3.-(1) Τα ξενοδοχεία ή ξενοδοχειακές μονάδες διακρίνονται σε-
(α) Κυρίως ξενοδοχεία
(β) συγκροτήματα μικρών κατοικιών
(γ) παραδοσιακές οικοδομές ή/ και
(δ) οποιαδήποτε άλλα ξενοδοχειακά καταλύματα, καθώς και συνδυασμός των πιο πάνω μαζί, με ή χωρίς τουριστικά καταλύματα ως ήθελε καθοριστεί.
(2) Ως κυρίως ξενοδοχείο χαρακτηρίζεται ξενοδοχειακό κατάλυμα, του οποίου η κτιριακή συγκρότηση αποτελείται από ένα αυτοτελές κύριο κτίριο ή από περισσότερα κτίρια που συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο εντός ενιαίου χώρου, το οποίο ανεγέρθηκε ή διαρρυθμίστηκε ειδικά για τον σκοπό αυτό και το οποίο έχει ενιαία λειτουργική οργάνωση, που περιλαμβάνει τους χώρους, επίπλωση, εξοπλισμό και εγκαταστάσεις, όπως ορίζεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού.
(3) Ως συγκρότημα μικρών κατοικιών χαρακτηρίζεται ξενοδοχειακό κατάλυμα που αποτελείται κατά το σύνολο ή μέρος αυτού από μεμονωμένες μικρές κατοικίες κτισμένες σε αραιά διάταξη εντός ενιαίου χώρου, το οποίο εξυπηρετείται μέσω ενός ή περισσότερων κεντρικών κτιρίων τα οποία διαθέτουν τους απαραίτητους κοινοχρήστους και βοηθητικούς χώρους, και έχουν τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στο εδάφιο (2).
(4) Ως παραδοσιακή οικοδομή χαρακτηρίζεται ξενοδοχειακό κατάλυμα που στεγάζεται σε αυτοτελές κτίριο ή τμήμα κτιρίου αναφορικά με το οποίο εκδόθηκε Διάταγμα Διατήρησης, δυνάμει του άρθρου 38 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, ή το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως αρχαίο μνημείο σύμφωνα με τον περί Αρχαιοτήτων Νόμο, χαρακτηρίζεται ως παραδοσιακή οικοδομή από το Υφυπουργείο Τουρισμού ύστερα από αίτηση του ιδιοκτήτη και διαρρυθμίζεται κατάλληλα ώστε να παρέχει κατ’ επάγγελμα πρόσκαιρη διαμονή και ενδεχόμενα και διατροφή στους πελάτες που προσέρχονται σ’ αυτό.