης και των προσώπων για λογαριασμό των οποίων αυτοί θα ενεργούν και καθορίζει ρητώς τους όρους ασκήσεως των εργασιών αυτών, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του Νόμου.

(3) Η σύμβαση διαμεσολάβησης δύναται να αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα αυτού που θα ασκεί τις εργασίες διαμεσολάβησης προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

(4) Η σύμβαση διαμεσολάβησης τίθεται σε ισχύ, όσον αφορά την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης, από την ημερομηνία εγγραφής του προσώπου που θα ασκεί τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε ένα από τα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου:

Νοείται ότι, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης διαμεσολάβησης, το πρόσωπο που θα ασκεί τις εργασίες διαμεσολάβησης είναι ήδη εγγεγραμμένο σε ένα από τα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου, τότε η σύμβαση διαμεσολάβησης τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία καταχώρησης στο σχετικό Μητρώο της δήλωσης του προσώπου για λογαριασμό του οποίου θα ασκούνται οι εργασίες διαμεσολάβησης.

(5) Οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρίες και οι αλλοδαπές  ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους να υποβάλλουν στον Έφορο κατάσταση των διαμεσολαβητών οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό τους.

(6) Παράβαση των όρων της συμβάσεως από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των ασφαλισμένων.

(7) Εάν η σύμβαση διαμεσολάβησης παύσει να ισχύει από οποιαδήποτε αιτία, εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 179 του Νόμου, ο διαμεσολαβητής καθώς και το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ασκούνται οι εργασίες διαμεσολάβησης οφείλει να ανακοινώσει αμελλητί εγγράφως το γεγονός στον Έφορο και αναφέρει τους λόγους για τους οποίους έπαυσε να ισχύει η σύμβαση. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύοχιλιάδων λιρών.

Αντιπροσώπευση εταιρίας διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων

169Α.-Ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται να ενεργεί ως αντιπρόσωπος Εταιρίας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων νοουμένου ότι πληροί τις απαιτήσεις του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες Νόμου.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΤΗΡΗΣΗ ΜΗΤΡΩΩΝ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΣΚΟΥΝ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ-ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ
Μητρώα εγγραφής φυσικών και νομικών προσώπων, που ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης

170.- (1) Στην Υπηρεσία τηρούνται τα ακόλουθα Μητρώα εγγραφής προσώπων, τα οποία ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης-

(α) Προκειμένου περί φυσικών προσώπων-

(i) Μητρώο Ασφαλιστικών Πρακτόρων·

(ii) Μητρώο Μεσιτών Ασφαλίσεων·

(iii) Μητρώο Ασφαλιστικών Μεσαζόντων·

(iv) Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων·

(v) Μητρώο Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων

(β) προκειμένου περί νομικών προσώπων-

(i) Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικής Πρακτόρευσης·

(ii) Μητρώο Εταιρειών Ασφαλειομεσιτών·

(iii) Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικών Μεσαζόντων·

(iv) Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικών Συμβούλων και

(v) Μητρώο Εταιριών Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων

(γ) προκειμένου περί φυσικών προσώπων που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, καθώς και προκειμένου περί νομικών προσώπων που έχουν την καταστατική τους έδρα ή την κεντρική τους διοίκηση σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, για λόγους πληροφόρησης και μόνο των ασφαλισμένων ή των προσώπων που ενδιαφέρονται να συνάψουν ασφάλιση, Μητρώο Εταιρειών Διαμεσολάβησης υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης:

Νοείται ότι στα Μητρώα του παρόντος εδαφίου εγγράφονται οι διαμεσολαβητές αδιακρίτως του εάν ασκούν εργασίες ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

(2) Η εγγραφή στα Μητρώα των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου γίνεται κατ’ αίτηση που υποβάλλεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 175 του Νόμου. Η εγγραφή στο Μητρώο της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου γίνεται από τον Έφορο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρου 188. Με Κανονισμούς δύνανται να ορίζονται και να εξειδικεύονται τα τηρούμενα στα Μητρώα στοιχεία, ο τρόπος τήρησης των Μητρώων, ο τρόπος πρόσβασης σε αυτά και θέματα έκδοσης και αντικατάστασης πιστοποιητικών εγγραφής.

(3) Οποιοσδήποτε το επιθυμεί δύναται να πληροφορηθεί από την Υπηρεσία εάν φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι καταχωρημένα στα Μητρώα του εδαφίου (1) καθώς και, προκείμενου περί νομικού προσώπου, τα ονόματα των διευθυνόντων ή των εταίρων που είναι υπεύθυνοι για τις δραστηριότητες διαμεσολάβησης.

Κοινές προϋποθέσεις εγγραφής νομικών και φυσικών προσώπων

171- (1) Οι διαμεσολαβητές οφείλουν να διαθέτουν κατά τον χρόνο εγγραφής τους στα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου και καθ’ όλον τον χρόνο κατά τον  οποίο διενεργούν εργασίες διαμεσολάβησης ασφάλιση επαγγελματικής αστικής τους ευθύνης η οποία να καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή οποιαδήποτε ανάλογη εγγύηση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό τουλάχιστον ίσο με το ισότιμο σε Λίρες Κύπρου του ενός εκατομμυρίου Ευρώ (€1.000.000) ανά απαίτηση και του ισότιμου σε  Λίρες Κύπρου του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων Ευρώ (€1.500.000) συνολικά κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις εκτός εάν η εν λόγω ασφάλιση ή άλλη ανάλογη εγγύηση παρέχεται ήδη από ασφαλιστική ή από άλλη επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας ενεργεί ή από την οποία εξουσιοδοτείται να ενεργεί ο διαμεσολαβητής, ή εάν η εν λόγω επιχείρηση έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη για τις ενέργειες του διαμεσολαβητή.

(2) Ο Έφορος έχει εξουσία να εκδίδει Οδηγίες σχετικά με τη σύσταση ειδικού εγγυητικού κεφαλαίου και την ρύθμιση θεμάτων λειτουργίας του.

(3) Τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αναθεωρούνται αυτόματα κάθε πέντε έτη, αρχής γενομένης στις 15ης Ιανουαρίου 2008, σύμφωνα με το ποσοστό αύξησης του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή, όπως δημοσιεύεται από την Eurostat, κατά την περίοδο από 15 Ιανουαρίου 2003 μέχρι την πρώτη αναθεώρηση και στη συνέχεια κατά την περίοδο από την τελευταία αναθεώρηση μέχρι την ημερομηνία της νέας αναθεώρησης και στρογγυλοποιείται στο ισότιμο σε λίρες Κύπρου του επόμενου ακέραιου Ευρώ.

Προϋποθέσεις εγγραφής φυσικών προσώπων

172.- (1) Ο Έφορος εγγράφει σε ένα από τα Μητρώα που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, κάθε φυσικό πρόσωπο που πρoτίθεται να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης εφόσον κατά την κρίση του το πρόσωπο αυτό πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 171 του Νόμου και είναι ικανό και κατάλληλο για την άσκηση των εργασιών αυτών.

(2) Το πρόσωπο αυτό λογίζεται ικανό για την άσκηση των εργασιών αυτών εφόσον διαθέτει επαρκείς γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες, ανάλογα με τις εργασίες που προτίθεται να ασκεί, στον Κλάδο Γενικής Φύσεως ή στον Κλάδο Ζωής και διαθέτει ειδικότερα τα καθορισμένα με Κανονισμούς προσόντα.

(3) Δεν λογίζεται κατάλληλο το πρόσωπο εφόσον συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 53 του Νόμου περιπτώσεις.

(4) Δεν εγγράφεται στο Μητρώο Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων φυσικό πρόσωπο εφόσον  η ασφαλιστική επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί δεν έχει αναλάβει ρητώς και εγγράφως την ευθύνη από τις πράξεις ή παραλείψεις του.

(5) Δεν εγγράφεται στο Μητρώο Μεσιτών Ασφαλίσεων φυσικό πρόσωπο που δεν κατέχει θέση διευθυντή ή δεν είναι υπάλληλος εταιρείας ασφαλειομεσιτών.

Γενικές προϋποθέσεις εγγραφής νομικών προσώπων

173.- (1) Υπό την  επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 174 του Νόμου προκειμένου περί αλλοδαπής επιχείρησης εργασιών διαμεσολάβησης, ο Έφορος εγγράφει σε ένα από τα Μητρώα που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση,  κάθε νομικό πρόσωπο που προτίθεται να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, εφόσον κρίνει ότι θα πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 171 του Νόμου, οι προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου καθώς και οι καθοριζόμενες με Κανονισμούς ειδικότερες προϋποθέσεις:

(α) Το νομικό αυτό πρόσωπο έχει ως αποκλειστικό του σκοπό την άσκηση εργασιών είτε ασφαλιστικού πράκτορα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 165 είτε μεσίτη ασφαλίσεων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 166 είτε ασφαλιστικού μεσάζοντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 167 του Νόμου, είτε ασφαλιστικού συμβούλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 168 του Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, και των παρεμφερών προς αυτές εργασιών, αποκλειομένης της άσκησης κάθε άλλης εμπορικής δραστηριότητας. Κατ’ εξαίρεση ο Έφορος εγγράφει στο Μητρώο της υποπαραγράφου (ν) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο ασκεί δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης η οποία είναι συμπληρωματική προς την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα, όταν η ασφάλιση αποτελεί συμπλήρωμα των αγαθών ή των υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο της εν λόγω κύριας δραστηριότητάς του και η ασφαλιστική επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί έχει αναλάβει ρητώς και εγγράφως την ευθύνη από τις πράξεις ή παραλείψεις του

(β) προκειμένου περί εταιρείας εγγεγραμμένης δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου-

(i) ικανός αριθμός και κατ’ ελάχιστον δύο από τους διευθύνοντες την εταιρία καθώς και όλα τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν για λογαριασμό της εταιρίας εργασίες διαμεσολάβησης είναι εγγεγραμμένα κατά τις διατάξεις του Νόμου ως ασφαλιστικοί πράκτορες, ως μεσίτες ασφαλίσεων, ως ασφαλιστικοί μεσάζοντες ή ως ασφαλιστικοί σύμβουλοι, ανάλογα με την περίπτωση· και

(ii) οι διευθύνοντες την εταιρεία καθώς και κάθε πρόσωπο που άμεσα ή έμμεσα κατέχει ειδική συμμετοχή στην εταιρεία είναι πρόσωπα κατάλληλα, κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 53 του Νόμου, ικανά να διασφαλίσουν την υγιή και συνετή διαχείριση της εταιρίας·

(γ) προκειμένου περί ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, εγγεγραμμένης δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, ικανός αριθμός και κατ’ ελάχιστον δύο από τους εταίρους του νομικού προσώπου καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που ενεργεί εργασίες διαμεσολάβησης για λογαριασμό της, είναι εγγεγραμμένα κατά τις διατάξεις του Νόμου ως ασφαλιστικοί πράκτορες, ως ασφαλιστικοί μεσάζοντες ή ως ασφαλιστικοί σύμβουλοι, ανάλογα με την περίπτωση και επιπροσθέτως όλοι οι εταίροι είναι πρόσωπα κατάλληλα, κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 53 του Νόμου, ικανά να διασφαλίσουν την υγιή και συνετή διαχείριση του νομικού προσώπου.

(2) Ο Έφορος δεν προβαίνει στην εξέταση αιτήσεως εγγραφής στα Μητρώα που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) άρθρου 170 του Νόμου εάν το νομικό πρόσωπο δεν έχει υποβάλει εγγράφως κάθε πληροφορία που ο Έφορος έχει ζητήσει σχετικά με το ίδιο το νομικό πρόσωπο ή σχετικά με τα πρόσωπα, τα οποία έχουν οποιοδήποτε οικονομικό, ή άλλο συμφέρον σε αυτό.

Ειδικές προϋποθέσεις εγγραφής αλλοδαπής επιχείρησης εργασιών διαμεσολάβησης

174.-(1) Αλλοδαπή επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης δύναται να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στη Δημοκρατία νοουμένου ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του περί Εταιρειών Νόμου και εφόσον εγγραφεί στο οικείο Μητρώο της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου.

(2) Ο Έφορος εγγράφει την αλλοδαπή επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης η οποία επιζητεί την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης στη Δημοκρατία υπό μορφή υποκαταστήματος στο οικείο Μητρώο, εφόσον κρίνει ότι, επιπλέον των προϋποθέσεων που αναγράφονται στο άρθρο 173 του Νόμου, συντρέχουν και οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αλλοδαπή αυτή επιχείρηση είναι εξουσιοδοτημένη στην έδρα της στην άσκηση ανάλογων εργασιών διαμεσολάβησης· και

(β) διατηρεί επί συνεχούς βάσεως στη Δημοκρατία αντιπρόσωπο, ο οποίος ικανοποιεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) είναι εγγεγραμμένος κατά τις διατάξεις του Νόμου ως ασφαλιστικός πράκτορας, μεσίτης ασφαλίσεων, ασφαλιστικός σύμβουλος ή ασφαλιστικός μεσάζων, ανάλογα με την περίπτωση·

(ii) είναι εξουσιοδοτημένος να ενεργεί εκ μέρους της αλλοδαπής αυτής επιχείρησης·

(iii) διευθύνει τις εργασίες του υποκαταστήματος· και

(iv) είναι πρόσωπο άλλο από τον εγκεκριμένο ελεγκτή ή συνέταιρο ή υπάλληλο του εγκεκριμένου ελεγκτικού γραφείου του υποκαταστήματος.

Αίτηση για εγγραφή σε Μητρώο

175.- (1) Η αίτηση για εγγραφή φυσικού ή νομικού προσώπου σε ένα από τα τηρούμενα δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου Μητρώα, υποβάλλεται στον Έφορο εγγράφως, κατά τον καθορισμένο τύπο. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα κατά περίπτωση καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα και καταβάλλεται το κατά περίπτωση καθορισμένο τέλος.

(2) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε μετά την υποβολή της αιτήσεως  να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων που κρίνει αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως.

(3) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (4), η αίτηση προς εγγραφή φυσικών προσώπων σε ένα από τα οικεία Μητρώα, υποβάλλεται από τα αιτούμενα την εγγραφή τους στο αντίστοιχο Μητρώο φυσικά πρόσωπα και συνοδεύεται:

(α) Προκειμένου περί εγγραφής στο Μητρώο Ασφαλιστικών Πρακτόρων ή στο Μητρώο Ασφαλιστικών  Συμβούλων από δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης, για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί το αιτούμενο την εγγραφή του φυσικό πρόσωπο ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή,

(β) προκειμένου περί εγγραφής στο Μητρώο Ασφαλιστικών Μεσαζόντων, από δήλωση του ασφαλιστικού πράκτορα ή της εταιρείας ασφαλειομεσιτών, ανάλογα με την περίπτωση, για λογαριασμό της οποίας το αιτούμενο την εγγραφή του φυσικό πρόσωπο θα ενεργεί ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή:

Νοείται, ότι σε περίπτωση που φυσικό πρόσωπο αιτείται την εγγραφή του σε ένα από τα Μητρώα της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου βάσει των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 173 του Νόμου, η αίτηση συνοδεύεται από δήλωση του νομικού προσώπου για λογαριασμό του οποίου ενεργούν ή του οποίου είναι διευθύνοντες ή εταίροι ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή.

(4) Η αίτηση προς εγγραφή φυσικών προσώπων στο Μητρώο Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων στο Μητρώο της υποπαραγράφου (ν) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας θα ενεργούν τα φυσικά πρόσωπα και συνοδεύεται από δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης ότι:

(α)  Τα φυσικά πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η αίτηση πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 172 του Νόμου για την εγγραφή φυσικών προσώπων στα Μητρώα και

(β) αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη από τις ενέργειες των προσώπων αυτών:

Νοείται ότι η αίτηση του παρόντος εδαφίου υποβάλλεται στον Έφορο εγγράφως, κατά τον καθορισμένο τύπο και ότι με την αίτηση συνυποβάλλονται τα κατά περίπτωση καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα και καταβάλλεται το κατά περίπτωση καθορισμένο τέλος.

(5) Η αίτηση προς εγγραφή νομικού προσώπου στα οικεία Μητρώα, υποβάλλεται από τα αιτούμενα την εγγραφή τους στο αντίστοιχο Μητρώο νομικά πρόσωπα και συνοδεύεται:

(α)  Προκειμένου περί εγγραφής στο Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικής Πρακτόρευσης ή στο Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικών Συμβούλων, από δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί το αιτούμενο την εγγραφή του νομικό πρόσωπο ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή,

(β) προκειμένου περί εγγραφής στο Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικών Μεσαζόντων, από δήλωση του ασφαλιστικού πράκτορα ή της εταιρείας ασφαλιστικής πρακτόρευσης ή της εταιρείας ασφαλειομεσιτών, ανάλογα με την περίπτωση, για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί το αιτούμενο την εγγραφή του νομικό πρόσωπο ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή.

(6) Ως ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τους σκοπούς του άρθρου αυτού καθώς και των άρθρων 177 και 178 που αφορούν στην ανανέωση εγγραφής και στην απόρριψη της αιτήσεως προς εγγραφή ή ανανέωση της εγγραφής, λογίζεται η ημέρα κατά την οποία κατατέθηκε στον Έφορο έγκυρη κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) αίτηση.

(7) Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων ισχύουν και στην περίπτωση αιτήσεως που αφορά σε πρόσωπο που ήδη είναι εγγεγραμμένο σε ένα από τα Μητρώα, και επιθυμεί επέκταση της εγγραφής του, προκειμένου να εκπροσωπεί και άλλα πρόσωπα ή να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης και στον Κλάδο Γενικής Φύσεως εκτός από τον Κλάδο Ζωής, στον οποίο ήδη ασκεί εργασίες, ή αντιστρόφως.

 

Εγγραφή στο Μητρώο και έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής. Ποινικό αδίκημα

176.- (1) Ο Έφορος, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι κατά νόμο προϋποθέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, εγκρίνει την αίτηση και προβαίνει -

(α) Στην εγγραφή του αιτούντος φυσικού ή νομικού προσώπου στο οικείο Μητρώο, μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την υποβολή έγκυρης κατά τα ανωτέρω αίτησης·

(β) στην έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής, κατά τον καθορισμένο τύπο, στο οποίο αναγράφονται μεταξύ άλλων

(i)  - προκειμένου περί φυσικού προσώπου, τα προσωπικά στοιχεία και η ιδιότητα του προσώπου, στο οποίο χορηγήθηκε το πιστοποιητικό καθώς και ο αριθμός εγγραφής του·

- προκειμένου περί νομικού προσώπου, τα στοιχεία και η ιδιότητα του νομικού προσώπου, στο οποίο χορηγήθηκε το πιστοποιητικό, ο αριθμός εγγραφής του και τα στοιχεία και η ιδιότητα τουλάχιστον δύο διευθυνόντων ή εταίρων του νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνοι για τις δραστηριότητες διαμεσολάβησης,

(ii) ο κλάδος ασφάλισης, Κλάδος Γενικής Φύσεως ή/ και Κλάδος Ζωής, στον οποίο δύναται να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης

Ο Έφορος δεν προβαίνει στην έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής εάν το φυσικό πρόσωπο εγγράφεται ως διευθύνων ή εταίρος νομικού προσώπου δυνάμει των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 173 του Νόμου·

(γ) προκειμένου μόνο περί φυσικών προσώπων που εγγράφονται στα Μητρώα τον υποπαραγράφων (i) έως (iv) της παραγράφων (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου, στην έκδοση ασφαλιστικής ταυτότητας, η οποία αναγράφει τα προβλεπόμενα σε Οδηγίες στοιχεία και η  οποία συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη του γεγονότος ότι το πρόσωπο αυτό νομίμως ασκεί τις εργασίες διαμεσολάβησης που αναγράφονται στην ταυτότητά του. Κάθε φυσικό πρόσωπο που ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, πλην των συνδεδεμένων ασφαλιστικών συμβούλων, υποχρεούται να επιδεικνύει την ταυτότητα αυτή σε κάθε ενδιαφερόμενο να συνάψει ασφάλιση, πριν την κατάρτιση οποιασδήποτε πράξεως.

(2) Στο πιστοποιητικό εγγραφής ο Έφορος δύναται να διαλάβει όρους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και της ασφαλιστικής αγοράς εν γένει.

(3) Το πιστοποιητικό εγγραφής, που εκδίδεται κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή πιστοποιημένο αντίγραφό του αναρτάται από τον κάτοχο του σε περίοπτη θέση σε κάθε τόπο διεξαγωγής των εργασιών του, όπου το κοινό έχει πρόσβαση, εφόσον δε ζητηθεί από ενδιαφερόμενο πρόσωπο, επιδεικνύεται αντίγραφό του.

(4) Παράβαση των διατάξεων της τελευταίας πρότασης της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (3) συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο μεχρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

Χρονική ισχύς και ανανέωση εγγραφής στα Μητρώα

177.- (1) Η εγγραφή στα Μητρώα του άρθρου 170 έχει τριετή χρονική ισχύ, από την ημερομηνία εκδόσεως του πιστοποιητικού εγγραφής και δύναται να ανανεωθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.

(2) Για την ανανέωση της ισχύος της εγγραφής στα Μητρώα υποβάλλεται αίτηση στον Έφορο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 175 του Νόμου έναν τουλάχιστο μήνα (1) πριν από τη λήξη της ισχύος του. Με την αίτηση  συνυποβάλλονται τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα και καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος. Σε περίπτωση μη έγκαιρης κατά τα ανωτέρω υποβολής της αιτήσεως, στα τέλη ανανέωσης προστίθενται οι προβλεπόμενες σε Κανονισμούς επιβαρύνσεις.

(3) Ο Έφορος, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι κατά νόμο προϋποθέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, εγκρίνει την αίτηση και προβαίνει στην ανανέωση εγγραφής του διαμεσολαβητή.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΤΡΩΟ
Απόρριψη της αιτήσεως προς εγγραφή

178.- (1) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση για εγγραφή σε ένα από τα Μητρώα που τηρούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 173 του Νόμου εάν κρίνει ότι δεν συντρέχουν όλες οι προς εγγραφή προϋποθέσεις, που ορίζονται στα προηγούμενα άρθρα του  Μέρους αυτού.

(2) Ο Έφορος εκδίδει την απόφασή του μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την ημέρα υποβολής της αιτήσεως παραθέτοντας τους λόγους που δικαιολογούν την απόρριψή της. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος παραλείπει να εκδώσει απόφαση μέσα στην προθεσμία των τριών μηνών παρέχεται δικαίωμα προσφυγής στον Υπουργό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Νόμου.

Λόγοι διαγραφής από Μητρώο. Ποινικό αδίκημα

179.- (1) Ο Έφορος προβαίνει στη διαγραφή ενός προσώπου από τα τηρούμενα  κατά τις διατάξεις του των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 Μητρώα,

(α) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την εγγραφή ή την ανανέωση της εγγραφής, δεν πληρούνται πλέον· ή/και

(β) σε περίπτωση δήλωσης ψευδών, εσφαλμένων ή παραπλανητικών για ουσιώδες στοιχείο πληροφοριών που περιέχονται στα έγγραφα που κατατίθενται κατά τον Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή απόκρυψης τέτοιων πληροφοριών από την Υπηρεσία· ή/και

(γ) σε περίπτωση παραβίασης, σε σημαντικό βαθμό, από τον εγγεγραμμένο οποιασδήποτε από τις κατά νόμο υποχρεώσεις του· ή/και

(δ) σε περίπτωση παραβίασης οποιουδήποτε όρου που τυχόν τέθηκε για την εγγραφή· ή/και

(ε) σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης για το προβλεπόμενο στο άρθρο 213 του Νόμου ποινικό αδίκημα για έκδοση ψευδών λογαριασμών· ή/και

(στ) σε περίπτωση άσκησης των εργασιών του κατά τρόπο μη συνετό ή επαγγελματικά αντιδεοντολογικό, δυνάμενο να παραβλέψει τα συμφέροντα της ασφαλιστικής αγοράς ή του κοινού εν γένει· ή/και

(ζ) σε περίπτωση σφετερισμού ή παράνομης κατακράτησης οποιουδήποτε ποσού, το οποίο ευρίσκεται υπό την κατοχή ή τη φύλαξή του ως θεματοφύλακα· ή/και

(η) σε περίπτωση παραβίασης, σε σημαντικό βαθμό, από τον εγγεγραμμένο των όρων της σύμβασης διαμεσολάβησης, περιλαμβανομένων των όρων οικονομικής συνεργασίας με την ασφαλιστική επιχείρηση· ή/και

(θ) σε περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος ο εγγεγραμμένος ζητήσει εγγράφως τη διαγραφή του ή δεν ενεργήσει έγκαιρα προς ανανέωση της εγγραφής του ή δεν προβεί σε έναρξη των εργασιών του εντός δώδεκα μηνών από την έκδοση του πιστοποιητικού εγγραφής του.

(2) Πρόσωπο εγγεγραμμένο σε Μητρώο, που δεν προβαίνει σε έναρξη των εργασιών του εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία εκδόσεως του πιστοποιητικού εγγραφής του, έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει εγγράφως στον Έφορο το γεγονός αυτό, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την πάροδο δώδεκα (12) μηνών. Παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

(3) Η απόφαση του Εφόρου προς διαγραφή οποιουδήποτε προσώπου από το Μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένο πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και κοινοποιείται προς κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(4) Η απόφαση του Εφόρου προς διαγραφή οποιουδήποτε προσώπου από το Μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένο γνωστοποιείται στις αρμόδιες αρχές των Κρατών Μελών στα οποία το διαγραφόμενο πρόσωπο παρείχε υπηρεσίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης.

Παραστάσεις κατά της διαγραφής και δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Υπουργού

180.- (1) Πριν προβεί στην έκδοση της απόφασης του προς διαγραφή, ο Έφορος οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την πρόθεση του προς τούτο σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο και να παραθέσει τους λόγους, που κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο δικαιολογούν την πρόθεση του και να επισημάνει τα δικαιώματα που παρέχονται στο πρόσωπο αυτό δυνάμει του επόμενου εδαφίου. Ο Έφορος εν τούτοις δύναται, σε δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις και προς προστασία των ασφαλισμένων, να διατάξει με την κοινοποίηση αυτή, την άμεση αναστολή εργασιών του προσώπου αυτού, μέχρι πέρατος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 43 του Νόμου διαδικασίας:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν ισχύουν σε περίπτωση κατά την οποία η διαγραφή ενεργείται κατ’ αίτηση του ίδιου του εγγεγραμμένου ή λόγω μη έγκαιρης ανανέωσης της εγγραφής του ή σε περίπτωση που δεν υφίσταται πλέον καμία σύμβαση διαμεσολάβησης εν ισχύ.

(2) Το πρόσωπο προς το οποίο κοινοποιήθηκε έγγραφο κατά τα ανωτέρω, έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από τη κοινοποίηση του εγγράφου, να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί, προφορικές παραστάσεις προς τον Έφορο, εφόσον όμως του κοινοποιήθηκε συγχρόνως και απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών του, οφείλει να συμμορφωθεί αμέσως προς την απόφαση αυτή.

(3) Ο Έφορος οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς διαγραφή.

(4) Η απόφαση του Εφόρου προς διαγραφή δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Νόμου στην περίπτωση που αφορά διαγραφή δυνάμει της παραγράφου (γ), (δ) ή (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 179 του Νόμου. Το δικαίωμα προς προσβολή των αποφάσεων του Εφόρου ενώπιον του Υπουργού επισημαίνεται από τον Έφορο κατά την κοινοποίηση των πιο πάνω αποφάσεων.

Επιστροφή πιστοποιητικού εγγραφής. Ποινικό αδίκημα.

181.- (1)  Tο πρόσωπο που διαγράφεται από τα Μητρώα του άρθρου 170, οφείλει να επιστρέψει το πιστοποιητικό εγγραφής του ή οποιοδήποτε πιστοποιημένο αντίγραφο του καθώς και, προκειμένου περί φυσικού προσώπου, την ασφαλιστική του ταυτότητα, το βραδύτερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από:

(α) Την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Υπουργού ή την κοινοποίηση της απόφασης του Υπουργού η οποία επικυρώνει την απόφαση του Εφόρου, στην περίπτωση της παραγράφου (γ), (δ) ή (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 179 του Νόμου, ή

(β) την κοινοποίηση προς αυτόν της απόφασης του Εφόρου προς διαγραφή του, στις υπόλοιπες περιπτώσεις του εδαφίου (1) του άρθρου 179 του Νόμου.

(2) Παράβαση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

(3) Κάθε πρόσωπο, για λογαριασμό του οποίου ενεργούσε ο διαγραφόμενος, οφείλει όπως, μόλις του κοινοποιηθεί η οριστική κατά τα ανωτέρω απόφαση διαγραφής, προβεί στην άμεση λύση της συμβάσεως διαμεσολάβησης που είχε συνάψει με τον διαγραφόμενο.

(4) Ο Έφορος, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, δύναται να δημοσιεύσει την οριστική απόφαση διαγραφής σε δύο ή περισσότερες ημερήσιες εγχώριες εφημερίδες, ή να την δημοσιοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο κρίνει κατάλληλο για την προστασία της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και των ασφαλισμένων ή των προσώπων που επιθυμούν να συνάψουν ασφάλιση.

Πληροφορίες που παρέχει ο διαμεσολαβητής κατά την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης

182.- (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 133 του Νόμου, πριν από τη σύναψη της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, κατά την τροποποίηση ή την ανανέωσή της, ο διαμεσολαβητής παρέχει στο πρόσωπο που επιθυμεί να συνάψει ασφάλιση ή κατά περίπτωση στον ασφαλισμένο πληροφορίες αναφορικά με το πρόσωπό του, το Μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος και, σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής είναι νομικό πρόσωπο, τυχόν μετοχική σχέση του με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Ο διαμεσολαβητής παρέχει ακόμη στο πρόσωπο που επιθυμεί να συνάψει ασφάλιση ή κατά περίπτωση στον ασφαλισμένο πληροφορίες αναφορικά με το δικαίωμα καταγγελίας κατά του διαμεσολαβητή καθώς και πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο (αμερόληπτο ή μη) παροχής των υπηρεσιών από τον διαμεσολαβητή και  κοινοποιεί στο πρόσωπο αυτό τους λόγους στους οποίους βασίζει τις συμβουλές που δίδει.

