19. (1) Δεν χορηγείται άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε επιχείρηση από τον Έφορο, εκτός εάν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Όσον αφορά τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να περιορίζουν τον σκοπό τους στην ασφαλιστική δραστηριότητα και στις εργασίες που προκύπτουν άμεσα από αυτήν, εξαιρουμένης κάθε άλλης εμπορικής δραστηριότητας·
(β) όσον αφορά τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να περιορίζουν τον σκοπό τους στην αντασφαλιστική δραστηριότητα και στις συναφείς εργασίες, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων και της λειτουργίας εταιρείας συμμετοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά την έννοια των οδηγιών χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων που εκδίδονται από τον Έφορο Ασφαλίσεων∙
(γ) έχει υποβληθεί πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 24 του παρόντος Νόμου·
(δ) η επιχείρηση διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε αυτά να καλύπτουν το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου∙
(ε) η επιχείρηση αποδεικνύει ότι θα είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια, ώστε αυτά να καλύπτουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 4 του Έκτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους∙
(στ) η επιχείρηση αποδεικνύει ότι θα είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια, ώστε αυτά να καλύπτουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 5 του Έκτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους∙
(ζ) η επιχείρηση αποδεικνύει ότι θα είναι σε θέση να συμμορφωθεί προς το σύστημα διακυβέρνησης που αναφέρεται στοΤμήμα 2 του Τέταρτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους∙
(η) πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου περί ειδικής συμμετοχής·
(θ) η επιχείρηση διατηρεί τόσο την εταιρική όσο και την καταστατική της έδρα στη Δημοκρατία·
(ι) όσον αφορά την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, η επιχείρηση θα πρέπει να ανακοινώνει το όνομα και τη διεύθυνση όλων των αντιπροσώπων για τον διακανονισμό των ζημιών, οι οποίοι διορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου 2000, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός της Δημοκρατίας, αν οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα (κλάδος 10 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου), πλην της ευθύνης του μεταφορέα∙
(ια) όσον αφορά επιχειρήσεις που αιτούνται άδεια για τον κλάδο βοήθειας (κλάδος 18 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος), η επιχείρηση ικανοποιεί τον Έφορο, κατόπιν σχετικού ελέγχου, ότι το προσωπικό, το υλικό και οι μέθοδοι που έχει άμεσα ή έμμεσα στη διάθεσή της, καθώς και τα προσόντα του ιατρικού προσωπικού και η ποιότητα του εξοπλισμού που διαθέτει για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κλάδος αυτός, είναι κατάλληλα.
(2) Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε επιχείρηση υποβάλλεται στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει τα καθορισμένα στο έντυπο της αιτήσεως στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνουν και στοιχεία που αφορούν στην ταυτότητα των προσώπων τα οποία περιγράφονται στο άρθρο 44 του παρόντος Νόμου και υπογράφεται από δύο διοικητικούς συμβούλους.
(3) Με την αίτηση που αναφέρεται στο εδάφιο (2), συνυποβάλλονται το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της επιχείρησης, τα οποία εγκρίνονται από τον Έφορο, καθώς και τα λοιπά έγγραφα που καθορίζονται από Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση:
(4) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε μετά την υποβολή της αιτήσεως να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, που κρίνει αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως.
(5) Με την υποβολή της αιτήσεως καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος προς εξέτασή της.
(6) Η αίτηση εξετάζεται υπό το πρίσμα του προγράμματος δραστηριοτήτων, που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 24 του παρόντος Νόμου, καθώς και της πλήρωσης όλων των όρων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο για την αδειοδότηση από τον Έφορο.