5.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, συνιστώσα οντότητα που δεν είναι οντότητα μετακύλισης φόρου προσδιορίζεται ότι, είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία θεωρείται ότι έχει τη φορολογική της κατοικία με βάση τον τόπο διοίκησής της, τον τόπο ίδρυσής της ή παρόμοια κριτήρια και όταν δεν δύναται να προσδιοριστεί ο τόπος εγκατάστασης μιας συνιστώσας οντότητας που δεν είναι οντότητα μετακύλισης φόρου βάσει του πρώτου εδαφίου, θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε.
(2) Μια οντότητα μετακύλισης φόρου θεωρείται χωρίς εθνικότητα, εκτός εάν είναι η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας ή υποχρεούται να εφαρμόσει κανόνα σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9, οπότε η οντότητα μετακύλισης φόρου θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε.
(3)(α) Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην παράγραφο (α) του άρθρου 2 του ορισμού του όρου «μόνιμη εγκατάσταση», προσδιορίζεται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία αντιμετωπίζεται ως μόνιμη εγκατάσταση και υπόκειται σε φόρο δυνάμει της ισχύουσας φορολογικής σύμβασης.
(β) Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην παράγραφο (β) του άρθρου 2 του ορισμού του όρου «μόνιμη εγκατάσταση», είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία υπόκειται σε φορολογία σε καθαρή βάση με βάση την επιχειρηματική της παρουσία.
(γ) Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην παράγραφο (γ) του άρθρου 2 του ορισμού του όρου «μόνιμη εγκατάσταση», είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται.
(δ) Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην παράγραφο (δ) του άρθρου 2 του ορισμού του όρου «μόνιμη εγκατάσταση», θεωρείται χωρίς εθνικότητα.
(4)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δύο δικαιοδοσίες και οι εν λόγω δικαιοδοσίες διαθέτουν ισχύουσα φορολογική σύμβαση, η συνιστώσα οντότητα θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία θεωρείται ότι έχει τη φορολογική της κατοικία δυνάμει της εν λόγω φορολογικής σύμβασης και όταν η ισχύουσα φορολογική σύμβαση απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε αμοιβαία συμφωνία σχετικά με την τεκμαιρόμενη φορολογική κατοικία της συνιστώσας οντότητας και δεν επιτευχθεί συμφωνία, εφαρμόζεται το εδάφιο (5) του παρόντος άρθρου.
(β) Όταν δεν υπάρχει απαλλαγή από τη διπλή φορολόγηση δυνάμει της ισχύουσας φορολογικής σύμβασης λόγω του γεγονότος ότι μια συνιστώσα οντότητα έχει φορολογική κατοικία και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμόζεται το εδάφιο (5) του παρόντος άρθρου.
(5)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δύο δικαιοδοσίες και οι εν λόγω δικαιοδοσίες δεν διαθέτουν ισχύουσα φορολογική σύμβαση, η συνιστώσα οντότητα θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία χρεώνεται το μεγαλύτερο ποσό καλυπτόμενων φόρων για το οικονομικό έτος.
(β) Για τον υπολογισμό του ποσού των καλυπτόμενων φόρων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε σύμφωνα με το φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών.
(γ) Εάν το ποσό των καλυπτόμενων φόρων που οφείλονται στις δύο δικαιοδοσίες είναι το ίδιο ή μηδενικό, η συνιστώσα οντότητα θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία δικαιούται το υψηλότερο ποσό εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας που υπολογίζεται για κάθε οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 29.
(δ) Εάν το ποσό της εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας στις δύο δικαιοδοσίες είναι το ίδιο ή μηδενικό, η συνιστώσα οντότητα θεωρείται χωρίς εθνικότητα, εκτός εάν πρόκειται για τελική μητρική οντότητα, οπότε θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε.
(6) Όταν, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των εδαφίων (4) και (5), μια μητρική οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία όπου δεν υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR, θεωρείται ότι υπόκειται στον ενδεδειγμένο κανόνα IIR σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος της άλλης δικαιοδοσίας, εκτός εάν ισχύουσα φορολογική σύμβαση απαγορεύει την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα.
(7) Όταν μια συνιστώσα οντότητα μεταβάλλει τον τόπο εγκατάστασής της κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία θεωρείται ότι ήταν εγκατεστημένη δυνάμει του παρόντος άρθρου στην αρχή του εν λόγω οικονομικού έτους.