(2) Με Κανονισμούς  δύνανται να εξειδικεύονται και να ορίζονται περαιτέρω στοιχεία που οφείλουν να γνωστοποιούν οι διαμεσολαβητές προς τα πρόσωπα που επιθυμούν να καταρτίσουν ασφάλιση ή προς τους ασφαλισμένους καθώς και η μορφή και ο τρόπος γνωστοποίησης των στοιχείων αυτών.

(3) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο δεν χρειάζεται να παρέχονται όταν η διαμεσολάβηση αφορά στην ασφάλιση μεγάλων κινδύνων, ή στην περίπτωση που αντικείμενο της διαμεσολάβησης είναι η αντασφάλιση κινδύνων.

(4) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών

Εξώδικη επίλυση διαφορών

182Α.- Με Κανονισμούς δύναται να προβλέπεται διαδικασία εξώδικης επίλυσης των διαφορών μεταξύ των διαμεσολαβητών και των ασφαλισμένων ή των προσώπων που επιθυμούν να συνάψουν ασφάλιση.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Ανακοίνωση μεταβολής στα καθορισμένα στοιχεία. Ποινικό αδίκημα.

183.- Κάθε πρόσωπο, το οποίο ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης δυνάμει των διατάξεων του Μέρους αυτού οφείλει όπως ανακοινώνει στον Έφορο, το βραδύτερο εντός δεκαπέντε ημερών, κάθε μεταβολή που επέρχεται σε πληροφορίες και στοιχεία, που περιέχονται στα έγγραφα που κατατίθενται κατά τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών.

Υποβολή καταστάσεων από εταιρεία ασφαλειομεσιτών

184.- (1) Οι εταιρείες ασφαλειομεσιτών οφείλουν εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη του οικονομικού τους έτους να υποβάλλουν στην Υπηρεσία αντίγραφο κάθε ελεγμένης οικονομικής κατάστασης, που καταρτίζεται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου.

(2) Μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε έτους, αρχίζοντας από την πρώτη Ιανουαρίου του αμέσως επόμενου έτους από την εγγραφή της, κάθε εταιρεία ασφαλειομεσιτών οφείλει να υποβάλλει στον Έφορο, κατά τον καθορισμένο τύπο, κατάσταση σχετικά με την κατανομή των εργασιών της στις διάφορες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατά το λήξαν έτος.

Απόδοση ασφαλίστρων

185.- (1) Τα πρόσωπα τα οποία ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης ευθύνονται ως θεματοφύλακες για κάθε ασφάλιστρο ή άλλο ποσό που εισπράττουν κατά την άσκηση των εργασιών τους και οφείλουν να το αποδώσουν στο δικαιούχο μέσα στον καθορισμένο προς τούτο χρόνο. Με Κανονισμούς δύνανται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των διαμεσολαβητών που δικαιούνται να εισπράττουν χρήματα για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(2) Οι διαμεσολαβητές οι οποίοι εισπράττουν ασφάλιστρα προκειμένου να το αποδώσουν σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οφείλουν να τηρούν αυστηρά διαχωρισμένο τραπεζικό λογαριασμό πελατών. Εφόσον στον ίδιο λογαριασμό τηρούνται ασφάλιστρα περισσοτέρων ασφαλισμένων, ο διαμεσολαβητής οφείλει να προσδιορίζει επακριβώς στα βιβλία του για λογαριασμό ποίου ασφαλισμένου κατέχει κάθε ποσό:

Νοείται ότι σε περίπτωση πτωχεύσεως του διαμεσολαβητή οι λογαριασμοί πελατών διαχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία και δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση άλλων πιστωτών των διαμεσολαβητών.

(3) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (4) σε περίπτωση κατά την οποία διαμεσολαβητές εισπράττουν ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα ασφάλιστρα λογίζονται έναντι του ασφαλισμένου ότι έχουν καταβληθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση με την είσπραξή τους από τον διαμεσολαβητή ενώ σε περίπτωση κατά την οποία διαμεσολαβητές εισπράττουν χρήματα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλισμένους, τα χρήματα δεν λογίζονται ως καταβληθέντα στον ασφαλισμένο παρά μόνο αφού ο ασφαλισμένος τα εισπράξει πραγματικά.

(4) Η σύμβαση διαμεσολάβησης δύναται να προβλέπει ότι δεν εφαρμόζεται το εδάφιο (3) στις συναλλαγές του διαμεσολαβητή με τους ασφαλισμένους. Τούτο γνωστοποιείται ειδικώς και εγγράφως στον Έφορο από την ασφαλιστική επιχείρηση:

Νοείται ότι ο διαμεσολαβητής οφείλει να δηλώσει τούτο στον ενδιαφερόμενο να συνάψει ασφάλιση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 182 του Νόμου.

Σύσταση υποκαταστήματος ή άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης σε τρίτη χώρα

186.- (1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 187, νομικά πρόσωπα, τα οποία ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης εντός της Δημοκρατίας, δύναται να ιδρύουν υποκατάστημα, αντιπροσωπεία, γραφείο ή θυγατρική εταιρεία και εν γένει να αναλαμβάνουν και να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης σχετικά με κινδύνους και υποχρεώσεις σε τρίτη χώρα, μόνον εφόσον έχουν διασφαλίσει την προηγούμενη έγκριση του Εφόρου.

(2) Ο Έφορος χορηγεί την έγκριση αυτή μόνον εάν κρίνει ότι οι εργασίες που θα αναληφθούν σε τρίτη χώρα θα διευθύνονται από πρόσωπο το οποίο κατέχει το ανάλογο, κατά περίπτωση, πιστοποιητικό εγγραφής. Η άρνηση του Εφόρου προς έγκριση δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Νόμου.

Ελευθερία παροχής υπηρεσιών και εγκατάστασης σε Κράτη Μέλη της ΕΕ

187.- (1) Οι διαμεσολαβητές, από της εγγραφής τους στο αντίστοιχο Μητρώο των παραγράφων (α)  και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου, δύνανται να αναλαμβάνουν και να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης κατόπιν σχετικής γνωστοποίησης προς τον Έφορο.

(2) Ο Έφορος διαβιβάζει εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της την γνωστοποίηση προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον η αρμόδια αρχή επιθυμεί παρόμοια γνωστοποίηση, και ενημερώνει σχετικά τον διαμεσολαβητή.

(3) Ο διαμεσολαβητής δύναται να αναλάβει και να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης ένα (1) μήνα μετά την ημερομηνία ενημέρωσής του από τον Έφορο σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.

Ελευθερία παροχής υπηρεσιών και εγκατάστασης στη Δημοκρατία

188.- (1) Οι ασκούντες εργασίες διαμεσολάβησης σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κατόπιν εγγραφής τους σε μητρώο της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, αντίστοιχες κατά την εθνική νομοθεσία με εκείνες του άρθρου 3 της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, δύναται να αναλάβουν και να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία εφόσον ο Έφορος έχει ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για την πρόθεση του αιτούμενου να αναλάβει και να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία και για τον τρόπο ανάληψης των εργασιών διαμεσολάβησης και εφόσον έχει παρέλθει ένας (1) μήνας από την σχετική ενημέρωση.

(2) Ο Έφορος, για λόγους πληροφόρησης των ενδιαφερομένων να συνάψουν ασφάλιση, εγγράφει τον αιτούμενο να αναλάβει και να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία στο Μητρώο Διαμεσολαβητών υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης  εγκατάστασης σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου.

Ποινικό αδίκημα για ανάθεση εργασιών σε πρόσωπα που δεν είναι εγγραμμένα στα Μητρώα

189.- (1) Ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία εν γνώσει χρησιμοποιεί για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης, πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο του άρθρου 170 του Νόμου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων λιρών.

(2) Το αυτό ποινικό αδίκημα διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας, η εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης, η εταιρεία ασφαλειομεσιτών, η εταιρεία μεσαζόντων ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων ή εν γένει διαμεσολαβητής που εν γνώσει χρησιμοποιεί για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο του.

Ποινικό αδίκημα για τη συνέχιση εργασιών πρακτόρευσης μετά τον τερματισμό της σύμβασης πρακτόρευσης

190.- Ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος συνεχίζει να συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης παρά τον τερματισμό της σύμβασης πρακτόρευσης με την επιχείρηση αυτή, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών ή με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Αντιποίηση έργου διαμεσολαβητή

191.- Πρόσωπο, το οποίο, χωρίς να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 164Α του Νόμου ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης χωρίς να είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο Μητρώο ή μετά τη διαγραφή του από το οικείο Μητρώο και πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται ή οπωσδήποτε εμφανίζει ή διαφημίζει τον εαυτό του ψευδώς ως εγγεγραμμένο σε ένα από τα προβλεπόμενα Μητρώα του άρθρου 170 του παρόντα Νόμου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή  με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Ψευδείς δηλώσεις διαμεσολαβητή

192.- (1) Διαμεσολαβητής εγγεγραμμένος σε ένα από τα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου, ο οποίος κατά την άσκηση των εργασιών του προβαίνει εν γνώσει σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή εν γνώσει αποκρύπτει, ο,τιδήποτε ουσιώδες, με σκοπό να πείσει ή παρακινήσει άλλο στη σύναψη ή πρόταση προς σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές. Σε περίπτωση εν τούτοις κατά την οποία ο ασφαλισμένος έχει δηλώσει εγγράφως πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, ότι μελέτησε και κατανόησε πλήρως όλες τις πληροφορίες που του γνωστοποιήθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 133 του Νόμου, το γεγονός συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι δε διαπράχθηκε το αδίκημα αυτό.

(2) Σε περίπτωση συνάψεως ασφαλιστικής συμβάσεως, υπό τις προβλεπόμενες στο προηγούμενο εδάφιο περιστάσεις, ο ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα

(α) Να ζητήσει ακύρωση της συμβάσεως και επανόρθωση της ζημιάς την οποία υπέστη, κατά τις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου· ή

(β) να εμμείνει στην εκπλήρωση της συμβάσεως και να απαιτήσει αναπροσαρμογή εκείνων των όρων της συμβάσεως οι οποίοι επηρεάστηκαν από τη δήλωση ή την απόκρυψη, που στοιχειοθετεί το κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου τελούμενο ποινικό αδίκημα.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο διαμεσολαβητής που αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι εγγεγραμμένος στο τηρούμενο κατά τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου Μητρώο ο Έφορος δύναται επιπροσθέτως να  απαγορεύσει την περαιτέρω άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης εντός της Δημοκρατίας από τον διαμεσολαβητή εφαρμοζομένου αναλόγως του άρθρου 180 και να διατάξει την διαγραφή του από το Μητρώο:

Νοείται ότι ο Έφορος ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του διαμεσολαβητή για το διαπραχθέν αδίκημα και τις κυρώσεις ή τα μέτρα που έλαβε.

Διοικητικές κυρώσεις

192Α.- (1) Ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ευθύνη, λαμβάνοντας υπόψη την σοβαρότητα της παράβασης, ο Έφορος επιβάλλει σε οποιονδήποτε παραβιάζει τις διατάξεις του Μέρους ΧΙΙ του Νόμου, ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε Λίρες Κύπρου των τριάντα χιλιάδων Ευρώ (€30.000).

ΜΕΡΟΣ XIII ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ - ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΡΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ, ΕΙΣΟΔΟ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΕΦΟΡΟΥ
Χρηματοοικονομική εποπτεία των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών και των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων

193.—(1) Στον Έφορο ανατίθεται η χρηματοοικονομική εποπτεία των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών για τις εργασίες, τις οποίες αυτές ασκούν εντός και εκτός της Δημοκρατίας, καθώς και η χρηματοοικονομική εποπτεία των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες κατέχουν άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Η χρηματοοικονομική εποπτεία, που ασκείται κατά τα ανωτέρω, διαλαμβάνει τη διακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων των εταιρειών και επιχειρήσεων αυτών, της κατάστασης της φερεγγυότητάς τους, του σχηματισμού τεχνικών και μαθηματικών αποθεμάτων και της κάλυψής τους με αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία οι ασφαλιστικές αυτές εταιρείες ή επιχειρήσεις κατέχουν άδεια ασκήσεως εργασιών στον κλάδο βοήθειας, η εποπτεία επεκτείνεται και στον έλεγχο του προσωπικού και υλικού που έχουν άμεσα και έμμεσα στη διάθεσή τους καθώς και στον έλεγχο των προσόντων του ιατρικού προσωπικού και της ποιότητας του εξοπλισμού που διαθέτουν, προκειμένου να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την άσκηση εργασιών στον κλάδο αυτό.

(4) Ο Έφορος, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας δυνάμει του παρόντος Νόμου—

(α) Ελέγχει, όποτε και όπως το κρίνει σκόπιμο, κατά πόσο οι ασφαλιστικές εταιρείες ή επιχειρήσεις που υπόκεινται στην εποπτεία του διαθέτουν σωστή διοικητική και λογιστική οργάνωση, καθώς και κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου·

(β) ελέγχει τους ετήσιους και άλλους λογαριασμούς, έγγραφα και στατιστικά στοιχεία που κατά νόμο του υποβάλλονται, προς εξακρίβωση της οικονομικής τους κατάστασης και της φερεγγυότητάς τους·

(γ) συλλέγει πληροφορίες, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 196 του παρόντος Νόμου, απαραίτητες για την άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων του ιδιαίτερα δε τις πληροφορίες εκείνες, που αφορούν σε στοιχεία τα οποία κατά νόμο θα δικαιολογήσουν απόρριψη της αιτήσεως προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή ανάκλησή της·

(δ) διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 198 του παρόντος Νόμου, απαραίτητους για την άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων του· και

(ε) επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 196, 199 και 201 του παρόντος Νόμου, και προβαίνει στη λήψη κάθε άλλου μέτρου αναγκαίου προκειμένου—

(i) να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία, ή σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, που ισχύουν σε άλλα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ασκεί εργασίες· και

(ii) να αποφευχθεί ή εξαλειφθεί κάθε ανωμαλία που τυχόν θα έθιγε τα συμφέροντα των ασφαλισμένων·

(στ) δύναται να εκδίδει Οδηγίες σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων.

(5) Οι διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (4) εφαρμόζονται και στις κυπριακές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για τις εργασίες, τις οποίες αυτές ασκούν εντός και εκτός  της Δημοκρατίας, καθώς και στις αλλοδαπές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες κατέχουν άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(6) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των εποπτικών του καθηκόντων, δεν απορρίπτει σύμβαση αντασφάλισης μεταξύ της εποπτευόμενης κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, και αντασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων άλλου Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. ή ασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων άλλου Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., για λόγους άμεσα συνδεόμενους με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(7) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των εποπτικών του καθηκόντων, δεν απορρίπτει σύμβαση αντεκχώρησης μεταξύ της εποπτευόμενης κυπριακής αντασφαλιστικής επιχείρησης ή αλλοδαπής αντασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, και άλλης αντασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων άλλου Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. ή ασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων άλλου Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., για λόγους άμεσα συνδεόμενους με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Επίσπευση κατάθεσης ορισμένων εγγράφων

194. Ο Έφορος έχει εξουσία να απαιτήσει την επίσπευσητης κατάθεσης:

(α) των προβλεπομένων στο άρθρο 90  εγγράφων,  κατά τρεις το πολύ μήνες πριν από την προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό προθεσμία, νοουμένου ότι θα παρασχεθεί στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, χρόνος ενός τουλάχιστο μηνός ή δύο το πολύ μηνών προς κατάθεση των εγγράφων και

(β) των προβλεπομένων στο άρθρο 92  εγγράφων κατά τρεις το πολύ μήνες πριν από την προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό προθεσμία, νοουμένου ότι θα παρασχεθεί στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση χρόνος ενός τουλάχιστο μηνός προς κατάθεση των εγγράφων:

Νοείται ότι, ο Έφορος δύναται να απαιτήσει όπως τα αναφερόμενα στην παράγραφο (β) έγγραφα ελέγχονται από εγκεκριμένο ελεγκτή κατά τον καθορισμένο με Κανονισμούς τρόπο.

Εποπτεία της ασκήσεως εργασιών διαμεσολάβησης

195.—(1) Στον Έφορο ανατίθεται και η εποπτεία της ασκήσεως εργασιών διαμεσολάβησης και των διαμεσολαβητών που ασκούν τις εργασίες αυτές, κατά τα οριζόμενα στο Μέρος XII του Νόμου.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου 193 του παρόντος Νόμου, σε ότι αφορά τις εξουσίες του Εφόρου κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και στην προκειμένη περίπτωση.

Έκταση συμπληρωματικής εποπτείας και εξαιρέσεις

195Α.-(1) Κατά τη συμπληρωματική εποπτεία των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 5, ο Έφορος λαμβάνει υπόψη -

(α) Τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων·

(β) τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην ασφαλιστική επιχείρηση· και

(γ) τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως αυτές ορίζονται στον παρόντα Νόμο.

(2) Κατά τη συμπληρωματική εποπτεία των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 5, ο Έφορος -

(α) Δεν είναι υποχρεωμένος να εποπτεύει ατομικώς την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας·

(β) δύναται να μην λάβει υπόψη του επιχείρηση με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα όπου υφίστανται νομικά εμπόδια  για τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών, με την επιφύλαξη της παραγράφου Ζ του Μέρους Β, του Έβδομου Παραρτήματος και της Παραγράφου Γ.(1) του Όγδοου Παραρτήματος· και

(γ) δύναται κατά περίπτωση να μην λάβει υπόψη του μία επιχείρηση εάν-

(i) η συγκεκριμένη επιχείρηση είναι αμελητέας σημασίας σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων· ή

(ii) η εποπτεία της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης αυτής αντενδείκνυται ή μπορεί να είναι παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Αντικείμενο συμπληρωματικής εποπτείας

195Β.-(1) Ο Έφορος ασκεί γενική εποπτεία των πράξεων μεταξύ -

(α) Κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας και -

(i) συνδεδεμένης επιχείρησης της εν λόγω κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας·

(ii) συμμετέχουσας επιχείρησης της εν λόγω κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας·

(iii) συνδεδεμένης επιχείρησης μιας συμμετέχουσας επιχείρησης της εν λόγω κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας· και

(β) κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας και φυσικού προσώπου που διαθέτει συμμετοχή-

(i) στην εν λόγω κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή σε μια από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της·

(ii)  σε συμμετέχουσα επιχείρηση της εν λόγω κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας·

(iii) σε συνδεδεμένη επιχείρηση συμμετέχουσας επιχείρησης της εν λόγω κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας.

(2) Οι πράξεις που υπόκεινται στην εποπτεία του Εφόρου αφορούν ειδικότερα δάνεια, εγγυήσεις και πράξεις εκτός ισολογισμού, στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας, επενδύσεις, αντασφαλίσεις και συμφωνίες περί κατανομής εξόδων.

(3) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να διαθέτει κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που ελέγχονται από τον Έφορο, συμπεριλαμβανομένων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής για την  παραγωγή  στοιχείων και πληροφοριών σχετικών με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας και του εν γένει εντοπισμού, υπολογισμού, παρακολούθησης και ελέγχου των συναλλαγών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

(4) Ο Έφορος δύναται να εκδίδει Οδηγίες αναφορικά με την ερμηνεία του όρου “σημαντικές συναλλαγές” σε σχέση με τα όσα προβλέπονται στο εδάφιο (2), και κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να γνωστοποιεί, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, στον Έφορο τις σημαντικές συναλλαγές της:

Νοείται ότι, εάν από τις πληροφορίες αυτές προκύπτουν ενδείξεις υπονόμευσης ή ενδεχόμενης υπονόμευσης της φερεγγυότητας της εταιρείας, ο Έφορος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα έναντι της εταιρείας αυτής.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΡΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ, ΕΙΣΟΔΟ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ
Εξουσία του Εφόρου προς συλλογή πληροφοριών. Επιβολή Διοικητικού Προστίμου

196.—(1) Ο Έφορος έχει εξουσία να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες για την άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων του και να απευθύνει σχετικό γραπτό αίτημα, σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του, καθώς και σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ευλόγως εικάζεται ότι είναι σε θέση να δώσει τις πληροφορίες.

(2) Στο γραπτό αίτημα του Εφόρου καθορίζονται οι θεμελιούσες το αίτημα διατάξεις του παρόντος Νόμου, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής των πληροφοριών.

Νοείται ότι,  οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο(1)  και στο παρόν εδάφιο,  περιλαμβάνουν οποιουσδήποτε λογαριασμούς,  εκθέσεις ή καταστάσεις της ασφαλιστικήςεταιρείας ή επιχείρησης:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Έφορος δύναται να απαιτήσει όπως τα έγγραφα που αναφέρονται στην ανωτέρω επιφύλαξη ελέγχονται από εγκεκριμένο ελεγκτή κατά τον καθορισμένομε Κανονισμούς τρόπο.

(3) Το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα του Εφόρου έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και επακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών, εκτός εάν με την παροχή της πληροφορίας θίγεται οποιοδήποτε επαγγελματικό, τραπεζικό ή άλλο κατά νόμο προστατευόμενο απόρρητο.

(4) Σε περίπτωση παραλείψεως παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην τακτή προθεσμία, επιβάλλεται από τον Έφορο στον υπαίτιο της παράλειψης, διοικητικό πρόστιμο εκατό λιρών, για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης. Το διοικητικό αυτό πρόστιμο επιβάλλεται και σε περίπτωση κατά την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο υποκείμενο στην εποπτεία και τον έλεγχο του Εφόρου, παραλείπει να καταθέσει στον Έφορο, μέσα στην τακτή από το Νόμο προθεσμία, λογαριασμούς, εκθέσεις, καταστάσεις, βιβλία ή έγγραφα, των οποίων η κατάθεση προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, ως παράλειψη παροχής πληροφοριών ή κατάθεσης λογαριασμών και άλλων κατά τα ανωτέρω εγγράφων, λογίζεται και η παροχή πληροφοριών ή η κατάθεση λογαριασμών ή άλλων εγγράφων, έκδηλα πλημμελών, εσφαλμένων ή ανακριβών.

(5) Αντί τούτου, και ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ή πειθαρχική ευθύνη του υπαιτίου, σε περίπτωση παράλειψης παροχής των πληροφοριών μέσα στην τακτή προθεσμία ή σε περίπτωση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, ο Έφορος έχει εξουσία, αφού προηγουμένως καλέσει τον υπαίτιο σε απολογία, να επιβάλλει εις αυτόν, με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, τις προβλεπόμενες στο άρθρο 201 του παρόντος Νόμου, διοικητικές κυρώσεις.

(6) Οι πληροφορίες που παρέχονται στον Έφορο, κατά την άσκηση της εξουσίας του αυτής είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.

(7) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού «η υποχρέωση προς παροχή πληροφοριών» περιλαμβάνει και την υποχρέωση προς προσκόμιση και κατάθεση κάθε είδους γραπτών στοιχείων και τη διάθεση πληροφοριών εναποθηκευμένων εις ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

(8) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί όπως οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας.

(9) Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις κατά τη συλλογή πληροφοριών για τις ανάγκες της συμπληρωματικής εποπτείας και την επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών αυτών, ο Έφορος δύναται, προκειμένου να επαληθεύσει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με ασφαλιστική επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, η οποία είναι συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, θυγατρική επιχείρηση, μητρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση μιας μητρικής επιχείρησης κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας που υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο, να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού.

(10) Ο  Έφορος, όταν λαμβάνει αντίστοιχη αίτηση των αρμοδίων αρχών άλλου κράτους μέλους, οφείλει είτε να διενεργήσει ο ίδιος τον σχετικό έλεγχο, είτε να επιτρέψει στις αιτούσες αρχές να διενεργήσουν αυτές τον έλεγχο, είτε να επιτρέψει την άσκησή του από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργείται από τον Έφορο ή από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές του άλλου κράτους μέλους που έχουν υποβάλει το αίτημα μπορούν να συμμετάσχουν στον εν λόγω έλεγχο.

(11) Οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία και οι συνδεδεμένες ή συμμετέχουσες επιχειρήσεις τους  δύνανται να ανταλλάσσουν μεταξύ τους κάθε πληροφορία χρήσιμη για τους σκοπούς της συμπληρωματικής εποπτείας, όπως αυτή προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.

Αποκάλυψη πληροφοριών από ελεγκτές ασφαλιστικών επιχειρήσεων

197.—(1) Οι ελεγκτές, οι οποίοι διενεργούν δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου και του παρόντος Νόμου, έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή στα πλαίσια των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν άμεσα στον Έφορο αναφορικά με την ασφαλιστική επιχείρηση που ελέγχουν, κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση της αποστολής τους, εφόσον η απόφαση αυτή ή το γεγονός είναι δυνατό—

(α) Να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που καθορίζουν τις προϋποθέσεις λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση δραστηριότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων

(β) να επηρεάσει τη συνεχή λειτουργία της ασφαλιστικής επιχείρησης·

(γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.

(2) Οι ελεγκτές έχουν επίσης την ίδια υποχρέωση σε ότι αφορά τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στα πλαίσια μιας αποστολής, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1) πιο πάνω, η οποία πραγματοποιείται σε μια εταιρεία που έχει στενούς δεσμούς που πηγάζουν από δεσμό ελέγχου με την ασφαλιστική επιχείρηση στην οποία τα πρόσωπα αυτά εκτελούν την προαναφερόμενη αποστολή.

(3) Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στον Έφορο γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια (1) και (2) από τους ελεγκτές ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού γνωστοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται από σύμβαση ή νομοθετική ή κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δε συνεπάγεται οποιαδήποτε ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

Εξουσία του Εφόρου προς είσοδο και έρευνα

198. (1) Ο Έφορος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους απαραίτητους για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του και τη διερεύνηση ενδεχόμενης παραβίασης των δυνάμει του παρόντος Νόμου υποχρεώσεων, και προς τούτο—

(α) Να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα καθώς και στοιχεία εναποθηκευμένα εις ηλεκτρονικούς υπολογιστές κάθε προσώπου που ευλόγως εικάζεται πως κατέχει στοιχεία δυνάμενα να βοηθήσουν τον Έφορο στην έρευνά του·

(β) να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα των πιο πάνω· και

(γ) να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους.

(2) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 5, ο Έφορος έχει την εξουσία να ζητεί από κάθε πρόσωπο οποιαδήποτε σχετική πληροφορία:

Νοείται ότι, ο Έφορος έχει εξουσία να απευθύνεται απευθείας στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 195Α μόνον όταν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν δίδει τις πληροφορίες που της ζητούνται.

Διαδικασία εισόδου και έρευνας. Επιβολή διοικητικού προστίμου

199.—(1) Οι κατά το προηγούμενο άρθρο επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται από τον Έφορο είτε ύστερα από προειδοποίηση είτε, σε επείγουσες και ειδικά αιτιολογημένες περιπτώσεις, χωρίς την προηγούμενη ειδοποίηση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η εντολή.

(2) Η εντολή του Εφόρου είναι γραπτή και καθορίζει το σκοπό του επιτόπιου ελέγχου, ορίζει την ημερομηνία έναρξης του ελέγχου, τη διάταξη πάνω στην οποία στηρίζεται η εξουσία αυτή του Εφόρου και τις ενδεχόμενες κυρώσεις, σε περίπτωση άρνησης του προσώπου, προς το οποίο απευθύνεται η εντολή, να συμμορφωθεί προς την εντολή.

(3) Το πρόσωπο, στο οποίο διενεργείται ο έλεγχος, δύναται να συμβουλευθεί το συνήγορο του κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η παρουσία όμως αυτού δε συνιστά νομική προϋπόθεση για το έγκυρο του ελέγχου.

(4) Δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή ελέγχου σε κατοικία για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, εκτός κατόπιν δικαστικού εντάλματος.

(5) Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς εντολή του Εφόρου κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού για διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, επιβάλλεται από τον Έφορο διοικητικό πρόστιμο εκατό λιρών για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη προς συμμόρφωση.

(6) Αντί τούτου, και ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ή πειθαρχική ευθύνη του υπαιτίου, σε περίπτωση αρνήσεώς του να συμμορφωθεί προς εντολή του Εφόρου για επιτόπιο έλεγχο ή σε περίπτωση που αυτός επιδεικνύει ελλιπή τα αιτηθέντα αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα έγγραφα ή στοιχεία, ο Έφορος έχει εξουσία, αφού προηγουμένως καλέσει τον υπαίτιο σε απολογία, να επιβάλει εις αυτόν, με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, τις προβλεπόμενες στο άρθρο 201 του παρόντος Νόμου διοικητικές κυρώσεις.

(7) Οι πληροφορίες που αποκτά ο Έφορος κατά την άσκηση της εξουσίας του αυτής είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο διενεργείται ο έλεγχος.

Ενέργειες του Εφόρου σε περίπτωση παραβάσεων

200. Σε περίπτωση που ο Έφορος, κατά την άσκηση της εξουσίας του προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο ή έρευνα ή από στοιχεία που άλλωσπως τίθενται ενώπιον του, διαπιστώσει το ενδεχόμενο παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, ο Έφορος ενεργεί ως ακολούθως:

(α) Συντάσσει το πόρισμά του και το υποβάλλει, μαζί με τα στοιχεία που κατέχει, στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος αποφασίζει, από τα τεθέντα ενώπιον του στοιχεία, κατά πόσο συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης και δικαιολογείται ποινική δίωξη του υπαιτίου·

(β) επιλαμβάνεται ο ίδιος της υπόθεσης και αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 201 του παρόντος Νόμου ή η επιβολή άλλων διοικητικών κυρώσεων, που τυχόν προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς· και

(γ) αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται η ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών και η υποβολή αιτήσεως στο Δικαστήριο προς αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά τα οριζόμενα στο Μέρος XI του παρόντος Νόμου.

Διοικητικό πρόστιμο

201.—(1) Εκτός εάν προβλέπεται η επιβολή διοικητικού προστίμου από οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, ο Έφορος έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρις πενήντα χιλιάδων και σε περίπτωση υποτροπής ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων λιρών, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί ότι νομικό πρόσωπο υποκείμενο στις διατάξεις του παρόντος Νόμου παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), σε περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε αθέμιτο όφελος από την παράβαση αυτή, ο Έφορος έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλάσιου του οφέλους, που ο υπαίτιος αθεμίτως προσπορίστηκε από την παράβαση.

Κλήση σε απολογία και παραστάσεις

202.—(1) Πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 201, ο Έφορος οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την πρόθεσή του προς διερεύνηση της παράβασης σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, να παραθέσει τους λόγους που δικαιολογούν την πρόθεσή του προς διερεύνηση και επιβολή διοικητικού προστίμου και να επισημάνει τα δικαιώματα που τους παρέχονται δυνάμει του εδαφίου (2).

(2) Το πρόσωπο προς το οποίο κοινοποιήθηκε έγγραφο κατά τα ανωτέρω, έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από της κοινοποιήσεως του εγγράφου, να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί , προφορικές παραστάσεις προς τον Έφορο.

(3) Ο Έφορος οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς επιβολή διοικητικού προστίμου και καθορίσει το ύψος του οφειλόμενου ποσού.

(4) Οι αποφάσεις του Εφόρου προς επιβολή διοικητικού προστίμου οφείλουν να είναι δεόντως αιτιολογημένες και κοινοποιούνται εγγράφως προς κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(5) Οι αποφάσεις του Εφόρου προς επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δύνανται να προσβληθούν ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

Είσπραξη διοικητικού προστίμου

203.—(1) Το διοικητικό πρόστιμο, που επιβάλλεται από τον Έφορο κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, περιέρχεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(2) Σε περίπτωση παραλείψεως πληρωμής του, όταν η απόφαση προς επιβολή του καταστεί οριστική, είτε λόγω παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας προς προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, είτε λόγω επικυρώσεως της αποφάσεως του Εφόρου από τον Υπουργό, ο Έφορος λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξη τον και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατ' αποφάσεων του Εφόρου και του Υπουργού

204. Τηρουμένων των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται—

(α) Κάθε απόφαση του Εφόρου προς απόρριψη της αιτήσεως για χορήγηση άδειας ασκήσεως ή επεκτάσεως ασφαλιστικών εργασιών ή προς ανάκληση ή περιορισμό της άδειας αυτής·

(β) κάθε απόφαση του Εφόρου προς απόρριψη της αιτήσεως για εγγραφή σε ένα από τα τηρούμενα δυνάμει του άρθρου 173 Μητρώα και έκδοση του ανάλογου πιστοποιητικού εγγραφής ή προς διαγραφή ενός προσώπου από τα Μητρώα αυτά·

(γ) κάθε απόφαση του Εφόρου προς επιβολή διοικητικού προστίμου ή άλλων διοικητικών κυρώσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

(δ) κάθε άλλη δυσμενής απόφαση του Εφόρου, υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ή μη· και

(ε) κάθε απόφαση του Υπουργού που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου και επικυρώνει οποιαδήποτε δυσμενή κατά τα ανωτέρω απόφαση του Εφόρου.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Ισχύς του Κεφαλαίου αυτού

205. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού θα ισχύσουν σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.

Ενημέρωση Υπηρεσίας από ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

206.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., η οποία ασκεί εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή/και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οφείλει να υποβάλει στην Υπηρεσία, σύμφωνα με το εδάφιο (8) του άρθρου 34 του παρόντος Νόμου, οποιοδήποτε έγγραφο της ζητηθεί για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, εφόσον και οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες υπέχουν την ίδια υποχρέωση. Σε περίπτωση άρνησης υποβολής των ζητηθέντων εγγράφων, ο Έφορος ενεργεί ως ακολούθως:

(α) Εάν η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση δεν τηρεί τους κανόνες δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, ο Έφορος την καλεί να αποκαταστήσει την τάξη πραγμάτων, σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία και τις ισχύουσες ασφαλιστικές αρχές·

(β) σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση δεν συμμορφώνεται, ο Έφορος ενημερώνει την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της και της ζητά, με συστημένη επιστολή, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε η επιχείρηση αυτή να συμμορφωθεί. Ο Έφορος ζητά επίσης να του ανακοινωθούν τα μέτρα αυτά·

(γ) εάν παρά τα ληφθέντα μέτρα από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής επιχείρησης ή σε περίπτωση έλλειψης ή ανεπάρκειας των μέτρων αυτών, εξακολουθεί να παραβιάζει τους κανόνες δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, ο Έφορος μετά από ενημέρωση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του Κράτους Μέλους καταγωγής, δύναται να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη νέων παραβάσεων και την προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων στη Δημοκρατία και να απαγορεύσει, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, στην επιχείρηση να εξακολουθήσει να ασκεί νέες εργασίες μέσω υποκαταστήματος ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

(δ) ο Έφορος διατηρεί το δικαίωμα σε περίπτωση έσχατης ανάγκης να προσφύγει στις εποπτικές ή και στις διπλωματικές αρχές του κράτους ή των κρατών στα οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση ή να λάβει οποιαδήποτε άλλα μέτρα θεωρεί σκόπιμα·

(ε) εάν η επιχείρηση που έχει διαπράξει παράβαση διαθέτει εγκατάσταση ή/και περιουσιακά στοιχεία στη Δημοκρατία, ο Έφορος δύναται να επιβάλει τις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου διοικητικές κυρώσεις επί της εγκατάστασης, περιλαμβανομένου και του περιορισμού της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που ευρίσκεται στη Δημοκρατία.

(2) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται βάσει του προηγούμενου εδαφίου και το οποίο συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση εργασιών, θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση και στην αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της.

(3) Οι προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των ποινικής φύσεως διατάξεων που ισχύουν στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων και των ποινικών διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(4) Εάν για τον έλεγχο τηρήσεως των κανόνων δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, επιβάλλεται έλεγχος στα γραφεία της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης ή στα γραφεία του υποκαταστήματος της στη Δημοκρατία, ο Έφορος συνεργάζεται με την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της για την κατά περίπτωση διενέργεια του ελέγχου αυτού από την αρμόδια αυτή εποπτική αρχή. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος το κρίνει αναγκαίο, δύναται να συμμετέχει και ο ίδιος στη διενέργεια του ελέγχου στα γραφεία του υποκαταστήματος στη Δημοκρατία.

Ανταλλαγή πληροφοριών

207.—(1) Ο Έφορος προβαίνει σε ανταλλαγή εγγράφων και πληροφοριών με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές άλλων Κρατών Μελών, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των διαμεσολαβητών, οι οποίες ασκούν εργασίες τόσο στη Δημοκρατία όσο και εις τα άλλα αυτά Κράτη Μέλη.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος κρίνει ότι οι δραστηριότητες στη Δημοκρατία μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ή ενός διαμεσολαβητή Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., η οποία ασκεί εργασίες στη Δημοκρατία, είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε/και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ενδέχεται να παραβλάψουν τη χρηματοοικονομική της κατάσταση ή τα συμφέροντα των ασφαλισμένων, ο Έφορος ενημερώνει την αρμόδια εποπτική αρχή το Κράτους Μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής επιχείρησης ή του διαμεσολαβητή αντίστοιχα.

Απαγόρευση ελεύθερης διάθεσης στοιχείων ενεργητικού

208. Ο Έφορος δύναται να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των εντός της Δημοκρατίας στοιχείων ενεργητικού μιας ασφαλιστικής επιχείρησης Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., κατόπιν σχετικής αιτήσεως της αρμόδιας εποπτικής αρχής του Κράτους Μέλους καταγωγής της, για παράβαση των διατάξεων, που αφορούν στο σχηματισμό και την επένδυση των τεχνικών αποθεμάτων και τη συγκρότηση του περιθωρίου φερεγγυότητας. Στην αίτηση αυτή πρέπει να καθορίζονται τα στοιχεία ενεργητικού, για τα οποία ζητείται η λήψη απαγορευτικών μέτρων.

Ενημέρωση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης

209.—(1) Ο Έφορος ενημερώνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης—

(α) Για κάθε άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται σε ασφαλιστική επιχείρηση η οποία είναι άμεσα ή έμμεσα θυγατρική μιας ή περισσότερων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από τη νομοθεσία τρίτης χώρας, γνωστοποιώντας και τη δομή του ομίλου επιχειρήσεων στον οποίο ανήκουν

(β) για τη συμμετοχή τέτοιας μητρικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εταιρεία που εδρεύει και λειτουργεί στη Δημοκρατία, η οποία με τον τρόπο αυτό την καθιστά θυγατρική της.

(2) Ο Έφορος ενημερώνει επίσης την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για οποιεσδήποτε δυσκολίες γενικής φύσεως που συναντούν οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες κατά την εγκατάστασή τους στην τρίτη αυτή χώρα.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφασίσει τον περιορισμό ή την αναστολή εξέτασης αιτήσεως—

(α) Σε σχέση με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας που έχει ήδη κατατεθεί από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση κατά τη στιγμή της απόφασης ή μεταγενέστερα·

(β) σε σχέση με την απόκτηση συμμετοχών στις οποίες προβαίνουν άμεσα ή έμμεσα μητρικές επιχειρήσεις διεπόμενες από το δίκαιο τρίτης χώρας,

ο Έφορος αναστέλλει τη λήψη αποφάσεως σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) πιο πάνω, για όσο χρονικό διάστημα η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποφασίσει αντίστοιχη αναστολή ή περιορισμό γενικής ισχύος σε όλα τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

Ο εν λόγω περιορισμός ή η αναστολή, δεν εφαρμόζονται όσον αφορά τη δημιουργία θυγατρικών ασφαλιστικών εταιρειών στη Δημοκρατία από ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις θυγατρικές τους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ούτε όσον αφορά την απόκτηση συμμετοχής από τέτοια επιχείρηση ή θυγατρική της σε ασφαλιστική εταιρεία που εδρεύει και λειτουργεί στη Δημοκρατία.

(4) Ο Έφορος οφείλει, μετά από αίτημα της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποβάλλεται όταν αυτή διαπιστώσει ότι έχει προκύψει η περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) ή η περίπτωση μη παροχής αποτελεσματικής πρόσβασης σε επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τρίτη χώρα, όπως αυτή που απολαμβάνει η επιχείρηση της τρίτης αυτής χώρας στα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να την ενημερώνει—

(α) Για κάθε αίτηση προς χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών μιας άμεσα ή έμμεσα θυγατρικής εταιρείας της οποίας η μητρική ή οι μητρικές επιχειρήσεις διέπονται από τη νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας·

(β) για κάθε σχέδιο επιχείρησης αυτού του είδους να αποκτήσει συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε η τελευταία αυτή να καταστεί θυγατρική της πρώτης.

Ενημέρωση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για υποχρεωτικές ασφαλίσεις

210.—(1) Ο Έφορος γνωστοποιεί στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους κινδύνους για τους οποίους η νομοθεσία της Δημοκρατίας προβλέπει υποχρεωτική ασφάλιση, αναφέροντας—

(α) Τις ειδικές διατάξεις που διέπουν την ασφάλιση αυτή-

(β) τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει το πιστοποιητικό που ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να χορηγήσει στον ασφαλισμένο, όταν αυτή παρέχει κάλυψη σε κλάδους υποχρεωτικής ασφάλισης, ως αποδεικτικό στοιχείο της τήρησης της νομοθεσίας που προβλέπει για υποχρεωτική ασφάλιση. Ο Έφορος δύναται να απαιτήσει δήλωση από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που να βεβαιώνει ότι ασφαλιστήριο το οποίο εκδίδει είναι σύμφωνο με τις ειδικές διατάξεις που διέπουν τη συγκεκριμένη ασφάλιση.

(2) Ο Έφορος δέχεται, ως απόδειξη ότι έχει τηρηθεί η υποχρεωτική ασφάλιση, έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου είναι σύμφωνο με την παράγραφο (β) του προηγούμενου εδαφίου.

Ίση μεταχείριση ασφαλιστικών επιχειρήσεων

210Α.-(1) Ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΕΟΧ, και με εγκατάσταση στη Δημοκρατία δύναται να συμμετέχει σε επαγγελματική οργάνωση, με τους ίδιους όρους, δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία:

Νοείται ότι, το δικαίωμα συμμετοχής συνεπάγεται το δικαίωμα εκλογής ή διορισμού σε διοικητική θέση των οργανώσεων αυτών, νοουμένου ότι οι οργανώσεις αυτές δεμετέχουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

(2) Σε καμιά περίπτωση δεν παρέχεται   οποιαδήποτε βοήθεια σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που μπορεί να νοθεύσει τους όρους εγκατάστασής της, όταν αυτή δύναται να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΕΟΧ με σκοπό την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 33.

ΜΕΡΟΣ XIV ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς καταδολίευση του κοινού

211. Όποιος εν γνώσει προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς το κοινό, με σκοπό την καταδολίευση του κοινού και παρακίνησή του στη σύναψη ή την προσφορά προς σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δέκα ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Ψευδείς δηλώσεις, απόκρυψη στοιχείων ή παρεμπόδιση ελέγχου

212. Όποιος εν γνώσει προβαίνει, κατά την παροχή πληροφορίας για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών, σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή αποκρύπτει οτιδήποτε ουσιώδες, ή παραλείπει, κατόπιν σχετικού γραπτού αιτήματος του Εφόρου στο οποίο τάσσεται εύλογος κατά περίπτωση προθεσμία, την υποβολή στοιχείων ή άλλωσπως παρεμποδίζει τη διενέργεια ελέγχου του Εφόρου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Ψευδείς λογαριασμοί

213. Όποιος εν γνώσει εκδίδει ή οπωσδήποτε μετέχει στην έκδοση ή υπογράφει λογαριασμό, ισολογισμό, οικονομική κατάσταση ή άλλο έγγραφο, του οποίου η έκδοση προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ψευδές, παραπλανητικό ή απατηλό, ως προς ουσιώδες του στοιχείο, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου

214. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι διευθύνοντες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι υπάλληλοι τους, οι κάτοχοι ειδικής συμμετοχής, οι ασκούντες εργασίες διαμεσολάβησης, οι εντεταλμένοι αναλογιστές και οι ελεγκτές, που παραβαίνουν εν γνώσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, διαπράττουν ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο, εφόσον δεν προβλέπεται άλλη ποινή σε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών.

Ποινική και αστική ευθύνη για αδικήματα τελούμενα από νομικά πρόσωπα

215.—(1) Ποινική ευθύνη για τα κατά τον παρόντα Νόμο ποινικά αδικήματα, τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο, υπέχει εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη του Διοικητικού του Συμβουλίου, ο Γενικός Διευθυντής, ο Γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος ή άλλο όργανο διοικήσεως του νομικού προσώπου, που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος.

(2) Πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή και κεχωρισμένως, για κάθε ζημία που προσγίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή της παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.

ΜΕΡΟΣ XV ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Λειτουργία υφιστάμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων

216. Υπό την επιφύλαξη των επόμενων διατάξεων του Μέρους αυτού, οι υφιστάμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου δύνανται να συνεχίσουν την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών υποκείμενες κατά πάντα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Υποβολή αιτήσεως για χορήγηση άδειας δυνάμει του παρόντος Νόμου

217.—(1) Μέσα σε προθεσμία τριών μηνών, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι υφιστάμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να υποβάλουν αίτηση για τη χορήγηση προς αυτές άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τους κλάδους ασφαλίσεων που προβλέπονται στο Νόμο αυτό.

(2) Με την αίτηση συνυποβάλλονται μόνο εκείνα τα έγγραφα που προβλέπονται για πρώτη φορά στον παρόντα Νόμο, τα οποία δεν υποβλήθηκαν προηγουμένως στον Έφορο, καθώς και εκείνα τα οποία αφορούν στην άσκηση ορισμένων ασφαλιστικών κλάδων, οι οποίοι δεν είχαν περιληφθεί στο πρόγραμμα δραστηριότητας της επιχειρήσεως, που προηγουμένως υποβλήθηκε στον Έφορο.

(3) Με την αίτηση επιστρέφεται και η παλαιά άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών προς ακύρωση.

(4) Δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε τέλος για την εξέταση της αιτήσεως.

Συμμόρφωση προς τις διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου

218.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία μία ασφαλιστική επιχείρηση, υφιστάμενη κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, ασκεί στη Δημοκρατία εργασίες άλλες από ασφαλιστικές, οφείλει να τερματίσει την άσκηση των εργασιών αυτών, συμμορφούμενη προς τις διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου, το βραδύτερο εντός έξι μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που ο τερματισμός εργασιών άλλων από ασφαλιστικών έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση δικαιωμάτων σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία, από ασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική εταιρεία της οποίας τυγχάνει να είναι ο μοναδικός μέτοχος, η μεταβίβαση αυτή δεν υπόκειται στην καταβολή οποιουδήποτε τέλους μεταβίβασης, το οποίο προβλέπεται στον περί Κτηματολογίου και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμο, καθώς και στην καταβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών ή φόρου εισοδήματος, όπως αυτά προβλέπονται στον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο και στους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους του 1961 μέχρι 2001, νοουμένου ότι η θυγατρική εταιρεία ασκεί ή σκοπεύει να ασκήσει στη Δημοκρατία την εμπορία ακίνητης ιδιοκτησίας:

Νοείται ότι—

(α) Για σκοπούς προσδιορισμού του κέρδους, σύμφωνα με τον περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο, στην περίπτωση μελλοντικής διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας από τη θυγατρική εταιρεία, ως αξία της ιδιοκτησίας λογίζεται η αρχική αξία ή η αναπροσαρμοσμένη αξία κτήσης, οποιαδήποτε είναι μικρότερη κατά το χρόνο κτήσης της ιδιοκτησίας από την ασφαλιστική επιχείρηση ή η αξία της κατά την 1η Ιανουαρίου 1980, οποιαδήποτε από τις ημερομηνίες αυτές είναι μεταγενέστερη:

Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που η ιδιοκτησία κτήθηκε από την ασφαλιστική επιχείρηση πριν την 14η Ιουλίου 1974 η θυγατρική εταιρεία μπορεί να επιλέξει όπως ως αξία της ιδιοκτησίας λογιστεί η αξία αυτής κατά τη 14η Ιουλίου 1974·

(β) για σκοπούς προσδιορισμού του κέρδους σύμφωνα με τους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους του 1961 μέχρι 2001, στην περίπτωση μελλοντικής διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας από τη θυγατρική εταιρεία, ως κόστος θα λογίζεται η αρχική αξία κτήσης από την ασφαλιστική επιχείρηση.

(3)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), η εξισωτική κατάσταση που σύμφωνα με το άρθρο 12 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961 μέχρι 2001 πρέπει να ετοιμάζεται όταν συμβεί ένα από τα γεγονότα που καθορίζονται ρητά στο εδάφιο (3) του άρθρου 12 του πιο πάνω Νόμου.

(β) Δύναται να μην ετοιμαστεί η εξισωτική κατάσταση που προβλέπεται στην παράγραφο (α), στην περίπτωση μεταβίβασης ή μεταφοράς στοιχείων πάγιου ενεργητικού από ασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική εταιρεία της οποίας τυγχάνει ο μοναδικός μέτοχος με την προϋπόθεση ότι η θυγατρική αναλαμβάνει γραπτώς τις πιο κάτω δεσμεύσεις:

(i) Η θυγατρική εταιρεία να συνεχίσει να διεκδικεί τις κεφαλαιουχικές εκπτώσεις για τα πιο πάνω στοιχεία ενεργητικού ως να μην έγινε η αλλαγή ιδιοκτησίας· και

(ii) όταν στο μέλλον αποξενώσει τα πιο πάνω στοιχεία πάγιου ενεργητικού (δηλαδή όταν συμβεί ένα από τα γεγονότα που αναφέρονται ρητά στο εδάφιο (3) του άρθρου 12) η εταιρεία θα υποβάλει εξισωτική κατάσταση και ως κόστος των στοιχείων αυτών θα λογιστεί το αρχικό κόστος απόκτησής τους από την ασφαλιστική επιχείρηση.

(γ) Σε περίπτωση που επιλέγεται η μη ετοιμασία εξισωτικής κατάστασης, η απόφαση αυτή λαμβάνεται από την ασφαλιστική επιχείρηση και τη θυγατρική από κοινού και γνωστοποιείται στο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων γραπτώς ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση ή μεταφορά των στοιχείων αυτών.

(4) Σε περίπτωση που ο τερματισμός εργασιών άλλων από ασφαλιστικών έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση δικαιωμάτων, σε σχέση με μετοχές εταιρειών των οποίων η ιδιοκτησία συνιστάται και από ακίνητη ιδιοκτησία, από ασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική εταιρεία της οποίας τυγχάνει να είναι ο μοναδικός μέτοχος, η μεταβίβαση αυτή δεν υπόκειται στην καταβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών:

Νοείται ότι για σκοπούς προσδιορισμού του κέρδους σύμφωνα με τον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο, στην περίπτωση μελλοντικής διάθεσης τέτοιων μετοχών από τη θυγατρική εταιρεία, ως αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας που θα υφίσταται ακόμη, θα λογίζεται η αρχική αξία ή η αναπροσαρμοσμένη αξία κτήσης οποιαδήποτε είναι μικρότερη κατά το χρόνο κτήσης της ιδιοκτησίας ή η αξία της κατά την 1η Ιανουαρίου 1980, οποιαδήποτε από τις ημερομηνίες αυτές είναι μεταγενέστερη.

Εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου

219. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ασφαλιστικές επιχειρήσεις εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, που αφορούν στην επωνυμία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που αφορούν στις προϋποθέσεις προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

220.—(1) Στις υφιστάμενες κατά την  1ηΙανουαρίου 2003 ασφαλιστικές επιχειρήσεις,  παρέχεται προθεσμίαμέχρι την 31η∆εκεμβρίου 2003  προς συμμόρφωση προς τις διατάξεις των παραγράφων  (β)  και  (θ)  τουεδαφίου (1) του άρθρου 21  και της παραγράφου  (δ) του άρθρου 26.

(2) Σε υφιστάμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 3 του διά του παρόντος καταργούμενου περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου του 1984 έως 2001, παρέχεται προθεσμία, που δε θα υπερβαίνει την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προς συμμόρφωσή τους στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού διατάξεις.

(3) Προκειμένου περί των προϋποθέσεων, που τίθενται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (ια) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 και στην υποπαράγραφο (ν) της παραγράφου (ζ) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, ισχύουν τα ακόλουθα—

(α) Σε ότι αφορά το διορισμό εσωτερικού αναλογιστή, παρέχεται προθεσμία τεσσάρων ετών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, προς συμμόρφωση·

(β) σε ότι αφορά τον εντεταλμένο αναλογιστή, οι υφιστάμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να διατηρήσουν τον αναλογιστή, που έχουν ήδη διορίσει.

(4) Προκειμένου περί της προϋποθέσεως, που τίθεται στην παράγραφο (γ) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου για διορισμό γενικού αντιπροσώπου, ισχύουν τα ακόλουθα:

(α) Ο υφιστάμενος ανώτερος λειτουργός, που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 30 του διά του παρόντος καταργούμενου Νόμου, δύναται να συνεχίσει την άσκηση των καθηκόντων του για ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου·

(β) ο ανώτερος αυτός λειτουργός δύναται στην συνέχεια να διοριστεί ως γενικός αντιπρόσωπος, εφόσον ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 56 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, προκειμένου περί υφιστάμενων κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών, καταργείται η υποχρέωση προς διορισμό ανώτερου λειτουργού, κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 30 του διά του παρόντος καταργούμενου περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου του 1984 έως 2001.

(5)  Προκειμένου περί της προϋποθέσεως που τίθεταιστην παράγραφο  (ιστ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 καιστην παράγραφο  (θ)  του άρθρου 26  για διορισμό αντιπροσώπου για διακανονισμό απαιτήσεων, ο διορισμός αυτός θα έχει ισχύ από την ημερομηνία προσχώρησης της ∆ημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(5) Προκειμένου περί της προϋποθέσεως για διορισμό εντεταλμένου αναλογιστή που τίθεται στην παράγραφο (ιβ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 και στην παράγραφο  (θ) του άρθρου 26,  οι υφιστάμενες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να διατηρήσουν τον αναλογιστή που έχουν ήδη διορίσει.

Υφιστάμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που κατέχουν άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών και στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στον Κλάδο Ζωής

221. Σε περίπτωση κατά την οποία μία υφιστάμενη ασφαλιστική επιχείρηση, που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου και κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής, τερματίζει για οποιοδήποτε λόγο την άσκηση εργασιών σε έναν από τους δύο αυτούς Κλάδους για διάστημα πέραν των έξι μηνών, δε δικαιούται να επαναρχίσει εργασίες στον Κλάδο αυτό, υποκείμενη κατά πάντα στις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου, που προβλέπει ότι η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση εργασιών είτε στον Κλάδο Γενικής Φύσεως είτε στον Κλάδο Ζωής.

Υφιστάμενες αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

222. Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η άσκηση ασφαλιστικών εργασιών από υφιστάμενες αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. θα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 32, 34 και 35 του παρόντος Νόμου.

Διευθύνοντες υφιστάμενη ασφαλιστική επιχείρηση

223. Οι διευθύνοντες υφιστάμενη ασφαλιστική επιχείρηση δύνανται να συνεχίσουν την άσκηση των καθηκόντων τους στην επιχείρηση αυτή και μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, έστω και αν δεν κατέχουν τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά προσόντα και πείρα, στερούνται όμως του δικαιώματος προς ανάληψη ανάλογης θέσεως σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, εκτός εάν ικανοποιούν όλες τις προϋποθέσεις που τίθενται στον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς προς ανάληψη της θέσεως αυτής.

Λογαριασμοί και οικονομικές καταστάσεις υφιστάμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων

224. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ασφαλιστικές επιχειρήσεις, υπέχουν υποχρέωση όπως υποβάλουν τους λογαριασμούς τους, τις οικονομικές τους καταστάσεις, καθώς και τα άλλα έγγραφα, που απαιτούνται να συνυποβάλλονται με τους λογαριασμούς αυτούς, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες του Εφόρου, μόνο σε περίπτωση που έχει παρέλθει περίοδος δώδεκα μηνών από την προβλεπόμενη στο άρθρο 92 του παρόντος Νόμου τελευταία επιτρεπόμενη ημερομηνία υποβολής των λογαριασμών αυτών. Σε αντίθετη περίπτωση, οι λογαριασμοί θα υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις των καταργούμενων περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001:

Νοείται ότι, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η προθεσμία που προβλέπεται πιο πάνω τερματίζεται από την ημερομηνία προσχώρησης.

Καταπιστεύματα υφιστάμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων

225.—(1) Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, παύει να ισχύει η υποχρέωση των υφιστάμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που υπέχουν δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 20 του διά του παρόντος καταργούμενων περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001, προς διατήρηση σε ισχύ Εγγράφου Συστάσεως Καταπιστεύματος (Trust), τα δε προηγουμένως συσταθέντα καταπιστεύματα, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), μετά πάροδο τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, διαλύονται και τα περιουσιακά στοιχεία που τα συνιστούν επιστρέφονται, κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού.

(2) Η διάταξη του εδαφίου (1) δεν ισχύει, και τα προηγουμένως συσταθέντα καταπιστεύματα δε διαλύονται, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, της οποίας η άδεια είχε ακυρωθεί δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου, εφόσον εξακολουθούν να υφίστανται εκκρεμείς υποχρεώσεις έναντι των ασφαλισμένων, κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, στον όρο εκκρεμείς υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται και οι απαιτήσεις σε σχέση με κινδύνους που έχουν επισυμβεί, αλλά δεν έχουν γνωστοποιηθεί·

(β) στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου κατέχει μεν άδεια σε ισχύ που της χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου, έπαυσε όμως προηγουμένως να ασκεί νέες ασφαλιστικές εργασίες σύμφωνα με στοιχεία που κατέχει η Υπηρεσία· και

(γ) στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης η οποία κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου τελεί υπό εκκαθάριση:

Νοείται ότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, για σκοπούς υπολογισμού της αμοιβής του εκκαθαριστή, στην περιουσία της υπό εκκαθάριση επιχείρησης θα συνυπολογίζονται και τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το καταπίστευμα και ότι η δαπάνη που συνεπάγεται η εκκαθάριση, περιλαμβανομένης και της αμοιβής του εκκαθαριστή, θα ικανοποιείται κατά προτεραιότητα έναντι παντός άλλου, από την περιουσία της εταιρείας που βρίσκεται στην κατοχή του εκκαθαριστή και, σε περίπτωση που αυτή δεν επαρκεί, από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το καταπίστευμα.

(3) Οι εμπιστευματοδόχοι οφείλουν όπως, εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, προβούν στη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για τη μεταβίβαση στις ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις όλων των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το καταπίστευμα.

(4) Κάθε δαπάνη που συνεπάγεται η μεταβίβαση αυτή βαρύνει την ασφαλιστική επιχείρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση:

Νοείται ότι, προκειμένου περί της μεταβιβάσεως ακίνητης ιδιοκτησίας, η μεταβίβαση αυτή δεν υπόκειται στην καταβολή οποιουδήποτε τέλους μεταβιβάσεως, προβλεπόμενου στον περί Κτηματολογίου και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι, στην περίπτωση οικιστικών δανείων, που λογίζονται εγκεκριμένες επενδύσεις δυνάμει του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου, και για την εξασφάλιση των οποίων υφίσταται, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, εγγεγραμμένη υποθήκη προς όφελος των εμπιστευματοδόχων, η μεταβίβαση της υποθήκης από τους εμπιστευματοδόχους στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση δεν υπόκειται στην καταβολή οποιουδήποτε τέλους, προβλεπόμενου στον περί Κτηματολογίου και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμο.

Αποδέσμευση καταθέσεων

226.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου αυτού, από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου παύει να ισχύει η υποχρέωση των υφιστάμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 17 των διά του παρόντος καταργούμενων περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001, προς διατήρηση καταθέσεων στην Κεντρική Τράπεζα, οι δε προηγουμένως διενεργηθείσες καταθέσεις αποδεσμεύονται και επιστρέφονται στις ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατ' αίτησή τους.

(2) Προκειμένου περί ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 225, οι κατά το προηγούμενο εδάφιο αποδεσμευόμενες καταθέσεις περιέρχονται στο καταπίστευμα.

(3) Προκειμένου περί ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οποίων ακυρώθηκε η άδεια δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου και οι οποίες δεν υπείχαν υποχρέωση προς σύσταση και διατήρηση καταπιστεύματος, οι διατάξεις του άρθρου 17 του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου εξακολουθούν να ισχύουν, η δε αποδέσμευση των καταθέσεων εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 19 των διά του παρόντος καταργούμενων περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001.

Διαμεσολάβηση

227.—(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), οι εγγεγραμμένοι κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου αντιπρόσωποι ασφαλειών, μεσίτες ή αντιπρόσωποι μεσιτών, θα εξακολουθήσουν να ασκούν τις εργασίες τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 έως 65 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001, μέχρι  της εγγραφής τους στα Μητρώα της παραγράφου (α) ή (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 σύμφωνα με το επόμενο εδάφιο.

(2) Όσα πρόσωπα είναι εγγεγραμμένα κατά την έναρξη της ισχύος του Μέρους  XII, σύμφωνα με το εδάφιο (1), δυνάμει του άρθρου 64 του δια του παρόντος καταργούμενου νόμου οφείλουν εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του Μέρους XII να υποβάλουν αίτηση για την εγγραφή τους στα, σχετικά με τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που πράγματι παρέχουν, οικεία Μητρώα του άρθρου 170:

Νοείται ότι οι αιτητές θεωρούνται ικανοί για την παροχή των υπηρεσιών αυτών κατά την έννοια του εδαφίου (2) του άρθρου 172 του Νόμου.

(3) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) οφείλουν:

(α) Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής αιτήσεως για εγγραφή στα Μητρώα σύμφωνα με το εδάφιο (2), να παύσουν την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης με το πέρας της προθεσμίας ή

(β) σε περίπτωση απορρίψεως της υποβληθείσης αιτήσεως, οφείλουν να παύσουν την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης από της κοινοποιήσεως της απορριπτικής αποφάσεως του Εφόρου.

(4) Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στο Μέρος ΧΙΙ του Νόμου:

(α) Οι, δυνάμει του εδαφίου (2), εγγραφόμενοι στα Μητρώα της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 οφείλουν να συμμορφωθούν, εντός τριετίας από της ενάρξεως ισχύος του Μέρους ΧΙΙ, με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 165 προκειμένου για εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης, του εδαφίου (2) του άρθρου 166 προκειμένου για εταιρεία ασφαλειομεσιτών, του εδαφίου (2) του άρθρου 167 προκειμένου για εταιρία ασφαλιστικών μεσαζόντων και του εδαφίου (2) του άρθρου 168 προκειμένου για εταιρία ασφαλιστικών συμβούλων σχετικά με την επωνυμία τους κατά τον χρόνο εγγραφής τους. Ο Έφορος Εταιριών και Επίσημος Παραλήπτης πάντως δεν επιτρέπει από την έναρξη ισχύος του Μέρους ΧΙΙ, την τροποποίηση του ιδρυτικού εγγράφου των εταιριών αυτών, εφόσον με την τροποποίηση δεν προσαρμόζεται η επωνυμία τους όπως προβλέπεται αντίστοιχα στα άρθρα 165, 166, 167 και 168,

(β) οι δυνάμει του εδαφίου (2) εγγραφόμενοι στα Μητρώα της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου οφείλουν να συμμορφωθούν εντός προθεσμίας έξι (6) ετών από την έναρξη ισχύος του Μέρους ΧΙΙ του Νόμου προς την υποχρέωση να έχουν ως αποκλειστικό τους σκοπό την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 173 του Νόμου και

(γ)  οι δυνάμει του εδαφίου (2) εγγραφόμενοι στα Μητρώα της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου  απαλλάσσονται από την υποχρέωση εγγραφής κατ’ ελάχιστον δύο διευθυνόντων ή εταίρων, ανάλογα με την περίπτωση,στα Μητρώα της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου σύμφωνα  με την παράγραφο (β) ή (γ) αντίστοιχα του εδαφίου (1) του άρθρου173 του Νόμου.

(5) Οι διατάξεις του άρθρου 171 σχετικά με τις κοινές προϋποθέσεις εγγραφής νομικών και φυσικών προσώπων στα Μητρώα του άρθρου 170 θα τεθούν σε ισχύ την 15η Ιανουαρίου 2005:

Νοείται ότι μέχρι την ημερομηνία αυτή οι διαμεσολαβητές οφείλουν να έχουν υποβάλει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συμμόρφωσή τους με το παρόν εδάφιο.

(6) Μέχρι την 15η Ιανουαρίου 2005, εφόσον σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν υφίσταται μητρώο αρμοδίας αρχής κατά την έννοια του άρθρου 188 ή η αρμόδια αρχή αυτή δεν παρέχει την ενημέρωση που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, ο Έφορος εγγράφει στα Μητρώα των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170, κατόπιν αιτήσεώς τους, τους ασκούντες εργασίες διαμεσολάβησης σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 171 έως 173.

(7) Μέχρι την έκδοση των Κανονισμών που αναφέρονται στον Μέρος ΧΙΙ του Νόμου οι ισχύοντες περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Κανονισμοί του 1995 και 2001, που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 81 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001, παραμένουν σε ισχύ και εφαρμόζονται για όλους τους αιτητές που προτίθενται να ασκήσουν για πρώτη φορά εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία και αιτούνται την εγγραφή τους στα Μητρώα του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου. O Έφορος δύναται με Οδηγίες να ρυθμίζει θέματα σχετικά με την εφαρμογή των Κανονισμών που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 81 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001 ιδίως σε σχέση με τις διατάξεις του Μέρους ΧΙΙ του Νόμου.

(8) Όπου στους Κανονισμούς που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 81 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001 αναφέρονται οι όροι «αντιπρόσωπος ασφαλειών, μεσίτης ή και αντιπρόσωπος μεσιτών» νοείται οιοσδήποτε διαμεσολαβητής εγγεγραμμένος στα Μητρώα του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου.

Γενική προθεσμία προς συμμόρφωση

228. Εφόσον δεν προβλέπεται άλλη ειδική προθεσμία προς συμμόρφωση στις προηγούμενες διατάξεις του Μέρους αυτού, οι υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να συμμορφωθούν προς τις διατάξεις του Νόμου αυτού μέσα σε προθεσμία τριών μηνών.

ΜΕΡΟΣ XVI ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Έκδοση Κανονισμών

229.—(1) Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διατάξεις του παρόντος Νόμου, που προβλέπουν την έκδοση Κανονισμών προς ρύθμιση ειδικών ή συγκεκριμένων θεμάτων, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει γενικά την εξουσία προς έκδοση Κανονισμών για ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος που κατά τον παρόντα Νόμο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.

(2) Οι κατά τον παρόντα Νόμο εκδιδόμενοι Κανονισμοί δύνανται να επιβάλλουν ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και τις δύο αυτές ποινές, για τα προβλεπόμενα στους Κανονισμούς αυτούς ποινικά αδικήματα.

(3) Οι κατά τον παρόντα Νόμο εκδιδόμενοι Κανονισμοί δύνανται να παρέχουν στον Έφορο την εξουσία προς επιβολή διοικητικών κυρώσεων άλλων από τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο, σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων των Κανονισμών αυτών.

(4) Οι Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία έχει εξουσία προς έγκριση ή απόρριψή τους μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κατάθεσή τους. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων εγκρίνει τους Κανονισμούς αυτούς ή η προθεσμία των εξήντα ημερών περάσει άπρακτη, οι Κανονισμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και ισχύουν από την ημέρα της δημοσιεύσεως τους.

Έκδοση Οδηγιών

229Α. Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διατάξεις του βασικού νόμου που προβλέπουν την έκδοση σχετικών Οδηγιών προς ρύθμιση ειδικών ή συγκεκριμένων θεμάτων, ο Έφορος δύναται να εκδίδει Οδηγίες που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων των παρόντος Νόμου και για την εν γένει καλύτερη υλοποίηση των σκοπών του.

Καταργήσεις

230.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου αυτού, με τον παρόντα Νόμο καταργούνται οι περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμοι του 1984 έως 2001.

(2) Τα άρθρα 63 έως 65 του περί Ασφαλιστικών Εταιριών Νόμων του 1984 έως 2001, θα διατηρήσουν την ισχύ τους μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ το Μέρος ΧΙΙ, άρθρα 164 έως 192Α, του παρόντος Νόμου, κατά  τα οριζόμενα στο άρθρο 232 του Νόμου αυτού.

(3) Οι περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμοι του 1984 έως 2001 θα εξακολουθήσουν να ισχύουν και να εφαρμόζονται κατά την έκταση που απαιτείται από τις διατάξεις του Μέρους XV, ανάλογα με την περίπτωση, επί των υφιστάμενων κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Επιφυλάξεις

231.—(1) Οδηγίες, Αποφάσεις ή άλλες Διοικητικές Πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος καταργούμενων νόμων, που τελούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν κατά την έκταση που δεν προσκρούουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου ανακληθούν ή αντικατασταθούν από Κανονισμούς, Οδηγίες, Αποφάσεις ή άλλες Διοικητικές Πράξεις, που θα εκδοθούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Πιστοποιητικά, άδειες, εγκύκλιοι ή έντυπα που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου, και που τελούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, εφόσον δεν προσκρούουν στις διατάξεις του Νόμου αυτού, εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου ανακληθούν ή αντικατασταθούν από άλλα, που θα εκδοθούν δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Μητρώα, βιβλία ή καταστάσεις, που ετηρούντο από την Υπηρεσία, δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου μεταγραφούν όλα τα περιεχόμενα εις αυτά στοιχεία, στα δυνάμει του παρόντος Νόμου τηρούμενα Μητρώα, βιβλία ή καταστάσεις.

Έναρξη ισχύος

232.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2003.

(2) Οι διατάξεις του Μέρους ΧΙΙ, άρθρα 164 έως 192Α, τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 19(1))

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΛΑΔΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

ΜΕΡΟΣ Α

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΚΑΤΑ ΚΛΑΔΟΥΣ

Οι κίνδυνοι για τους οποίους παρέχεται, σε ασφαλιστική επιχείρηση, άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών όπως

αναφέρεται στο άρθρο 19(1) του Νόμου, ταξινομούνται στους ακόλουθους κλάδους.

Ταξινόμηση των κινδύνων κατά κλάδους—

(1) «Κλάδος Ατυχημάτων» (συμπεριλαμβάνει και εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες)

(2) «Κλάδος Ασθενειών»

(3) «Κλάδος Χερσαίων Οχημάτων» (εκτός σιδηροδρομικών)

(4) «Κλάδος Σιδηροδρομικών Οχημάτων»

(5) «Κλάδος Αεροσκαφών»

(6) «Κλάδος Πλοίων» (που διακινούνται σε θάλασσες ή λίμνες ή ποταμούς ή κανάλια)

(7) «Κλάδος Μεταφερόμενων Εμπορευμάτων» (συμπεριλαμβάνονται τα εμπορεύματα, οι αποσκευές και κάθε άλλο αγαθό)

(8) «Κλάδος Πυρκαγιάς και Στοιχείων της Φύσης» (εξαιρούνται τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία προσφέρεται κάλυψη από τους κλάδους (3) μέχρι (7).

(9) «Κλάδος Άλλης Ζημιάς σε Περιουσιακά Στοιχεία» (εξαιρούνται τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία προσφέρεται κάλυψη από τους κλάδους (3) μέχρι (7).

(10) «Κλάδος Ευθύνης από Μηχανοκίνητα Οχήματα»

(11) «Κλάδος Ευθύνης από Αεροσκάφη»

(12) «Κλάδος Ευθύνης Σκαφών»

(13) «Κλάδος Γενικής Ευθύνης»

(14) «Κλάδος Πιστώσεων»

(15) «Κλάδος Εγγυήσεων»

(16) «Κλάδος Οικονομικής Απώλειας Ποικίλης Φύσης»

(17) «Κλάδος Νομικής Προστασίας»

(18) «Κλάδος Βοήθειας»

 

ΜΕΡΟΣ Β

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που παρέχεται σε ασφαλιστική επιχείρηση για την άσκηση ταυτόχρονης

εργασίας σε περισσότερους από έναν κλάδους θα αποκαλείται συνοπτικά ως—

(α) «Ασφάλιση Ατυχημάτων και Ασθενειών» όταν ασκεί εργασίες στους κλάδους 1 και 2.

(β) «Ασφάλιση Οχημάτων» όταν ασκεί εργασίες στον κλάδο 1 (κίνδυνος τραυματισμού επιβατών μόνο), καθώς

και στους κλάδους 3,7 και 10.

(γ) «Ασφάλιση Θαλάσσης και Μεταφορών» όταν ασκεί εργασίες στον κλάδο 1 (κίνδυνος τραυματισμού

επιβατών μόνο), καθώς και στους κλάδους 4, 6, 7 και 12.

(δ) «Ασφάλιση Αεροσκαφών» όταν ασκεί εργασίες στον κλάδο 1 (κίνδυνος τραυματισμού επιβατών μόνο),

καθώς και στους κλάδους 5, 7 και 11.

(ε) «Ασφάλιση Πυρκαγιάς και Άλλης Ζημιάς σε Περιουσιακά Στοιχεία» όταν ασκεί εργασίες στους κλάδους 8 και

9.

(στ) «Ασφάλιση Ευθύνης» όταν ασκεί εργασίες στους κλάδους 10, 11, 12 και 13.

(ζ) «Ασφάλιση Πιστώσεων και Εγγυήσεων» όταν ασκεί εργασίες στους κλάδους 14 και 15.

(η) «Ασφαλίσεις Γενικής Φύσεως» όταν ασκεί εργασίες σε όλους τους κλάδους που αναφέρονται στο Μέρος Α

του παρόντος Παραρτήματος.

 

ΜΕΡΟΣ Γ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

(1) Ο κλάδος βοήθειας περιλαμβάνει τη βοήθεια που παρέχεται σε πρόσωπα τα οποία περιέρχονται σε δυσχερή θέση κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσίας από την κατοικία ή από τον τόπο της μόνιμης διαμονής τους. Δεν περιλαμβάνει τις υπηρεσίες συντήρησης ή διατήρησης σε λειτουργήσιμη κατάσταση του μηχανοκίνητου οχήματος, την εξυπηρέτηση μετά την πώληση, καθώς και την υπό μορφή μεσολάβησης, απλή υπόδειξη ή παροχή βοήθειας.

(2) Η βοήθεια συνίσταται στην ανάληψη έναντι προηγούμενης καταβολής ασφαλίστρου της υποχρέωσης για άμεση παροχή βοήθειας στο δικαιούχο, όταν αυτός περιέρχεται σε δυσχερή θέση λόγω τυχαίου γεγονότος, στις περιπτώσεις και με τους όρους που προβλέπει το ασφαλιστήριο.

(3) Η βοήθεια μπορεί να παρέχεται σε χρήμα ή σε είδος. Οι παροχές σε είδος μπορούν να συνίστανται και στη χρησιμοποίηση του προσωπικού ή υλικού τα οποία ανήκουν στην ασφαλιστική επιχείρηση που παρέχει τη βοήθεια.

(4) Σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης μηχανοκίνητου οχήματος στη Δημοκρατία, η παροχή βοήθειας, που σχετίζεται με τις ακόλουθες εργασίες, εμπίπτει στον κλάδο βοήθειας όταν αυτές προσφέρονται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις—

(α) Την επιτόπου επισκευή για την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση, που παρέχει την κάλυψη, χρησιμοποιεί στις περισσότερες περιπτώσεις δικό της προσωπικό και υλικό·

(β) τη μεταφορά του οχήματος στον πλησιέστερο ή καταλληλότερο τόπο για την επισκευή του και την πιθανότητα να μεταφερθεί ο οδηγός και οι επιβάτες με το ίδιο, αν είναι δυνατό, μεταφορικό μέσο στον πλησιέστερο τόπο απ' όπου θα μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους με άλλα μέσα·

(γ) τη μεταφορά του οχήματος από σημείο εντός της Δημοκρατίας, ενδεχομένως μαζί με τον οδηγό και τους επιβάτες, μέχρι την κατοικία τους, το σημείο εκκίνησης ή τον αρχικό προορισμό τους εντός της Δημοκρατίας.

 

ΜΕΡΟΣ Δ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

(1) Ο κλάδος νομικής προστασίας σημαίνει τη συμβατική δέσμευση, έναντι καταβολής ασφαλίστρου, της ασφαλιστικής επιχείρησης, για την ανάληψη των δικαστικών εξόδων και για την παροχή άλλων υπηρεσιών που απορρέουν άμεσα από το εν λόγω ασφαλιστήριο με σκοπό—

(α) Την εξασφάλιση αποζημίωσης σε σχέση με ζημιά που υπέστη ο ασφαλισμένος ή σωματική βλάβη, είτε ως αποτέλεσμα εξώδικου συμβιβασμού, είτε ως αποτέλεσμα αστικής ή ποινικής διαδικασίας·

(β) την υπεράσπιση ή την εκπροσώπηση του ασφαλισμένου σε αστική, ποινική, διοικητική ή άλλη διαδικασία σε σχέση με οποιαδήποτε απαίτηση η οποία εγείρεται εναντίον του.

(2) Δεν εμπίπτει στον κλάδο νομικής προστασίας—

(α) Η υπεράσπιση ή εκπροσώπηση από ασφαλιστική επιχείρηση ασφαλισμένου της σε σχέση με ασφαλιστήριο ευθύνης για σκοπούς προστασίας των συμφερόντων της επιχείρησης·

(β) η ασφάλιση νομικής προστασίας σε σχέση με διαφορές ή κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση θαλάσσιων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

(3) Η ασφάλιση νομικής προστασίας αποτελεί αντικείμενο είτε αυτοτελούς ασφαλιστηρίου διαφορετικού από εκείνο που συνάπτεται για άλλους κλάδους, είτε αντικείμενο αυτοτελούς ειδικού κεφαλαίου εντός ενιαίου ασφαλιστηρίου, στο οποίο πρέπει να αναφέρεται ρητά, η φύση της κάλυψης της νομικής προστασίας που παρέχεται καθώς και το σχετικό ασφάλιστρο.

(4) Το ασφαλιστήριο πρέπει να αναγνωρίζει ρητά τα ακόλουθα—

(α) Το δικαίωμα του ασφαλισμένου να επιλέγει ελεύθερα το δικηγόρο του—

(i) σε κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία, για να υπερασπίσει ή να εκπροσωπήσει τον ασφαλισμένο ή να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του·

(ii) για την υπεράσπιση των συμφερόντων του οποτεδήποτε ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων·

(β) το δικαίωμα του ασφαλισμένου να προσφεύγει στην ακόλουθη διαδικασία—

(i) σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλισμένου ως προς την ανάγκη διαφύλαξης των έννομων συμφερόντων του ασφαλισμένου ενώπιον δικαστηρίου, ο ασφαλισμένος μπορεί να ζητήσει αιτιολογημένη γνωμοδότηση δικηγόρου της επιλογής του, σχετικά με την ανάγκη ή μη της λήψης τέτοιων μέτρων·

(ii) αν ο ασφαλισμένος δεν αποδέχεται τη γνωμοδότηση αυτή ή αν η ασφαλιστική επιχείρηση κρίνει ότι η γνωμοδότηση απομακρύνεται από τη σωστή νομική και πραγματική βάση της υπόθεσης, το θέμα παραπέμπεται για απόφαση σε διαιτητή, που διορίζεται από κοινού από τα δύο μέρη·

(iii) σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το πρόσωπο του διαιτητή, ο διορισμός του γίνεται σύμφωνα με τον περί Διαιτησίας Νόμο·

(iv) οι δαπάνες για τις πιο πάνω ενέργειες βαρύνουν την ασφαλιστική επιχείρηση, μόνο σε περίπτωση που οι ενέργειες αυτές κριθούν αναγκαίες για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του ασφαλισμένου, διαφορετικά κατανέμονται εξίσου μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλισμένου·

(ν) η πιο πάνω διαδικασία της διαιτησίας δεν αποκλείει το δικαίωμα του ασφαλισμένου να προσφύγει στο δικαστήριο·

(νi) αν ο ασφαλισμένος, παρά την αντίθετη απόφαση του διαιτητή, προσφύγει σε δικαστήριο, βαρύνεται με τις σχετικές δαπάνες σε περίπτωση που η απόφαση του διαιτητή είναι εξ' ολοκλήρου σε βάρος του, διαφορετικά οι δαπάνες αυτές επιμερίζονται ανάλογα με την απόφαση του δικαστηρίου·

(γ) την ανάγκη αναφοράς του ονόματος και άλλων αναγκαίων στοιχείων της νομικά αυτοτελούς εταιρείας που προβλέπεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (6) του Μέρους αυτού, όταν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της.

(5) Κάθε φορά που ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων ή διαφωνία όσον αφορά τη διευθέτηση της διαφοράς, η ασφαλιστική επιχείρηση που προσφέρει κάλυψη νομικής προστασίας ή οποιοσδήποτε λειτουργός του τμήματος απαιτήσεων της, ανάλογα με την περίπτωση, οφείλει να ενημερώνει τον ασφαλισμένο για τα δικαιώματά του που απορρέουν από την παράγραφο (4).

(6) Η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί στη Δημοκρατία τον κλάδο νομικής προστασίας, οφείλει να επιλέξει έναν από τους ακόλουθους εναλλακτικούς τρόπους λειτουργίας—

(α) Υποχρεούται να διασφαλίζει ότι κανένα μέλος του προσωπικού της που ασχολείται με το χειρισμό απαιτήσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών σε σχέση με τις απαιτήσεις αυτές, δεν ασκεί συγχρόνως παρόμοια δραστηριότητα—

(i) σε οποιοδήποτε άλλο κλάδο που ασκεί η ίδια η ασφαλιστική επιχείρηση, σε περίπτωση που ασκεί και άλλους κλάδους επιπρόσθετα με τον κλάδο νομικής προστασίας· ή

(ii) σε περίπτωση εξειδικευμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, σε άλλη επιχείρηση που συνδέεται με αυτή, με οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς και η οποία ασκεί ένα ή περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους επιπρόσθετα με τον κλάδο νομικής προστασίας· ή

(β) υποχρεούται να αναθέτει τη διαχείριση των απαιτήσεων που εγείρονται σε σχέση με τον κλάδο νομικής προστασίας σε μια νομικά αυτοτελή εταιρεία με τη μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή συνεταιρισμού.

Αν η εταιρεία αυτή συνδέεται με οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς με άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί ένα ή περισσότερους κλάδους ασφάλισης, τα μέλη του προσωπικού της εν λόγω εταιρείας, τα οποία ασχολούνται με τη διαχείριση απαιτήσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών, σχετικά με τη διαχείριση αυτή, δεν επιτρέπεται να ασκούν συγχρόνως την ίδια ή παρόμοια δραστηριότητα για την άλλη επιχείρηση. Οι ίδιες απαγορεύσεις ισχύουν και για τα μέλη της διεύθυνσης και διοίκησης της εταιρείας· ή

(γ) πρέπει να προβλέπει στη σύμβαση το δικαίωμα του ασφαλισμένου να αναθέτει σε δικηγόρο της επιλογής του, την υπεράσπιση των συμφερόντων του, από τη στιγμή κατά την οποία δικαιούται να ζητήσει παρέμβαση της ασφαλιστικής επιχείρησης δυνάμει του ασφαλιστηρίου.

(7) Οι διατάξεις της παραγράφου 4(α) σε σχέση με το δικαίωμα του ασφαλισμένου να επιλέγει ελεύθερα το δικηγόρο του δεν εφαρμόζονται αν τηρούνται σωρευτικά όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η ασφαλιστική κάλυψη περιορίζεται σε υποθέσεις που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση μηχανοκίνητου οχήματος στο έδαφος της Δημοκρατίας·

(β) η ασφαλιστική κάλυψη συνδέεται με ασφαλιστήριο που παρέχει βοήθεια σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης σε σχέση με μηχανοκίνητο όχημα·

(γ) ούτε η ασφαλιστική επιχείρηση του κλάδου νομικής προστασίας ούτε η ασφαλιστική επιχείρηση του κλάδου βοήθειας ασκεί οποιοδήποτε ασφαλιστικό κλάδο ευθύνης·

(δ) λαμβάνονται μέτρα ώστε η παροχή νομικών συμβουλών και η εκπροσώπηση καθενός των διαδίκων σε περίπτωση διαφοράς να εξασφαλίζονται από δικηγόρους τελείως ανεξάρτητους, εφόσον οι εν λόγω διάδικοι είναι ασφαλισμένοι σε σχέση με νομική προστασία από την ίδια ασφαλιστική επιχείρηση.

Η πιο πάνω εξαίρεση δεν επηρεάζει την εφαρμογή της παραγράφου 6.

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 19(1))

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΛΑΔΟΥ ΖΩΗΣ

ΜΕΡΟΣ Α

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΚΑΤΑ ΚΛΑΔΟΥΣ

Οι κίνδυνοι για τους οποίους παρέχεται, σε ασφαλιστική επιχείρηση, άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών όπως

αναφέρεται στο άρθρο 19(1) του Νόμου, ταξινομούνται στους ακόλουθους κλάδους:

(1) «Κλάδος Ασφάλισης Ζωής»

(2) «Κλάδος Γάμου και Γεννήσεως»

(3) «Κλάδος Ασφαλίσεων Ζωής Συνδεδεμένων με Επενδύσεις»

(4) «Κλάδος Ασφάλισης Υγείας»

(5) «Κλάδος Τοντίνας»

(6) «Κλάδος Εξαγοράς Κεφαλαίου (Capital Redemption)»

(7) «Κλάδος Διαχειρίσεως Ομαδικών Συνταξιοδοτικών Ταμείων ή Κεφαλαίων»

(8) «Κλάδος Ομαδικών Προγραμμάτων Πρόνοιας»

(9) «Κλάδος Παρόμοιων Εργασιών με την Κοινωνική Ασφάλιση»

 

ΜΕΡΟΣ Β

ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΤΟΝΤΙΝΑΣ

Η εφαρμογή του συστήματος της τοντίνας οδηγεί στη συγκρότηση ομάδων με βάση την ηλικία, με σκοπό όχι την

κάλυψη κινδύνων αλλά τη συμμετοχή των επιζώντων της ομάδας εις την κατανομή του κεφαλαίου.

(1) Το ποσό που αναλογεί στον κάθε επιζώντα ή άλλο δικαιούχο στο τέλος της περιόδου που αναφέρεται στο

ασφαλιστικό συμβόλαιο αυξάνεται—

(α) Με την αύξηση του αριθμού των αποθανόντων και

(β) με την κατανομή μεταξύ των επιζώντων των κερδών από την επένδυση του κεφαλαίου, στο τέλος της

προκαθορισμένης περιόδου.

(2) Δεν επιτρέπεται από κανένα οποιουδήποτε είδους δανεισμός από το συγκροτούμενο κεφάλαιο ούτε η

επιστροφή συνεισφορών ή μέρους αυτών σε περίπτωση αποχώρησης οποιουδήποτε συμμετέχοντος από την

ομάδα μέσα στην προκαθορισμένη περίοδο.

ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 32(1))

ΝΟΜΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η νομική μορφή που πρέπει να έχει μια ασφαλιστική επιχείρηση που έχει έδρα σε οποιοδήποτε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για σκοπούς άσκησης ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32(1), είναι οι ακόλουθες:

(1) Όσον αφορά το Βασίλειο του Βελγίου: «société anonyme», «naamloze vennootschap», «société en commandite par actions/ commanditaire vennootschap op aandelen», «association d'assurance mutuelle/onderlinge verzekeringsvereniging», «société coöpératieve/ coöperatieve vennootschap»·

(2) όσον αφορά το Βασίλειο της Δανίας: «aktieselskaber», «gensidige selskaber»·

(3) όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας: «Aktiengesellschaft», «Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit», «Öffentlich-rechtliches Wettbewerbs-versicherungsunternehmen»·

(4) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Γαλλίας: «société anonyme», «société d' assurance mutuelle»· «institution de prévoyance régie par le code de la sécurité sociale»· «institution de prévoyance régie par la code rural» καθώς και «mutuelles régies par le code de la mutualité»·

(5) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας: «incorporated companies limited by shares or by guarantee or unlimited»·

(6) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Ιταλίας: «società per azioni», «società cooperativa», «mutua de assicurazione»·

(7) όσον αφορά το Δουκάτο του Λουξεμβούργου: «société anonyme», «société en commandite par actions», «association d'assurances mutuelles», «société coopérative»·

(8) όσον αφορά το Βασίλειο της Ολλανδίας: «naamloze vennootschap», «onderlinge waarborgmaatschappij»·

(9) όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο: «incorporated companies limited by shares or by guarantee or unlimited», «societies registered under the industrial and Provident Societies Acts», «societies registered under the Friendly Societies Acts», «the association of underwriters known as Lloyd's»·

(10) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Ελλάδος: «ανώνυμη εταιρεία», «αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός»·

(11) όσον αφορά το Βασίλειο της Ισπανίας: «sociedad anónima», «sociedad mutua», «sociedad cooperativa»·

(12) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Πορτογαλίας: «sociedade anónima», «mútua de seguros»·

(13) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Αυστρίας: «aktiengesellschaft, versicherungsverein auf gegenseitigkeit»·

(14) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας: «keskinäinen vakuutusyhtiö/ömsesidigt försäkringsbolag, vakuutusosakeyhtiö/ föorsäkringsaktiebolag, vakuutusyhdistys/ försäkringsförening»·

(15) όσον αφορά το Βασίλειο της Σουηδίας: «försäkringsaktiebolag», «ömsesidiga försäkringsbolag», «understödsföreningar»·

(16) όσον αφορά το Βασίλειο της Νορβηγίας: «aksjeselskaper, ajensidige selskaper»·

(17) όσον αφορά το Πριγκιπάτο του Λίχτενσταϊν: «aktienngesellschaft, genossenschaft, stiftung»·

(18) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Ισλανδίας: «hlutafelag, gagnkvaemt félag»·

(19) όσον αφορά την Ελβετική Συνομοσπονδία: «aktiengesellschaft/société anonyme/sociétá anonima», «genossenschaft/société coopérative/sociétá coopérativa, stiftung/fontation/fondazione»·

(20) όσον αφορά την Δημοκρατία της Τσεχίας:«akciová společnost»·

(21) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Εσθονίας: «aktsiaselts»·

(22)  όσον αφορά την Δημοκρατία της Λεττονίας: «akciju sabiedrība», «sabiedrība ar ierobežotu atbildību»·

(23) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Λιθουανίας: «akcinė  bendrovė», «uždaroji akcinė bendrovė»·

(24) όσον αφορά την Δημοκρατία της Ουγγαρίας: «biztosító részvénytársaság», «biztosító  szövetkezet», «harmadik országbelibiztosító magyarországi fióktelepe»·

(25) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Μάλτας: «limited liabilitycompany/kumpannija tà responsabbiltà limitata»·

(26) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Πολωνίας: «spółka akcyjna», «towarzystwo ubezpieczeń wzajemnych»·

(27) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Σλοβενίας: «delniška družba»·

(28) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Σλοβακίας: «akciová spoločnost·

(29) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας: “акционерно дружество”, “взаимозастрахователна кооперация”·

(30) όσον αφορά τη Ρουμανία: “societăți pe acțiuni”, “societăți mutual”·

(31) όσον αφορά τη Δημοκρατία της Κροατίας: “dioničko društvo”, “društvo za uzajamno osiguranje”.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 63)

ΜΕΡΟΣ I — ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ

 

ΜΕΡΟΣ Α

 

ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ ΚΛΑΔΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

1. Λογιστική Βάση:

Οι ασφαλιστικές εργασίες θα πρέπει να λογίζονται πάνω σε ετήσια βάση, παρ' όλον ότι αυτό θα απαιτεί συνήθως να γίνονται κάποιες προβλέψεις κατά την ημερομηνία του ισολογισμού, ειδικά όσον αφορά τις εκκρεμείς απαιτήσεις. Η λογιστική βάση όσον αφορά τις ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως είναι ο κίνδυνος που έχει κερδισθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους (λογιστική με βάση το έτος ατυχήματος).

 

2. Απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων:

Το απόθεμα για μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα θα υπολογίζεται για κάθε ασφαλιστήριο ξεχωριστά. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η μέθοδος των 365ων, όπου τα δεδουλευμένα και μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα υπολογίζονται πάνω σε αυστηρώς καθημερινό καταμερισμό, εκτός από τους κλάδους ασφάλισης όπου τα χαρακτηριστικά του κινδύνου δεν επιτρέπουν την εφαρμογή της μεθόδου αναλογίας και γι' αυτό θα πρέπει να εφαρμοσθούν μέθοδοι υπολογισμού που θα λαμβάνουν υπόψη τους τη διαχρονική εξέλιξη του κινδύνου. Αντί της πιο πάνω μεθόδου επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της μεθόδου των 24ων.

Τα αναβαλλόμενα έξοδα κτήσης (έξοδα που σχετίζονται με ασφαλιστήρια και τα οποία έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους αλλά αφορούν μεταγενέστερο οικονομικό έτος) υπολογίζονται πάνω σε συμβατή βάση με αυτή που χρησιμοποιήθηκε για τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα.

 

3. Απόθεμα κινδύνων σε ισχύ:

Το απόθεμα για κινδύνους σε ισχύ θα υπολογίζεται βάσει των απαιτήσεων και των εξόδων διαχείρισης που ενδέχεται να προκύψουν μετά το τέλος του οικονομικού έτους και σχετίζονται με ασφαλιστήρια που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, στο βαθμό που το προβλεπόμενο ύψος τους υπερβαίνει το απόθεμα για τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και για τα εισπρακτέα ασφάλιστρα.

 

4. Απόθεμα εκκρεμών απαιτήσεων:

(α) Το απόθεμα θα υπολογίζεται, κατά κανόνα, ξεχωριστά για κάθε περίπτωση, βάσει του κόστους που αναμένεται ότι θα προκύψει. Η χρησιμοποίηση στατιστικών μεθόδων είναι δυνατή εφόσον το απόθεμα που δημιουργείται είναι επαρκές λαμβανομένου υπόψη της φύσης των κινδύνων, υπό την προϋπόθεση ότι θα ζητηθεί η εκ των προτέρων γραπτή έγκριση του Εφόρου.

(β) Το απόθεμα αυτό θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τις απαιτήσεις σε σχέση με κινδύνους που έχουν επισυμβεί, αλλά δεν έχουν γνωστοποιηθεί (IBNR) μέχρι την ημερομηνία του ισολογισμού. Για τον υπολογισμό του αποθέματος αυτού, λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία του παρελθόντος όσον αφορά τον αριθμό και το ύψος των αποζημιώσεων που δηλώνονται μετά την ημερομηνία του ισολογισμού.

(γ) Οι δαπάνες για το διακανονισμό των απαιτήσεων λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του αποθέματος, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους.

(δ) Τα ανακτήσιμα ποσά που απορρέουν από την απόκτηση δικαιωμάτων των ασφαλισμένων έναντι τρίτων (υποκατάσταση) ή από την απόκτηση της κατά νόμο κυριότητας των ασφαλισμένων περιουσιακών στοιχείων (διάσωση), τα οποία όμως υπολογίζονται με σύνεση, θα αφαιρούνται από το ποσό του αποθέματος για εκκρεμείς απαιτήσεις. Σε περίπτωση που τα ποσά αυτά είναι σημαντικά, θα πρέπει να αναφέρονται στις σημειώσεις των λογαριασμών.

(ε) Όταν η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να καταβάλει αποζημίωση με τη μορφή ετήσιας προσόδου, το απόθεμα που πρέπει να δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό υπολογίζεται βάσει αναγνωρισμένων αναλογιστικών μεθόδων.

(στ) Απαγορεύεται κάθε συνεπαγόμενη προεξόφληση ρητή προεξόφληση ή μείωση που είτε προκύπτει από την αποτίμηση του αποθέματος για εκκρεμείς απαιτήσεις σε τρέχουσα τιμή κατώτερη από το προβλεπόμενο ποσό του διακανονισμού που θα πραγματοποιηθεί αργότερα είτε γίνεται με άλλο τρόπο.

 

5. Απόθεμα Εξισορρόπησης σε σχέση με κινδύνους πιστώσεων:

Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να διατηρεί, με βάση τα όσα αναφέρονται πιο κάτω, απόθεμα εξισορρόπησης για κάλυψη διακυμάνσεων που προκύπτουν από την εμπειρία σε σχέση με τις απαιτήσεις στον κλάδο πιστώσεων:

(α) Κατά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, η ασφαλιστική επιχείρηση θα πραγματοποιεί μεταφορές από και προς το απόθεμα εξισορρόπησης, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β) μέχρι (θ).

(β) Η ασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να υπολογίζει:

(i) το συνολικό ποσό που θα μεταφέρει προς το απόθεμα εξισορρόπησης σύμφωνα με την παράγραφο (στ)· και

(ii) το συνολικό ποσό που θα μεταφέρει από το απόθεμα εξισορρόπησης σύμφωνα με την παράγραφο (ζ).

(γ) Υπό την αίρεση της υποπαραγράφου (ε), εάν το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί στο απόθεμα εξισορρόπησης υπερβαίνει το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί από το εν λόγω απόθεμα, τότε η επιχείρηση θα μεταφέρει προς το εν λόγω απόθεμα, ποσό ίσο με τη διαφορά που προκύπτει.

(δ) Υπό την αίρεση της υποπαραγράφου (ε), εάν το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί από το απόθεμα εξισορρόπησης υπερβαίνει το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί προς το εν λόγω απόθεμα, τότε η επιχείρηση πρέπει να μεταφέρει από το εν λόγω απόθεμα, είτε ποσό ίσο με τη διαφορά που προκύπτει είτε το ποσό του αποθέματος εξισορρόπησης που έχει μεταφερθεί ως νέο υπόλοιπο από το προηγούμενο οικονομικό έτος, οποιοδήποτε από τα δύο είναι το χαμηλότερο ποσό.

(ε) Εάν η αξία του αποθέματος της εξισορρόπησης του προηγούμενου έτους μαζί με το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί προς το εν λόγω απόθεμα, μείον το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί από το εν λόγω απόθεμα, υπερβαίνει το μέγιστο απόθεμα, το οποίο υπολογίζεται με βάση την υποπαράγραφο (η), η ασφαλιστική επιχείρηση θα μεταφέρει όσο ποσό χρειάζεται, έτσι ώστε το απόθεμα της εξισορρόπησης να ισούται με το μέγιστο απόθεμα.

(στ) Μεταφορές προς: 75% οποιουδήποτε τεχνικού πλεονάσματος που προκύπτει από τις εργασίες του κλάδου πιστώσεων, νοουμένου ότι δεν είναι χαμηλότερο του 12% των καθαρών ασφαλίστρων του εν λόγω κλάδου.

(ζ) Μεταφορές από: ποσά που μεταφέρονται από το απόθεμα εξισορρόπησης στο τέλος του οικονομικού έτους θα ισούνται με το τεχνικό έλλειμμα που προκύπτει από τις εργασίες του εν λόγω κλάδου, κατά το ίδιο οικονομικό έτος.

(η) Το μέγιστο απόθεμα εξισορρόπησης θα ισούται με το 150% του μεγαλύτερου ετήσιου ποσού των καθαρών πραγματοποιηθέντων ασφαλίστρων κατά τα τελευταία 5 προηγούμενα οικονομικά έτη.

(θ) Όταν μια ασφαλιστική επιχείρηση τερματίζει τις εργασίες της όσον αφορά την ασφάλιση πιστώσεων και δεν υπάρχουν μη λήξαντες κίνδυνοι όσον αφορά ζημιές πιστώσεων (creditor losses), τότε η επιχείρηση μπορεί, υπό τον όρο ότι θα πάρει εκ των προτέρων έγκριση από τον Έφορο, να αποδεσμεύσει το απόθεμα εξισορρόπησης όσον αφορά την ασφάλιση πιστώσεων.

 

 

ΜΕΡΟΣ Β

 

ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ

ΚΛΑΔΟΥ ΖΩΗΣ

 

1 .(α) Ο υπολογισμός του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων σε σχέση με τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων Κλάδου Ζωής, (εκτός από υποχρεώσεις οι οποίες κατέστησαν πληρωτέες πριν από την ημερομηνία εκτίμησης) διενεργείται με βάση συνετές αναλογιστικές αρχές οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις λογικές προσδοκίες των κατόχων ασφαλιστηρίων και αφού γίνουν οι αναγκαίες προβλέψεις για όλες τις υποχρεώσεις με βάση συνετές προϋποθέσεις που περιέχουν κατάλληλα περιθώρια για δυσμενή παρέκκλιση από τους σχετικούς συντελεστές.

(β) Ο υπολογισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις μελλοντικές υποχρεώσεις όπως καθορίζονται από τους όρους των ασφαλιστηρίων για κάθε ασφαλιστήριο σε ισχύ, αφού ληφθούν υπόψη τα ασφάλιστρα που θα εισπραχθούν μετά την ημερομηνία υπολογισμού.

(γ) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα της υποπαραγράφου (α), το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων θα υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2 μέχρι 12 και θα λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

(i) Όλες οι εγγυημένες παροχές συμπεριλαμβανομένων των εγγυημένων αξιών εξαγοράς,

(ii) κτηθείσες (vested), δηλωθείσες (declared) ή κατανεμηθείσες (allocated) συμμετοχές στα κέρδη τις οποίες ήδη δικαιούνται συλλογικά ή ατομικά οι ασφαλισμένοι,

(iii) όλες οι επιλογές (options) τις οποίες έχει δικαίωμα να εξασκήσει ο ασφαλισμένος με βάση τους όρους του ασφαλιστηρίου του,

(iv) έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών,

(ν) όλες οι διακριτικές χρεώσεις και αφαιρέσεις,

(νi) οποιαδήποτε δικαιώματα που πηγάζουν από αντασφαλιστικές συμβάσεις σε σχέση με ασφαλίσεις στον Κλάδο Ζωής,

(νιι) Οποιαδήποτε δικαιώματα που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις, σε σχέση με ασφαλίσεις στον Κλάδο Ζωής, οι οποίες έχουν συναφθεί με Φορέα Ειδικού Σκοπού, νοουμένου ότι έχει γίνει προηγουμένως αίτηση από την εταιρεία με πλήρη υποστηρικτικά στοιχεία και αφού τύχει της έγκρισης του Εφόρου.

2. (α) Υπό την επιφύλαξη των υποπαραγράφων (β), (γ) και (δ) πιο κάτω, το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων θα καθορίζεται για κάθε ασφαλιστήριο ξεχωριστά με βάση ένα προβλεπτικό υπολογισμό.

(β) Αναδρομικός υπολογισμός μπορεί να εφαρμοστεί για τον καθορισμό των τεχνικών αποθεμάτων όπου ο προβλεπτικός υπολογισμός δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα συγκεκριμένο είδος ασφαλιστηρίου ή ωφελήματος, ή όπου μπορεί να αποδειχθεί ότι το τελικό ποσό των τεχνικών αποθεμάτων δε θα είναι χαμηλότερο από αυτό που θα υπολογιζόταν αν εφαρμοζόταν ένας συνετός προβλεπτικός υπολογισμός.

(γ) Κατάλληλες προσεγγίσεις ή γενικεύσεις μπορούν να γίνουν όπου αυτές πιθανόν να φέρουν το ίδιο ή μεγαλύτερο αποτέλεσμα από τον επί μέρους υπολογισμό, για το ίδιο ποσό τεχνικών αποθεμάτων σε σχέση με κάθε ασφαλιστήριο.

(δ) Όπου είναι απαραίτητο, επιπρόσθετα ποσά μπορούν να συσταθούν σε συνολική βάση για γενικούς κινδύνους που δεν εξατομικεύονται.

(ε) Η μέθοδος υπολογισμού του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων και οι υποθέσεις που χρησιμοποιήθηκαν, δεν μπορεί να διαφοροποιείται από έτος σε έτος κατά τρόπο ασυνεχή, συνέπεια αυθαίρετων τροποποιήσεων και θα είναι τέτοια ώστε να αναγνωρίζει τη διανομή των κερδών κατά τη διάρκεια ισχύος κάθε ασφαλιστηρίου με τρόπο κατάλληλο.

(στ) Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεμάτων ασφαλιστηρίου που συμμετέχει σε καθορισμένο πλεόνασμα, θα λαμβάνει υπόψη το ύψος των ασφαλίστρων του ασφαλιστηρίου, τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτουν τις υποχρεώσεις, και την πάγια τακτική της ασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με τον τρόπο και το χρόνο διανομής των κερδών ή της απόδοσης προσθέσεων διακριτικής ευχέρειας ανάλογα με την περίπτωση.

3. Το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων που υπολογίζονται σε σχέση με ένα σύνολο ασφαλιστηρίων δε θα είναι μικρότερο από τέτοιο ποσό που, αν οι υποθέσεις που υιοθετήθηκαν για τον υπολογισμό παρέμειναν οι ίδιες και πραγματοποιούνταν, θα επέτρεπαν σε παρόμοια τεχνικά αποθέματα που υπολογίζονταν οποτεδήποτε στο μέλλον να καλυφθούν από πηγές που προέρχονται αποκλειστικά από ασφαλιστήρια και περιουσιακά στοιχεία τα οποία καλύπτουν το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων που καθορίστηκε κατά την υφιστάμενη εκτίμηση.

4. (α) Σε περίπτωση κατά την οποία, επιπρόσθετα καθορισμένα ασφάλιστρα καθίστανται πληρωτέα από τον κάτοχο ασφαλιστηρίου δυνάμει ασφαλιστηρίου (που δεν είναι συνδεδεμένο με επενδύσεις) για το οποίο τα ωφελήματα (εκτός από αυτά που προέρχονται από την κατανομή κερδών) προσδιορίζονται από την αρχή σε σχέση με τα συνολικά ασφάλιστρα που είναι πληρωτέα με βάση αυτό, τότε, τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (δ) και της παραγράφου 5 πιο κάτω:

(i) εφόσον τα ασφάλιστρα που προβλέπονται δυνάμει του ασφαλιστηρίου είναι αμετάβλητα καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία αυτά καθίστανται πληρωτέα, τα ασφάλιστρα που θα εκτιμηθούν δε θα υπερβαίνουν εκείνο το επίπεδο ασφαλίστρων το οποίο, αν αυτά καθίσταντο πληρωτέα για την ίδια περίοδο όπως τα πραγματικά ασφάλιστρα που προβλέπονται δυνάμει του ασφαλιστηρίου και που υπολογίζονται σύμφωνα με το επιτόκιο και τα ποσοστά θνησιμότητας ή αναπηρίας τα οποία θα υιοθετηθούν για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεμάτων τα οποία απορρέουν από το ασφαλιστήριο, θα ήταν επαρκές από την αρχή για την παροχή ωφελημάτων δυνάμει του ασφαλιστηρίου λόγω οποιωνδήποτε απρόβλεπτων περιστατικών για τα οποία τα εν λόγω ασφάλιστρα καθίστανται πληρωτέα, εξαιρουμένων οποιωνδήποτε προσθηκών για κέρδη, δαπάνες ή άλλες επιβαρύνσεις·

(ii) εφόσον τα ασφάλιστρα που προβλέπονται δυνάμει του ασφαλιστηρίου είναι μεταβλητά κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία καθίστανται πληρωτέα, τα ασφάλιστρα που θα εκτιμηθούν δε θα είναι μεγαλύτερα από τα ασφάλιστρα τα οποία θα υπολογιστούν με βάση τις αρχές που αναφέρονται στην πιο πάνω υποπαράγραφο (α)(i), κατάλληλα προσαρμοσμένες έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές στα ασφάλιστρα που είναι πληρωτέα από τον κάτοχο του ασφαλιστηρίου κάθε έτος,

υπό τον όρο ότι τα ασφάλιστρα για εκτίμηση δε θα υπερβαίνουν, για οποιοδήποτε έτος, το ποσό των ασφαλίστρων που καταβάλλονται από τον κάτοχο ασφαλιστηρίου.

(β) Στην περίπτωση κατά την οποία οι αρχικοί όροι ασφαλιστηρίου μετατράπηκαν μετά τη σύναψή του, τότε για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (α), θα λογίζεται ότι οι εν λόγω μετατροπές, όπως αυτές έγιναν, προβλέπονταν από το ασφαλιστήριο κατά το χρόνο σύναψής του. Για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής οι όροι του ασφαλιστηρίου θα θεωρούνται ότι μετατράπηκαν εφόσον η μετατροπή έγινε με οπισθογράφηση του υφιστάμενου ασφαλιστηρίου και όχι με την έκδοση νέου ασφαλιστηρίου.

(γ) Αν δυνάμει ασφαλιστηρίου που δεν είναι συνδεδεμένο με επενδύσεις—

(i) Κάθε ασφάλιστρο το οποίο καταβάλλεται αυξάνει τα ωφελήματα που προβλέπονται από το ασφαλιστήριο (εκτός από τα ωφελήματα που προέρχονται από τη διανομή κερδών), ή

(ii) το ποσό του ασφαλίστρου που είναι πληρωτέο μελλοντικά δε δύναται να προσδιοριστεί μέχρις ότου αυτό καταστεί πληρωτέο,

τότε τα μελλοντικά ασφάλιστρα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις δύνανται να μην ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση εφόσον λαμβάνεται επαρκής πρόνοια κατά οποιουδήποτε κινδύνου αύξησης των υποχρεώσεων της επιχείρησης, σαν αποτέλεσμα της πληρωμής μελλοντικών ασφαλίστρων, οι οποίες δύναται να υπερβούν το ποσό των ασφαλίστρων.

(δ) Μία εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού από αυτή που περιγράφεται στις υποπαραγράφους (α) μέχρι (γ) πιο πάνω, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εφόσον αποδειχθεί ότι τα αποτελέσματα αυτής δεν είναι στο σύνολο τους χαμηλότερα από τα αποτελέσματα της μεθόδου που περιγράφεται στις εν λόγω υποπαραγράφους.

5. (α) Για να ληφθούν υπόψη τα έξοδα κτήσης, το δυνάμει της παραγράφου 4 ανώτατο ασφάλιστρο για εκτίμηση, μπορεί, τηρουμένης της υποπαραγράφου (β) πιο κάτω, να αυξηθεί κατά ποσό όχι μεγαλύτερο ενός ισοδύναμου ποσού, το οποίο καλύπτει ολόκληρη την περίοδο πληρωμής ασφαλίστρων και υπολογίζεται σύμφωνα με το επιτόκιο και τα ποσοστά θνησιμότητας ή αναπηρίας τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του ασφαλιστηρίου, που ανέρχεται σε τρία και μισό τοις εκατό (3,5%) του σχετικού ποσού του κεφαλαίου.

Νοείται ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις και νοουμένου ότιεξασφαλίζεται η εκ των προτέρων γραπτή έγκριση τουΕφόρου, το προαναφερόμενο ποσοστό του τρία και μισό τοιςεκατό (3.5%)  μπορεί να αυξηθεί μέχρι πέντε τοις εκατό(5%).

(β) Η αύξηση που επιτρέπεται από την πιο πάνω υποπαράγραφο (α) υπόκειται στον περιορισμό ότι το ποσό του εκτιμηθέντος μελλοντικού ασφαλίστρου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ασφάλιστρο που είναι πράγματι πληρωτέο από τον κάτοχο ασφαλιστηρίου.

(γ) Για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής «σχετικό ποσό κεφαλαίου» (Relevant capital sum) σημαίνει—

(i) Για ισόβιες ασφαλίσεις ζωής, (whole life assurances), το ασφαλισμένο ποσό·

(ii) για ασφαλιστήρια όπου το ποσό καθίσταται πληρωτέο στη λήξη ή σε περίπτωση θανάτου που επέρχεται νωρίτερα, το ποσό που είναι πληρωτέο με τη λήξη ή το θάνατο·

(iii) για αναβαλλόμενες προσόδους ζωής, την αξία της προσόδου που κεφαλαιοποιήθηκε κατά την ημερομηνία της έναρξής της ή το κατ' επιλογή εφάπαξ ποσό αν αυτό είναι μεγαλύτερο·

(iv) για μακροπρόθεσμα ασφαλιστήρια που συνδέονται με επενδύσεις, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των πιο πάνω υποπαραγράφων (γ)(i) έως (γ)(ii), το μικρότερο από τα ακόλουθα:

το εκάστοτε ποσό το οποίο καθίσταται πληρωτέο με το θάνατο, ή

το σύνολο των εκάστοτε αξιών των μεριδίων τα οποία κατανέμονται στο ασφαλιστήριο και το ολικό ποσό των ασφαλίστρων που παραμένουν για πληρωμή κατά τη διάρκεια τέτοιου μέρους της περιόδου του ασφαλιστηρίου που θεωρείται κατάλληλο για σκοπούς zillmerisation ή αν τα εν λόγω ασφάλιστρα καθίστανται πληρωτέα πέραν της ηλικίας των εβδομήντα πέντε ετών, μέχρι την ηλικία αυτή.

(ν) για πρόσκαιρες ασφαλίσεις το ασφαλισμένο ποσό κατά την ημερομηνία εκτίμησης των τεχνικών αποθεμάτων.

6. (α) Το επιτόκιο με βάση το οποίο θα υπολογίζεται η παρούσα αξία μελλοντικών πληρωμών που θα διενεργηθούν από ή υπέρ ασφαλιστικής επιχείρησης δε θα είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο που υπολογίζεται από συνετή εκτίμηση των αποδόσεων των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν τις εργασίες στον Κλάδο Ζωής και, όπου είναι κατάλληλο, οι αποδόσεις που αναμένονται να εξασφαλιστούν από ποσά που θα επενδυθούν στο μέλλον.

(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (α) πιο πάνω, η λαμβανόμενη απόδοση του περιουσιακού στοιχείου που αντιπροσωπεύει τις εργασίες στον Κλάδο Ζωής, πριν οποιαδήποτε αναπροσαρμογή η οποία λαμβάνει υπόψη την επίδραση της φορολογίας, δε θα υπερβαίνει την απόδοση του περιουσιακού αυτού στοιχείου που υπολογίζεται σύμφωνα με τις υποπαραγράφους (γ) μέχρι (στ) πιο κάτω, μειωμένης κατά πέντε τοις εκατό (5%) της απόδοσης αυτής.

(γ) Για τους σκοπούς του υπολογισμού της απόδοσης ενός περιουσιακού στοιχείου, αυτό θα αποτιμάται σύμφωνα με τις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(δ) Για επενδύσεις με σταθερό επιτόκιο η απόδοση ενός περιουσιακού στοιχείου, τηρουμένης της υποπαραγράφου (στ) πιο κάτω, θα είναι το ετήσιο επιτόκιο το οποίο, εάν χρησιμοποιηθεί στον υπολογισμό της σημερινής αξίας των μελλοντικών πληρωμών των τόκων πριν από την αφαίρεση του φόρου και τη σημερινή αξία της αποπληρωμής του κεφαλαίου, θα είχε ως αποτέλεσμα το άθροισμα των ποσών αυτών να είναι ίσο με την αξία του περιουσιακού στοιχείου.

(ε) Για μετοχές ή ακίνητη περιουσία, η απόδοση ενός περιουσιακού στοιχείου, τηρουμένης της υποπαραγράφου (στ) πιο κάτω, θα είναι ο λόγος των εσόδων πριν τη φορολογία που θα εισπράττονταν, στην περίοδο των 12 μηνών που ακολουθούν μετά την ημερομηνία υπολογισμού, προς την αξία του περιουσιακού αυτού στοιχείου, με βάση την προϋπόθεση ότι το περιουσιακό αυτό στοιχείο θα κρατηθεί καθ' όλη την περίοδο αυτή και ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν το εισόδημα θα παραμείνουν οι ίδιοι, λαμβάνοντας υπόψη οποιεσδήποτε αλλαγές σε τέτοιους παράγοντες που είναι γνωστές κατά την ημερομηνία υπολογισμού.

(στ) Για τον υπολογισμό της απόδοσης ενός περιουσιακού στοιχείου σύμφωνα με την παράγραφο αυτή—

(i) Εάν αυτό δεν είναι μετοχές ή ακίνητη περιουσία—

θα πρέπει να γίνει μία συνετή αναπροσαρμογή ώστε να εξαιρεθεί το μέρος αυτό της απόδοσης που υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύει αποζημίωση για τον κίνδυνο μη διατήρησης του εσόδου από το περιουσιακό αυτό στοιχείο, ή μή τακτικής αποπληρωμής του κεφαλαίου όπως αναμενόταν και εφαρμόζοντας την αναπροσαρμογή αυτή, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όπου είναι εφικτό, η απόδοση επενδύσεων, που δεν εμπερικλείουν οποιοδήποτε κίνδυνο, παρόμοιας διάρκειας και του ίδιου νομίσματος.

(ii) για τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι μετοχές ή ακίνητη περιουσία, θα πρέπει να γίνονται οι απαραίτητες αναπροσαρμογές στην απόδοση, ώστε να εξαιρείται το μέρος της απόδοσης από κάθε κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό υπάρχει, που χρειάζεται για αποζημίωση του κινδύνου μή διατήρησης των ολικών εσόδων του περιουσιακού στοιχείου από χρόνο σε χρόνο. Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου αυτής «κατηγορία περιουσιακού στοιχείου» αποτελούν περιουσιακά στοιχεία παρόμοιας φύσης, διάρκειας και βαθμού κινδύνου.

(ζ) Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί το επιτόκιο που καθορίζεται για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (α), να υπερβαίνει την αναπροσαρμοσμένη ολική απόδοση των περιουσιακών στοιχείων που υπολογίζεται ως ο σταθμικός μέσος όρος (weighted average) των μειωμένων αποδόσεων των ξεχωριστών περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου (β), και όταν ο σταθμικός μέσος όρος υπολογισθεί -

(i)  το βάρος που δίνεται σε κάθε επένδυση θα είναι η αξία της, υπολογισμένη σύμφωνα με τις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου· και

(ii) η απόδοση μαζί με την αξία οποιωνδήποτε συνδεδεμένων περιουσιακών στοιχείων δεν θα περιλαμβάνεται στον υπολογισμό, εκτός σε σχέση με το επιτόκιο που χρησιμοποιήθηκε για την αποτίμηση των πληρωμών ωφελημάτων συνδεδεμένων με περιουσία.

(η) Το μέγιστο επιτόκιο το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί πριν οποιαδήποτε αναπροσαρμογή η οποία λαμβάνει υπόψη τις επιδράσεις της φορολογίας θα είναι το μικρότερο από—

(i) Την απόδοση που υπολογίζεται με βάση τις πρόνοιες της υποπαραγράφου (β) πιο πάνω· και

(ii) τη διαθέσιμη απόδοση των μακροπρόθεσμων κυβερνητικών χρεογράφων, όπου «μακροπρόθεσμα» ορίζεται ως η μέγιστη χρονική διάρκεια των διαθέσιμων κυβερνητικών χρεογράφων που έχουν εκδοθεί, αλλά που δεν υπερβαίνει τα 15 χρόνια, με μέγιστο επιτόκιο το 7,5% ετησίως.

