21.—(1) Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δε χορηγείται από τον Έφορο σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία εκτός εάν συντρέχουν σωρευτικά όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Έχει υποβληθεί έγκυρη κατά νόμο αίτηση για τη χορήγηση της άδειας, συνυποβλήθηκαν τα αναγκαία έγγραφα και καταβλήθηκε το καθορισμένο τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου-
(β) η εταιρεία έχει καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστο τετρακοσίων χιλιάδων λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 400.000) σε σχέση με τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και τουλάχιστον εξακοσίων χιλιάδων λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 600.000) σε σχέση με τον Κλάδο Ζωής, ή προκειμένου περί αντασφαλιστικής εταιρείας, ύψους ενός τουλάχιστον εκατομμυρίου λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 1.000.000)·
(γ) η εταιρεία κατέχει το ακόλουθο ελάχιστο όριο εγγυητικού κεφαλαίου:
(i) το ισότιμο σε λίρες Κύπρου του ενός εκατομμυρίου τετρακόσιων χιλιάδων Ευρώ (1.400.000 Ευρώ) προκειμένου περί εταιρείας που παρέχει κάλυψη σε έναν ή περισσότερους κινδύνους που περιλαμβάνονται στον κλάδο 14, που αναφέρεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα, εφόσον το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων ή των εισφορών που χρεώθηκαν στον κλάδο αυτό για καθεμιά από τις τρεις τελευταίες εταιρικές χρήσεις, υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων Ευρώ (2.500.000 Ευρώ) ή το 4% του συνολικού ποσού των ασφαλίστρων ή εισφορών, που έχουν χρεωθεί για τις εργασίες της εταιρείας· ή
(ii) το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τετρακοσίων χιλιάδων Ευρώ (400.000 Ευρώ), προκειμένου περί εταιρείας που παρέχει κάλυψη σε έναν ή περισσότερους κινδύνους, που περιλαμβάνονται σε οποιοδήποτε από τους κλάδους 10 έως 13 ή 15, που αναφέρονται στο συνημμένο στο πιο πάνω Παράρτημα, ή που παρέχει κάλυψη σε έναν ή περισσότερους κινδύνους που περιλαμβάνονται στον κλάδο 14, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναγράφονται στην προηγούμενη υποπαράγραφο (i)· ή
(iii) το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριακοσίων χιλιάδων Ευρώ (300.000 Ευρώ), προκειμένου περί εταιρείας που παρέχει κάλυψη σε έναν ή περισσότερους κινδύνους, που διαλαμβάνονται σε οποιοδήποτε από τους κλάδους 1 έως 8, 16 και 18, που αναφέρονται στο πιο πάνω Παράρτημα· ή
(iv) το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των διακοσίων χιλιάδων Ευρώ (200.000 Ευρώ), προκειμένου περί εταιρείας που παρέχει κάλυψη σε έναν ή περισσότερους κινδύνους, που διαλαμβάνονται σε οποιοδήποτε από τους κλάδους 9 και 17, που αναφέρονται στο ίδιο πιο πάνω Παράρτημα· ή
(ν) το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των οκτακοσίων χιλιάδων Ευρώ (800.000 Ευρώ), προκειμένου περί εταιρείας που ασκεί ασφαλίσεις του Κλάδου Ζωής:
— μία τριετή προθεσμία για την αύξηση του σε ισότιμο σε λίρες Κύπρου ποσό, ενός εκατομμυρίου Ευρώ (1.000.000 Ευρώ),
— μία πενταετή προθεσμία για την αύξηση του σε ισότιμο σε λίρες Κύπρου ποσό, ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων Ευρώ (1.200.000 Ευρώ), και
— μία επταετή προθεσμία για την αύξηση του σε ισότιμο σε λίρες Κύπρου ποσό, ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων χιλιάδων Ευρώ (1.400.000 Ευρώ).
Οι προθεσμίες αυτές αρχίζουν να προσμετρούνται από την ημερομηνία κατά την οποία έχουν συμπληρωθεί οι προϋποθέσεις, που τίθενται στην υποπαράγραφο (i):
(δ) η εταιρεία έχει υποβάλει τριετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που διαλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται από Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(ε) η εταιρεία παρέχει εχέγγυα ότι θα ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές και κατά τρόπο που να διαφυλάσσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και να μη προσκρούει στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη·
(στ) η εταιρεία έχει γνωστοποιήσει στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο, την ταυτότητα κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, που άμεσα ή έμμεσα, κατέχει ειδική συμμετοχή εις αυτή καθώς και το ποσοστό κάθε τέτοιας συμμετοχής·
(ζ) ο Έφορος έχει ικανοποιηθεί ότι τα πρόσωπα που κατά τα ανωτέρω έχουν ειδική συμμετοχή είναι πρόσωπα ικανά και κατάλληλα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου, να διασφαλίζουν την υγιή και συνετή διαχείριση της εταιρείας·
(η) η επωνυμία της εταιρείας συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 16 του παρόντος και τις οικείες διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου. Η επωνυμία αυτή δε δύναται να είναι η ίδια ή παρόμοια ή να προσομοιάζει κατά τρόπο δυνάμενο να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση, με την επωνυμία άλλης υφιστάμενης κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή εταιρείας που κατέχει άδεια ασκήσεως εργασιών διαμεσολάβησης, εκτός εάν—
(i) η εταιρεία αυτή τελεί υπό διάλυση ή έπαυσε να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία ή επίκειται η διάλυση ή η παύση των εργασιών της· και
(ii) συγκατατίθεται στη χρήση της επωνυμίας αυτής από τους αιτητές.
