40. (1) Μετά από τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου, ο Έφορος δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις και με αιτιολογημένη απόφασή του, να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης , αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με τον κανονικό τύπο, σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2 του παρόντος Μέρους και:
(i) η απαίτηση για χρήση εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 126 του παρόντος Νόμου είναι ακατάλληλη ή έχει αποδειχτεί αναποτελεσματική· ή
(ii) ενώ καταρτίζεται μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα, σύμφωνα με το άρθρο 126·
(β) όταν συμπεραίνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με εσωτερικό υπόδειγμα ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3 του παρόντος Μέρους, διότι ορισμένοι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη και η προσαρμογή του υποδείγματος ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα το δεδομένο προφίλ κινδύνου δεν πραγματοποιήθηκε μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα·
(γ) όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τα πρότυπα που καθορίζονται στο Τέταρτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους, ότι οι εν λόγω αποκλίσεις την εμποδίζουν να είναι σε θέση να εντοπίσει, να αποτιμήσει, να παρακολουθήσει, να διαχειρισθεί και να αναφέρει ορθά τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, και η εφαρμογή, καθ’ αυτήν, άλλων μέτρων δεν φαίνεται πιθανό ότι θα αποκαταστήσει επαρκώς τις ελλείψεις μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα˙
(δ) όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 ή τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 422 και 423 του παρόντος Νόμου, και ο Έφορος συμπεραίνει ότι το προφίλ κινδύνου της συγκεκριμένης επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι ανωτέρω προσαρμογές και μεταβατικά μέτρα.
(2)(α) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.
(β) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση πρέπει να είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις ελλείψεις οι οποίες προκαλούν τη λήψη απόφασης της αρχής εποπτείας για τον καθορισμό της προσαύξησης.
(γ) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από την παρέκκλιση η οποία αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο.
(3) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1), ο Έφορος μεριμνά ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης.
(4) O Έφορος επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο την πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), και αποφασίζει την άρση της όταν η επιχείρηση έχει αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της.
(5) H κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης που επιβλήθηκε, αντικαθιστά την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας που κρίθηκε ανεπαρκής:
(6) Ο Έφορος ασκεί την εποπτική του αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις αναφορικά με τις λεπτομέρειες σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση και μεθοδολογίες υπολογισμού των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που καθορίζουν τις διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τον καθορισμό, τον υπολογισμό και την κατάργηση πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων.