Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (EE) 2022/2523 του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2022 σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ένωση»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εξασφάλισης Παγκόσμιου Ελάχιστου Επιπέδου Φορολογίας των Ομίλων Πολυεθνικών Επιχειρήσεων και των Εγχώριων Ομίλων Μεγάλης Κλίμακας στην Ένωση Νόμος του 2024.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
«αποδεκτό εισόδημα ή ζημία» σημαίνει το καθαρό χρηματοοικονομικό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας που προσαρμόζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στα Μέρη ΙΙΙ, VI και VII του παρόντος Νόμου·
«αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο» σημαίνει τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς ΔΠΧΑ ή ΔΠΧΠ όπως εγκρίθηκαν από την Ένωση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 και οι γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές της Αυστραλίας, της Βραζιλίας, του Καναδά, των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κρατών μελών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, του Χονγκ Κονγκ (Κίνα), της Ιαπωνίας, του Μεξικού, της Νέας Ζηλανδίας, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της Δημοκρατίας της Ινδίας, της Δημοκρατίας της Κορέας, της Ρωσίας, της Σιγκαπούρης, της Ελβετίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής·
«Δημοκρατία» περιλαμβάνει την εθνική επικράτεια, το έδαφος, τη χωρική θάλασσα, καθώς και οποιαδήποτε άλλη περιοχή εκτός της χωρικής θάλασσας, περιλαμβανομένης της συνορεύουσας ζώνης, της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας, όπως καθορίζονται στον περί της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και Υφαλοκρηπίδας Νόμο και στον περί της Χωρικής Θάλασσας Νόμο, καθώς και οποιαδήποτε εγκατάσταση, κατασκεύασμα και τεχνητή νήσο που βρίσκεται στις ζώνες αυτές κατά την ενάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της δικαιοδοσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«διεθνής οργανισμός» σημαίνει κάθε διακυβερνητικό οργανισμό, περιλαμβανομένων των υπερεθνικών οργανισμών ή υπηρεσία ή όργανο που ανήκει εξ ολοκλήρου σε αυτόν, ο οποίος πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) Απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις·
(β) έχει συνάψει με τη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένος ισχύουσα συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία, για παράδειγμα ρυθμίσεις που παρέχουν προνόμια και ασυλίες στα γραφεία ή τις εγκαταστάσεις του οργανισμού στη δικαιοδοσία· και
(γ) η νομοθεσία ή τα έγγραφα που διέπουν τη λειτουργία του δεν επιτρέπουν να καταλήγει το εισόδημά του προς όφελος ιδιωτών·
«δικαιοδοσία» σημαίνει κράτος μέλος, τρίτη χώρα ή μη κρατική περιοχή που έχει δημοσιονομική αυτονομία·
«δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία» σημαίνει όσον αφορά όμιλο Πολυεθνικών Επιχειρήσεων (ΠΕ) ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας σε οποιοδήποτε οικονομικό έτος, κράτος μέλος ή δικαιοδοσία τρίτης χώρας όπου ο όμιλος ΠΕ ή ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας έχει αποδεκτό εισόδημα και υπόκειται σε πραγματικό φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή·
«εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο» σημαίνει, σε σχέση με μια οντότητα, ένα σύνολο γενικά αποδεκτών αρχών λογιστικής που επιτρέπονται από εγκεκριμένο λογιστικό φορέα στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η εν λόγω οντότητα:
«εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας» σημαίνει κάθε όμιλο του οποίου όλες οι συνιστώσες οντότητες είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία·
«εγχώριος Κυπριακός συμπληρωματικός φόρος» σημαίνει συμπληρωματικό φόρο που εφαρμόζεται στο εγχώριο δίκαιο της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12:
«ελάχιστος φορολογικός συντελεστής» σημαίνει δεκαπέντε τοις εκατό (15%)·
«ελέγχουσα συμμετοχή» σημαίνει την ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε οντότητα, στο πλαίσιο της οποίας ο κάτοχος της συμμετοχής-
(α) υποχρεούται να ενοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, το εισόδημα, τις δαπάνες και τις ταμειακές ροές της οντότητας γραμμή προς γραμμή, σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο· ή
(β) θα ήταν υποχρεωμένος να ενοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, το εισόδημα, τις δαπάνες και τις ταμειακές ροές της οντότητας γραμμή προς γραμμή, εάν ο κάτοχος της συμμετοχής είχε ετοιμάσει Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις και μια κύρια οντότητα θεωρείται ότι κατέχει τις ελέγχουσες συμμετοχές των μόνιμων εγκαταστάσεών της:
«ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου» σημαίνει-
(α) επιστρεπτέα πίστωση φόρου σχεδιασμένη κατά τρόπο, ώστε να είναι πληρωτέα σε συνιστώσα οντότητα ως πληρωμή τοις μετρητοίς ή ως ισοδύναμο μετρητών εντός τεσσάρων (4) ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η συνιστώσα οντότητα δικαιούται να λάβει την επιστρεπτέα πίστωση φόρου σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας που χορηγεί την πίστωση· ή
(β) εάν η πίστωση φόρου επιστρέφεται εν μέρει, το μέρος της επιστρεπτέας πίστωσης φόρου που είναι πληρωτέο σε συνιστώσα οντότητα ως πληρωμή τοις μετρητοίς ή ως ισοδύναμο μετρητών εντός τεσσάρων (4) ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η συνιστώσα οντότητα δικαιούται να λάβει τη μερική επιστρεπτέα πίστωση φόρου:
«ενδεδειγμένος εγχώριος συμπληρωματικός φόρος» σημαίνει συμπληρωματικό φόρο που εφαρμόζεται στο εγχώριο δίκαιο μιας δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία δεν χορηγεί ευεργετήματα που σχετίζονται με τους εν λόγω κανόνες, και-
(α) προβλέπει τον προσδιορισμό των πλεονάζοντων κερδών των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω δικαιοδοσία σύμφωνα με τους κανόνες της Οδηγίας ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του ΟΟΣΑ, και την εφαρμογή του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή στα εν λόγω πλεονάζοντα κέρδη για τη δικαιοδοσία και τις συνιστώσες οντότητες σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του ΟΟΣΑ· και
(β) η εφαρμογή και η διαχείρισή του γίνονται κατά τρόπο που συνάδει με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του ΟΟΣΑ:
«ενδεδειγμένος κανόνας IIR» σημαίνει σύνολο κανόνων που εφαρμόζεται στο εγχώριο δίκαιο μιας δικαιοδοσίας, περιλαμβανομένων των κανόνων που εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία δεν χορηγεί ευεργετήματα που σχετίζονται με τους εν λόγω κανόνες, και-
(α) είναι ισοδύναμο με τους κανόνες που ορίζονται στον παρόντα Νόμο, στην Οδηγία ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, στους πρότυπους κανόνες του ΟΟΣΑ σύμφωνα με τους οποίους η μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας υπολογίζει και καταβάλλει το μερίδιο του συμπληρωματικού φόρου που της αναλογεί όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου με χαμηλή φορολόγηση·
(β) η εφαρμογή και διαχείρισή του γίνονται κατά τρόπο που συνάδει με τους κανόνες που ορίζονται στον παρόντα Νόμο, στην Οδηγία ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, με τους πρότυπους κανόνες του ΟΟΣΑ·
«ενδεδειγμένος κανόνας UTPR» σημαίνει το σύνολο κανόνων που εφαρμόζεται στο εγχώριο δίκαιο μιας δικαιοδοσίας, περιλαμβανομένων των κανόνων που εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιασδήποτε άλλης δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η Δημοκρατία ή η εν λόγω άλλη δικαιοδοσία δεν χορηγεί ευεργετήματα που σχετίζονται με τους εν λόγω κανόνες, και-
(α) είναι ισοδύναμο με τους κανόνες που ορίζονται στον παρόντα Νόμο, στην Οδηγία ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, στους πρότυπους κανόνες του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τους οποίους μια δικαιοδοσία εισπράττει το μερίδιο που της αναλογεί στον συμπληρωματικό φόρο ενός ομίλου ΠΕ που δεν χρεώθηκε βάσει του κανόνα IIR όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου ΠΕ με χαμηλή φορολόγηση·
(β) η διαχείρισή του γίνεται κατά τρόπο που συνάδει με τους κανόνες που ορίζονται στον παρόντα Νόμο, στην Οδηγία ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, στους πρότυπους κανόνες του ΟΟΣΑ·
«ενδιάμεση μητρική οντότητα» σημαίνει συνιστώσα οντότητα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως τελική μητρική οντότητα, μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα, μόνιμη εγκατάσταση, ασφαλιστική επενδυτική οντότητα ή επενδυτική οντότητα·
«ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» σημαίνει-
(α) τις οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται από μια οντότητα σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο, στις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, το εισόδημα, οι δαπάνες και οι ταμειακές ροές της εν λόγω οντότητας και των οντοτήτων στις οποίες κατέχει ελέγχουσα συμμετοχή εμφανίζονται ως εάν να επρόκειτο για ενιαία οικονομική οντότητα·
(β) για τους ομίλους που ορίζονται στην παράγραφο (β) του όρου «όμιλος», τις οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται από μια οντότητα σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο·
(γ) όταν η τελική μητρική οντότητα καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις, όπως προβλέπεται στις παραγράφους (α) και (β), οι οποίες δεν καταρτίζονται σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο, τις οικονομικές καταστάσεις οι οποίες καταρτίζονται και προσαρμόζονται στη συνέχεια κατά τρόπο, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού· και
(δ) όταν η τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις, όπως προβλέπεται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ), τις οικονομικές καταστάσεις που θα είχαν καταρτιστεί εάν η τελική μητρική οντότητα ήταν υποχρεωμένη να καταρτίσει τις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο το οποίο είναι-
(i) αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο· ή
(ii) άλλο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο και υπό τον όρο ότι οι εν λόγω οικονομικές καταστάσεις προσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού·
«Ένωση» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση·
«επενδυτική οντότητα» σημαίνει-
(α) οργανισμό επενδύσεων ή φορέα επενδύσεων σε ακίνητα·
(β) οντότητα που ανήκει, τουλάχιστον κατά ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) άμεσα σε οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) ή μέσω αλυσίδας τέτοιων οντοτήτων, και η οποία δραστηριοποιείται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ή την επένδυση κεφαλαίων προς όφελός τους· ή
(γ) οντότητα που κατά τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) της αξίας της οντότητας ανήκει σε οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (α), υπό την προϋπόθεση ότι ουσιαστικά το σύνολο των εισοδημάτων της προέρχεται από μερίσματα ή κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημιάς για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·
«επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής» σημαίνει σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών, το οποίο-
(α) επιβάλλει φόρο εισοδήματος επί των κερδών μόνο όταν τα κέρδη αυτά διανέμονται ή θεωρείται ότι διανέμονται σε μετόχους ή όταν η εταιρεία βαρύνεται με ορισμένες μη επιχειρηματικές δαπάνες·
(β) επιβάλλει φόρο με συντελεστή ίσο ή μεγαλύτερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· και
(γ) ίσχυε κατά την ή πριν από την 1η Ιουλίου 2021·
«Έφορος Φορολογίας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου·
«ιδιοκτησιακή συμμετοχή» σημαίνει κάθε συμμετοχή που παρέχει δικαιώματα επί των κερδών, του κεφαλαίου ή των αποθεματικών μιας οντότητας ή μιας μόνιμης εγκατάστασης·
«καθαρή λογιστική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων» σημαίνει τον μέσο όρο της αρχικής και της τελικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, αφού ληφθούν υπόψη οι συσσωρευμένες αποσβέσεις, προβλέψεις και απομειώσεις, όπως καταγράφονται στις οικονομικές καταστάσεις·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) 1602/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων·
«Κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ» σημαίνει τα δημοσιευμένα έγγραφα του ΟΟΣΑ σχετικά με τους πρότυπους κανόνες του ΟΟΣΑ ως ακολούθως:
(α) OECD (2022), Tax Challenges Arising from the Digitalisation of the Economy – Commentary to the Global Anti-Base Erosion Model Rules (Pillar Two), First Edition:
Inclusive Framework on BEPS, OECD Publishing, Paris published by the OECD on 14 March 2022·
(β) OECD (2022), Tax Challenges Arising from the Digitalisation of the Economy – Global Anti-Base Erosion Model Rules (Pillar Two) Examples, OECD, Paris published by the OECD on 14 March 2022·
(γ) OECD (2022), Safe Harbours and Penalty Relief: Global Anti-Base Erosion Rules (Pillar Two), OECD/G20 Inclusive Framework on BEPS, OECD, Paris published by the OECD on 20 December 2022·
(δ) OECD (2023), Tax Challenges Arising from the Digitalisation of the Economy – Administrative Guidance on the Global Anti-Base Erosion Model Rules (Pillar Two), OECD/G20 Inclusive Framework on BEPS, OECD, Paris published by the OECD on 2 February 2023·
(ε) OECD (2023), Tax Challenges Arising from the Digitalisation of the Economy – Administrative Guidance on the Global Anti-Base Erosion Model Rules (Pillar Two), OECD/G20 Inclusive Framework on BEPS, OECD, Paris published by the OECD on 17 July 2023·
(στ) OECD (2023), Tax Challenges Arising from the Digitalisation of the Economy – GloBE Information Return (Pillar Two), OECD/G20 Inclusive Framework on BEPS, OECD, Paris published by the OECD on 17 July 2023·
(ζ) OECD (2023), Tax Challenges Arising from the Digitalisation of the Economy – Administrative Guidance on the Global AntiBase Erosion Model Rules (Pillar Two), OECD/G20 Inclusive Framework on BEPS, OECD, Paris published by the OECD on 15 December 2023·
(η) Tax Challenges Arising from the Digitalisation of the Economy – Consolidated Commentary to the Global Anti-Base Erosion Model Rules (2023) OECD/G20 Inclusive Framework on BEPS, OECD, Paris published by the OECD on 25 April 2024·
(θ) Tax Challenges Arising from the Digitalisation of the Economy – Administrative Guidance on the Global Anti-Base Erosion Model Rules (Pillar Two), OECD/G20 Inclusive Framework on BEPS, OECD, Paris published by the OECD on 4 June 2024·
(ι) μεταγενέστερα έγγραφα που δημοσιεύονται από τον ΟΟΣΑ, σχετικά με τις φορολογικές προκλήσεις που προκύπτουν από την ψηφιοποίηση της οικονομίας – παγκόσμιοι πρότυποι κανόνες κατά της διάβρωσης της φορολογικής βάσης (δεύτερος πυλώνας), όπως αυτά ορίζονται με διάταγμα που εκδίδεται από τον Υπουργό δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 60.
«κρατική οντότητα» σημαίνει οντότητα που πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) Αποτελεί μέρος κυβέρνησης ή ανήκει εξ ολοκλήρου σε κυβέρνηση, περιλαμβανομένης κάθε πολιτικής υποδιαίρεσης ή τοπικής αρχής αυτής·
(β) δεν ασκεί εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα και έχει ως κύριο σκοπό-
(i) να επιτελεί κυβερνητική λειτουργία· ή
(ii) να διαχειρίζεται ή να επενδύει τα περιουσιακά στοιχεία της εν λόγω κυβέρνησης ή δικαιοδοσίας μέσω της πραγματοποίησης και κατοχής επενδύσεων, της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και συναφών επενδυτικών δραστηριοτήτων για τα περιουσιακά στοιχεία της εν λόγω κυβέρνησης ή δικαιοδοσίας·
(γ) λογοδοτεί σε κυβέρνηση για τις συνολικές της επιδόσεις και υποβάλλει ετησίως στοιχεία στην εν λόγω κυβέρνηση· και
(δ) με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά της στοιχεία περιέρχονται σε κυβέρνηση και, εφόσον διανέμει καθαρά κέρδη, τα εν λόγω καθαρά κέρδη διανέμονται αποκλειστικά στην εν λόγω κυβέρνηση, και κανένα μερίδιό τους δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη·
«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος - μέλος της Ένωσης·
«κύρια οντότητα» σημαίνει οντότητα που περιλαμβάνει στις οικονομικές της καταστάσεις το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας μόνιμης εγκατάστασης·
«Μεταβατική Περίοδος Διοικητικών Προστίμων και Κυρώσεων» σημαίνει οποιοδήποτε οικονομικό έτος που αρχίζει από ή πριν την 31η Δεκεμβρίου 2026, αλλά δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε φορολογικό έτος το οποίο λήγει μετά την 30η Ιουνίου 2028·
«μη ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου» σημαίνει πίστωση φόρου που δεν αποτελεί ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου, αλλά είναι επιστρεπτέα εν όλω ή εν μέρει·
«μη ενδεδειγμένος επιστρεπτέος φόρος καταλογισμού» σημαίνει κάθε φόρο, εκτός από τον ενδεδειγμένο φόρο καταλογισμού, ο οποίος οφείλεται ή καταβάλλεται από συνιστώσα οντότητα, και-