(θ) Για τους σκοπούς καθορισμού των επιτοκίων που θα χρησιμοποιηθούν στον υπολογισμό μιας καθορισμένης κατηγορίας ασφαλιστηρίων, τα περιουσιακά στοιχεία, όπου είναι εφαρμόσιμο, θα πρέπει να διαχωριστούν εικαστικά μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών ασφαλιστηρίων.

(ι) Στην περίπτωση που τα τεχνικά αποθέματα είναι εκφρασμένα σε διαφορετικό νόμισμα από την κυπριακή λίρα, το επιτόκιο θα καθορίζεται με βάση υποθέσεις που είναι τόσο συνετές όσο εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς των υποπαραγράφων (γ) μέχρι (θ) πιο πάνω, μεταφρασμένες στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας που είναι σχετική με το νόμισμα αυτό.

7. Το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων σε σχέση με οποιασδήποτε κατηγορία ασφαλιστηρίων θα υπολογίζεται, όπου είναι σχετικό, με βάση κατάλληλα συνετά ποσοστά θνησιμότητας και αναπηρίας. Τα ποσοστά που χρησιμοποιούνται θα βασίζονται σε σχετικούς πίνακες θνησιμότητας και αναπηρίας που εκδίδονται διεθνώς, αναπροσαρμοσμένα ανάλογα, ώστε να αντιπροσωπεύουν τις εμπειρίες της επιχείρησης και της αγοράς στο κράτος που βρίσκονται οι υποχρεώσεις.

8. (α) Πρόνοια για έξοδα, είτε έμμεσα, είτε άμεσα, δε θα είναι μικρότερη από το ποσό που είναι απαραίτητο, με βάση συνετές υποθέσεις, να καλύψει το συνολικό καθαρό κόστος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση της φορολογίας, που πιθανόν να πραγματοποιηθούν, από όλα τα εν ισχύ ασφαλιστήρια, ως εάν η ασφαλιστική επιχείρηση έπαυε να συνάπτει νέα ασφαλιστήρια δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία εκτίμησης.

(β) Η πρόνοια που αναφέρεται στην πιο πάνω υποπαράγραφο (α) θα αφορά, μεταξύ άλλων, τα πραγματικά έξοδα της επιχείρησης κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών πριν από την ημερομηνία εκτίμησης, καθώς και τον επηρεασμό του πληθωρισμού στα μελλοντικά έξοδα, με βάση συνετές υποθέσεις σε σχέση με μελλοντικά ποσοστά αύξησης των τιμών και των εισοδημάτων.

9. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, είτε έμμεσα, είτε άμεσα, οι μελλοντικές αποδόσεις ασφαλιστηρίων που συμμετέχουν στα κέρδη, με τρόπο που είναι συνεπής με τις άλλες υποθέσεις σε σχέση με τις μελλοντικές εμπειρίες καθώς και με τις υφιστάμενες μεθόδους κατανομής των κερδών.

10. (α) Πρέπει να γίνεται σχετική πρόνοια, με βάση συνετές υποθέσεις, για την κάλυψη οποιασδήποτε αύξησης των υποχρεώσεων ως συνέπεια της άσκησης δικαιωμάτων επιλογής από τους κατόχους ασφαλιστηρίων, δυνάμει των εν λόγω ασφαλιστηρίων.

(β) Στις περιπτώσεις όπου το ασφαλιστήριο προβλέπει δικαίωμα επιλογής σύμφωνα με to οποίο ο κάτοχος ασφαλιστηρίου δύναται να εξασφαλίσει εγγυημένη πληρωμή σε μετρητά εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία εκτίμησης, η πρόνοια για το εν λόγω δικαίωμα επιλογής θα είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζει ότι η αξία η οποία έχει αποδοθεί στο ασφαλιστήριο δεν είναι μικρότερη από το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των πληρωμών οι οποίες θα διενεργηθούν σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος επιλογής.

(γ) Στις περιπτώσεις όπου η αξία εξαγοράς ενός ασφαλιστηρίου είναι εγγυημένη, η πρόνοια για το ασφαλιστήριο αυτό θα πρέπει να είναι πάντοτε τουλάχιστο τόση όση η εγγυημένη αξία κατά τέτοιο χρόνο.

11. Κανένα ασφαλιστήριο Κλάδου Ζωής δε θα εκλαμβάνεται ως στοιχείο του ενεργητικού.

12. Στις περιπτώσεις όπου τα πληρωτέα ωφελήματα δυνάμει ασφαλιστηρίου είναι εξ' ολοκλήρου ή μερικώς συνδεδεμένα ωφελήματα , το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων που καθορίζεται σε σχέση με αυτά τα συνδεδεμένα ωφελήματα δεν πρέπει να είναι μικρότερο από την αξία των περιουσιακών στοιχείων που τα αντιπροσωπεύουν και τα οποία αποτιμούνται σύμφωνα με τις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις.

13. Κατά την εκτίμηση οποιουδήποτε ασφαλιστηρίου δεν επιτρέπεται πίστωση για εκούσιο τερματισμό αν το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων που προσδιορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό θα μειωνόταν ως αποτέλεσμα του εν λόγω τερματισμού.

14. Ο υπολογισμός του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων από εργασίες στον Κλάδο Ζωής θα λαμβάνει υπόψη τη φύση (συμπεριλαμβανομένης και της φύσης του νομίσματος) και τη διάρκεια των περιουσιακών στοιχείων τα οποία αντιπροσωπεύουν το απόθεμα των εργασιών αυτών και την αξία τους, και θα περιλαμβάνει συνετές πρόνοιες έναντι της επίδρασης από πιθανές μελλοντικές μεταβολές στην αξία των περιουσιακών στοιχείων σε σχέση με—

(α) Την ικανότητα της εταιρείας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από ασφαλιστήρια Κλάδου Ζωής, όταν αυτές εγείρονται· και

(β) την επάρκεια των περιουσιακών στοιχείων να εκπληρώσουν τις καθορισμένες υποχρεώσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 2 μέχρι 13 πιο πάνω.

 

ΜΕΡΟΣ II — ΚΑΝΟΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

ΜΕΡΟΣ Γ

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΣΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΛΑΔΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

 

Η αρχή της νομισματικής αντιστοιχίας που ισχύει σε περίπτωση ασφαλίσεων του Κλάδου Γενικής Φύσεως, εφαρμόζεται ως ακολούθως:

1. Οι υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται απαιτητέες στο νόμισμα του ασφαλίσματος.

2. Σε περίπτωση που το νόμισμα δεν ορίζεται, οι υποχρεώσεις αυτές θεωρούνται ότι είναι απαιτητέες στο νόμισμα της χώρας που βρίσκεται ο κίνδυνος ή κατ' επιλογήν της ασφαλιστικής επιχείρησης, στο νόμισμα στο οποίο καταβάλλονται τα ασφάλιστρα, εφόσον συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή αυτή, ιδιαίτερα εάν κατά το χρόνο σύναψης του ασφαλιστηρίου φαίνεται πιθανόν ότι μια αποζημίωση θα καταβληθεί στο νόμισμα στο οποίο καταβάλλονται τα ασφάλιστρα και όχι στο νόμισμα της χώρας όπου βρίσκεται ο κίνδυνος.

3. Ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να καταβάλει το ασφάλισμα στο νόμισμα που της υπαγορεύει η πείρα της ή στην περίπτωση έλλειψης τέτοιας πείρας στο νόμισμα της χώρας εγκατάστασής της, στην περίπτωση ασφαλιστηρίων που καλύπτουν κινδύνους—

(α) Στον κλάδο σιδηροδρομικών οχημάτων, στον κλάδο αεροσκαφών, στον κλάδο πλοίων, στον κλάδο μεταφερόμενων εμπορευμάτων, στον κλάδο ευθύνης από αεροσκάφη, στον κλάδο ευθύνης σκαφών και στον κλάδο γενικής ευθύνης·

(β) στους υπόλοιπους κλάδους που περιλαμβάνονται στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, εφόσον το επιβάλλει η φύση των κινδύνων, η κάλυψη θα παρέχεται σε νόμισμα διαφορετικό από αυτό που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της παραγράφου 2.

4. Όταν μια απαίτηση δηλώθηκε στην ασφαλιστική επιχείρηση και είναι πληρωτέα σε καθορισμένο νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω παραγράφων, οι υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται απαιτητέες σ' αυτό το νόμισμα, δηλαδή σε εκείνο στο οποίο η αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει η ασφαλιστική επιχείρηση καθορίστηκε με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλισμένου.

5. Όταν απαίτηση αποτιμάται σε νόμισμα που η ασφαλιστική επιχείρηση γνωρίζει εκ των προτέρων αλλά που είναι διαφορετικό από το νόμισμα που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω παραγράφων, η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να θεωρήσει τις υποχρεώσεις της απαιτητέες στο νόμισμα αυτό.

6. Ασφαλιστική επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση νομισματικής αντιστοιχίας για τις υποχρεώσεις της σε ένα νόμισμα, εφόσον αυτές δεν υπερβαίνουν το 7% των εγκεκριμένων επενδύσεών της που εκφράζονται σε άλλα νομίσματα.

7. Όταν οι υποχρεώσεις είναι απαιτητέες σε νόμισμα άλλο από αυτό της Δημοκρατίας ή νόμισμα Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τότε ο Έφορος μπορεί να μην απαιτεί την εφαρμογή της αρχής της νομισματικής αντιστοιχίας από την ασφαλιστική επιχείρηση, αν υπάρχουν ρυθμίσεις που διέπουν τις επενδύσεις στο νόμισμα αυτό, αν το νόμισμα αυτό υπόκειται σε συναλλαγματικούς περιορισμούς, ή αν, για παρόμοιους λόγους, το εν λόγω νόμισμα δεν είναι κατάλληλο για την επένδυση των τεχνικών αποθεμάτων.

Η εφαρμογή της πιο πάνω περίπτωσης καθορίζεται με απόφαση του Εφόρου, αφού λάβει προηγουμένως υπόψη του, την άποψη της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

8. Ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να καλύπτει τις υποχρεώσεις της με περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι νομισματικά αντίστοιχα σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 20% των υποχρεώσεών της σε συγκεκριμένο νόμισμα.

9. Η υποχρέωση για νομισματική αντιστοιχία, όταν οι υποχρεώσεις είναι εκφρασμένες στο νόμισμα της Δημοκρατίας ή σε νομίσματα Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., θεωρείται ότι έχει τηρηθεί όταν τα στοιχεία του ενεργητικού εκφράζονται σε Ευρώ ή στο νόμισμα της Δημοκρατίας.

10.  Αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να καλύπτει τις υποχρεώσεις της με περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι νομισματικά αντίστοιχα σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 30% των υποχρεώσεων της σε συγκεκριμένο νόμισμα.

 

ΜΕΡΟΣ Δ

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΣΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΛΑΔΟΥ ΖΩΗΣ

 

Η αρχή της νομισματικής αντιστοιχίας που ισχύει σε περίπτωση ασφαλίσεων του Κλάδου Ζωής, εφαρμόζεται ως ακολούθως:

1. Οι υποχρεώσεις ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται απαιτητέες στο νόμισμα του ασφαλισμένου ποσού που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο.

2. Ασφαλιστική επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση νομισματικής αντιστοιχίας για τις υποχρεώσεις της σε ένα νόμισμα, εφόσον οι εγκεκριμένες επενδύσεις της σε συγκεκριμένο νόμισμα δεν υπερβαίνουν το 7% των υπόλοιπων εγκεκριμένων επενδύσεων της εκφρασμένων σε όλα τα άλλα νομίσματα.

3. Όταν οι υποχρεώσεις είναι απαιτητέες σε νόμισμα άλλο από αυτό της Δημοκρατίας ή νόμισμα Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τότε ο Έφορος μπορεί να μην απαιτεί την εφαρμογή της αρχής της νομισματικής αντιστοιχίας από την ασφαλιστική επιχείρηση, αν υπάρχουν ρυθμίσεις που διέπουν τις επενδύσεις στο νόμισμα αυτό, αν το νόμισμα αυτό υπόκειται σε συναλλαγματικούς περιορισμούς, ή αν, για παρόμοιους λόγους, το εν λόγω νόμισμα δεν είναι κατάλληλο για την επένδυση των τεχνικών αποθεμάτων.

Η εφαρμογή της πιο πάνω περίπτωσης καθορίζεται σε απόφαση του Εφόρου, αφού λάβει προηγουμένως υπόψη του την άποψη της Κεντρικής Τράπεζας.

4. Ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να καλύπτει τις υποχρεώσεις της με περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι νομισματικά αντίστοιχα σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 20% των υποχρεώσεών της σε συγκεκριμένο νόμισμα.

5. Η υποχρέωση για νομισματική αντιστοιχία, όταν οι υποχρεώσεις είναι εκφρασμένες στο νόμισμα της Δημοκρατίας ή σε νομίσματα Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., θεωρείται ότι έχει τηρηθεί όταν τα στοιχεία του ενεργητικού εκφράζονται σε Ευρώ ή στο νόμισμα της Δημοκρατίας.

6. Αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να καλύπτει τις υποχρεώσεις της με περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι νομισματικά αντίστοιχα σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 30% των υποχρεώσεων της σε συγκεκριμένο νόμισμα.

ΠΕΜΠΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΕΜΠΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 67)

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΛΑΔΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

ΜΕΡΟΣ Α

ΣΥΝΘΕΣΗ

Η σύνθεση του περιθωρίου φερεγγυότητας (διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας) που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 67, σ’ ότι αφορά τις εργασίες κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή και αλληλοασφαλιστικού οργανισμού καλουμένων από κοινού στο παρόν Παράρτημα ως «ασφαλιστική επιχείρηση» στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, απαρτίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

(1) Το  καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ή εάν πρόκειται γιααλληλοασφαλιστικό οργανισμό, το αλληλοασφαλιστικό ποσό που αρχικά έχει καταβληθεί αφού  προστεθούν οι λογαριασμοί των μελών, οι οποίοι πληρούν σωρευτικά τα πιο κάτω κριτήρια:

(α) οι καταστατικές του διατάξεις προβλέπουν ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα  μέλη, μόνο εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του διαθέσιμου περιθωρίου  φερεγγυότητας κάτω του απαιτούμενου επιπέδου ή εάν, μετά από τη διάλυση του οργανισμού, έχουν εξοφληθεί όλα τα  χρέη του οργανισμού·

(β) οι καταστατικές του διατάξεις προβλέπουν, όσον αφορά οποιαδήποτε πληρωμή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α) για άλλους λόγους  εκτός από τον ατομικό τερματισμό της ιδιότητας του  μέλους, ότι ο Έφορος ενημερώνεται τουλάχιστο πριν από  ένα μήνα και ότι μπορεί, εντός της περιόδου αυτής, να απαγορεύσει την πληρωμή·

(γ) οι σχετικές καταστατικές του  διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν μόνο αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για την τροποποίηση, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στις υποπαραγράφους(α) και (β)·

(2) Κατόπιν  αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου,   το ήμισυ του μη καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου ή αρχικού αλληλοασφαλιστικού ποσού, εφόσον το ποσό που έχει καταβληθεί ανέρχεται στο 25% του μετοχικού κεφαλαίου ή τέτοιου αρχικού αλληλοασφαλιστικού ποσού, μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του ελαχίστου περιθωρίου φερεγγυότητας.

(3) Τα αποθεματικά (προβλεπόμενα από τον παρόντα Νόμο και ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις  που προκύπτουν από ασφαλιστήρια ούτε και κατατάσσονται στα αποθεματικά εξισορρόπησης·

(4) Τα κέρδη ή τις ζημιές που μεταφέρονται  στο νέο οικονομικό έτος μετά την αφαίρεση των μερισμάτων που θα καταβληθούν.

(5) Κατόπιν  αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από  γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, οι συμπληρωματικές εισφορές που είναι δυνατό νααπαιτήσουν οι αλληλοασφαλιστικοί οργανισμοί που εισπράττουν μεταβλητές  εισφορές από τα μέλη τους μέσω προσκλήσεων για την καταβολή συμπληρωματικών εισφορών για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος, μέχρι το μισό της διαφοράς μεταξύ των μεγίστων εισφορών που μπορεί να απαιτηθούν και των πράγματικαταβληθεισών  εισφορών, υπό τον όρο ότι δεν υπερβαίνουν το 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας:

Νοείται ότι, ο ΄Εφορος καθορίζει σε Οδηγίες, που εκδίδει δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 70, τις κατευθυντήριες γραμμές που θέτουν τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων μπορούν να γίνονται αποδεκτές συμπληρωματικές συνεισφορές.

(6) Κατόπιν  αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, τα καθαρά αφανή αποθέματα (hidden reserves) που προκύπτουν λόγω χαμηλότερης εκτίμησης στοιχείων του ενεργητικού, στο βαθμό που τα καθαρά αποθέματα αυτά δεν είναι  ασυνήθιστης φύσεως·

(7) Νοουμένου ότι εξασφαλίζεται γραπτή έγκριση του Εφόρου, το σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο και τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης, μπορούν να περιληφθούν μόνο μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, από το οποίο όχι περισσότερο από 25% αποτελείται  από δάνεια μειωμένης διασφάλισης με καθορισμένη λήξη ή σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο με καθορισμένη διάρκεια, νοουμένου ότι  σε περίπτωση εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης, υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες, βάσει των οποίων, τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης ή το προνομιούχο  μετοχικό κεφάλαιο, κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις  όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων χρεών που εκκρεμούν κατά το χρόνο αυτό·

Στην περίπτωση δανείων μειωμένης διασφάλισης, αυτά πρέπει να πληρούν επιπρόσθετα τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) να μην προέρχονται από οποιαδήποτε θυγατρική εταιρεία ή από εταιρεία που ελέγχεται από την ασφαλιστική επιχείρηση και να μην αποτελούν επένδυση τεχνικών αποθεμάτων οποιασδήποτε ασφαλιστικής επιχείρησης που τα χορήγησε ή στοιχείο περιθωρίου φερεγγυότητας της ασφαλιστικής αυτής επιχείρησης. Οποιαδήποτε τέτοια δάνεια αναλύονται σε σημείωμα που επισυνάπτεται στις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης, διαχωρίζοντας τα κατά δανειστή·

(β) να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί·

(γ) η αρχική διάρκεια των δανείων με καθορισμένη λήξη πρέπει να είναι τουλάχιστο πενταετής. Το αργότερο  ένα χρόνο πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής, η ασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στον  Έφορο για έγκριση σχέδιο, που ορίζει με ποιο τρόπο το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας θα  διατηρηθεί ή θα αυξηθεί στο απαιτούμενο επίπεδο  κατά την ημερομηνία αποπληρωμής του δανείου, εκτός εάν το ποσό μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να καταταχθεί ως συστατικό μέρος του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας, μειώνεται  σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστο χρόνια  πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής. Ο Έφορος δύναται να επιτρέψει την εξόφληση των δανείων αυτών πριν από τη λήξη τους,  εφόσον υποβληθεί η σχετική αίτηση από την εκδότρια ασφαλιστική επιχείρηση και, εφόσον το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας της δε θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου·

(δ) τα δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας ή εκτός εάν έχει προηγουμένως εξασφαλισθεί η  σύμφωνη γνώμη του Εφόρου για την πρόωρη εξόφληση τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει τον Έφορο τουλάχιστον  έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο περιθώριο  φερεγγυότητας και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της πριν και μετά την εξόφληση αυτή. Ο Έφορος επιτρέπει την εξόφληση μόνον εάν το διαθέσιμο περιθώριο  φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης δε θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου·

(ε) η σύμβαση χορήγησης του δανείου δεν πρέπει να περιλαμβάνει ρήτρες που να προβλέπουν ότι το δάνειο θα καταστεί πληρωτέο πριν από τις συμφωνημένες ημερομηνίες εξόφλησης, εκτός από την περίπτωση, κατά την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση θα τεθεί σε εκκαθάριση·

(στ) η σύμβαση χορήγησης του δανείου μπορεί να τροποποιηθεί μόνον αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν αντιτίθεται στην προτεινόμενη τροποποίηση·

(8) Τους τίτλους χωρίς καθορισμένη λήξη και άλλους τίτλους, περιλαμβανομένων των σωρευτικών προνομιούχων μετοχών, εκτός από αυτές  που αναφέρονται στην παράγραφο (7), μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, για το σύνολο  των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης διασφάλισης που αναφέρονται στην παράγραφο (7), νοουμένου ότι πληρούν τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου·

(β) η σύμβαση έκδοσης των τίτλων παρέχει στην ασφαλιστική επιχείρηση  τη  δυνατότητα να αναβάλει την καταβολή των τόκων του δανείου·

(γ) οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι της ασφαλιστικής επιχεί-ρησης πρέπει να κατατάσσονται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων  των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη διασφάλιση·

(δ) τα σχετικά έγγραφα με την έκδοση των τίτλων προβλέπουν τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών από το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής επιχείρησης·

(ε) μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί λαμβάνονται υπόψη.

(9) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η ασφαλιστική επιχείρηση.

(10) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό-

(α)  συμμετοχών, τις οποίες κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε-

(i) ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(ii) αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(iii) ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου,

(iv) πιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1977 μέχρι (Αρ.3) του 2004,

(v)  Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, κατά την έννοια των περί Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμων του 2002 έως (Αρ.2) του 2004 και των Οδηγιών πουεκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

(β)  καθενός από τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α), στις οποίες κατέχει συμμετοχή:

(i)  Τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο  (7) του Μέρους Α του Πέμπτου Παραρτήματος,

(ii)  τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (5) του Μέρους Α του ΄Εκτου Παραρτήματος,

(iii)  οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται σε Οδηγίες που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 22 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004:

Νοείται ότι, ως εναλλακτική λύση για την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένες Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας και σε εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004, ο ΄Εφορος δύναται να επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1, 2 ή 3 που περιγράφονται στις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, νοουμένου ότι η μέθοδος 1 αναφορικά με τη λογιστική ενοποίηση εφαρμόζεται μόνον εφόσον ο ΄Εφορος είναι πεπεισμένος για το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης, και η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικά σταθερό:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, δεν είναι απαραίτητο να αφαιρούν τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχουν σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ., αναγνωρισμένη  Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, που εμπίπτουν στη συμπληρωματική εποπτεία:

Νοείται επίσης περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς της αφαίρεσης των συμμετοχών που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ως συμμετοχή νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 2.

ΜΕΡΟΣ Β

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

(1) Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας σ’ ότι αφορά την άσκηση εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως καθορίζεται, είτε σε σχέση με το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων ή των αλληλοασφαλιστικών εισφορών του τελευταίου οικονομικού έτους (πρώτο αποτέλεσμα), είτε σε σχέση με τη μέση επιβάρυνση των ασφαλιστικών απαιτήσεων των τριών τελευταίων οικονομικών ετών (δεύτερο αποτέλεσμα). Στην περίπτωση όμως επιχείρησης, η οποία ασκεί βασικά μόνον ένα ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεων, θύελλας, χαλαζιού ή παγετού, λαμβάνονται υπόψη τα επτά  τελευταία οικονομικά έτη ως περίοδος αναφοράς του μέσου όρου επιβάρυνσης των ασφαλιστικών απαιτήσεων.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, το ύψος του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το μεγαλύτερο από τα πιο κάτω αποτελέσματα:

(α) Για σκοπούς υπολογισμού του πρώτου αποτελέσματος, λαμβάνεται υπόψη:

-είτε το ποσό των μεικτών (gross written) κατά το τελευταίο οικονομικό έτος εγγεγραμμένων ασφαλίστρων ή  αλληλοασφαλιστικών εισφορών, όπως υπολογίζονται κατωτέρω· είτε

- το ποσό των μεικτών δεδουλευμένων (earned) κατά το τελευταίο οικονομικό έτος ασφαλίστρων ή αλληλοασφαλιστικών εισφορών,κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

οποιοδήποτε από τα δύο ποσά είναι μεγαλύτερο.

Τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές σε σχέση με τους  κλάδους  11, 12, και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος αυξάνονται κατά 50%.

Αθροίζονται τα ασφάλιστρα ή οι αλληλοασφαλιστικές εισφορές (συμπεριλαμβανομένων και των επιπρόσθετων δικαιωμάτων) που κατεβλήθησαν για πρωτασφαλίσεις κατά το τελευταίο οικονομικό έτος

Στο σύνολο αυτό, προστίθεται το ποσό των αντασφαλίστρων που έγιναν δεκτά κατά το τελευταίο οικονομικό έτος.

Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων ή αλληλοασφαλιστικών εισφορών που ακυρώθηκαν κατά το τελευταίο οικονομικό έτος και το συνολικό ποσό των φόρων και τελών που αντιστοιχούν  στα πιο πάνω ασφάλιστρα ή τις αλληλοασφαλιστικές εισφορές.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω κατανέμεται  σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μέρος αντιστοιχεί σε ποσό που  δεν  υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των  πενήντα εκατομμυρίων Ευρώ (Є50.000.000) και το δεύτερο μέρος αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ποσό.

Στο πρώτο μέρος της πιο πάνω κατανομής εφαρμόζεται το ποσοστό του 18%, στο δεύτερο μέρος το ποσοστό του 16% και τα ποσά που προκύπτουν προστίθενται.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω πολλαπλασιάζεται με  τον λόγο του ποσού των απαιτήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη προς το ποσό των ακαθάριστων αυτών απαιτήσεων.  Ο λόγος αυτός δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερος του 50%.

Κατόπιν γραπτής έγκρισης του Εφόρου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους για την ταξινόμηση των ασφαλίστρων ή των εισφορών στους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος.

Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

(β) Για σκοπούς υπολογισμού του δεύτερου αποτελέσματος, προστίθενται τα πιο κάτω ποσά:

-Ασφαλιστικές αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν για πρωτασφαλίσεις, χωρίς την αφαίρεση των ποσών που πληρώθηκαν από αντασφαλίσεις εκδοχέων και αντεκδοχέων, κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων οικονομικών ετών ή των επτά τελευταίων οικονομικών ετών όταν πρόκειται περί επιχείρησης που κατά βάση ασκεί ένα μόνο ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεως, θύελλας, χαλαζιού ή παγετού.Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και  μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

-Αποζημιώσεις που έχουν καταβληθεί λόγω αποδοχής     αντασφαλίσεων ή αντεκχωρήσεων κατά τη διάρκεια των ιδίων αυτών περιόδων που αναφέρονται πιο πάνω.

-Προβλέψεις για εκκρεμείς ασφαλιστικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν  στο  τέλος του τελευταίου οικονομικού έτους, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις, όσο και για τις αποδοχές αντασφαλίσεων.

Από το πιο πάνω άθροισμα, αφαιρούνται  τα ποσά των ανακτήσεων κατά τις περιόδους αναφοράς που αναφέρονται πιο πάνω.

Από το ποσό που απομένει, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς ασφαλιστικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν κατά την έναρξη του δεύτερου οικονομικού έτους που προηγείται του τελευταίου οικονομικού έτους που έκλεισε, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις, όσο και τις ληφθείσες αντασφαλίσεις. Εάν η καθοριζόμενη στο παρόν Παράρτημα περίοδος αναφοράς ισούται με επτά έτη, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς  ασφαλιστικές απαιτήσεις, οι οποίες δημιουργήθηκα στην αρχή του έκτου οικονομικού έτους που προηγείται του τελευταίου οικονομικού έτους που έκλεισε.

Το ένα τρίτο, ή το ένα έβδομο του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, ανάλογα με την χρονική περίοδο αναφοράς που ορίζεται στο παρόν Παράρτημα, κατανέμεται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μέρος αντιστοιχεί σε ποσό που δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριάντα πέντε εκατομμυρίων Ευρώ (Є35.000.000), ενώ το δεύτερο μέρος αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ποσό.

Στο πρώτο μέρος της πιο πάνω κατανομής εφαρμόζεται το ποσοστό του 26%, στο δεύτερο μέρος του ποσοστού του 23% και τα ποσά που προκύπτουν προστίθενται.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω  πολλαπλασιάζεται με τον λόγο του ποσού των απαιτήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη προς το ποσό των ακαθάριστων αυτών απαιτήσεων. Ο λόγος αυτός δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερος του ποσοστού 50%.

Οι ασφαλιστικές απαιτήσεις υπολογίζονται χρησιμοποιώντας για τους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος, τις ασφαλιστικές απαιτήσεις (αποζημιώσεις), τα αποθέματα και τις εισπράξεις προσαυξημένα κατά 50%.

Κατόπιν γραπτής έγκρισης του Εφόρου, οι ασφαλιστικές εταιρίες δύνανται να χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους για την ταξινόμηση των ασφαλιστικών απαιτήσεων, των αποθεμάτων και των ανακτήσεων στους κλάδους 11, 12, και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος. Στην περίπτωση κινδύνων που έχουν ταξινομηθεί στον κλάδο 18 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος, το ποσό της καταβληθείσας ασφαλιστικής απαίτησης, το οποίο χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό με βάση τις ασφαλιστικές απαιτήσεις  είναι η δαπάνη της ασφαλιστικής επιχείρησης για τησυγκεκριμένη βοήθεια, την οποία χορήγησε.

Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης  της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

(3) Εάν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται στην παράγραφο (2), είναι χαμηλότερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, το  απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο με το λόγο του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων για ασφαλιστικές απαιτήσεις, οι οποίες εκκρεμούν κατά τη λήξη του τελευταίου οικονομικού έτους και του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων για ασφαλιστικές απαιτήσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη του τελευταίου οικονομικού έτους. Στους υπολογισμούς αυτούς, τα τεχνικά αποθέματα υπολογίζονται χωρίς την αντασφάλιση (net) ωστόσο ο λόγος αυτός δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει τον αριθμό ένα.

