7.—(1) Ο Υπουργός, ο Έφορος, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα στην Υπηρεσία σχετικά με την εποπτεία των ασκούντων ασφαλιστικές εργασίες ή εργασίες διαμεσολάβησης κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καθώς και οι εγκεκριμένοι ελεγκτές και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν κατ' εντολή της Υπηρεσίας, και τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ασφαλίσεων, έχουν υποχρέωση προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Το απόρρητο αυτό συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν επιτρέπεται να ανακοινώνονται σε άλλο πρόσωπο ή αρχή εκτός κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού.
(2) Επιτρέπεται η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τα μνημονευόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα—
(α) Εφόσον η ανακοίνωση γίνεται υπό συνοπτική μορφή και κατά τρόπο που να μην μπορεί να διακριβωθεί η ταυτότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία αφορούν οι παρεχόμενες πληροφορίες εκτός εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης·
(β) στα πλαίσια αστικής διαδικασίας σε περίπτωση πτώχευσης ή αναγκαστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, νοουμένου ότι οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν τρίτους, που λαμβάνουν μέτρα διάσωσης της.
(3) Ο Έφορος, όταν λαμβάνει εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες δύναται να τις χρησιμοποιεί μόνο κατά την άσκηση των πιο κάτω καθηκόντων του:
(α) Για τον έλεγχο της τήρησης των όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε στην ασφαλιστική επιχείρηση η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών και για τη διευκόλυνση της εποπτείας της ασκήσεως των εργασιών αυτών, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έλεγχο και την παρακολούθηση των τεχνικών αποθεμάτων, του περιθωρίου φερεγγυότητας, της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και του εσωτερικού ελέγχου· ή
(β) για την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή
(γ) στα πλαίσια διοικητικών προσφυγών κατ' αποφάσεων που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή
(δ) στα πλαίσια άλλων δικαστικών διαδικασιών.
(4) Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων του άρθρου αυτού, δε συνιστούν κώλυμα για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου ή μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών Κρατών-Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., και—
(α) Των αρχών οι οποίες έχουν επίσημη εξουσία για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθώς και των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών,
(β) των σωμάτων ή προσώπων που μετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και σε άλλες παρόμοιες διαδικασίες, και
(γ) των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί κατά νόμο ο έλεγχος των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων,
κατά την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων τους καθώς και κατά την κοινοποίηση, προς τα σώματα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση εγγυητικών κεφαλαίων ή αναγκαστικής εκκαθάρισης, των απαραίτητων πληροφοριών για την εκπλήρωση του έργου τους. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις πιο πάνω αναφερόμενες αρχές, σώματα και πρόσωπα, υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3) του άρθρου αυτού, ο Έφορος δύναται να ανταλλάσσει πληροφορίες με—
(α) Τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επιτήρηση των σωμάτων ή προσώπων που ασχολούνται με την εκκαθάριση και την πτώχευση ασφαλιστικών επιχειρήσεων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες, ή
(β) τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επιτήρηση των προσώπων τα οποία είναι υπεύθυνα για τον κατά νόμο έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επενδυτικών εταιρειών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ή
(γ) τους εντεταλμένους αναλογιστές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν έλεγχο σε αυτές με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καθώς και με τα σώματα που είναι αρμόδια για την επιτήρηση των αναλογιστών αυτών.
(6) Ο Έφορος δύναται να εφαρμόσει τις διατάξεις των παραγράφων (α), (β) και (γ) του προηγούμενου εδαφίου όταν συντρέχουν οι ακόλουθες τουλάχιστο προϋποθέσεις:
(α) Οι πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν μέσα στα πλαίσια της επιτήρησης ή της εποπτείας, όπως αυτές αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (5) πιο πάνω,
(β) οι πληροφορίες που λαμβάνονται μέσα α' αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού,
(γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από κράτος, οι πληροφορίες αυτές δεν κοινοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις κοινοποίησε, και στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της.
(7) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, ο Έφορος θα ανακοινώνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τις αρχές ή άλλα σώματα, τα οποία δύνανται να δέχονται πληροφορίες δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου αυτού.
(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3) του άρθρου αυτού, προς το σκοπό ενίσχυσης της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο Έφορος δύναται να επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών άλλων κρατών και των αρχών ή των σωμάτων που είναι κατά νόμο αρμόδια για τον εντοπισμό των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών και για τη διερεύνηση των παραβάσεων αυτών.
(9) Ο Έφορος δύναται να εφαρμόσει τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες τουλάχιστον προϋποθέσεις:
(α) Οι πληροφορίες προορίζονται να χρησιμοποιηθούν προς εξυπηρέτηση του σκοπού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο·
(β) οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μέσα εις αυτό το πλαίσιο, υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο, που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού·
(γ) οι πληροφορίες που προέρχονται από κράτος, δεν κοινοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις κοινοποίησε, και στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς, για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της.
(10) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος, προς το σκοπό εντοπισμού ή διερεύνησης παραβάσεων, χρησιμοποιεί, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λόγω ειδικών προσόντων, τις υπηρεσίες εντεταλμένων προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια υπηρεσία, η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8), δύναται να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (9). Για την εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (9), ο Έφορος ανακοινώνει στις αρμόδιες εποπτικές αρχές, οι οποίες κοινοποίησαν τις πληροφορίες, τα ονόματα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων, στα οποία θα διαβιβάζονται οι εν λόγω πληροφορίες. Επί πλέον, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, ο Έφορος θα ανακοινώνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά Κράτη Μέλη τις αρχές ή τα σώματα στα οποία δύνανται να κοινοποιούνται πληροφορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (8).
(11) Ο Έφορος δύναται να διαβιβάζει—
(α) Στην Κεντρική Τράπεζα και σε άλλους οργανισμούς με ανάλογη αποστολή, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής· και,
(β) ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους, ενώ δεν εμποδίζει τις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς του εδαφίου (3):
(12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) και του εδαφίου (3) του άρθρου αυτού, επιτρέπεται η κοινοποίηση πληροφοριών στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στο Υπουργείο Οικονομικών, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στους επιθεωρητές τους οποίους έχουν εξουσιοδοτήσει οι οργανισμοί αυτοί, μόνον εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν για σκοπούς προληπτικού ελέγχου.
(13) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού, καθώς και εκείνες που εξασφαλίζονται κατά τους επιτόπιους ελέγχους που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν επιτρέπεται να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου αν δεν υπάρχει ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που κοινοποίησε τις πληροφορίες, ή της αρμόδιας εποπτικής αρχής του κράτους, όπου πραγματοποιήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.