(α) επιστρέφεται στον πραγματικό δικαιούχο μερίσματος που διανέμεται από τη συνιστώσα οντότητα σε σχέση με το εν λόγω μέρισμα ή πιστώνεται από τον πραγματικό δικαιούχο έναντι φορολογικής υποχρέωσης διαφορετικής από τη φορολογική υποχρέωση που αφορά το εν λόγω μέρισμα· ή
(β) επιστρέφεται στη διανέμουσα εταιρεία κατά τη διανομή μερίσματος σε μέτοχο:
(α) από δικαιοδοσία διαφορετική από τη δικαιοδοσία που επέβαλε τους καλυπτόμενους φόρους·
(β) σε πραγματικό δικαιούχο του μερίσματος που υπόκειται σε φόρο με ονομαστικό συντελεστή ίσο ή μεγαλύτερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή επί του ληφθέντος μερίσματος σύμφωνα με το εγχώριο δίκαιο της δικαιοδοσίας που επέβαλε τους καλυπτόμενους φόρους στη συνιστώσα οντότητα·
(γ) σε φυσικό πρόσωπο το οποίο είναι ο πραγματικός δικαιούχος του μερίσματος και έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία που επέβαλε τους καλυπτόμενους φόρους στη συνιστώσα οντότητα και το οποίο υπόκειται σε φόρο με ονομαστικό συντελεστή ίσο ή μεγαλύτερο από τον κανονικό φορολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται στο σύνηθες εισόδημα· ή
(δ) σε κρατική οντότητα, διεθνή οργανισμό, κάτοικο μη κερδοσκοπικό οργανισμό, κάτοικο συνταξιοδοτικό ταμείο, κάτοικο επενδυτική οντότητα που δεν ανήκει στον όμιλο ΠΕ ή στον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας, ή κάτοικο εταιρεία ασφάλισης ζωής, στον βαθμό που το μέρισμα εισπράττεται σε σχέση με δραστηριότητες κατοίκων συνταξιοδοτικών ταμείων και φορολογείται με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που εφαρμόζεται για μέρισμα που εισπράττεται από συνταξιοδοτικό ταμείο:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου (δ)-
(i) ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή ένα συνταξιοδοτικό ταμείο είναι κάτοικος σε μια δικαιοδοσία εάν έχει συσταθεί στην εν λόγω δικαιοδοσία και η διαχείρισή του ασκείται στην εν λόγω δικαιοδοσία·
(ii) μια επενδυτική οντότητα είναι κάτοικος σε μια δικαιοδοσία εάν έχει συσταθεί και ρυθμίζεται στην εν λόγω δικαιοδοσία·
(iii) μια εταιρεία ασφάλισης ζωής είναι κάτοικος στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται·
«μη κερδοσκοπικός οργανισμός» σημαίνει οντότητα που πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) Είναι εγκαθιδρυμένη και λειτουργεί στη δικαιοδοσία κατοικίας της-
(i) αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς, εκπαιδευτικούς ή άλλους παρόμοιους σκοπούς· ή
(ii) ως επαγγελματική οργάνωση, σύνδεσμος επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλ-λεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας·
(β) ουσιαστικά όλο το εισόδημα από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος στη δικαιοδοσία της κατοικίας της·
(γ) δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή των περιουσιακών της στοιχείων·
(δ) τα έσοδα ή τα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας δεν επιτρέπεται να διανέμονται ή να χρησιμοποιούνται προς όφελος ιδιώτη ή μη φιλανθρωπικής οντότητας, εκτός εάν η διανομή ή η χρήση αυτή γίνεται-
(i) στο πλαίσιο της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της οντότητας·
(ii) ως πληρωμή εύλογης αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ή για τη χρήση ιδιοκτησίας ή κεφαλαίου· ή
(iii) ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η οντότητα·
(ε) με την παύση των δραστηριοτήτων, την εκκαθάριση ή τη διάλυση της οντότητας, όλα τα περιουσιακά στοιχεία της πρέπει να διανεμηθούν ή να επιστραφούν σε μη κερδοσκοπικό οργανισμό ή στην κυβέρνηση, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε κρατικής οντότητας, της δικαιοδοσίας της κατοικίας της οντότητας ή σε οποιαδήποτε πολιτική υποδιαίρεσή της·
(στ) δεν ασκεί εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία δεν συνδέεται άμεσα με τους σκοπούς για τους οποίους εγκαθιδρύθηκε·
«μητρική οντότητα» σημαίνει την τελική μητρική οντότητα, η οποία δεν είναι εξαιρούμενη οντότητα, ενδιάμεση μητρική οντότητα ή μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα·
«μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα» σημαίνει συνιστώσα οντότητα η οποία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και για την οποία ποσοστό άνω του είκοσι τοις εκατό (20%) της ιδιοκτησιακής της συμμετοχής στα κέρδη της κατέχεται, άμεσα ή έμμεσα, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν αποτελούν συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και δεν χαρακτηρίζεται ως τελική μητρική οντότητα, μόνιμη εγκατάσταση, ασφαλιστική επενδυτική οντότητα ή επενδυτική οντότητα·
«μόνιμη εγκατάσταση» σημαίνει-
(α) τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που βρίσκεται σε δικαιοδοσία στην οποία αντιμετωπίζεται ως μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με εφαρμοστέα φορολογική σύμβαση, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία φορολογεί το εισόδημα που της αναλογεί σύμφωνα με διάταξη παρόμοια με το άρθρο 7 του υποδείγματος σύμβασης του ΟΟΣΑ για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, όπως τροποποιήθηκε·
(β) εάν δεν υπάρχει εφαρμοστέα φορολογική σύμβαση, τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που βρίσκεται σε δικαιοδοσία, η οποία φορολογεί σε καθαρή βάση το εισόδημα που αναλογεί στην εν λόγω εγκατάσταση κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που φορολογεί τους φορολογικούς κατοίκους της·
