71.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος διαπιστώσει ότι το περιθώριο φερεγγυότητας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας δεν ικανοποιεί το ελάχιστο όριο, όπως αυτό καθορίζεται, αναλόγως της περιπτώσεως, στο άρθρο 67 ή 68 του παρόντος Νόμου, δύναται να απαιτήσει από την εταιρεία αυτή την κατάρτιση ενός προγράμματος οικονομικής ανασυγκρότησης, το οποίο υποβάλλεται στον Έφορο προς έγκριση.
(2) Σε έκτακτες περιπτώσεις, εάν κατά την κρίσητου Εφόρου η οικονομική κατάσταση της εταιρείαςενδέχεται να επιδεινωθεί περαιτέρω, ο Έφοροςμπορεί επίσης να περιορίσει ή να απαγορεύσει τηνελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού τηςεταιρείας.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος διαπιστώσει ότι το περιθώριο φερεγγυότητας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας δεν ικανοποιεί το ύψος του εγγυητικού κεφαλαίου, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 69 του παρόντος Νόμου, δύναται να απαιτήσει από την εταιρεία αυτή την κατάρτιση ενός σχεδίου βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, το οποίο υποβάλλεται στον Έφορο προς έγκριση.
(4) Στην περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο(3), ο Έφορος μπορεί επιπρόσθετα να περιορίσει ή νααπαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείωνενεργητικού της εταιρείας. Μέσα στα πλαίσια τηςεφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οΈφορος μπορεί επιπλέον να προβεί στη λήψη κάθεάλλου μέτρου που κρίνει αναγκαίο για την προστασίατων συμφερόντων των δικαιούχων τουασφαλίσματος.
(5) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, ο Έφορος ενημερώνει τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου η εταιρεία αυτή ασκεί ασφαλιστικές εργασίες, για κάθε μέτρο που έλαβε κατά της εταιρείας δυνάμει του παρόντος άρθρου, προκειμένου να ληφθούν, κατ' αίτηση του Εφόρου, τα ίδια μέτρα και από τις άλλες αυτές εποπτικές αρχές.
(6) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, οι εξουσίες του Εφόρου δυνάμει του άρθρου αυτού θα ασκούνται επίσης και στην περίπτωση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, που επέλεξε την εποπτική αρχή της Δημοκρατίας ως την αρμόδια εποπτική αρχή για το σύνολο των εργασιών της που διεξάγει στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (στ) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου.