2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο-
«άδεια λειτουργίας» σημαίνει άδεια λειτουργίας ξενοδοχείου η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 6 ή άδεια λειτουργίας τουριστικού καταλύματος η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 13·
«αστικό ξενοδοχείο» σημαίνει ξενοδοχείο που χωροθετείται εντός Αστικού Κέντρου ή Κεντρικής Εμπορικής Περιοχής (ΚΕΠ), όπως αυτά ορίζονται στο σχέδιο ανάπτυξης:
«Διαπιστευμένος Οργανισμός Κατάταξης» σημαίνει τον οργανισμό κατάταξης, ως αυτός ορίζεται στο άρθρο 7·
«διευθυντής» σημαίνει το πρόσωπο που ασκεί τη διεύθυνση του ξενοδοχείου ή/και του τουριστικού καταλύματος·
«διαχειριστής ξενοδοχείου ή τουριστικού καταλύματος» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο ο επιχειρηματίας ή/και ιδιοκτήτης μπορεί να αναθέσει την διαχείριση και διοίκηση του ξενοδοχείου ή του τουριστικού καταλύματος:
«επιχειρηματίας» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο όνομα του οποίου εκδίδεται η άδεια λειτουργίας ξενοδοχείου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 ή η άδεια λειτουργίας τουριστικού καταλύματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 ή/και έχει την οικονομική εκμετάλλευση του ξενοδοχείου ή του τουριστικού καταλύματος ή/και την ευθύνη για τη διαχείριση του·
«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 19 ∙
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Ιουλίου 2008 για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου·
«Κυπριακός Οργανισμός Προώθησης Ποιότητας» σημαίνει τον Κυπριακό Οργανισμό Προώθησης Ποιότητας ο οποίος ιδρύθηκε το 2002 δυνάμει του περί Διαπίστευσης, Τυποποίησης και Τεχνικής Πληροφόρησης Νόμου·
«ΜΤΑ» σημαίνει τις Μικτές Τουριστικές Αναπτύξεις, όπου:
(α) στο ίδιο γήπεδο, αλλά σε χωριστή από το κυρίως ξενοδοχείο ανάπτυξη και εκτός του κτιρίου της ξενοδοχειακής μονάδας, συνυπάρχουν με την ξενοδοχειακή μονάδα και ιδιόκτητες ιδιωτικές αυτοτελείς οικιστικές μονάδες, όπως επαύλεις/κατοικίες, bungalows ή διαμερίσματα ή και άλλες επιτρεπόμενες χρήσεις, σε ανάπτυξη συλλογικής ιδιοκτησίας, με κοινόχρηστους χώρους και οι οποίες μπορούν να δημιουργηθούν ή να λειτουργούν ή/και
(β) εντός του κτιρίου της ξενοδοχειακής μονάδας συνυπάρχουν μαζί με τα δωμάτια, διαμερίσματα της ξενοδοχειακής μονάδας και οικιστικές σουίτες και οικιστικά διαμερίσματα τα οποία αποτελούν αυτοτελείς μονάδες σε ενιαία ανάπτυξη, με κοινόχρηστους χώρους και κεντρική διαχείριση σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους και τις προϋποθέσεις που αναφέρονται σε σχετική πολιτική όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται η οποία εξαγγέλλεται από τον Υφυπουργό, ή οποιοδήποτε πρόσωπο, σώμα ή αρχή αυτός ορίσει·
«ξενοδοχείο», «ξενοδοχειακή μονάδα» ή «ξενοδοχειακό κατάστημα» σημαίνει κατάλυμα στο οποίο παρέχεται κατ’ επάγγελμα, σε όσους προσέρχονται σ’ αυτό, προσωρινή διαμονή με ή χωρίς διατροφή, και διαθέτει άδεια λειτουργίας σε ισχύ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού·
«ξενοδοχείο άνευ αστέρoς», «ξενοδοχειακή μονάδα άνευ αστέρoς» ή «ξενοδοχειακό κατάστημα άνευ αστέρoς» σημαίνει κατάλυμα το οποίο δεν πληρεί τα κριτήρια κατάταξης σε τάξη ενός (1) ή περισσοτέρων αστέρων, στο οποίο παρέχεται κατ’ επάγγελμα, σε όσους προσέρχονται σ’ αυτό, προσωρινή διαμονή με ή χωρίς διατροφή, και διαθέτει άδεια λειτουργίας σε ισχύ σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού:
«τουριστικό κατάλυμα άνευ αστέρoς», σημαίνει κατάλυμα το οποίο δεν πληρεί τα κριτήρια κατάταξης σε τάξη «Πολυτελείας», «Α΄ Τάξης» ή «Β΄ Τάξης», στο οποίο παρέχεται κατ’ επάγγελμα, σε όσους προσέρχονται σ’ αυτό, προσωρινή διαμονή με ή χωρίς διατροφή, και διαθέτει άδεια λειτουργίας σε ισχύ σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού·
«τουριστικό κατάλυμα» σημαίνει κατάλυμα ή οργανωμένο χώρο, άλλο ή ξενοδοχείο, στο οποίο παρέχεται κατ’ επάγγελμα διαμονή ή ευκολίες για διαμονή και διαθέτει άδεια λειτουργίας σε ισχύ σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών∙
«Υφυπουργείο Τουρισμού» έχει την έννοια που δίδεται σε αυτό δυνάμει του άρθρου 3 του περί της Ίδρυσης Υφυπουργείου Τουρισμού και Διορισμού Υφυπουργού Τουρισμού παρά τω Προέδρω και Συναφών Θεμάτων Νόμου∙
«Υφυπουργός παρά τω Προέδρω σε θέματα Τουρισμού» ή «Υφυπουργός» σημαίνει το πρόσωπο που διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 6 του περί της Ίδρυσης Υφυπουργείου Τουρισμού και Διορισμού Υφυπουργού Τουρισμού παρά τω Προέδρω και Συναφών Θεμάτων Νόμου.