56.—(1) Για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να ιδρύσει στη Δημοκρατία υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία, προαπαιτείται, δυνάμει της παραγράφου (γ) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, ο διορισμός γενικού αντιπροσώπου, που να ικανοποιεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Να είναι πρόσωπο ικανό και κατάλληλο, κατά την έννοια του εδαφίου (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου και να διαθέτει τα καθορισμένα με Κανονισμούς προσόντα·
(β) να έχει το συνήθη τόπο διαμονής του στη Δημοκρατία εκτός εάν ο Έφορος επιτρέψει όπως έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός της Δημοκρατίας, εφόσον κρίνει ότι αυτό δεν επηρεάζει δυσμενώς την εύρυθμη λειτουργία του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας·
(γ) να είναι υπεύθυνος για τη διεξαγωγή του συνόλου των εργασιών του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας στη Δημοκρατία·
(δ) να έχει επαρκή εξουσία ώστε να δεσμεύει την αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση ενώπιον τρίτων και να την αντιπροσωπεύει ενώπιον των δικαστικών και διοικητικών αρχών της Δημοκρατίας· και
(ε) να αποδέχεται όλη την αλληλογραφία στη Δημοκρατία εκ μέρους της επιχείρησης αυτής.
(2) Δεν επιτρέπεται ο παράλληλος διορισμός δύο γενικών αντιπροσώπων.
(3) Δεν επιτρέπεται ο γενικός αντιπρόσωπος να είναι ο ελεγκτής, ή συνέταιρος ή υπάλληλος του ελεγκτή, σε ότι αφορά στον έλεγχο λογαριασμών οποιασδήποτε ασφαλιστικής εργασίας που διεξάγεται στη Δημοκρατία από την επιχείρηση αυτή.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία ο γενικός αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο, πρέπει να έχει την έδρα του στη Δημοκρατία και να διορίσει φυσικό πρόσωπο, που να ικανοποιεί τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού.
(5) Στον Έφορο ανακοινώνεται η ταυτότητα του γενικού αντιπροσώπου κατά τον καθορισμένο τύπο, κατά την υποβολή της αιτήσεως προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.
(6) Στον Έφορο ανακοινώνεται επίσης κατά τον καθορισμένο τύπο κάθε μεταγενέστερη μεταβολή στο πρόσωπο του γενικού αντιπροσώπου μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την ημέρα της μεταβολής.
(7) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό οποιουδήποτε προσώπου ως γενικού αντιπροσώπου, ενεργεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου, το οποίο, καθώς και το εδάφιο (5), εφαρμόζεται κατά πάντα και στην προκείμενη περίπτωση.