Δε χορηγείται άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών εάν η επωνυμία της αιτήτριας ενδέχεται να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση ως προς το είδος ή και τη φύση των προσφερόμενων υπηρεσιών·
(θ) η εταιρεία διατηρεί την κεντρική της διοίκηση και το εγγεγραμμένο της γραφείο στη Δημοκρατία·
(ι) οι διευθύνοντες την εταιρεία είναι πρόσωπα ικανά και κατάλληλα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου και δύνανται να διασφαλίσουν την κατάλληλη διοικητική και λογιστική οργάνωση της εταιρείας·
(ια) προκειμένου περί εταιρείας που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Ζωής ή ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως και η οποία προτίθεται να εκδίδει συμβόλαια που καλύπτουν κινδύνους στους κλάδους ατυχημάτων ή και ασθενειών με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους—
(i) η εταιρεία διορίζει εσωτερικό αναλογιστή που διαθέτει τα αναγκαία προσόντα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 59 του παρόντος Νόμου· και
(ii) μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της ενάρξεως των εργασιών της διορίζει εντεταλμένο αναλογιστή, που διαθέτει τα αναγκαία προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 97 του παρόντος Νόμου·
(ιβ) προκειμένου περί αντασφαλιστικής εταιρείας, διορίζει εντεταλμένο αναλογιστή, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ια)·
(ιγ) η εταιρεία, η οποία προτίθεται να ασκεί ασφαλιστικούς κλάδους οι οποίοι καθίστανται διά νόμου υποχρεωτικοί, αναλαμβάνει με γραπτή δήλωσή της, την υποχρέωση όπως, αμέσως μετά τη χορήγηση της άδειας και πριν την έναρξη των εργασιών της, ενταχθεί σε ταμείο ασφαλιστών ή άλλο παρόμοιο σώμα ή οργανισμό, αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία·
(ιδ) η εταιρεία έχει προβεί σε διευθετήσεις για αντασφάλισή της από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που ικανοποιεί τα κριτήρια που εκάστοτε καθορίζει ο Έφορος ή έχει αιτιολογήσει επαρκώς αίτημά της προς εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή·
(ιε) προκειμένου περί εταιρείας που σκοπό έχει την άσκηση εργασιών στον κλάδο βοήθειας, η εταιρεία αυτή ικανοποιεί τον Έφορο, κατόπιν σχετικού ελέγχου, ότι το προσωπικό, το υλικό και οι μέθοδοι που έχει άμεσα ή έμμεσα στη διάθεσή της, καθώς και τα προσόντα του ιατρικού προσωπικού και η ποιότητα του εξοπλισμού που διαθέτει για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κλάδος αυτός, είναι κατάλληλα.
(2) Κατά την έννοια της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, «υγιείς ασφαλιστικές αρχές» σημαίνει τις αρχές εκείνες που έχουν κατ' έθιμο ή άλλωσπως καθιερωθεί σε σχέση με την ασφάλιση και αφορούν στη συνέπεια και τον επαγγελματισμό που πρέπει να επιδεικνύεται από μία ασφαλιστική εταιρεία στις συναλλαγές της με τους ασφαλισμένους, τους συνεργάτες της και εν γένει το κοινό, ιδιαίτερα δε κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ασφαλισμένων.
(3) Οι ακόλουθες ενέργειες μιας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας λογίζονται ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη του γεγονότος ότι αυτή δεν ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές:
(α) Κάθε ενέργεια της εταιρείας ή των ασκούντων εργασίες διαμεσολάβησης, που αποβλέπει στην παραπλάνηση των ασφαλισμένων της ή του κοινού εν γένει, είτε αυτή απολήγει στη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως είτε όχι·
(β) κάθε απόρριψη απαιτήσεως ασφαλισμένων, που δεν εδράζεται σε νόμο ή σε νομικά έκδηλα αδιαμφισβήτητο συγκεκριμένο ρητό όρο του ασφαλιστηρίου·
(γ) κάθε επίκληση ρήτρας του ασφαλιστηρίου, που κατά την κείμενη νομοθεσία ή τη νομολογία δύναται να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική·
(δ) παράλειψη της εταιρείας να συμμορφωθεί με υποχρέωσή της που απορρέει από συμφωνία που συνήψε με σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία και κοινοποιείται προς αυτή υπό μορφή αποφάσεως του ανωτάτου διοικητικού οργάνου του σώματος ή οργανισμού αυτού, εκτός εάν η εταιρεία απαλλαγεί από την υποχρέωσή της αυτή δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής ή διαιτητικής αποφάσεως· και
(ε) κάθε παράλειψή της να ικανοποιήσει τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδίδεται εναντίον της, μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως.
(4) Με απόφαση του Εφόρου, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δύνανται να εξειδικεύονται τα κριτήρια που ο Έφορος θα εφαρμόζει προκειμένου να αποφασίσει εάν μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές.