33.—(1) Μία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία δύναται να ιδρύσει υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, κατόπιν σχετικής αιτήσεως που υποβάλλεται στον Έφορο. Στην αίτηση καθορίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να ιδρύσει το υποκατάστημα ή την αντιπροσωπεία. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.
(2) Ο Έφορος, μετά από έλεγχο των υποβληθέντων καθορισμένων εγγράφων και ιδιαίτερα του προτεινόμενου προγράμματος δραστηριότητας, εφόσον κρίνει επαρκή τη διοικητική οργάνωση και τη χρηματοοικονομική κατάσταση της αιτήτριας ασφαλιστικής εταιρείας και εφόσον δεν έχει λόγους να αμφισβητεί την εντιμότητα και τα επαγγελματικά προσόντα ή την επαγγελματική πείρα των διευθυντών και του γενικού αντιπροσώπου ή προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που επιδιώκει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στο κλάδο βοηθείας, εφόσον ο Έφορος κρίνει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (ιε) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, διαβιβάζει εντός τριών μηνών από την υποβολή τους τα υποβληθέντα προς αυτόν έγγραφα στην αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας και ενημερώνει σχετικά την αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος αρνείται να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στην αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την υποβολή της αιτήσεως και των καθορισμένων εγγράφων. Σε περίπτωση αρνήσεως του Εφόρου ή τυχόν παραλείψεώς του να ενεργήσει μέσα στην προθεσμία των τριών μηνών, η αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία δύναται να προσβάλει την απόφαση ή την παράλειψη ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.
(4) Το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία δύναται να αρχίσει εργασίες στο Κράτος Μέλος του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας μετά από τυχόν κοινοποίηση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του Κράτους Μέλους του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας προς τον Έφορο, με την οποία τίθενται οι όροι υπό τους οποίους για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να ασκεί τις εργασίες του στο Κράτος αυτό ή, σε κάθε περίπτωση, μετά πάροδο δύο μηνών, από της διαβιβάσεως των εγγράφων και της ενημερώσεώς της, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού.