270.-(1) Ο Έφορος, όταν του διαβιβαστεί από την αρμόδια εποπτική αρχή ομίλου αίτηση που της έχει υποβληθεί για την έγκριση εσωτερικού υποδείγματος, αποστέλλει τις απόψεις του στην αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου, εντός της ταχθείσας από την εν λόγω αρχή προθεσμίας.
(2) Ο Έφορος καταβάλλει, μαζί με την αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου και τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, κάθε δυνατή προσπάθεια με στόχο την κατάληξή τους σε κοινή απόφαση αναφορικά με την αίτηση καθώς και σε ενδεχόμενες προϋποθέσεις που μπορούν να τεθούν.
(3) Ο Έφορος δύναται, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την παραλαβή της αίτησης από την εποτπική αρχή του ομίλου, εφόσον κρίνει απαραίτητο, να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
(4) Ο Έφορος συμμορφώνεται και δεσμεύεται από την απόφαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του ομίλου, την οποία και εφαρμόζει από την ημέρα που του κοινοποιείται η τελική απόφαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του ομίλου.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3), εάν ο Έφορος θεωρήσει ότι το προφίλ κινδύνου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία της αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα που εγκρίθηκε σε επίπεδο ομίλου και, εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις ανησυχίες που εξέφρασε ο Έφορος, ο Έφορος δύναται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40 του παρόντος Νόμου, να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του εσωτερικού αυτού υποδείγματος.
(6) Σε εξαιρετικές περιστάσεις, αν δεν ενδείκνυται η επιβολή της πρόσθετης αυτής κεφαλαιακής απαίτησης, ο Έφορος μπορεί να ζητήσει από τη συγκεκριμένη επιχείρηση να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητάς της χρησιμοποιώντας τον κανονικό τύπο που αναφέρεται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο Τμήμα 4, Ενότητες 1 και 2 του παρόντος Νόμου. Σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 40, ο Έφορος δύναται να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του κανονικού τύπου.
(7) Κάθε απόφαση του Εφόρου, δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (4) και (5), είναι αιτιολογημένη και διαβιβάζεται τόσο στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και στην αρχή εποπτείας του ομίλου.