37. (1) Σε περίπτωση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος και η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της μέσω υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν, αφού ενημερώσουν τον Έφορο, να προβαίνουν οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένων γι’ αυτό το σκοπό προσώπων, σε επιτόπιες εξακριβώσεις των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για να εξασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική εποπτεία της επιχείρησης και ο Έφορος μπορεί να συμμετέχει στις εξακριβώσεις αυτές:
Νοείται ότι σε τέτοιες από κοινού εξακριβώσεις δύναται να συμμετέχει και η ΕΙΟΡΑ.
(2) Ο Έφορος, αφού ενημερώσει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να προβαίνει ο ίδιος ή μέσω εντεταλμένων γι’ αυτόν τον σκοπό προσώπων, σε επιτόπιες εξακριβώσεις των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για να εξασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική εποπτεία των επιχειρήσεων που υπάγονται στην εποπτεία του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οι οποίες ασκούν δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος, και σε τέτοια περίπτωση οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δύνανται να συμμετέχουν στις εξακριβώσεις αυτές:
Νοείται ότι σε τέτοιες από κοινού εξακριβώσεις δύναται να συμμετέχει και η EIOPA.
(3) Σε περίπτωση που ο Έφορος έχει ενημερώσει τις εποπτικές αρχές τους κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπιες επαληθεύσεις και του απαγορεύεται να ασκήσει το δικαίωμά του για διενέργεια τέτοιων επιτόπιων επαληθεύσεων, ή σε περίπτωση που οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αδυνατούν να ασκήσουν στην πράξη το δικαίωμά τους για συμμετοχή σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο Έφορος μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.