192.—(1) Κάτοχος πιστοποιητικού εγγραφής, ο οποίος κατά την άσκηση των εργασιών του προβαίνει εν γνώσει σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή εν γνώσει αποκρύπτει, οτιδήποτε ουσιώδες, με σκοπό να πείσει ή παρακινήσει άλλο στη σύναψη ή πρόταση προς σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές. Σε περίπτωση εν τούτοις κατά την οποία ο ασφαλισμένος έχει δηλώσει εγγράφως πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, ότι μελέτησε και κατανόησε πλήρως όλες τις πληροφορίες που του γνωστοποιήθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 133 του παρόντος Νόμου, το γεγονός συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι δε διαπράχθηκε το αδίκημα αυτό.
(2) Σε περίπτωση συνάψεως ασφαλιστικής συμβάσεως, υπό τις προβλεπόμενες στο προηγούμενο εδάφιο περιστάσεις, ο ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα—
(α) Να ζητήσει ακύρωση της συμβάσεως και επανόρθωση της ζημιάς την οποία υπέστη, κατά τις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου· ή
(β) να εμμείνει στην εκπλήρωση της συμβάσεως και να απαιτήσει αναπροσαρμογή εκείνων των όρων της συμβάσεως οι οποίοι επηρεάστηκαν από τη δήλωση ή την απόκρυψη, που στοιχειοθετεί το κατά το εδάφιο (1) τελούμενο ποινικό αδίκημα.