46. Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου, κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση διεξάγει τη δική της εσωτερική εκτίμηση κινδύνου και φερεγγυότητας η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης τα εγκεκριμένα περιθώρια ανοχής του κινδύνου και την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης·
(β) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπεται στο ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήματα 4 και 5, του παρόντος Μέρους και με τις απαιτήσεις σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις, όπως προβλέπεται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους·
(γ) το μέγεθος απόκλισης του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου που υπολογίζεται με την τυποποιημένη μέθοδο σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2 του παρόντος Μέρους ή με το μερικό ή το πλήρες εσωτερικό της υπόδειγμα σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3 του παρόντος Μέρους.
(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), η οικεία επιχείρηση διαθέτει διαδικασίες ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενυπάρχουν στην επιχειρηματική της δραστηριότητα και οι οποίες της επιτρέπουν να εντοπίζει και να αποτιμά καταλλήλως τους κινδύνους που αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και στους οποίους θα μπορούσε να εκτεθεί και παρουσιάζει τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην υπό αναφορά αξιολόγηση.
(3) Όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 ή τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 422 και 423 του παρόντος Νόμου, διεξάγει την αξιολόγηση συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), λαμβάνοντας και μη λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα.
(4) Στην περίπτωση που αναφέρεται η παράγραφος (γ) του εδαφίου (1), όταν χρησιμοποιείται εσωτερικό υπόδειγμα, η αξιολόγηση πραγματοποιείται μαζί με την αναπροσαρμογή, η οποία μετατρέπει τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον κίνδυνο σε μέτρηση κινδύνου και σε διαμόρφωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.
(5) Η εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματικής στρατηγικής και λαμβάνεται υπόψη σε συνεχή βάση στις στρατηγικές αποφάσεις της επιχείρησης.
(6) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διενεργούν την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) τακτικά και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ κινδύνου τους.
(7) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν τον Έφορο για τα αποτελέσματα της εσωτερικής εκτίμησης κινδύνου και φερεγγυότητας, στο πλαίσιο των πληροφοριών που διαβιβάζονται δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.
(8) Η αποτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας δεν εξυπηρετεί στον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων: