169.—(1) Ασφαλιστικός μεσάζων είναι το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο, το οποίο δυνάμει συμβάσεως μεσάζοντος, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 172 του παρόντος Νόμου, ενεργεί εκ μέρους ενός ασφαλιστικού πράκτορα ή ενός ή περισσότερων μεσιτών ασφαλίσεων, έναντι προμήθειας ή αμοιβής:
Νοείται ότι, ο ασφαλιστικός μεσάζων δύναται να ενεργεί εκ μέρους και άλλων ασφαλιστικών πρακτόρων, σε περίπτωση κατά την οποία η ασφάλιση αφορά σε κλάδο ασφαλιστικών εργασιών που δεν ασκούνται από την ασφαλιστική επιχείρηση την οποία εκπροσωπεί ο ασφαλιστικός πράκτορας εκ μέρους του οποίου ο ασφαλιστικός μεσάζων ενεργεί.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ως «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών μεσαζόντων. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της Ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν άλλως πως προκύπτει από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός μεσάζων» θα περιλαμβάνει και την «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων».
(4) Ο ασφαλιστικός μεσάζων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:
(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων, εκ μέρους του οποίου ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, στερείται όμως του δικαιώματος προς υπογραφή των συμβάσεων αυτών
(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση μεσάζοντος, που έχει υπογραφεί.