39. (1) Ο Έφορος ελέγχει και αξιολογεί τις στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες πληροφόρησης, που έχουν καθιερωθεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Ο έλεγχος και η αξιολόγηση του εδαφίου (1) περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των ποιοτικών απαιτήσεων σχετικά με το σύστημα διακυβέρνησης, την αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι σχετικές επιχειρήσεις και την αξιολόγηση της ικανότητας των εν λόγω επιχειρήσεων να προβαίνουν σε εκτίμηση αυτών των κινδύνων, λαμβανομένου υπόψη του περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις.
(3) Ο Έφορος ελέγχει και αξιολογεί ιδίως τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που αφορούν τα εξής:
(α) το σύστημα διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης του ιδίου κινδύνου και της φερεγγυότητας, που προβλέπεται στο Τέταρτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους·
(β) τις τεχνικές προβλέψεις, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους·
(γ) τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήματα 4 και 5 του παρόντος Μέρους·
(δ) τους επενδυτικούς κανόνες που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 6 του παρόντος Μέρους·
(ε) την ποιότητα και την ποσότητα των ιδίων κεφαλαίων, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 3 του παρόντος Μέρους·
(στ) σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση χρησιμοποιεί πλήρες ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, τη συνεχή συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για πλήρη και μερικά εσωτερικά υποδείγματα, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3 του παρόντος Μέρους.
(4) Ο Έφορος διαθέτει κατάλληλα εργαλεία παρακολούθησης, τα οποία του παρέχουν τη δυνατότητα να επισημαίνει την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να παρακολουθεί τον τρόπο επανόρθωσης αυτής της κατάστασης.
(5) Ο Έφορος ελέγχει και αξιολογεί την επάρκεια των μεθόδων και πρακτικών τις οποίες εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επισημαίνουν τα πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική κατάσταση των σχετικών επιχειρήσεων καθώς και την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται στην περίπτωση τέτοιων πιθανών γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες.
(6) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.
(7) Οι έλεγχοι και αξιολογήσεις που διενεργούνται από τον Έφορο δυνάμει των εδαφίων (1), (3), και (4) διεξάγονται σε τακτική βάση και σε συχνότητα που καθορίζεται από τον Έφορο, ανάλογα με την περίπτωση, ο οποίος καθορίζει επίσης το αντικείμενο των εν λόγω εξετάσεων και αξιολογήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.