19.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, που αφορά στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών από ασφαλιστικές εταιρείες υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, είτε εργασιών στον Κλάδο Ζωής όπως οι Κλάδοι αυτοί καθορίζονται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο:
Νοείται ότι, κατ' εξαίρεση από την προηγούμενη διάταξη του εδαφίου αυτού, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών—
(α) Στον Κλάδο Ζωής, δύναται να περιλαμβάνει τόσο τον κλάδο ατυχημάτων όσο και τον κλάδο ασθενειών, που εμπίπτουν στον Κλάδο Γενικής Φύσεως· ή
(β) στον κλάδο ατυχημάτων ή και στον κλάδο ασθενειών, που εμπίπτουν στον Κλάδο Γενικής Φύσεως δύναται να περιλαμβάνει και τον Κλάδο Ζωής.
(2) Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών εκδίδεται κατά τον καθορισμένο τύπο και προσδιορίζει επακριβώς τον κλάδο ή την ομάδα κλάδων στους οποίους η ασφαλιστική εταιρεία εξουσιοδοτείται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες. Η άδεια δύναται να καλύπτει όλους ή μερικούς από τους κινδύνους που υπάγονται σε συγκεκριμένο κλάδο καθώς και σε ομάδα κλάδων, σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο.
(3) Σε περίπτωση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, η άδεια θα φέρει τη συνοπτική ονομασία που καθορίζεται στο Μέρος Β του συνημμένου στον παρόντα Νόμο Πρώτου Παραρτήματος, ανάλογα με τους κλάδους, των οποίων εξουσιοδοτείται η άσκηση.
(4) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου εδαφίου του άρθρου αυτού, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται για συγκεκριμένο κλάδο ή συγκεκριμένη ομάδα κλάδων γενικής φύσεως δύναται να καλύπτει και δευτερεύοντες ή συναφείς κινδύνους, που περιλαμβάνονται σε άλλο κλάδο γενικής φύσεως, χωρίς να απαιτείται χωριστή άδεια και για τον κλάδο στον οποίο υπάγονται οι δευτερεύοντες ή συναφείς κίνδυνοι, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί—
(α) Συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο·
(β) αφορούν το αντικείμενο που είναι ασφαλισμένο έναντι του κυρίως κινδύνου· και
(γ) ασφαλίζονται με το ασφαλιστήριο έναντι του κυρίως κινδύνου.
(5) Για την άσκηση εργασιών στον κλάδο πιστώσεων, στον κλάδο εγγυήσεων και στον κλάδο νομικής προστασίας απαιτείται πάντοτε χωριστή άδεια:
Νοείται ότι, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων (α), (β) και (γ) του προηγούμενου εδαφίου, στον κλάδο νομικής προστασίας δεν απαιτείται χωριστή άδεια—
(α) Όταν ο κυρίως κίνδυνος συνδέεται αποκλειστικά με τον κλάδο βοηθείας· και
(β) για διαφορές που απορρέουν από τη χρήση θαλασσοπλοούντων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.
(6) Ο Έφορος δύναται να περιορίζει την ισχύ της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται για τον Κλάδο Ζωής, στις δραστηριότητες που αναφέρονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που συνυποβάλλεται με την αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου.
(7) Σε περίπτωση άδειας ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών για αντασφαλιστικές δραστηριότητες του Κλάδου Γενικής Φύσεως ή για αντασφαλιστικές δραστηριότητες του Κλάδου Ζωής ή για αντασφαλιστικές δραστηριότητες και των δύο Κλάδων, η άδεια χορηγείται, αφού ληφθούν υπ’ όψιν:
(α) οι σχετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας όπως αυτές καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 21· και
(β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων που συνυποβάλλεται με την αίτηση για χορήγηση άδειας άσκησης αντασφαλιστικών εργασιών βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21.