(4) Κάθε τμήμα που εφαρμόζεται πάνω στα μέρη που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α) και στην υποπαράγραφο  (β) της παραγράφου (2) του παρόντος Μέρους, μειώνεται στο ένα τρίτο προκειμένου για την ασφάλιση ασθενείας, η  οποία ασκείται σε τεχνική βάση παρόμοια προς εκείνη της ασφάλειας ζωής, εάν-

(α) τα ασφάλιστρα που εισπράχθηκαν υπολογίζονται με βάση τους πίνακες νοσηρότητας σύμφωνα με τις μαθηματικές μεθόδους που εφαρμόζονται στην ασφάλιση·

(β) συνιστάται μαθηματικό απόθεμα γήρατος (αύξηση ηλικίας)·

(γ) εισπράττεται το απαιτούμενο ποσό συμπληρωματικού ασφαλίστρου για την συγκρότηση περιθωρίου ασφάλειας·

(δ) η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ακυρώσει το ασφαλιστήριο μόνο κατά την διάρκεια ων τριών πρώτων χρόνων της ασφαλιστικής περιόδου·

(ε) το ασφαλιστήριο προβλέπει τη δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων ή μείωσης των παροχών, κατά τη διάρκεια της ισχύος του.

ΕΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 68)

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΛΑΔΟΥ ΖΩΗΣ

ΜΕΡΟΣ Α

ΣΥΝΘΕΣΗ

Η σύνθεση του περιθωρίου φερεγγυότητας (διαθέσιμο περιθώριο φερεγυότητας) που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 68, σ’ ότι αφορά εργασίες κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλληλοασφαλιστικού οργανισμού, καλουμένων από κοινού στο παρόν ως «ασφαλιστική επιχείρηση» στον Κλάδο Ζωής, απαρτίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

(1) Το  καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ή, εάν πρόκειται γιααλληλοασφαλιστικό οργανισμό, το αλληλοασφαλιστικό ποσό που αρχικά έχει καταβληθεί αφού προστεθούν οι λογαριασμοί τωνμελών, οι οποίοι πληρούν σωρευτικά τα πιο κάτω κριτήρια:

(α) οι καταστατικές του διατάξεις προβλέπουν ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα  μέλη, μόνο εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του διαθέσιμου περιθωρίου  φερεγγυότητας κάτω του απαιτούμενου επιπέδου ή εάν, μετά από τη διάλυση του οργανισμού, έχουν εξοφληθεί όλα τα  χρέη του οργανισμού

(β) οι καταστατικές του διατάξεις προβλέπουν, όσον αφορά οποιαδήποτε πληρωμή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α) για άλλους λόγους  εκτός από τον ατομικό τερματισμό της ιδιότητας του  μέλους, ότι ο Έφορος ενημερώνεται τουλάχιστο πριν από  ένα μήνα και ότι μπορεί, εντός της περιόδου αυτής, να απαγορεύσει την πληρωμή·

(γ) οι σχετικές καταστατικές του διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν μόνον αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για την τροποποίηση, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στις υποπαραγράφους (α) και (β).

(2) Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και  μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, το μισό του μη καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου ή αρχικού  αλληλοασφαλιστικού ποσού, εφόσον το ποσό που έχει καταβληθεί ανέρχεται στο 25% τέτοιου μετοχικού κεφαλαίου ή τέτοιου αρχικού αλληλοασφαλιστικού ποσού, μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας.

(3) Τα αποθέματα (προβλεπόμενα από τον παρόντα Νόμο και ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από ασφαλιστήρια.

(4) Τα κέρδη ή τις ζημίες που μεταφέρονται στο νέο οικονομικό έτος· μετά την αφαίρεση των μερισμάτων που θα καταβληθούν.

(5) Τα αποθεματικά κερδών, τα οποία εμφανίζονται στον ισολογισμό, που δεν έχουν διατεθεί προς διανομή στους κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων και δύνανται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη ενδεχόμενων μελλοντικών ζημιών.

(6) Νοουμένου ότι εξασφαλίζεται γραπτή έγκριση του Εφόρου, το σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο και τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης, μπορούν να περιληφθούν μόνο μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, από το οποίο όχι περισσότερο από 25% αποτελείται  από δάνεια μειωμένης διασφάλισης με καθορισμένη λήξη  ή σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο με καθορισμένη διάρκεια, νοουμένου ότι  σε περίπτωση εκκαθάρισης ασφαλιστικής επι-χείρησης, υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες, βάσει των οποίων τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης ή το προνομιούχο  μετοχικό κεφάλαιο, κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων χρεών που εκκρεμούν κατά το χρόνο αυτό.

Στην περίπτωση δανείων μειωμένης διασφάλισης, αυτά πρέπει να πληρούν επιπρόσθετα τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) να μην προέρχονται από οποιαδήποτε θυγατρική εταιρεία ή από εταιρεία που ελέγχεται από την ασφα-λιστική επιχείρηση και να μην αποτελούν επένδυση τεχνικών αποθεμάτων οποιασδήποτε ασφαλιστικής επιχείρησης που τα χορήγησε ή στοιχείο περιθωρίου φερεγγυότητας της  ασφαλιστικής αυτής επιχείρησης. Οποιαδήποτε τέτοια δάνεια αναλύονται σε σημείωμα που επισυνάπτεται στις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης, διαχωρίζοντας τα κατά δανειστή·

(β) να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί·

(γ) η αρχική διάρκεια των δανείων με καθορισμένη λήξη πρέπει να είναι τουλάχιστο πενταετής. Το αργότερο ένα χρόνο πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής, η ασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στον Έφορο για έγκριση, σχέδιο που ορίζει με ποιο τρόπο το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας θα  διατηρηθεί ή θα αυξηθεί στο απαιτούμενο επίπεδο  κατά την ημερομηνία αποπληρωμής του δανείου, εκτός εάν το ποσό, μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να καταταχθεί ως συστατικό μέρος του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται  σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστο χρόνια  πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής. Ο Έφορος δύναται να επιτρέψει την εξόφληση των δανείων αυτών πριν από τη λήξη τους,  εφόσον υποβληθεί η σχετική αίτηση από την εκδότρια ασφαλιστική επιχείρηση και εφόσον το διαθέσιμο το περιθώριο φερεγγυότητας της δε θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου·

(δ) τα δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας ή εκτός εάν έχει προηγουμένως εξασφαλισθεί η  σύμφωνη γνώμη του Εφόρου για την πρόωρη εξόφληση τους. Στην τελευταία περίπτωση, η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει τον Έφορο τουλάχιστον  έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο περιθώριο  φερεγγυότητας και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της πριν και μετά την εξόφληση αυτή. Ο Έφορος επιτρέπει την εξόφληση μόνο εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης δε θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου·

(ε) η σύμβαση χορήγησης του δανείου δεν πρέπει να περι-λαμβάνει ρήτρες που να προβλέπουν ότι το δάνειο θα καταστεί πληρωτέο πριν από τις συμφωνημένες ημερομηνίες εξόφλησης, εκτός από την περίπτωση, κατά την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση θα τεθεί σε εκκαθάριση·

(στ) η σύμβαση χορήγησης του δανείου μπορεί να τροποποιηθεί μόνον αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν αντιτίθεται στην προτεινόμενη τροποποίηση.

(7) Τους τίτλους χωρίς καθορισμένη λήξη και άλλους  τίτλους, περιλαμβανομένων σωρευτικών προνομιούχων μετοχών, εκτός από αυτές  που αναφέρονται στην παράγραφο (6), μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, για το σύνολο  των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης διασφάλισης που αναφέρονται στην πιο πάνω παράγραφο (6), εφόσον πληρούν τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου·

(β) η σύμβαση έκδοσης των τίτλων παρέχει στην ασφαλιστική   επιχείρηση  τη  δυνατότητα να αναβάλει  την καταβολή των τόκων του δανείου·

(γ) οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι της ασφαλιστικής επιχεί-ρησης πρέπει να κατατάσσονται εξ  ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων  των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη διασφάλιση·

(δ) τα σχετικά έγγραφα με την έκδοση των τίτλων προβλέπουν τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών από το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής επιχείρησης·

(ε) μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί λαμβάνονται υπόψη.

(8)  Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η ασφαλιστική επιχείρηση.

(9) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται, επίσης, κατά το ποσό -

(α)  Συμμετοχών, τις οποίες κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε-

(i)  ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(ii)  αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(iii)  ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου,

(iv)  πιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004,

(ν)  Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας κατά την έννοια των περί Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμων του 2002 έως (Αρ.2) του 2004 και των Οδηγιών που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, και

(β)   καθενός  από  τα  ακόλουθα στοιχεία, τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) στις οποίες κατέχει συμμετοχή-

(i)  τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (5) του Μέρους Α του Έκτου Παραρτήματος,

(ii)  τα  στοιχεία  που  αναφέρονται  στην παράγραφο (7) του Μέρους Α του Πέμπτου Παραρτήματος,

(iii)  οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται σε οδηγίες που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 22 των περίΤραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004:

Νοείται ότι, ως εναλλακτική λύση για την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένες Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας και σε εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004, ο ΄Εφορος δύναται να επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1, 2 ή 3 που περιγράφονται στις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, νοουμένου ότι η μέθοδος 1 που αναφέρεται στη λογιστική ενοποίηση εφαρμόζεται μόνον εφόσον ο ΄Εφορος είναι πεπεισμένος για το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης, και η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικά σταθερό:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, δεν είναι απαραίτητο να αφαιρούν τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχουν σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ., αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, εταιρείες οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, κατά την έννοια των περί τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1994 μέχρι (Αρ.3) του 2004, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, που εμπίπτουν στη συμπληρωματική εποπτεία:

Νοείται επίσης περαιτέρω ότι, για σκοπούς της αφαίρεσης των συμμετοχών που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ως συμμετοχή, νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 2.

ΜΕΡΟΣ Β

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

(1) Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας σ’ ό,τι αφορά την άσκηση εργασιών στον Κλάδο Ζωής καθορίζεται ανάλογα με τους κλάδους, στους οποίους υπάγονται οι εργασίες που ασκούνται.

(2) Για τους κινδύνους που περιγράφονται στις παραγράφους (α) και (β)  του κλάδου ασφάλισης ζωής,   του κλάδου γάμου και γεννήσεως και του κλάδου παρόμοιων εργασιών με την κοινωνική ασφάλιση όπως οι κλάδοι αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2, εκτός από τις ασφαλιστικές εργασίες που συνδέονται με κεφάλαια επενδύσεως και για τις εργασίες που εξαρτώνται από την διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και καθορίζονται ή προβλέπονται από την νομοθεσία που αφορά τις κοινωνικές ασφαλίσεις  χωρίς επηρεασμό των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) τού άρθρου 21, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να ισούται με το άθροισμα των ακόλουθων δύο αποτελεσμάτων:

(α) Πρώτο αποτέλεσμα-

Ποσοστό 4% των μαθηματικών αποθεμάτων που αφορούν εργασίες πρωτασφάλισης (χωρίς να αφαιρεθούν οι αντασφαλιστικές εκχωρήσεις) και αντασφαλιστικές αποδοχές πολλαπλασιάζεται με το λόγο του συνόλου των μαθηματικών αποθεμάτων (μετά την αφαίρεση  των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων), κατά το τελευταίο οικονομικό  έτος, διά τα ακαθάριστα συνολικά μαθηματικά αποθέματα (πριν  αφαιρεθούν οι αντασφαλιστικές εκχωρήσεις). Ο λόγος αυτός, σε  καμία περίπτωση, δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ποσοστού του 85%. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά  στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση· και

(β) δεύτερο αποτέλεσμα-

(i) για τα ασφαλιστήρια, των οποίων το κεφάλαιο κινδύνου δεν είναι αρνητικό, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του (ii) πιο κάτω, ποσοστό του 0,3% απ' αυτό το κεφάλαιο, το οποίο έχει αναληφθεί από την ασφαλιστική επιχείρηση, πολλαπλασιάζεται με το λόγο του συνολικού κεφαλαίου κινδύνου ίδιας κράτησης (μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων και αντεκχωρήσεων), κατά το τελευταίο οικονομικό έτος, προς το συνολικό κεφάλαιο κινδύνου  (στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αντασφαλίσεις). Ο λόγος  αυτός, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ποσοστού 50%· Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση·

(ii) για τις ασφαλίσεις θανάτου χρονικής διάρκειας όχι μεγαλύτερης τριών ετών, το ποσοστό του 0,3% που αναφέρεται στο (i) πιο πάνω  μειώνεται σε 0,1%. Για τις ασφαλίσεις θανάτου χρονικής διάρκειας μεταξύ τριών και πέντε  χρόνων το ποσοστό ορίζεται σε 0,15%·

(3) Για τις συμπληρωματικές ασφαλίσεις σωματικών βλαβών που περιγράφονται στην παράγραφο (γ) του κλάδου ασφάλισης ζωής, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (2) του Μέρους Β του Πέμπτου Παραρτήματος.

(4) Για τον κλάδο ασφαλίσεων ζωής συνδεδεμένων με επενδύσεις, τον κλάδο  διαχείρισης ομαδικών συνταξιοδοτικών ταμείων ή κεφαλαίων και τον κλάδο  ομαδικών προγραμμάτων πρόνοιας, το  απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας ισούται με το άθροισμα των πιο κάτω στοιχείων:

(α) Ποσοστό 4% των μαθηματικών αποθεμάτων, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με τους όρους της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου (2) που αναφέρονται στο πρώτο αποτέλεσμα, εφόσον η επιχείρηση επωμίζεται κινδύνους επενδύσεων και του ποσοστού 1% των μαθηματικών αποθεμάτων, τα οποία υπολογίζονται με τον ίδιο τρόπο, εφόσον η επιχείρηση δεν επωμίζεται  κινδύνους επενδύσεων και, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης που προβλέπονται στο ασφαλιστήριο έχει καθορισθεί για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε χρόνων·

(β) ποσοστό 25% των καθαρών γενικών εξόδων διοίκησης του τελευταίου οικονομικού έτους που αφορούν τις ασφαλιστικές εργασίες που περιγράφονται στην παρούσαπαράγραφο, για τις οποίες η επιχείρηση δεν επωμίζεται κινδύνους επενδύσεων και  το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης που προβλέπονται στο ασφαλιστήριο έχει καθορισθεί για περίοδο μικρότερη των πέντε χρόνων· και

(γ) ποσοστό 0,3% του κεφαλαίου κινδύνου, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τους όρους της υποπαραγράφου(β) της παραγράφου (2) που αναφέρεται στο δεύτερο αποτέλεσμα, στο βαθμό που η ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει κινδύνους θανάτου.

(5) Για τις μη ακυρώσιμες ασφαλίσεις ασθενείας μακράς διαρκείας (permanent health insurance), οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 2, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο προς:

(α) το 4 % των μαθηματικών αποθεμάτων, που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (2)του παρόντος Μέρους, συν

(β) το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζεται στο Μέρος Β του Πέμπτου Παραρτήματος, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων του άρθρου 69 όσον αφορά τον Κλάδο Γενικής Φύσεως. Κατόπιν εγκρίσεως του Εφόρου, είναι δυνατό να μην απαιτείται ο σχηματισμός μαθηματικού αποθέματος γήρατος, που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (4) του Μέρους Β του Πέμπτου Παραρτήματος, εφόσον η επιχείρηση διεξάγεται σε ομαδική βάση.

(6) Για τις εργασίες  κεφαλαιοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 2, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το 4 % των μαθηματικών αποθεμάτων, που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (2) του παρόντος Μέρους.

(7) Για τις εργασίες του κλάδου τοντίνας, που προβλέπονται στο άρθρο 2, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το 1% της περιουσίας τους.

ΕΒΔΟΜΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΒΔΟΜΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρα 70Α, 195Α)

ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ

ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

 

ΜΕΡΟΣ Α

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

Α.  Αναλογικότητα

 

(1) Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβάνεται υπόψη το αναλογικό μερίδιο της συμμετέχουσας επιχείρησης στις οικείες συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

Ως «αναλογικό μερίδιο» νοείται η αναλογία του εγγεγραμμένου κεφαλαίου το οποίο ανήκει, απευθείας ή εμμέσως, στη συμμετέχουσα επιχείρηση.

(2) Σε περίπτωση συνδεδεμένης επιχείρησης που είναι θυγατρική και έχει έλλειμμα φερεγγυότητας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής. Ο Έφορος δύναται να επιτρέψει να ληφθεί υπόψη κατ' αναλογία το έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής, όταν κρίνει ότι η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης, στην οποία ανήκει μέρος του κεφαλαίου, περιορίζεται αυστηρά και αναμφισβήτητα σε αυτό το μέρος του κεφαλαίου.

(3) Στις περιπτώσεις, στις οποίες δεν υφίστανται κεφαλαιακοί δεσμοί μεταξύ ορισμένων επιχειρήσεων σε έναν ασφαλιστικό όμιλο, ο Έφορος καθορίζει το αναλογικό τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

(4) Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, εξαιρουμένων των υφιστάμενων κατά την 1ηΜαΐου 2004 ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε πιστωτικό ίδρυμα, Ε.Π.Ε.Υ. ή αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις που αναφέρονται στην αφαίρεση των συμμετοχών αυτών και περιλαμβάνονται στο Μέρος Α του Πέμπτου Παραρτήματος για τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στο Μέρος Α του ΄Εκτου Παραρτήματος για τον Κλάδο Ζωής.

Β. Αποφυγή διπλής χρήσης στοιχείων του περιθωρίου φερεγγυότητας

(1) Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν επιτρέπεται η διπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας μεταξύ των διαφόρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που εντάσσονται στον υπολογισμό αυτό.

(2) Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας δεν συνυπολογίζεται -

(α)  Η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας μιας από τις συνδεδεμένες με αυτήν ασφαλιστικές επιχειρήσεις·

(β)  η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης προς αυτήν την ασφαλιστική επιχείρηση, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας της οικείας ασφαλιστικής επιχείρησης.

(γ)  η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης προς αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας οποιασδήποτε άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης με αυτήν την ασφαλιστική επιχείρηση.

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της  παραγράφου Β.(2) -

(α)  Τα αποθέματα που δημιουργούνται από τα κέρδη και τα μελλοντικά κέρδη ασφαλιστικής επιχείρησης του Κλάδου Ζωής συνδεδεμένης προς την ασφαλιστική επιχείρηση, την οποία αφορά ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας·και

(β)  το εκδοθέν αλλά μη καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ασφαλιστικής επιχείρησης  του Κλάδου  Ζωής συνδεδεμένης προς την ασφαλιστική επιχείρηση, την οποία αφορά ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας, συνυπολογίζονται μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα για την κάλυψη του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης αυτής επιχείρησης.

(4) Το τυχόν εκδοθέν αλλά μη καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο, που συνιστά εν δυνάμει υποχρέωση της συμμετέχουσας επιχείρησης δεν συνυπολογίζεται:

Νοείται ότι, εκδοθέν αλλά μη καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο συνιστά εν δυνάμει υποχρέωση συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, επίσης δεν συνυπολογίζεται:

Νοείται επιπλέον ότι τυχόν εκδοθέν αλλά μη καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο συνιστά εν δυνάμει υποχρέωση άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης της ίδιας συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν συνυπολογίζεται.

Γ. Δυνατότητα μεταβιβάσεως

(1) Εφόσον ο Έφορος κρίνει ότι ορισμένα στοιχεία, εκτός των αναφερομένων στις παραγράφους Β.(3) και (4), που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν είναι δυνατό να καταστούν διαθέσιμα έτσι ώστε να καλύψουν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, την οποία αφορά ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας, τα στοιχεία αυτά μπορούν να συνεκτιμηθούν κατά τον υπολογισμό μόνο στο βαθμό που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης επιχείρησης.

(2) Το άθροισμα των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους Β.(3) και (4) και Γ.(1) δεν επιτρέπεται να υπερβεί το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης.

Δ. Εξάλειψη της δημιουργίας κεφαλαίου μέσω αμοιβαίας χρηματοδότησης

(1) Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας δεν συνυπολογίζονται στοιχεία επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας, τα οποία προκύπτουν από την αμοιβαία χρηματοδότηση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και -

(α) μιας συνδεδεμένης επιχείρησης·

(β) μιας συμμετέχουσας επιχείρησης·

(γ) άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης οποιασδήποτε των συμμετεχουσώνεπιχειρήσεων.

(2) Δεν λαμβάνονται επιπλέον υπόψη στοιχεία επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης με την ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα πρόκειται να υπολογισθεί, όταν τα στοιχεία αυτά έχουν προκύψει από αμοιβαία χρηματοδότηση με άλλη επιχείρηση συνδεδεμένη με αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση:

Νοείται ότι, αμοιβαία χρηματοδότηση υπάρχει όταν μια ασφαλιστική επιχείρηση, ή μια από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, έχει μετοχές ή χορηγεί δάνεια προς άλλη επιχείρηση, η οποία, άμεσα ή έμμεσα, κατέχει στοιχείο επιλέξιμο για το περιθώριο φερεγγυότητας της πρώτης επιχείρησης.

ΜΕΡΟΣ Β

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ

ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

 

Α. Μέθοδος υπολογισμού προσαρμοσμένης φερεγγυότητας

(1) Η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης αποτελεί τη διαφορά μεταξύ-

(α) Του αθροίσματος -

(i) των στοιχείων που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης κατά το άρθρο 66· και

(ii) του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης στα στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης κατά το άρθρο 66· και

(β) του αθροίσματος -

(i)  της λογιστικής αξίας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης στη συμμετέχουσα ασφαλιστική επιχείρηση·

(ii) του αναγκαίου κατά το άρθρο 66  περιθωρίου φερεγγυότητας της συμμε-τέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης· και

(iii) του αναλογικού μεριδίου του αναγκαίου κατά το άρθρο 66 περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης.

Σε περίπτωση έμμεσης, εν όλω ή εν μέρει, συμμετοχής στη συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, η αξία της έμμεσης συμμετοχής περιλαμβάνεται στο στοιχείο (i) της υποπαραγράφου  (β), αφού συνυπολογιστούν οι σχετικές διαδοχικές συμμετοχές. Το στοιχείο  (ii) της υποπαραγράφου (α) και το στοιχείο  (iii) της υποπαραγράφου (β)  περιλαμβάνουν τα αντίστοιχα αναλογικά μερίδια των στοιχείων που μπορούν να επιλεγούν για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης και του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, αντιστοίχως.

Β. Συνδεδεμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις

(1) Κατά την εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της ανωτέρω παραγράφου Α(1) λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:

(α)  Εφόσον ασφαλιστική επιχείρηση έχει περισσότερες από μια συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητάς της συνυπολογίζονται κάθε μια από τις συνδεδεμένες αυτές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(β) Σε περίπτωση διαδοχικών συμμετοχών, δηλαδή όταν μια ασφαλιστική επιχείρηση συμμετέχει σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία επίσης συμμετέχει σε ασφαλιστική επιχείρηση, ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας πραγματοποιείται στο επίπεδο κάθε συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία έχει τουλάχιστον μία συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση.

(2) Δεν πραγματοποιείται υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης -

(α) Όταν πρόκειται για συνδεδεμένη επιχείρηση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη Δημοκρατία και αμφότερες η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και η συνδεδεμένη ασφαλιστική εταιρεία λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό που πραγματοποιείται·

(β) όταν πρόκειται για συνδεδεμένη επιχείρηση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη Δημοκρατία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η αντασφαλιστική επιχείρηση και αυτή η συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό που πραγματοποιείται.

(3) Ο Έφορος δύναται να μην προβεί στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης  φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης, εάν μια ασφαλιστική επιχείρηση είναι συνδεδεμένη μιας άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εδρεύουσας σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον συμφωνήσει με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών να ανατεθεί στην αρμόδια αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας:

Νοείται ότι, η παρέκκλιση αυτή επιτρέπεται μόνον εφόσον προσκομισθούν στον Έφορο επαρκείς αποδείξεις ότι τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων,  οι οποίες  λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό, είναι καταλλήλως κατανεμημένα μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών.

(4) Όταν συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση με αυτήν, για την οποία πραγματοποιείται ο υπολογισμός προσαρμοσμένης φερεγγυότητας, έχει την καταστατική της έδρα σε άλλο κράτος μέλος, στον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση φερεγγυότητας της επιχείρησης αυτής όπως αποτιμάται από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

Γ. Συνδεδεμένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις

(1) Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης που συμμετέχει σε αντασφαλιστική επιχείρηση, η εν λόγω συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση αντιμετω-πίζεται, αποκλειστικά για τις ανάγκες του υπολογισμού, κατά τρόπο ανάλογο με τη συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, εφαρμοζόμενων των γενικών αρχών και των μεθόδων που περιέχονται στο παρόν Παράρτημα.

(2) Για τον σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο Γ(1), απαιτείται από κάθε συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση ο υπολογισμός ενός θεωρητικού περιθωρίου φερεγγυότητας βάσει των ίδιων κανόνων με εκείνους που προβλέπονται από το Μέρος Β του  Πέμπτου Παραρτήματος ή από το Μέρος Β του Έκτου Παραρτήματος. Ωστόσο, σε περίπτωση σημαντικών δυσκολιών κατά την εφαρμογή αυτών των κανόνων, ο Έφορος μπορεί να δεχθεί να υπολογισθεί το θεωρητικό περιθώριο φερεγγυότητας με βάση το πρώτο αποτέλεσμα που προβλέπει η παράγραφος (2) του Μέρους Β του Πέμπτου Παραρτήματος. Τα ίδια στοιχεία με εκείνα που προβλέπονται από το Μέρος Α του Πέμπτου Παραρτήματος ή από το Μέρος Α του  Έκτου Παραρτήματος, αναγνωρίζονται ως στοιχεία που  λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του θεωρητικού περιθωρίου φερεγγυότητας. Τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού αποτιμώνται σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις όπως εκείνες που προβλέπονται στα Μέρη Α και Β του Τέταρτου Παραρτήματος.

Δ. Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου

(1) Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει συμμετοχή σε μια συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, μια συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, μια ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή μια αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση της ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της ενδιάμεσης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Για σκοπούς αποκλειστικά του υπολογισμού, ο οποίος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τις μεθόδους που ορίζονται στο παρόν Παράρτημα, η συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αντιμετωπίζεται ως εάν να επρόκειτο για ασφαλιστική επιχείρηση υπαγόμενη σε απαίτηση μηδενικής φερεγγυότητας και ως εάν να διεπόταν από τους ίδιους όρους, οι οποίοι ορίζονται στο Μέρος Α του Πέμπτου Παραρτήματος ή στο Μέρος Α του Έκτου Παραρτήματος σε σχέση με τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας.

Ε. Συνδεδεμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών

(1)(α) Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία συμμετέχει σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αυτή η ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας αντιμετωπίζεται για τον αποκλειστικό σκοπό του υπολογισμού αυτού κατά τρόπο ανάλογο προς συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, με εφαρμογή των γενικών αρχών και μεθόδων που περιγράφονται στο παρόν Παράρτημα.

(β) Σε περίπτωση όμως που η συνδεδεμένη επιχείρηση της τρίτης χώρας υπόκειται στη χώρα αυτή σε υποχρέωση λήψης άδειας λειτουργίας και σχηματισμού περιθωρίου φερεγγυότητας  τουλάχιστονσυγκρίσιμου με το περιθώριο φερεγγυότητας που προβλέπεται στο άρθρο 66, συνεκτιμάται στον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας, όσον αφορά την εν λόγω επιχείρηση, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας και τα στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας όπως καθορίζονται από την τρίτη χώρα.

ΣΤ. Συνδεδεμένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών

(1)  Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων Γ(1) και (2),  κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία συμμετέχει σε αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα  και με την προϋπόθεση ότι η αντασφαλιστική επιχείρηση της τρίτης χώρας υπόκειται στη χώρα αυτή σε υποχρέωση λήψης άδειας λειτουργίας και σχηματισμού περιθωρίου φερεγγυότητας συγκρίσιμου με το περιθώριο φερεγγυότητας που προβλέπεται στο άρθρο 66, συνεκτιμώνται στον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας, όσον αφορά την τελευταία αυτή επιχείρηση, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τα στοιχεία που κατά το δίκαιο της τρίτης χώρας επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των απαιτήσεων αυτών. Σε περίπτωση που στην εν λόγω  τρίτη χώρα στις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου υπόκεινται μόνο ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μπορούν να υπολογιστούν οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τα στοιχεία που κατά το δίκαιο της τρίτης χώρας επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των απαιτήσεων αυτών, σαν να επρόκειτο για συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση της εν λόγω τρίτης χώρας.

Ζ. Έλλειψη των αναγκαίων πληροφοριών

Σε περίπτωση που ο Έφορος δεν έχει στη διάθεσή του, για οποιοδήποτε λόγο, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης σχετικά με μια συνδεδεμένη επιχείρηση με καταστατική έδρα σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα, αφαιρείται η λογιστική αξία της επιχείρησης αυτής στη συμμετέχουσα ασφαλιστική επιχείρηση από τα στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για τον σχηματισμό περιθωρίου προσαρμοσμένης φερεγγυότητας. Στην περίπτωση αυτή οι υπεραξίες που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή δεν επιτρέπεται να επιλεγούν για το σχηματισμό περιθωρίου προσαρμοσμένης φερεγγυότητας.

ΟΓΔΟΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΟΓΔΟΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρα 70Β (1), 195Α)

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ, ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΜΕΙΚΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Ή ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Α. Γενικά

(1) Όταν δύο ή περισσότερες από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 5, είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας και είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές φροντίζουν για τη συνεπή εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού που περιγράφεται στο παρόν Παράρτημα.  ο Έφορος ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία με την ίδια συχνότητα με εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 70 για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Β. Εξαιρέσεις

(1) Δεν απαιτείται υπολογισμός  προσαρμοσμένης φερεγγυότητας μίας ασφαλιστικής επιχείρησης κατά το παρόν Παράρτημα στις περιπτώσεις όπου -

(α) Η ασφαλιστική επιχείρηση είναι επιχείρηση συνδεδεμένη με άλλη ασφαλιστική επιχείρηση και λαμβάνεται υπόψη κατά τον προβλεπόμενο στο παρόν Παράρτημα υπολογισμό προσαρμοσμένης φερεγγυότητας που πραγματοποιείται για την άλλη επιχείρηση·

(β) η ασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών από τον Έφορο, έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η δε ασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνεται υπόψη στον προβλεπόμενο από το παρόν Παράρτημα υπολογισμό που πραγματοποιείται για μία από τις άλλες επιχειρήσεις·

(γ) η ασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια   άσκησης   ασφαλιστικών  εργασιών  σε   άλλα κράτη μέλη, έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, και έχει δε συναφθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 6, συμφωνία με την οποία η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας του παρόντος Παραρτήματος ανατίθεται στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.

(2) Σε περίπτωση που ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, κατέχουν διαδοχικές συμμετοχές στην ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, στην εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ο προβλεπόμενος στο παρόν Παράρτημα υπολογισμός περιορίζεται στο επίπεδο της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

(3) Ο Έφορος μεριμνά ώστε στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, να πραγματοποιούνται υπολογισμοί ανάλογοι με αυτούς που περιγράφονται στο Έβδομο Παράρτημα:

Νοείται ότι, η αναλογία αυτή συνίσταται στην εφαρμογή των γενικών αρχών και μεθόδων που προβλέπονται στο Έβδομο Παράρτημα στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.

(4) Για σκοπούς αποκλειστικά των υπολογισμών αυτών, η μητρική επιχείρηση θεωρείται ως ασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται -

(α) σε μηδενική απαίτηση περιθωρίου φερεγγυότητας, όταν πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ή

(β) σε απαίτηση περιθωρίου φερεγγυότητας, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στην παράγραφο Δ(1) του Μέρους Β του Έβδομου Παραρτήματος, όταν πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, και

(γ) στις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ορίζονται στο Μέρος Α του Πέμπτου Παραρτήματος ή  στο  Μέρος  Α  του   Έκτου   Παραρτήματος,  όσον αφορά τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας.

Γ. Έλλειψη των αναγκαίων πληροφοριών

(1) Εφόσον ο Έφορος δεν έχει στη διάθεσή του, για οποιοδήποτε λόγο, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό που προβλέπεται στο παρόν Παράρτημα σχετικά με μια συνδεδεμένη επιχείρηση με καταστατική έδρα σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, η λογιστική αξία της επιχείρησης αυτής στη συμμετέχουσα επιχείρηση αφαιρείται από τα στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για τον υπολογισμό που προβλέπεται στο παρόν Παράρτημα. Στην περίπτωση αυτή οι υπεραξίες της συμμετοχής αυτής δεν επιτρέπεται να επιλεγούν για τον σχηματισμό περιθωρίου προσαρμοσμένης φερεγγυότητας.

ΕΝΑΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΝΑΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 68Α)

ΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΜΕΡΟΣ Α

ΣΥΝΘΕΣΗ

Η σύνθεση του περιθωρίου φερεγγυότητας που αναφέρεται στο άρθρο 68Α (1) του Νόμου, σε ότι αφορά τις εργασίες Κυπριακής αντασφαλιστικής επιχείρησης, απαρτίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

(1) το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ή αν πρόκειται για αλληλοασφαλιστικό αντασφαλιστικό οργανισμό, το αλληλοασφαλιστικό ποσό που αρχικά έχει καταβληθεί αφού προστεθούν οι λογαριασμοί των μελών οι οποίοι πληρούν σωρευτικά τα πιο κάτω κριτήρια:

(α)  το καταστατικό του προβλέπει ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα μέλη μόνον εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του περιθωρίου φερεγγυότητας κάτω του απαιτούμενου επιπέδου ή αν, μετά από τη διάλυση του οργανισμού, έχουν εξοφληθεί όλα τα χρέη του οργανισμού˙

(β)  το καταστατικό του προβλέπει, όσον αφορά οποιαδήποτε πληρωμή αυτού του είδους για άλλους λόγους εκτός από τον ατομικό τερματισμό της ιδιότητας του μέλους, ότι ο Έφορος ενημερώνεται τουλάχιστον πριν από ένα μήνα και ότι μπορεί, εντός της περιόδου, να απαγορεύσει την πληρωμή˙

(γ) το καταστατικό του  μπορεί  να τροποποιηθεί μόνον αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για την τροποποίηση, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στις υποπαραγράφους (α) και (β)˙

(2)   κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, το μισό του μη καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου ή αρχικού αλληλοασφαλιστικού ποσού, εφόσον το ποσό που έχει καταβληθεί ανέρχεται στο 25% τέτοιου μετοχικού κεφαλαίου ή τέτοιου αρχικού αλληλοασφαλιστικού ποσού, μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του ελαχίστου περιθωρίου φερεγγυότητας.

(3)  τα προβλεπόμενα από το Νόμο και ελεύθερα τεχνικά αποθέματα που δεν αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από ασφαλιστήρια, ούτε κατατάσσονται στα αποθεματικά εξισορρόπησης.

(4) τα κέρδη ή τις ζημιές που μεταφέρονται στο νέο οικονομικό έτος μετά την αφαίρεση των μερισμάτων που θα καταβληθούν.

(5) κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, τις συμπληρωματικές εισφορές που είναι δυνατό να απαιτηθούν από τους αλληλοασφαλιστικούς αντασφαλιστικούς οργανισμούς που έχουν μεταβλητές εισφορές για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος μέχρι το μισό της διαφοράς μεταξύ των μεγίστων εισφορών που μπορεί να απαιτηθούν και αυτών που πράγματι απαιτούνται. Αυτές οι απαιτήσεις δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν ποσό  μεγαλύτερο του 50% του περιθωρίου φερεγγυότητας:

Νοείται ότι, ο Έφορος καθορίζει σε Οδηγίες, που εκδίδει δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 70, τις κατευθυντήριες γραμμές που θέτουν τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων μπορούν να γίνονται αποδεκτές συμπληρωματικές συνεισφορές·

(6) κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, τα αφανή αποθέματα (hidden reserves) που προκύπτουν λόγω υποεκτίμησης στοιχείων του ενεργητικού, στο βαθμό που τα αποθέματα αυτά δεν έχουν ασυνήθιστο χαρακτήρα, και μόνον κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της επιχείρησης αυτής˙

(7) κατόπιν γραπτής έγκρισης του Εφόρου, το σωρευτικό προνομιούχομετοχικό κεφάλαιο και τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης, μπορούν να περιληφθούν μόνο μέχρι 50% του περιθωρίου φερεγγυότητας, από το οποίο όχι περισσότερο από 25% αποτελείται από δάνεια μειωμένης διασφάλισης με καθορισμένη λήξη ή σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο με καθορισμένη διάρκεια, νοουμένου ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης της αντασφαλιστικής επιχείρησης, υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες, βάσει των οποίων, τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης ή το προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο, κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά το χρόνο αυτό∙

Στην περίπτωση δανείων μειωμένης διασφάλισης, αυτά πρέπει να πληρούν επιπρόσθετα τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)  να μην προέρχονται από οποιαδήποτε θυγατρική εταιρεία ή από εταιρεία που ελέγχεται από την αντασφαλιστική επιχείρηση και να μην αποτελούν επένδυση τεχνικών αποθεμάτων οποιασδήποτε ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που τα χορήγησε ή στοιχείο περιθωρίου φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής αυτής επιχείρησης. Οποιαδήποτε τέτοια δάνεια αναλύονται σε σημείωμα που επισυνάπτεται στις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης, διαχωρίζοντάς τα κατά δανειστή˙

(β)  να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί˙

(γ) η  αρχική  διάρκεια  των  δανείων  με καθορισμένη λήξη πρέπει να είναι τουλάχιστον πενταετής. Το αργότερο ένα χρόνο πριν από τη λήξη, η αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στον Έφορο για έγκριση σχέδιο που ορίζει με ποιο τρόπο το περιθώριο φερεγγυότητας θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί στο απαιτούμενο επίπεδο κατά τη λήξη του δανείου, εκτός εάν το ποσό μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να συμπεριληφθεί στα συστατικά μέρη του περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστον χρόνια πριν από τη λήξη.  Ο Έφορος μπορεί να επιτρέψει την εξόφληση των δανείων αυτών πριν από τη λήξη τους, εφόσον υποβληθεί η σχετική αίτηση από την εκδότρια αντασφαλιστική επιχείρηση και νοουμένου ότι το περιθώριο φερεγγυότητάς της δεν θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου˙

(δ)  τα  δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του περιθωρίου φερεγγυότητας ή εκτός εάν έχει προηγουμένως εξασφαλισθεί η σύμφωνη γνώμη του Εφόρου για την πρόωρη εξόφλησή τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η αντασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει τον Έφορο τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το πραγματικό περιθώριο φερεγγυότητας και το απαιτούμενο ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητάς της πριν και μετά την εξόφληση αυτή. Ο Έφορος επιτρέπει την εξόφληση μόνον εάν το περιθώριο φερεγγυότητας της αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου˙

(ε)  η σύμβαση χορήγησης του δανείου δεν πρέπει να περιλαμβάνει ρήτρες που προβλέπουν ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις, εκτός από αυτήν της εκκαθάρισης της αντασφαλιστικής επιχείρησης, το δάνειο θα καταστεί πληρωτέο πριν από τις συμφωνημένες ημερομηνίες εξόφλησης˙

(στ)  η    σύμβαση    παραχώρησης   δανείου    μπορεί    να τροποποιηθεί μόνον αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν αντιτίθεται στην προτεινόμενη τροποποίηση˙

(8)  τους  τίτλους  χωρίς  καθορισμένη  λήξη  και  άλλους  τίτλους, περιλαμβανομένων σωρευτικών προνομοιούχων  μετοχών, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο (7), μέχρι 50% του περιθωρίου φερεγγυότητας, για το σύνολο των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης διασφάλισης που αναφέρονται στην πιο πάνω παράγραφο, νοουμένου ότι πληρούν τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α)   δεν  μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου˙

(β) η σύμβαση έκδοσης των τίτλων πρέπει να παρέχει στην αντασφαλιστική επιχείρηση τη δυνατότητα να αναβάλει την καταβολή των τόκων του δανείου˙

(γ) οι  απαιτήσεις  του  δανειστή  έναντι  της  αντασφαλιστικής επιχείρησης πρέπει να κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη διασφάλιση˙

(δ) τα έγγραφα τα σχετικά με την έκδοση των τίτλων πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα απορρόφησης των ζημιών από το χρέος και τη μη πληρωμή των τόκων, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της αντασφαλιστικής επιχείρησης˙

(ε) μόνον τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί λαμβάνονται υπόψη.

(9) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η αντασφαλιστική επιχείρηση.

(10) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό:

(α)  των συμμετοχών, τις οποίες κατέχει η αντασφαλιστική επιχείρηση σε:

(i) ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(ii) αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(iii) ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου,

(iv) πιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1977 μέχρι 2005,

(v) Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένη Ε.ΠΕ.Υ. τρίτης χώρας, κατά την έννοια του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο του 2007 και των Οδηγιών που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

(β) των ακόλουθων στοιχείων, τα οποία κατέχει η αντασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α), στις οποίες κατέχει συμμετοχή:

(i) τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (7) του Μέρους Α του Πέμπτου Παραρτήματος,

(ii) τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (5) του Μέρους Α του Έκτου Παραρτήματος,

(iii) οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται σε Οδηγίες που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 22 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2005:

Νοείται ότι, ως εναλλακτική λύση για την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχει η αντασφαλιστική επιχείρηση σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένες Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας και σε εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι  2005, ο Έφορος δύναται να επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1, 2 ή 3 που περιγράφονται στις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, νοουμένου ότι η μέθοδος 1 αναφορικά με τη λογιστική ενοποίηση εφαρμόζεται μόνον εφόσον ο Έφορος είναι πεπεισμένος για το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης, και η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικά σταθερό:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, δεν είναι απαραίτητο να αφαιρούν τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχουν σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ., αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, εταιρείες οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1994 μέχρι  2005, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, που εμπίπτουν στη συμπληρωματική εποπτεία:

Νοείται επίσης περαιτέρω ότι, για σκοπούς της αφαίρεσης των συμμετοχών που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ως συμμετοχή, νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 2.

(11) Σε ό,τι αφορά τις αντασφαλιστικές εργασίες στον Κλάδο Ζωής, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας είναι δυνατόν να αποτελείται και:

(α)    μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2009, από ποσό ίσο με το 50 % των μελλοντικών κερδών της επιχείρησης, αλλά όχι ανώτερο του 25% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας. Το ποσό των μελλοντικών κερδών προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του προβλεπόμενου ετήσιου κέρδους επί τον συντελεστή που αντιπροσωπεύει τη μέση υπολειπόμενη διάρκεια των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Ο χρησιμοποιούμενος συντελεστής δεν μπορεί να είναι ανώτερος του 6, το δε εκτιμώμενο ετήσιο κέρδος δεν υπερβαίνει τον αριθμητικό μέσο όρο των πραγματοποιηθέντων κερδών κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε εταιρικών χρήσεων από τις δραστηριότητες του Κλάδου Ασφάλισης Ζώης και του Κλάδου Γάμου και Γεννήσεως.

Ο συνυπολογισμός του ποσού αυτού στο διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας εγκρίνεται από τον Έφορο μόνον:

(i) εφόσον υποβάλλεται στον Έφορο αναλογιστική μελέτη στην οποία τεκμηριώνεται η πιθανότητα εμφάνισης αυτών των κερδών στο μέλλον˙ και

(ii)  ενόσω το μέρος των μελλοντικών κερδών που απορρέει από τα λανθάνοντα καθαρά αποθεματικά δεν έχει ήδη ληφθεί υπόψη·

(β)  όταν δεν χρησιμοποιείται η μέθοδος Zillmer, ή όταν χρησιμοποιείται μεν αλλά υπολείπεται της επιβάρυνσης λόγω εξόδων απόκτησης εργασίας που περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο, από τη διαφορά μεταξύ της μαθηματικής πρόβλεψης που προκύπτει χωρίς τη μέθοδο  Zillmer ή εν μέρει με τη μέθοδο αυτή, και μιας μαθηματικής πρόβλεψης με τη μέθοδο Zillmer και σε ποσοστό ίσο προς την επιβάρυνση λόγω εξόδων απόκτησης εργασίας που περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο. Το ποσό που προκύπτει πάντως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3,5 του αθροίσματος των διαφορών μεταξύ των σχετικών κεφαλαίων του κλάδου αντασφάλισης ζωής και των μαθηματικών προβλέψεων για το σύνολο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων στα οποία είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου Zillmer. Η διαφορά αυτή μειώνεται κατά το ποσό των τυχόν μη αποσβεσθέντων εξόδων απόκτησης που έχουν καταχωρηθεί στο ενεργητικό.

ΜΕΡΟΣ Β

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

1. Σε ό,τι αφορά τις εργασίες αντασφαλιστικής επιχείρησης, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας καθορίζεται, είτε σε σχέση με το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων ή των αλληλοασφαλιστικών εισφορών του τελευταίου οικονομικού έτους (πρώτο αποτέλεσμα), είτε σε σχέση με τη μέση επιβάρυνση των ασφαλιστικών απαιτήσεων των τριών τελευταίων οικονομικών ετών (δεύτερο αποτέλεσμα).  Στην περίπτωση όμως επιχείρησης η οποία ασκεί βασικά μόνο ένα ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεως, θύελλας, χαλαζιού ή παγετού, λαμβάνονται υπόψη τα επτά τελευταία οικονομικά έτη ως περίοδος αναφοράς του μέσου όρου επιβάρυνσης των ασφαλιστικών απαιτήσεων.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, το ύψος του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το μεγαλύτερο από τα πιο κάτω αποτελέσματα :

(α) Για σκοπούς υπολογισμού του πρώτου αποτελέσματος λαμβάνονται υπόψη:

- είτε το ποσό των μεικτών (gross written) κατά το τελευταίο οικονομικό έτος εγγεγραμμένων ασφαλίστρων ή οι αλληλοασφαλιστικών εισφορών,  όπως υπολογίζονται κατωτέρω∙ είτε

- το ποσό των μεικτών δεδουλευμένων (earned) κατά το τελευταίο οικονομικό έτος ασφαλίστρων ή αλληλοασφαλιστικών εισφορών,

Οποιοδήποτε από τα δύο ποσά είναι μεγαλύτερο.

Τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές σε σχέση με τους κλάδους 11, 12, και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος αυξάνονται κατά 50%.

Αθροίζονται τα ασφάλιστρα ή οι αλληλοασφαλιστικές εισφορές (συμπεριλαμβανομένων και των επιπρόσθετων δικαιωμάτων) που κατεβλήθησαν κατά το τελευταίο οικονομικό έτος.

Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων ή αλληλοαασφαλιστικών εισφορών που ακυρώθηκαν κατά το τελευταίο οικονομικό έτος και το συνολικό ποσό των φόρων και τελών που αντιστοιχούν στα πιο πάνω ασφάλιστρα ή τις αλληλοασφαλιστικές εισφορές.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω κατανέμεται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μέρος αντιστοιχεί σε ποσό που δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των πενήντα εκατομμυρίων Ευρώ (€ 50.000.000) και το δεύτερο μέρος αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ποσό.

Στο πρώτο μέρος της πιο πάνω κατανομής εφαρμόζεται το ποσοστό του 18%, στο δεύτερο μέρος το ποσοστό του 16% και τα ποσά που προκύπτουν προστίθενται.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω πολλαπλασιάζεται με τον λόγο του ποσού των απαιτήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της αντασφαλιστικής επιχείρησης μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη προς το ποσό των ακαθάριστων αυτών απαιτήσεων. Ο λόγος αυτός δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερος του 50%. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού, μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

Κατόπιν γραπτής έγκρισης του Εφόρου, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους για την ταξινόμηση των ασφαλίστρων ή των εισφορών στους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος.

(β) Για σκοπούς υπολογισμού του δεύτερου αποτελέσματος, προστίθενται τα πιο κάτω ποσά:

- Ασφαλιστικές αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν, χωρίς την αφαίρεση των ποσών που πληρώθηκαν από αντασφαλίσεις εκδοχέων και αντεκδοχέων, κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων οικονομικών ετών ή των επτά τελευταίων οικονομικών ετών όταν πρόκειται περί επιχείρησης που κατά βάση ασκεί ένα μόνο ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεων. θύελλας, χαλαζιού ή παγετού.

- Προβλέψεις για εκκρεμείς ασφαλιστικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν στο τέλος του τελευταίου οικονομικού έτους.

Από το πιο πάνω άθροισμα, αφαιρούνται τα ποσά των ανακτήσεων κατά τις περιόδους αναφοράς που αναφέρονται πιο πάνω.

Από το ποσό που απομένει, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς ασφαλιστικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν κατά την έναρξη του δεύτερου οικονομικού έτους που προηγείται του τελευταίου οικονομικού έτους που έκλεισε.

Εάν  η καθοριζόμενη στο παρόν Παράρτημα περίοδος αναφοράς ισούται με επτά έτη, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς ασφαλιστικές απαιτήσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν στην αρχή του έκτου οικονομικού έτους που προηγείται του τελευταίου οικονομικού έτους που έκλεισε.

Το ένα τρίτο, ή το ένα έβδομο του ποσού (αναλόγως της ως άνω περιόδου αναφοράς) που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, ανάλογα με την χρονική περίοδο αναφοράς που ορίζεται στο παρόν Παράρτημα, κατανέμεται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μέρος αντιστοιχεί σε ποσό που δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριάντα πέντε εκατομμυρίων Ευρώ (€35.000.000), ενώ το δεύτερο μέρος αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ποσό.

Στο πρώτο μέρος της πιο πάνω κατανομής εφαρμόζεται το ποσοστό του 26%,στο δεύτερο μέρος του ποσοστού του 23% και τα ποσά που προκύπτουν προστίθενται.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω πολλαπλασιάζεται με τον λόγο του ποσού των απαιτήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της αντασφαλιστικής επιχείρησης μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη προς το ποσό των ακαθάριστων αυτών απαιτήσεων. Ο λόγος αυτός δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερος του ποσοστού 50%. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

Οι ασφαλιστικές απαιτήσεις υπολογίζονται χρησιμοποιώντας για τους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος, τις ασφαλιστικές απαιτήσεις (αποζημιώσεις), τα αποθέματα και τις ανακτήσεις προσαυξημένα κατά 50%.

Κατόπιν γραπτής έγκρισης του Εφόρου, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους για την ταξινόμηση των ανακτήσεων στους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος. Στην περίπτωση κινδύνων που έχουν ταξινομηθεί στον κλάδο 18 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος, το ποσό της καταβληθείσας ασφαλιστικής απαίτησης, το οποίο χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό με βάση τις ασφαλιστικές απαιτήσεις είναι η δαπάνη της αντασφαλιστικής επιχείρησης για τη συγκεκριμένη βοήθεια, την οποία χορήγησε.

(3)  Εάν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται στην παράγραφο (2), είναι χαμηλότερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο με το λόγο του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων για ασφαλιστικές απαιτήσεις, οι οποίες εκκρεμούν κατά τη λήξη του τελευταίου οικονομικού έτους και του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων για ασφαλιστικές απαιτήσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη του τελευταίου οικονομικού έτους. Στους υπολογισμούς αυτούς, τα τεχνικά αποθέματα υπολογίζονται χωρίς την αντασφάλιση (net) ωστόσο ο λόγος αυτός δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει τον αριθμό ένα

(4) Κάθε τμήμα που εφαρμόζεται πάνω στα μέρη που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α) και στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (2) του παρόντος Μέρους, μειώνεται στο ένα τρίτο προκειμένου για την ασφάλιση ασθενείας, η οποία ασκείται σε τεχνική βάση παρόμοια προς εκείνη της ασφάλειας ζωής, αν:

(α) τα ασφάλιστρα που εισπράχθηκαν υπολογίζονται με βάση τους πίνακες νοσηρότητας σύμφωνα με τις μαθηματικές  μεθόδους που εφαρμόζονται στην ασφάλιση∙

(β) συνιστάται μαθηματικό απόθεμα γήρατος (αύξηση ηλικίας)∙

(γ) εισπράττεται το απαιτούμενο ποσό συμμπλωματικού ασφαλίστρου για την συγκρότηση περιθωρίου ασφάλειας∙

(δ) η αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ακυρώσει το ασφαλιστήριο μόνο κατά την διάρκεια των τριών  πρώτων χρόνων της ασφαλιστικής περιόδου∙  (ε) το ασφαλιστήριο προβλέπει τη δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων ή μείωσης των παροχών, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ισχύος του.

(5) Όσον αφορά τις εργασίες αντασφαλιστικής επιχείρησης, στους κλάδους ασφαλίσεως ζωής συνδεδεμένων με επενδύσεις ή με συμμετοχή σε κέρδη ,ασφαλίσεων ετησίων προσόδων, εξαγοράς κεφαλαίου, διαχείρισης ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή ταμείων και ομαδικών προγραμμάτων πρόνοιας, το ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητάς υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στο Μέρος Β του Έκτου Παραρτήματος.

Σημείωση
5 του Ν.165(Ι)/2003Σημείωση Συντάκτη

Στον τροποποιητικό Νόμο 165(Ι)/2003, Άρθρο 5, ο Βασικός Νόμος τροποποιείται με την προσθήκη στο Άρθρο 26 της παραγράφου (θ). Εκ λάθους και/ή εκ παραδρομής της Βουλής δεν αναφέρεται ο αναγραμματισμός της υφιστάμενης παραγράφου (θ) με αποτέλεσμα να υπάρχουν δύο παράγραφοι (θ).

Σημείωση
14 (β) του Ν. 165(Ι)/2003Σημείωση Συντάκτη

Στον τροποποιητικό Νόμο 165(Ι)/2003, Άρθρο 14(β), ο Βασικός Νόμος τροποποιείται με την προσθήκη στο Άρθρο 220 του εδαφίου (5). Εκ λάθους και/ή εκ παραδρομής της Βουλής δεν αναφέρεται ο αναγραμματισμός του υφιστάμενου εδαφίου (5) με αποτέλεσμα να υπάρχουν δύο εδάφια (5).

Σημείωση
11 του Ν.69(Ι)/2004Έναρξη της ισχύος του Ν. 69(Ι)/2004

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 69(Ι)/2004] τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σημείωση
12 του Ν.70(Ι)/2004Έναρξη της ισχύος του Ν.70(Ι)/2004

(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.70(Ι)/2004] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση.

(2) Οι υφιστάμενες, κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν προθεσμία μέχρι την 20η Μαρτίου, 2007 προκειμένου να συμμορφωθούν με τις διατάξεις των άρθρων 3 έως 7 και 11 έως 12:

Νοείται ότι, ο ΄Εφορος δύναται να χορηγήσει συμπληρωματική περίοδο μέχρι δύο ετών στις επιχειρήσεις, οι οποίες κατά την 20η Μαρτίου 2007, δεν έχουν συστήσει πλήρως το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις, έχουν υποβάλει στον ΄Εφορο, για έγκριση, τα μέτρα που προτείνουν για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 71 του βασικού νόμου.

Σημείωση
6 του Ν. 136(Ι)/2004Έναρξη της ισχύος του Ν. 136(Ι)/2004

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 136(Ι)/2004] τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σημείωση
4 του Ν. 152(Ι)/2004Έναρξη ισχύος του Ν. 152(Ι)/2004

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 152(Ι)/2004] τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σημείωση
9 του Ν.153(Ι)/2004Έναρξη ισχύος του Ν.153(Ι)/2004

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 153(Ι)/2004] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία  προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σημείωση
13 του Ν. 240(Ι)/2004Επιφύλαξη

Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 240(Ι)/2004] δεν επηρεάζουν τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 12 του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και ΄Αλλων Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004.

Σημείωση
24 του Ν. 26(Ι)/2008Μεταβατική Διάταξη

Κυπριακές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια ή το δικαίωμα να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις του  περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών  και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2005 ως ίσχυε πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 2005, θεωρούνται ότι κατέχουν άδεια και βάσει των διατάξεων των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2005 όπως τροποποιείται με τον παρόντα Νόμο. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν από τις 10 Δεκεμβρίου 2007 να τηρούν τις διατάξεις των  περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών  και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2007 που αναφέρονται στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων, καθώς και τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 13, στις υποπαραγράφους (iiiA), (iiiB) και (iv) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, στις παραγράφους (στ), (ζ), (θ) και (ι) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, στο εδάφιο (3) του άρθρου 39, στα άρθρα 60,61,62 63, 64, 66, 68 Α, 69, στο εδάφιο (1) του άρθρου 70, στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 76 και στο Τέταρτο, Πέμπτο και Ένατο Παράρτημα των εν λόγω Νόμων.

Σημείωση
6 του Ν. 105(Ι)/2009Έναρξη της ισχύος του Ν. 106(Ι)/2009

(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 105(Ι)/2009] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Στην περίπτωση προτεινομένων αποκτήσεων συμμετοχής, για τις οποίες οι κοινοποιήσεις υπεβλήθησαν σύμφωνα με το άρθρο 143 του περί Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 105(Ι)/2009], η διαδικασία αξιολόγησης διενεργείται σύμφωνα με τους περί Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο, του 2002 έως 2008, οι οποίοι ίσχυαν κατά τη στιγμή της κοινοποίησης.

Σημείωση
11 του Ν. 132(Ι)/2013Έναρξη ισχύος

(1) Υπό την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 132(Ι)/2013] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Το άρθρο 8 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Τρίτου Παραρτήματος του Ν. 132(Ι)/2013] θεωρείται ότι τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 2013.

Σημείωση
433 του Ν. 38(Ι)/2016 Καταργήσεις

Με την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016], καταργούνται οι περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμοι του 2002 έως 2013.

Σημείωση
434 του Ν. 38(Ι)/2016Ισχύς, Οδηγιών, Αποφάσεων ή Διοικητικών Πράξεων κ.λ.π. που εκδόθηκαν δυνάμει των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013

434.-(1) Οδηγίες, Αποφάσεις ή άλλες διοικητικές πράξεις, που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016] καταργουμένων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013 και που τελούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016], εξακολουθούν να ισχύουν κατά την έκταση που δεν προσκρούουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016], μέχρις ότου ανακληθούν ή αντικατασταθούν από κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις ή ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα ή Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, Οδηγίες, αποφάσεις ή άλλες διοικητικές πράξεις, που θα εκδοθούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016], ανάλογα με την περίπτωση.

(2) Οι διορισμοί των εποπτικών αρχών δυνάμει των διατάξεων του δια του παρόντος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016] καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών Νόμων και Άλλων Συναφών Θεμάτων του 2002 έως 2013 και που τελούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016], εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου ανακληθούν ή αντικατασταθούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016].

(3) Πιστοποιητικά, άδειες, εγκύκλιοι ή έντυπα που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016] καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, και που τελούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016], εφόσον δεν προσκρούουν στις διατάξεις του Νόμου αυτού, εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου ανακληθούν ή αντικατασταθούν από άλλα, που θα εκδοθούν δυνάμει του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016].

(4) Μητρώα, βιβλία ή καταστάσεις, που ετηρούντο από τον Έφορο, δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016] καταργουμένων νόμων, εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου μεταγραφούν όλα τα περιεχόμενα σε  αυτά στοιχεία, στα δυνάμει του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2016] τηρούμενα Μητρώα, βιβλία ή καταστάσεις.