206.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., η οποία ασκεί εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή/και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οφείλει να υποβάλει στην Υπηρεσία, σύμφωνα με το εδάφιο (8) του άρθρου 34 του παρόντος Νόμου, οποιοδήποτε έγγραφο της ζητηθεί για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, εφόσον και οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες υπέχουν την ίδια υποχρέωση. Σε περίπτωση άρνησης υποβολής των ζητηθέντων εγγράφων, ο Έφορος ενεργεί ως ακολούθως:
(α) Εάν η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση δεν τηρεί τους κανόνες δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, ο Έφορος την καλεί να αποκαταστήσει την τάξη πραγμάτων, σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία και τις ισχύουσες ασφαλιστικές αρχές·
(β) σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση δεν συμμορφώνεται, ο Έφορος ενημερώνει την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της και της ζητά, με συστημένη επιστολή, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε η επιχείρηση αυτή να συμμορφωθεί. Ο Έφορος ζητά επίσης να του ανακοινωθούν τα μέτρα αυτά·
(γ) εάν παρά τα ληφθέντα μέτρα από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής επιχείρησης ή σε περίπτωση έλλειψης ή ανεπάρκειας των μέτρων αυτών, εξακολουθεί να παραβιάζει τους κανόνες δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, ο Έφορος μετά από ενημέρωση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του Κράτους Μέλους καταγωγής, δύναται να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη νέων παραβάσεων και την προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων στη Δημοκρατία και να απαγορεύσει, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, στην επιχείρηση να εξακολουθήσει να ασκεί νέες εργασίες μέσω υποκαταστήματος ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών
(δ) ο Έφορος διατηρεί το δικαίωμα σε περίπτωση έσχατης ανάγκης να προσφύγει στις εποπτικές ή και στις διπλωματικές αρχές του κράτους ή των κρατών στα οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση ή να λάβει οποιαδήποτε άλλα μέτρα θεωρεί σκόπιμα·
(ε) εάν η επιχείρηση που έχει διαπράξει παράβαση διαθέτει εγκατάσταση ή/και περιουσιακά στοιχεία στη Δημοκρατία, ο Έφορος δύναται να επιβάλει τις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου διοικητικές κυρώσεις επί της εγκατάστασης, περιλαμβανομένου και του περιορισμού της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που ευρίσκεται στη Δημοκρατία.
(2) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται βάσει του προηγούμενου εδαφίου και το οποίο συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση εργασιών, θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση και στην αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της.
(3) Οι προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των ποινικής φύσεως διατάξεων που ισχύουν στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων και των ποινικών διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(4) Εάν για τον έλεγχο τηρήσεως των κανόνων δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, επιβάλλεται έλεγχος στα γραφεία της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης ή στα γραφεία του υποκαταστήματος της στη Δημοκρατία, ο Έφορος συνεργάζεται με την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της για την κατά περίπτωση διενέργεια του ελέγχου αυτού από την αρμόδια αυτή εποπτική αρχή. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος το κρίνει αναγκαίο, δύναται να συμμετέχει και ο ίδιος στη διενέργεια του ελέγχου στα γραφεία του υποκαταστήματος στη Δημοκρατία.