32.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 8(1)(α) της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, δύναται να ιδρύει στη Δημοκρατία υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στα επόμενα εδάφια.
(2) Ο Έφορος ζητά από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής την κοινοποίηση της πρόθεσης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς εγκατάστασή της στη Δημοκρατία, υπό μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, για σκοπούς άσκησης ασφαλιστικών εργασιών.
(3) Με την κοινοποίηση αυτή συνυποβάλλονται και τα καθορισμένα έγγραφα και πληροφορίες, καθώς και δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης ότι μέσα στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (5) προθεσμία θα ενταχθεί σε σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία.
(4) Μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη βεβαιωμένη παραλαβή των πιο πάνω εγγράφων, ο Έφορος δύναται να κοινοποιήσει τους όρους, υπό τους οποίους για λόγους δημόσιου συμφέροντος πρέπει να ασκεί τις εργασίες του το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία στη Δημοκρατία.
(5) Το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία δύναται να αρχίσει εργασίες μετά από την κατά το εδάφιο (4) κοινοποίηση του Εφόρου προς την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής ή σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας που τίθεται στον Έφορο προς κοινοποίηση όρων, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.