20. (1) Δεν επιτρέπεται η επέκταση των εργασιών μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εκτός δυνάμει σχετικής άδειας του Εφόρου, που χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο και εφόσον συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε άλλους κλάδους ή για την επέκταση άδειας που καλύπτει μέρος μόνο των κινδύνων ενός κλάδου, υποβάλλει αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο, μαζί με το νενομισμένο τέλος και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, και αποδεικνύει επίσης ότι διαθέτει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, που προβλέπονται στα άρθρα 107 και 135 του παρόντος Νόμου∙
(β) υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (α), η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής και ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της στους κινδύνους που ταξινομούνται στους κλάδους ατυχημάτων ή ασθενειών (κλάδοι 1 ή 2 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), όπως αναφέρεται στο άρθρο 75 του παρόντος Νόμου, αποδεικνύει ότι:
(i) διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής και το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου·
(ii) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που καθορίζονται στο άρθρο 76 του παρόντος Νόμου.
(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1), η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης Γενικής Φύσεως αποκλειστικά για τους κινδύνους που ταξινομούνται στους κλάδους ατυχημάτων ή ασθενειών (κλάδοι 1 ή 2 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος) και ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε κινδύνους ασφάλισης Ζωής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 75 του παρόντος Νόμου, αποδεικνύει ότι:
(i) διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής και το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου. και
(ii) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 76 του παρόντος Νόμου.
(3) Ο Έφορος χορηγεί την άδεια επεκτάσεως των εργασιών στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μόνο εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (3), ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Με τη χορήγηση της άδειας επεκτάσεως εργασιών στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ο Έφορος προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που είχε χορηγηθεί στην αιτήτρια επιχείρηση και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.