196.—(1) Ο Έφορος έχει εξουσία να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες για την άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων του και να απευθύνει σχετικό γραπτό αίτημα, σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του, καθώς και σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ευλόγως εικάζεται ότι είναι σε θέση να δώσει τις πληροφορίες.
(2) Στο γραπτό αίτημα του Εφόρου καθορίζονται οι θεμελιούσες το αίτημα διατάξεις του παρόντος Νόμου, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής των πληροφοριών.
(3) Το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα του Εφόρου έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και επακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών, εκτός εάν με την παροχή της πληροφορίας θίγεται οποιοδήποτε επαγγελματικό, τραπεζικό ή άλλο κατά νόμο προστατευόμενο απόρρητο.
(4) Σε περίπτωση παραλείψεως παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην τακτή προθεσμία, επιβάλλεται από τον Έφορο στον υπαίτιο της παράλειψης, διοικητικό πρόστιμο εκατό λιρών, για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης. Το διοικητικό αυτό πρόστιμο επιβάλλεται και σε περίπτωση κατά την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο υποκείμενο στην εποπτεία και τον έλεγχο του Εφόρου, παραλείπει να καταθέσει στον Έφορο, μέσα στην τακτή από το Νόμο προθεσμία, λογαριασμούς, εκθέσεις, καταστάσεις, βιβλία ή έγγραφα, των οποίων η κατάθεση προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο:
(5) Αντί τούτου, και ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ή πειθαρχική ευθύνη του υπαιτίου, σε περίπτωση παράλειψης παροχής των πληροφοριών μέσα στην τακτή προθεσμία ή σε περίπτωση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, ο Έφορος έχει εξουσία, αφού προηγουμένως καλέσει τον υπαίτιο σε απολογία, να επιβάλλει εις αυτόν, με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, τις προβλεπόμενες στο άρθρο 201 του παρόντος Νόμου, διοικητικές κυρώσεις.
(6) Οι πληροφορίες που παρέχονται στον Έφορο, κατά την άσκηση της εξουσίας του αυτής είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.
(7) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού «η υποχρέωση προς παροχή πληροφοριών» περιλαμβάνει και την υποχρέωση προς προσκόμιση και κατάθεση κάθε είδους γραπτών στοιχείων και τη διάθεση πληροφοριών εναποθηκευμένων εις ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
(8) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί όπως οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας.
(9) Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις κατά τη συλλογή πληροφοριών για τις ανάγκες της συμπληρωματικής εποπτείας και την επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών αυτών, ο Έφορος δύναται, προκειμένου να επαληθεύσει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με ασφαλιστική επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, η οποία είναι συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, θυγατρική επιχείρηση, μητρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση μιας μητρικής επιχείρησης κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας που υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο, να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού.
(10) Ο Έφορος, όταν λαμβάνει αντίστοιχη αίτηση των αρμοδίων αρχών άλλου κράτους μέλους, οφείλει είτε να διενεργήσει ο ίδιος τον σχετικό έλεγχο, είτε να επιτρέψει στις αιτούσες αρχές να διενεργήσουν αυτές τον έλεγχο, είτε να επιτρέψει την άσκησή του από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα:
(11) Οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία και οι συνδεδεμένες ή συμμετέχουσες επιχειρήσεις τους δύνανται να ανταλλάσσουν μεταξύ τους κάθε πληροφορία χρήσιμη για τους σκοπούς της συμπληρωματικής εποπτείας, όπως αυτή προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.