53.—(1) Για τους σκοπούς της παραγράφου (ι) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, ως διευθύνοντες μίαν κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία λογίζονται μόνον τα ακόλουθα φυσικά πρόσωπα, εφόσον είναι πρόσωπα ικανά και κατάλληλα και διαθέτουν τα καθορισμένα με Κανονισμούς προσόντα—
(α) Οι διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας, περιλαμβανομένου και του εκτελεστικού προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου·
(β) ο ανώτερος εκτελεστικός λειτουργός της εταιρείας, που είναι υπεύθυνος για τη διεύθυνση όλων των ασφαλιστικών εργασιών της, μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων του Διοικητικού της Συμβουλίου·
(γ) ο γενικός διευθυντής της εταιρείας, εφόσον τα καθήκοντά του δεν ασκούνται από ένα από τα μνημονευόμενα στις πιο πάνω παραγράφους (α) και (β) πρόσωπα· και
(δ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που κατά την κρίση του Εφόρου, λόγω της φύσεως των καθηκόντων που ασκεί στην εταιρεία, είναι σε θέση να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων ή την όλη πολιτική της εταιρείας.
(2) Εκτός από τους διοικητικούς συμβούλους της εταιρείας που δεν ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα, οι λοιποί διευθύνοντες την εταιρεία οφείλουν να έχουν το συνήθη τόπο διαμονής τους στη Δημοκρατία:
(3) Στον Έφορο ανακοινώνεται η ταυτότητα των διευθυνόντων την εταιρεία κατά τον καθορισμένο τύπο, κατά την υποβολή της αιτήσεως προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.
(4) Στον Έφορο επίσης ανακοινώνεται, κατά τον καθορισμένο τύπο, κάθε μεταγενέστερος διορισμός επιπρόσθετος ή εις αντικατάσταση άλλου, κάθε εκούσια αποχώρηση ή τερματισμός των υπηρεσιών και γενικά κάθε άλλη μεταβολή των προσώπων αυτών, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός αφότου επεσυνέβη ο διορισμός, αποχώρηση, τερματισμός υπηρεσιών ή άλλη μεταβολή. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό οποιουδήποτε προσώπου, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στην ασφαλιστική εταιρεία, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημέρα της ανακοινώσεως του διορισμού. Η απόφαση αυτή του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.
(5)(α) Ικανό και κατάλληλο λογίζεται το πρόσωπο το οποίο διαθέτει εντιμότητα, ακεραιότητα, καλή φήμη, ειδική γνώση και πείρα στον τομέα του και είναι καλής οικονομικής κατάστασης.
(β) Δε λογίζεται ως κατάλληλο πρόσωπο για τους σκοπούς της παραγράφου (ι) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, πρόσωπο που—
(i) Καταδικάστηκε για πλαστογραφία, κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, εκβίαση, δωροδοκία, λαθρεμπορία, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, φόνο εκ προμελέτης, ανθρωποκτονία, βιασμό, αδικήματα ηθικής αισχρότητας ή άλλα συναφή προς τα ανωτέρω ποινικά αδικήματα·
(ii) κηρύχθηκε σε πτώχευση και δεν αποκαταστάθηκε· ή
(iii) κατείχε προηγουμένως ειδική συμμετοχή ή θέση διευθύνοντος προσώπου, σε ασφαλιστική επιχείρηση ή άλλη συναφή επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, της οποίας επιχείρησης η άδεια ανακλήθηκε για σοβαρή παραβίαση των υποχρεώσεών της, εκτός εάν αποδείξει ότι ο ίδιος δε συναίνεσε ή συνέπραξε στην παραβίαση.