(γ) εάν μια δικαιοδοσία δεν διαθέτει σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών, τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που βρίσκεται σε αυτή τη δικαιοδοσία και θα αντιμετωπιζόταν ως μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με το υπόδειγμα σύμβασης του ΟΟΣΑ για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, όπως τροποποιήθηκε, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία θα είχε το δικαίωμα να φορολογήσει το εισόδημα που θα μπορούσε να αποδοθεί στην εγκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 7 της εν λόγω σύμβασης· ή
(δ) τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που δεν περιγράφεται στις παραγράφους (α) έως (γ), μέσω του οποίου διεξάγονται δραστηριότητες εκτός της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη η οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η δικαιοδοσία αυτή απαλλάσσει από τη φορολογία το εισόδημα που προκύπτει από τις εν λόγω δραστηριότητες·
«ΠΒΕΝ» σημαίνει τον περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμο·
«ΠΦΕΝ» σημαίνει τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο·
«Οδηγία» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (EE) 2022/2523 του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2022 σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ένωση»·
«οικονομικό έτος» σημαίνει τη λογιστική περίοδο για την οποία η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας καταρτίζει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της ή, εάν η τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, το ημερολογιακό έτος·
«όμιλος» σημαίνει-
(α) σύνολο οντοτήτων που συνδέονται μέσω ιδιοκτησίας ή ελέγχου, όπως ορίζεται από το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων από την τελική μητρική οντότητα, περιλαμβανομένης κάθε οντότητας που δύναται να έχει εξαιρεθεί από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας αποκλειστικά για λόγους μεγέθους ή ουσίας ή επειδή κατέχεται προς πώληση· ή
(β) οντότητα που έχει μία ή περισσότερες μόνιμες εγκαταστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ανήκει σε άλλο όμιλο όπως ορίζεται στη παράγραφο (α):
«όμιλος (ΠΕ)» σημαίνει οποιονδήποτε όμιλο ο οποίος περιλαμβάνει τουλάχιστον μία οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση η οποία δεν είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας και ο όρος «μέλος ομίλου ΠΕ» ερμηνεύεται ανάλογα·
«οντότητα» σημαίνει κάθε νομικό μόρφωμα που καταρτίζει χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς ή κάθε νομικό πρόσωπο, αλλά δεν περιλαμβάνει την κεντρική, περιφερειακή ή τοπική κυβέρνηση, ή τη διοίκησή τους ή τις υπηρεσίες τους που εκτελούν κυβερνητικές λειτουργίες·
«οντότητα μετακύλισης φόρου» (flow-through entity) σημαίνει οντότητα στον βαθμό που είναι φορολογικά διαφανής όσον αφορά το εισόδημα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε, εκτός εάν έχει φορολογική κατοικία και υπόκειται σε καλυπτόμενο φόρο επί του εισοδήματος ή των κερδών της σε άλλη δικαιοδοσία·
Οντότητα μετακύλισης φόρου θεωρείται ότι είναι-
(α) μια φορολογικά διαφανής οντότητα όσον αφορά το εισόδημα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της εφόσον είναι φορολογικά διαφανής στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται ο ιδιοκτήτης της·
(β) μια αντίστροφη υβριδική οντότητα όσον αφορά το εισόδημα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της εφόσον δεν είναι φορολογικά διαφανής στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται ο ιδιοκτήτης της:
(α) οι ιδιοκτήτες της βρίσκονται σε δικαιοδοσία που αντιμετωπίζει την οντότητα ως φορολογικά διαφανή·
(β) ο τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της δεν είναι στη δικαιοδοσία στην οποία ιδρύθηκε· και
(γ) το εισόδημα, οι δαπάνες, τα κέρδη ή οι ζημίες δεν δύνανται να αποδοθούν σε μόνιμη εγκατάσταση·
«οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών» σημαίνει οντότητα που είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την επένδυση κεφαλαίων προς όφελος των οντοτήτων που εμπίπτουν στην παράγραφο (α) του όρου «συνταξιοδοτικό ταμείο» ή την άσκηση δραστηριοτήτων που είναι παρεπόμενες των ρυθμιζόμενων δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του όρου «συνταξιοδοτικό ταμείο», υπό την προϋπόθεση ότι η οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών ανήκει στον ίδιο όμιλο με τις οντότητες που ασκούν τις εν λόγω ρυθμιζόμενες δραστηριότητες·
«ΟΟΣΑ» σημαίνει τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης·
«οργανισμός επενδύσεων» σημαίνει οντότητα ή μόρφωμα που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Έχει σχεδιαστεί για τη συγκέντρωση χρηματοοικονομικών ή μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων από διάφορους επενδυτές, ορισμένοι από τους οποίους είναι μη συνδεδεμένοι·
(β) πραγματοποιεί επενδύσεις σύμφωνα με καθορισμένη επενδυτική πολιτική·
(γ) παρέχει στους επενδυτές τη δυνατότητα να μειώσουν το κόστος συναλλαγών, έρευνας και ανάλυσης ή να κατανείμουν τους κινδύνους σε συλλογικό επίπεδο·
(δ) έχει σχεδιαστεί πρωτίστως για να παράγει εισόδημα ή κέρδη από επενδύσεις ή να προστατεύει από συγκεκριμένο ή γενικό γεγονός ή αποτέλεσμα·
(ε) οι επενδυτές του έχουν δικαίωμα απόδοσης από τα περιουσιακά στοιχεία του οργανισμού ή το εισόδημα που αποκτήθηκε από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, βάσει της συνεισφοράς τους·
(στ) υπόκειται, το ίδιο ή ο διαχειριστής του, στο ρυθμιστικό καθεστώς για τους οργανισμούς επενδύσεων, περιλαμβανομένων των κατάλληλων κανονιστικών διατάξεων για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για την προστασία των επενδυτών, στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένο ή τελεί υπό διαχείριση· και
(ζ) τελεί υπό τη διαχείριση επαγγελματιών διαχειριστών οργανισμών επενδύσεων για λογαριασμό των επενδυτών·
«ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα» σημαίνει την συνιστώσα οντότητα, εκτός της τελικής μητρικής οντότητας, η οποία έχει οριστεί από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων που ορίζονται στο άρθρο 45 για λογαριασμό του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας·
«ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού» σημαίνει, όσον αφορά την εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή διαδικασίας βάσει ενός συνόλου γενικά αποδεκτών αρχών λογιστικής, εφαρμογή που έχει ως αποτέλεσμα συνολική διακύμανση των εσόδων ή εξόδων άνω των €75.000.000 σε ένα οικονομικό έτος σε σύγκριση με το ποσό που θα είχε προσδιοριστεί με την εφαρμογή της αντίστοιχης αρχής ή διαδικασίας βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης ΔΠΧA ή ΔΠΧΠ όπως εγκρίθηκαν από την Ένωση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002·
«πρότυποι κανόνες ΟΟΣΑ» σημαίνει τους κανόνες σχετικά με τις φορολογικές προκλήσεις που προκύπτουν από την ψηφιοποίηση της οικονομίας – Παγκόσμιοι πρότυποι κανόνες κατά της διάβρωσης της φορολογικής βάσης (δεύτερος πυλώνας), όπως αυτοί εγκρίθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 2021 από το πλαίσιο, χωρίς αποκλεισμούς του ΟΟΣΑ / G20 για την BEPS·
«συμπληρωματικός φόρος» σημαίνει συμπληρωματικό φόρο που υπολογίζεται για δικαιοδοσία ή συνιστώσα οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 28·
«συνιστώσα οντότητα» σημαίνει-
(α) κάθε οντότητα που ανήκει σε όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας· και
(β) κάθε μόνιμη εγκατάσταση κύριας οντότητας η οποία ανήκει σε όμιλο ΠΕ που αναφέρεται στη παράγραφο (α)·
«συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια» σημαίνει συνιστώσα οντότητα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή του ίδιου εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας·
«συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση» σημαίνει-
(α) συνιστώσα οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία· ή
(β) συνιστώσα οντότητα χωρίς εθνικότητα η οποία, σε σχέση με ένα οικονομικό έτος, έχει αποδεκτό εισόδημα και πραγματικό φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή·
«συνταξιοδοτικό ταμείο» σημαίνει-
(α) οντότητα που είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί σε δικαιοδοσία, αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά, με σκοπό τη διαχείριση ή την παροχή συνταξιοδοτικών παροχών και επικουρικών ή παρεπόμενων παροχών σε φυσικά πρόσωπα, εφόσον-
(i) η εν λόγω οντότητα ρυθμίζεται ως τέτοια από την εν λόγω δικαιοδοσία ή από μία από τις πολιτικές υποδιαιρέσεις ή τοπικές αρχές της· ή
(ii) οι εν λόγω παροχές εξασφαλίζονται ή κατ’ άλλον τρόπο προστατεύονται από τις εθνικές νομοθεσίες και χρηματοδοτούνται από ομάδα περιουσιακών στοιχείων που τηρούνται από μόρφωμα διαχείρισης ή καταπιστευματοδόχο, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των αντίστοιχων συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας των ομίλων ΠΕ και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας·
(β) οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών·
«τελική μητρική οντότητα» σημαίνει-
(α) οντότητα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ελέγχουσα συμμετοχή σε οποιαδήποτε άλλη οντότητα και η οποία δεν ανήκει, άμεσα ή έμμεσα, σε άλλη οντότητα με ελέγχουσα συμμετοχή σε αυτήν· ή
(β) κύρια οντότητα ενός ομίλου ως η ερμηνεία που αποδίδεται στην παράγραφο (β) του όρου «όμιλος»:
«Τμήμα Φορολογίας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου·
«υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα» σημαίνει οντότητα που υποβάλλει δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου σύμφωνα με το άρθρο 45·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·
«φορέας επενδύσεων σε ακίνητα» σημαίνει οντότητα ευρείας συμμετοχής, η οποία κατέχει κυρίως ακίνητη περιουσία είτε στην κυριότητά της είτε στην κυριότητα των κατόχων συμμετοχών της, και υπόκειται σε ενιαίο επίπεδο φορολογίας, με ανώτατο όριο αναβολής πληρωμών ενός έτους·
«φορολογική σύμβαση» σημαίνει σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας και για την παρεμπόδιση της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους πάνω στο εισόδημα·
«φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών» σημαίνει σύνολο φορολογικών κανόνων, πλην του ενδεδειγμένου κανόνα IIR, βάσει των οποίων ένας άμεσος ή έμμεσος μέτοχος αλλοδαπής οντότητας ή η κύρια οντότητα μόνιμης εγκατάστασης υπόκειται σε φορολογία επί του μεριδίου του στο σύνολο ή σε μέρος του εισοδήματος που αποκτά η εν λόγω αλλοδαπή συνιστώσα οντότητα, ανεξαρτήτως εάν το εν λόγω εισόδημα διανέμεται στον μέτοχο.
3.-(1) Ο παρών Νόμος θεσπίζει κοινά μέτρα για την ελάχιστη πραγματική φορολόγηση ομίλων ΠΕ και εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας με τη μορφή-
(α) ενός κανόνα σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος («κανόνας IIR»), σύμφωνα με τον οποίο η μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή ενός εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας υπολογίζει και καταβάλλει το μερίδιο του συμπληρωματικού φόρου που της αναλογεί όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες του ομίλου με χαμηλή φορολόγηση· και
(β) ενός κανόνα σχετικά με τα κέρδη που υπόκεινται σε μειωμένη φορολόγηση («κανόνας UTPR»), σύμφωνα με τον οποίο μια συνιστώσα οντότητα ενός ομίλου ΠΕ έχει πρόσθετο έξοδο φόρου σε μετρητά ίσο με το μερίδιο του συμπληρωματικού φόρου που της αναλογεί, το οποίο δεν χρεώθηκε βάσει του κανόνα IIR όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες του ομίλου με χαμηλή φορολόγηση.
