199.—(1) Οι κατά το προηγούμενο άρθρο επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται από τον Έφορο είτε ύστερα από προειδοποίηση είτε, σε επείγουσες και ειδικά αιτιολογημένες περιπτώσεις, χωρίς την προηγούμενη ειδοποίηση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η εντολή.
(2) Η εντολή του Εφόρου είναι γραπτή και καθορίζει το σκοπό του επιτόπιου ελέγχου, ορίζει την ημερομηνία έναρξης του ελέγχου, τη διάταξη πάνω στην οποία στηρίζεται η εξουσία αυτή του Εφόρου και τις ενδεχόμενες κυρώσεις, σε περίπτωση άρνησης του προσώπου, προς το οποίο απευθύνεται η εντολή, να συμμορφωθεί προς την εντολή.
(3) Το πρόσωπο, στο οποίο διενεργείται ο έλεγχος, δύναται να συμβουλευθεί το συνήγορο του κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η παρουσία όμως αυτού δε συνιστά νομική προϋπόθεση για το έγκυρο του ελέγχου.
(4) Δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή ελέγχου σε κατοικία για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, εκτός κατόπιν δικαστικού εντάλματος.
(5) Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς εντολή του Εφόρου κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού για διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, επιβάλλεται από τον Έφορο διοικητικό πρόστιμο εκατό λιρών για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη προς συμμόρφωση.
(6) Αντί τούτου, και ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ή πειθαρχική ευθύνη του υπαιτίου, σε περίπτωση αρνήσεώς του να συμμορφωθεί προς εντολή του Εφόρου για επιτόπιο έλεγχο ή σε περίπτωση που αυτός επιδεικνύει ελλιπή τα αιτηθέντα αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα έγγραφα ή στοιχεία, ο Έφορος έχει εξουσία, αφού προηγουμένως καλέσει τον υπαίτιο σε απολογία, να επιβάλει εις αυτόν, με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, τις προβλεπόμενες στο άρθρο 201 του παρόντος Νόμου διοικητικές κυρώσεις.
(7) Οι πληροφορίες που αποκτά ο Έφορος κατά την άσκηση της εξουσίας του αυτής είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο διενεργείται ο έλεγχος.