165.—(1) Ασφαλιστικός πράκτορας (insurance agent) είναι το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο το οποίο, έχει ως αποκλειστική απασχόλησή του, δυνάμει συμβάσεως πρακτόρευσης, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 172 του παρόντος Νόμου, την έναντι προμήθειας ή και αμοιβής ανάληψη ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή και περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικής πρακτόρευσης. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει άλλως πως από το κείμενο ο όρος «ασφαλιστικός πράκτορας» θα περιλαμβάνει και την «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης».
(4) Ο ασφαλιστικός πράκτορας δύναται να ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:
(α) Παρουσιάζει, εισηγείται, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις, για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων και εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση πρακτόρευσης που έχει υπογραφεί, τα οποία καταβάλλει στη δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση· και
(β) παρέχει κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής συμβάσεως και ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία δικαιώματος προς υποβολή απαιτήσεως.