45. (1)Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, την παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά, σε συνεχή βάση, των κινδύνων, σε ατομικό και σε συνολικό επίπεδο, στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένες και τις αλληλεξαρτήσεις τους.
(2) Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων είναι αποτελεσματικό και ενσωματώνεται κατάλληλα στην οργανωτική δομή και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των προσώπων που διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή έχουν άλλες βασικές αρμοδιότητες.
(3) Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου, καθώς και τους κινδύνους, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται καθόλου ή δεν περιλαμβάνονται εξ ολοκλήρου στον υπολογισμό της απαίτησης αυτής και καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα πεδία:
(α) ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου και σύσταση προβλέψεων·
(β) διαχείριση ενεργητικού – παθητικού·
(γ) επενδύσεις, ιδίως θέσεις σε παράγωγα και παρόμοιες υποχρεώσεις·
(δ) διαχείριση κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης·
(ε) διαχείριση λειτουργικού κινδύνου·
(στ) αντασφάλιση και άλλες τεχνικές μείωσης του κινδύνου.
(4) Οι γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές για τη διαχείριση του κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 43 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνουν πολιτικές που συνδέονται με τις παραγράφους (α) έως (στ) του εν λόγω εδαφίου.
(5) Όταν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81 ή την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, καταρτίζουν σχέδιο ρευστότητας με προβολές των εισερχόμενων και των εξερχόμενων ταμειακών ροών σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στις προσαρμογές αυτές.
(6) Όσον αφορά τη διαχείριση ενεργητικού-παθητικού, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αξιολογούν τακτικά-
(α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 80 του παρόντος Νόμου∙
(β) όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81 του παρόντος Νόμου-
(i) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 82 και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων∙
(ii) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους σε αλλαγές στη σύνθεση του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού∙
(iii) τον αντίκτυπο μιας μείωσης της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στο μηδέν∙
(γ) όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου-
(i) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων∙
(ii) τον αντίκτυπο μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.
(7) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν τις αξιολογήσεις των παραγράφων (α),(β) και (γ) του εδαφίου (6) σε ετήσια βάση στον Έφορο, ως Μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.
(8) Στις περιπτώσεις όπου η μείωση της προσαρμογής επιτοκίου, λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, η επιχείρηση υποβάλλει επίσης ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε τέτοια περίπτωση για να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτει η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας.
(9) Όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, η τεκμηριωμένη πολιτική διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 43 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνει πολιτική σχετικά με τα κριτήρια για την εφαρμογή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας.
(10) Όσον αφορά τον επενδυτικό κίνδυνο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου, Τμήμα 6 του παρόντος Μέρους.
(11) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προβλέπουν λειτουργική θέση για τη διαχείριση του κινδύνου που θα είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνει την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου.
(12) Οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης, όταν χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, για να αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, αξιολογούν την καταλληλότητα αυτών των εξωτερικών αξιολογήσεων στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους, με τη χρήση πρόσθετων αξιολογήσεων όπου είναι πρακτικά δυνατόν, για να αποφεύγεται οποιαδήποτε αυτόματη εξάρτηση από εξωτερικές αξιολογήσεις. Η αναφερόμενη αξιολόγηση γίνεται σύμφωνα με εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(13) Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 119 και 120 του παρόντος Νόμου, η λειτουργία διαχείρισης του κινδύνου καλύπτει τα ακόλουθα καθήκοντα:
(α) το σχεδιασμό και την εφαρμογή του εσωτερικού υποδείγματος·
(β) τη δοκιμή και την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος·
(γ) την τεκμηρίωση του εσωτερικού υποδείγματος και τυχόν μεταγενέστερων τροποποιήσεών του·
(δ) την ανάλυση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος και τη σύνταξη συνοπτικών εκθέσεων·
(ε) την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, υποδεικνύοντας πεδία που χρειάζονται βελτίωση, και επίκαιρη ενημέρωση του οργάνου αυτού σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης προηγουμένως επισημανθεισών αδυναμιών.