38. (1) Ο Έφορος, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της εποπτείας, όπως αυτοί καθορίζονται στα άρθρα 30 και 32 του παρόντος Νόμου, απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όπως του υποβάλλουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τους σκοπούς της εποπτείας, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας που καθορίζεται στο άρθρο 39 του παρόντος Νόμου, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τα πιο κάτω:
(α) Την αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις, των δραστηριοτήτων που ασκούν, των αρχών αποτίμησης που εφαρμόζουν για σκοπούς φερεγγυότητας, των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, καθώς και της κεφαλαιακής τους δομής, των αναγκών τους σε κεφάλαια και της διαχείρισης του κεφαλαίου τους·
(β) τη λήψη των όποιων ενδεδειγμένων αποφάσεων επιβάλλονται από την άσκηση των εποπτικών δικαιωμάτων και καθηκόντων τους.
(2) Ο Έφορος έχει εξουσία να -
(α) Καθορίζει με οδηγίες του τη φύση, την έκταση και τον μορφότυπο των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (1), τις οποίες απαιτεί όπως υποβάλλουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά τις ακόλουθες χρονικές στιγμές:
(i) κατά προκαθορισμένες περιόδους·
(ii) σε περίπτωση προκαθορισμένων γεγονότων·
(iii) κατά τη διάρκεια ερευνών σχετικά με την κατάσταση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·
(β) να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με τις συμβάσεις που ευρίσκονται στην κατοχή διαμεσολαβητών ή σχετικά με τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τρίτους· και
(γ) να ζητεί πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, όπως ελεγκτές και αναλογιστές.
(3) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) περιλαμβάνουν τα εξής:
(α) ποιοτικά ή ποσοτικά στοιχεία, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους·
(β) στοιχεία που αφορούν το ιστορικό, τη σημερινή κατάσταση ή την προβλεπόμενη κατάσταση, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους· και
(γ) δεδομένα από εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους.
(4) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) πληρούν τις ακόλουθες αρχές:
(α) αντικατοπτρίζουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης επιχείρησης και ιδίως τους κινδύνους που ενυπάρχουν σε αυτές·
(β) είναι προσβάσιμες, πλήρεις από κάθε σημαντική άποψη, συγκρίσιμες και να έχουν χρονική συνέπεια· και
(γ) είναι σχετικές με το θέμα, αξιόπιστες και κατανοητές.
(5) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και δομές, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των εδαφίων (1) μέχρι (4), καθώς και τεκμηριωμένη πολιτική, εγκεκριμένη από το διοικητικό συμβούλιό τους, ώστε να εξασφαλίζεται συνεχώς η καταλληλότητα των πληροφοριών που υποβάλλονται.
(6) O Έφορος απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποβολή βεβαίωσης ότι έχουν συμμορφωθεί πλήρως με τις διατάξεις του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, αναφορικά με τον διορισμό λειτουργού συμμόρφωσης και κάθε άλλο μέτρο το οποίο οφείλουν να λαμβάνουν για την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου.
(7) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου, όταν οι προκαθορισμένες περίοδοι της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) είναι μικρότερες του ενός έτους, ο Έφορος δύναται να περιορίζει την εποπτική αναφορά, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) όταν η υποβολή των πληροφοριών αυτών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης∙
(β) όταν οι πληροφορίες υποβάλλονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.
(8) Ο Έφορος δεν περιορίζει τη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς που γίνεται συχνότερα από μία φορά το έτος για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε ομίλους υπό την έννοια του εδαφίου (1) του άρθρου 250 του παρόντος Νόμου, εκτός αν η επιχείρηση μπορεί να πείσει τον Έφορο ότι η συχνότερη από μία φορά το έτος εποπτική αναφορά αντενδείκνυται δεδομένων της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου.
(9) Ο περιορισμός της συχνότητας της εποπτικής αναφοράς προβλέπεται μόνο για επιχειρήσεις που δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20% της αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως στη Δημοκρατία, αντίστοιχα, όπου το μερίδιο αγοράς του κλάδου Γενικής Φύσεως βασίζεται σε εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα και το μερίδιο του κλάδου Ζωής βασίζεται σε ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις.
(10) Ο Έφορος δίνει προτεραιότητα στις μικρότερες επιχειρήσεις κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τους πιο πάνω αναφερόμενους περιορισμούς.
(11) Ο Έφορος δύναται να περιορίζει τη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς ή να εξαιρεί ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις από την υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) η υποβολή των πληροφοριών αυτών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης∙
(β) η υποβολή των πληροφοριών αυτών δεν είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εποπτεία της επιχείρησης∙
(γ) η εξαίρεση δεν υπονομεύει τη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση∙ και
(δ) η επιχείρηση είναι σε θέση να παρέχει τις πληροφορίες όποτε της ζητείται.
(12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (11), ο Έφορος δεν εξαιρεί από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο υπό την έννοια του εδαφίου (1) του άρθρου 250 του παρόντος Νόμου, εκτός αν η επιχείρηση μπορεί να πείσει την εποπτική αρχή ότι η υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο αντενδείκνυται δεδομένων της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου, και λαμβανομένου υπόψη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
(13) Η δυνάμει του εδαφίου (11) εξαίρεση από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο προβλέπεται μόνο για επιχειρήσεις που δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20 % της αγοράς ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως της Δημοκρατίας, αντίστοιχα, όπου το μερίδιο αγοράς της ασφάλισης Γενικής Φύσεως βασίζεται σε εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα και το μερίδιο της ασφάλισης Ζωής βασίζεται σε ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις.
(14) Ο Έφορος δίνει προτεραιότητα στις μικρότερες επιχειρήσεις κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τις εξαιρέσεις αυτές.
(15) Για τους σκοπούς των εδαφίων (7) μέχρι (14), στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, ο Έφορος εξετάζει αν η υποβολή πληροφοριών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων της επιχείρησης, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τα εξής:
(α) τον όγκο των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης∙
(β) τη διακύμανση των απαιτήσεων και των παροχών που καλύπτει η επιχείρηση∙
(γ) τους κινδύνους που συνεπάγονται οι επενδύσεις της επιχείρησης∙
(δ) το επίπεδο των συγκεντρώσεων κινδύνου∙
(ε) το συνολικό αριθμό των κατηγοριών ασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως για τις οποίες έχει δοθεί άδεια λειτουργίας∙
(στ) τις πιθανές επιπτώσεις της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα∙
(ζ) τα συστήματα και τις δομές της επιχείρησης για την παροχή πληροφοριών για σκοπούς εποπτείας και την τεκμηριωμένη πολιτική που αναφέρεται στο εδάφιο (5)∙
(η) την καταλληλότητα του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης∙
(θ) το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση∙
(ι) το αν η επιχείρηση είναι εξαρτημένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει μόνο κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με τον βιομηχανικό ή εμπορικό όμιλο στον οποίο ανήκει.
(16) Ο Έφορος ασκεί την εποπτική του αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εποπτικής αναφοράς σε σχέση με τα υποδείγματα για την υποβολή πληροφοριών στις εποπτικές αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για την περαιτέρω διευκρίνιση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στον καθορισμό των μεριδίων αγοράς που αναφέρονται στα εδάφια (9) και (13) του παρόντος άρθρου.
(17) Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να διατηρεί πλήρη λογιστικά βιβλία και δικαιολογητικά στοιχεία καθώς και μητρώα και άλλες πληροφορίες βάσει των οποίων ετοιμάζονται οι πληροφορίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο για περίοδο τουλάχιστον επτά ετών, τα οποία θα τίθενται στη διάθεση του Εφόρου προς επιθεώρηση και έλεγχο οποτεδήποτε αυτός το απαιτήσει.
(18) Κανονισμοί, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθορίζουν κατά περίπτωση τέλη που καταβάλλονται από τις επιχειρήσεις κατά την υποβολή των στοιχείων του παρόντος άρθρου, για σκοπούς εποπτείας του Εφόρου.