35.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 8(1)(α) της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, καθώς επίσης και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία της επιχείρησης αυτής, δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους της καταγωγής της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης υποβάλλει στον Έφορο τα καθορισμένα έγγραφα, περιλαμβανομένης και δήλωσης της επιχείρησης αν αυτή ασκεί ασφαλιστικούς κλάδους οι οποίοι καθίστανται διά νόμου υποχρεωτικοί, περί εντάξεώς της σε σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία
(β) η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση, προβαίνει στο διορισμό φορολογικού αντιπροσώπου, τα καθήκοντα του οποίου καθορίζονται στο άρθρο 137 του παρόντος Νόμου, καθώς και στο διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε περίπτωση ασκήσεως από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση του κλάδου ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα, εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, τα καθήκοντα του οποίου καθορίζονται σε Κανονισμούς.
(2) Ο Έφορος γνωστοποιεί εγγράφως στην αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης—
(α) Την καταχώρηση της επιχείρησης αυτής στο ειδικό μητρώο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που τηρείται από την Υπηρεσία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και στο οποίο αναγράφονται οι καθορισμένες με Κανονισμούς πληροφορίες·
(β) τυχόν υποχρέωση της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης προς διορισμό φορολογικού αντιπροσώπου· και
(γ) εφόσον κριθεί αναγκαίο, τους όρους υπό τους οποίους, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, θα πρέπει να ασκεί τις εργασίες της η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση στη Δημοκρατία.
(3) Ο Έφορος δύναται να ζητήσει από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής, τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά συστήματα πωλήσεων, τα οποία η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη Δημοκρατία.
(4) Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να προβεί στην έναρξη ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο αυτό, και κοινοποιηθεί προς αυτή σχετική γνωστοποίηση από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της.