151. (1) Ο Έφορος δύναται να ανακαλεί την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, σε περίπτωση που -
(α) η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν πληροί πλέον τους όρους χορήγησης άδειας που παραχωρείται δυνάμει των άρθρων 14 και 19 του παρόντος Νόμου∙
(β) η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δωδεκαμήνου, παραιτείται ρητά από αυτήν ή παύει να ασκεί τις δραστηριότητές της για περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου.
(γ) η συγκεκριμένη επιχείρηση αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή οποιωνδήποτε κατ΄εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και ιδιαίτερα στις πιο κάτω περιπτώσεις:
(i) η συγκεκριμένη επιχείρηση καταδικάζεται τελεσίδικα για το προβλεπόμενο στο άρθρο 403 του παρόντος Νόμου ποινικό αδίκημα έκδοσης ψευδών λογαριασμών·
(ii) η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν εφαρμόσει μέσα σε προθεσμία σαράντα δύο ημερών τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της·
(iii) η επιχείρηση δεν ικανοποιεί πλέον οποιεσδήποτε από τις διατάξεις του Τέταρτου Κεφαλαίου του παρόντος Νόμου·
(iv) η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, ανακαλείται από την αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας, όπου έχει την έδρα της·
(v) δημιουργήθηκαν μετά την έκδοση της άδειας στενοί δεσμοί κατά την έννοια του παρόντος Νόμου με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και η επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με οδηγίες του Εφόρου για άρση των στενών δεσμών·
(vi) η επιχείρηση βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης.
(2) Ο Έφορος ανακαλεί την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αν η επιχείρηση δεν πληροί τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και εφόσον ο Έφορος κρίνει ότι το υποβληθέν πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι καταφανώς ανεπαρκές ή η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο πρόγραμμα εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.
(3) Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), ο Έφορος ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, οι οποίες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αναλάβει νέες εργασίες στο έδαφός τους, και την EIOPA.
(4) Ο Έφορος λαμβάνει, σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των δικαιούχων και περιορίζει ιδίως την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 147 του παρόντος Νόμου.
(5) Ο Έφορος δύναται, εφόσον κρίνει αυτό απαραίτητο και για σκοπούς προστασίας των συμφερόντων των δικαιούχων και αντισυμβαλλομένων, μετά την ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, να παραχωρεί υπό όρους και προϋποθέσεις, που κρίνει αναγκαίες, στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ειδική άδεια κατά τον καθορισμένο τύπο αποκλειστικά για τη συνέχιση σε ισχύ των υφιστάμενων συμβολαίων, το διακανονισμό των εκκρεμουσών απαιτήσεων και για να συνεχίσει να εισπράττει τα οφειλόμενα προς αυτήν ασφάλιστρα και να ικανοποιεί τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της, κατά το συνήθη τρόπο διεξαγωγής των εργασιών της.
(6) Σε καμία περίπτωση η άδεια που παραχωρείται δυνάμει του εδαφίου (5) δεν ισοδυναμεί με άδεια άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών και ο Έφορος καθορίζει στην εν λόγω άδεια του όρους και προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή παραχωρείται καθώς και τη διάρκεια ισχύος της.