166.- (1) Μεσίτης ασφαλίσεων (insurance broker) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει ως κύρια δραστηριότητα έναντι προμήθειας που καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, την άσκηση, κατ’ εντολή οποιουδήποτε προσώπου, των εργασιών διαμεσολάβησης που καθορίζονται στο εδάφιο (5) του άρθρου αυτού χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης:
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (5) του άρθρου αυτού, ασκούνται από νομικό πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό οφείλει να είναι εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, και θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου, ως «εταιρεία ασφαλειομεσιτών». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» ή γραμματικές παραλλαγές των όρων αυτών, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλειομεσιτών. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει άλλως πως από το κείμενο, ο όρος «μεσίτης ασφαλίσεων» θα περιλαμβάνει και τους όρους «μεσίτης αντασφαλίσεων», «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» και «εταιρεία αντασφαλειομεσιτών».
(4) Ο μεσίτης ασφαλίσεων πρέπει να έχει νομική και οικονομική ανεξαρτησία έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες συναλλάσσεται. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 182 του Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία ο μεσίτης ασφαλίσεων έχει οποιοδήποτε νομικό ή οικονομικό δεσμό με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, δυνάμενο να επηρεάσει την ελευθερία επιλογής του κατά την άσκηση των εργασιών του, οφείλει να γνωστοποιήσει τούτο εγγράφως προς κάθε πρόσωπο που ενδιαφέρεται για την σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής συμβάσεως πριν από την σύναψη της εν λόγω συμβάσεως. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.
(5) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:
(α) Φέρνει σε επαφή τον ενδιαφερόμενο προς σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής κάλυψης με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·και προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων·
(β) προπαρασκευάζει ή και εξασφαλίζει την αποδοχή της συμβάσεως αυτής τόσο από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και από τον ασφαλισμένο·
(γ) παρέχει στους ασφαλισμένους κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής συμβάσεως και ιδιαίτερα μετά τη έλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ·
(δ) εφόσον έχει γραπτή εξουσιοδότηση από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, και τα αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.