(2) Εφαρμόζεται εγχώριος συμπληρωματικός φόρος σύμφωνα με τον οποίο ο συμπληρωματικός φόρος υπολογίζεται και καταβάλλεται επί του πλεονάζοντος κέρδους όλων των συνιστωσών οντοτήτων με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
4.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία και είναι μέλη ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας με ετήσια έσοδα τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€750.000.000) περιλαμβανομένων των εσόδων των εξαιρούμενων οντοτήτων που αναφέρονται στο εδάφιο (3), στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας για τουλάχιστον δύο από τα τέσσερα οικονομικά έτη που προηγούνται του υπό εξέταση οικονομικού έτους.
(2) Όταν ένα ή περισσότερα από τα τέσσερα οικονομικά έτη που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα των δώδεκα (12) μηνών, το όριο εσόδων που αναφέρεται στην ίδια παράγραφο προσαρμόζεται αναλογικά για καθένα από τα εν λόγω οικονομικά έτη.
(3) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες οντότητες εξαιρούμενες οντότητες:
(α) Κρατική οντότητα, διεθνή οργανισμό, μη κερδοσκοπικό οργανισμό, συνταξιοδοτικό ταμείο, οργανισμό επενδύσεων που είναι τελική μητρική οντότητα ή φορέα επενδύσεων σε ακίνητα που είναι τελική μητρική οντότητα·
(β) οντότητα που ανήκει κατά τουλάχιστον ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) της αξίας της σε μία ή περισσότερες οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α), άμεσα ή μέσω μίας ή περισσότερων εξαιρούμενων οντοτήτων, πλην των οντοτήτων παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών, και η οποία-
(i) δραστηριοποιείται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ή την επένδυση κεφαλαίων προς όφελος της οντότητας ή των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)· ή
(ii) ασκεί αποκλειστικά δραστηριότητες παρεπόμενες εκείνων που ασκεί η οντότητα ή οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·
(γ) οντότητα που ανήκει κατά τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) της αξίας της, άμεσα ή μέσω μίας ή περισσότερων εξαιρούμενων οντοτήτων, σε μία ή περισσότερες οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α), πλην των οντοτήτων παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι ουσιαστικά το σύνολο των εισοδημάτων της προέρχεται από μερίσματα ή κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με τις παραγράφους (i) και (iii) του εδαφίου 2 του άρθρου 17.
(4) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (3) η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα δύναται να επιλέξει, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46 να μην αντιμετωπίσει μια οντότητα που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (3) ως εξαιρούμενη οντότητα.
(5) Αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου είναι ο Έφορος Φορολογίας.
5.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, συνιστώσα οντότητα που δεν είναι οντότητα μετακύλισης φόρου προσδιορίζεται ότι, είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία θεωρείται ότι έχει τη φορολογική της κατοικία με βάση τον τόπο διοίκησής της, τον τόπο ίδρυσής της ή παρόμοια κριτήρια και όταν δεν δύναται να προσδιοριστεί ο τόπος εγκατάστασης μιας συνιστώσας οντότητας που δεν είναι οντότητα μετακύλισης φόρου βάσει του πρώτου εδαφίου, θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε.
(2) Μια οντότητα μετακύλισης φόρου θεωρείται χωρίς εθνικότητα, εκτός εάν είναι η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας ή υποχρεούται να εφαρμόσει κανόνα σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9, οπότε η οντότητα μετακύλισης φόρου θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε.
(3)(α) Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην παράγραφο (α) του άρθρου 2 του ορισμού του όρου «μόνιμη εγκατάσταση», προσδιορίζεται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία αντιμετωπίζεται ως μόνιμη εγκατάσταση και υπόκειται σε φόρο δυνάμει της ισχύουσας φορολογικής σύμβασης.
(β) Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην παράγραφο (β) του άρθρου 2 του ορισμού του όρου «μόνιμη εγκατάσταση», είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία υπόκειται σε φορολογία σε καθαρή βάση με βάση την επιχειρηματική της παρουσία.
(γ) Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην παράγραφο (γ) του άρθρου 2 του ορισμού του όρου «μόνιμη εγκατάσταση», είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται.
(δ) Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην παράγραφο (δ) του άρθρου 2 του ορισμού του όρου «μόνιμη εγκατάσταση», θεωρείται χωρίς εθνικότητα.
(4)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δύο δικαιοδοσίες και οι εν λόγω δικαιοδοσίες διαθέτουν ισχύουσα φορολογική σύμβαση, η συνιστώσα οντότητα θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία θεωρείται ότι έχει τη φορολογική της κατοικία δυνάμει της εν λόγω φορολογικής σύμβασης και όταν η ισχύουσα φορολογική σύμβαση απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε αμοιβαία συμφωνία σχετικά με την τεκμαιρόμενη φορολογική κατοικία της συνιστώσας οντότητας και δεν επιτευχθεί συμφωνία, εφαρμόζεται το εδάφιο (5) του παρόντος άρθρου.
(β) Όταν δεν υπάρχει απαλλαγή από τη διπλή φορολόγηση δυνάμει της ισχύουσας φορολογικής σύμβασης λόγω του γεγονότος ότι μια συνιστώσα οντότητα έχει φορολογική κατοικία και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμόζεται το εδάφιο (5) του παρόντος άρθρου.
(5)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δύο δικαιοδοσίες και οι εν λόγω δικαιοδοσίες δεν διαθέτουν ισχύουσα φορολογική σύμβαση, η συνιστώσα οντότητα θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία χρεώνεται το μεγαλύτερο ποσό καλυπτόμενων φόρων για το οικονομικό έτος.
(β) Για τον υπολογισμό του ποσού των καλυπτόμενων φόρων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε σύμφωνα με το φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών.
(γ) Εάν το ποσό των καλυπτόμενων φόρων που οφείλονται στις δύο δικαιοδοσίες είναι το ίδιο ή μηδενικό, η συνιστώσα οντότητα θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία δικαιούται το υψηλότερο ποσό εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας που υπολογίζεται για κάθε οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 29.
(δ) Εάν το ποσό της εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας στις δύο δικαιοδοσίες είναι το ίδιο ή μηδενικό, η συνιστώσα οντότητα θεωρείται χωρίς εθνικότητα, εκτός εάν πρόκειται για τελική μητρική οντότητα, οπότε θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε.
(6) Όταν, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των εδαφίων (4) και (5), μια μητρική οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία όπου δεν υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR, θεωρείται ότι υπόκειται στον ενδεδειγμένο κανόνα IIR σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος της άλλης δικαιοδοσίας, εκτός εάν ισχύουσα φορολογική σύμβαση απαγορεύει την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα.
(7) Όταν μια συνιστώσα οντότητα μεταβάλλει τον τόπο εγκατάστασής της κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία θεωρείται ότι ήταν εγκατεστημένη δυνάμει του παρόντος άρθρου στην αρχή του εν λόγω οικονομικού έτους.
6.-(1) Μια τελική μητρική οντότητα που είναι συνιστώσα οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο για το οικονομικό έτος (εφεξής «συμπληρωματικός φόρος βάσει του κανόνα IIR») όσον αφορά τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες σε άλλη δικαιοδοσία ή που δεν έχουν εθνικότητα.
(2) Όταν μια συνιστώσα οντότητα, η οποία είναι η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, στο βαθμό που η Δημοκρατία είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία, υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα IIR όσον αφορά την ίδια και όλες τις συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση του ομίλου που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία για το οικονομικό έτος.
7.-(1) Μια ενδιάμεση μητρική οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία που κατέχεται από τελική μητρική οντότητα εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας ή σε κράτος μέλος το οποίο δεν εφαρμόζει συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα IIR σε τελική μητρική οντότητα η οποία είναι εγκατεστημένη στο εν λόγω κράτος μέλος, υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα IIR για το οικονομικό έτος όσον αφορά τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες σε άλλη δικαιοδοσία ή που δεν έχουν εθνικότητα.
(2) Όταν μια ενδιάμεση μητρική οντότητα είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, όταν η Δημοκρατία είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία, και κατέχεται από τελική μητρική οντότητα εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας ή σε κράτος μέλος το οποίο δεν εφαρμόζει συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα IIR σε τελική μητρική οντότητα η οποία είναι εγκατεστημένη στο εν λόγω κράτος μέλος, υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα IIR όσον αφορά την ίδια και τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία για το οικονομικό έτος.
(3) Τα εδάφια (1) και (2) δεν εφαρμόζονται όταν-
(α) η τελική μητρική οντότητα υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR για το εν λόγω οικονομικό έτος· ή
(β) άλλη ενδιάμεση μητρική οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία όπου υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR για το εν λόγω οικονομικό έτος και κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ελέγχουσα συμμετοχή στην ενδιάμεση μητρική οντότητα.
8.-(1) Όταν μια ενδιάμεση μητρική οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία κατέχεται από τελική μητρική οντότητα που είναι εξαιρούμενη οντότητα, η ενδιάμεση μητρική οντότητα υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα IIR για το οικονομικό έτος όσον αφορά τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες σε άλλη περιοχή δικαιοδοσίας ή που δεν έχουν εθνικότητα.
(2) Όταν μια ενδιάμεση μητρική οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, όταν η Δημοκρατία είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία, κατέχεται από τελική μητρική οντότητα που είναι εξαιρούμενη οντότητα, υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα IIR όσον αφορά την ίδια και τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία για το οικονομικό έτος.
(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) δεν εφαρμόζονται όταν άλλη ενδιάμεση μητρική οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία όπου υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR για το εν λόγω οικονομικό έτος και κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ελέγχουσα συμμετοχή στην ενδιάμεση μητρική οντότητα που αναφέρεται στα εδάφια (1) και (2).
9.-(1) Μια μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα και είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα IIR για το οικονομικό έτος όσον αφορά τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες σε άλλη δικαιοδοσία ή που δεν έχουν εθνικότητα.
(2) Όταν μια μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα είναι εγκατεστημένη στην Δημοκρατία, που είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία, υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα IIR όσον αφορά την ίδια και τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία για το οικονομικό έτος.
(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) δεν εφαρμόζονται όταν οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές της μητρικής οντότητας που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα κατέχονται εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, από άλλη μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα η οποία υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR για το εν λόγω οικονομικό έτος.
10.-(1) Ο συμπληρωματικός φόρος βάσει του κανόνα IIR που οφείλεται από μητρική οντότητα σε σχέση με συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση δυνάμει του εδαφίου (1) των άρθρων 6, 7, 8 και 9, αντίστοιχα, ισούται με τον συμπληρωματικό φόρο της συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28, πολλαπλασιαζόμενο επί το μερίδιο του εν λόγω συμπληρωματικού φόρου που αναλογεί στη μητρική οντότητα για το οικονομικό έτος.
(2) Κατόπιν επιλογής, το ποσό του συμπληρωματικού φόρου το οποίο οφείλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δύναται να εκχωρείται, είτε πλήρως είτε μερικώς, από τη συνιστώσα οντότητα («αιτούσα οντότητα») προς άλλη συνιστώσα οντότητα ή οντότητες του ίδιου ομίλου η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία («λήπτρια οντότητα») και η εν λόγω επιλογή προϋποθέτει την καταχώρηση αίτησης από την αιτούσα οντότητα προς την λήπτρια οντότητα και τη συγκατάθεση της λήπτριας οντότητας:
(3) Το μερίδιο του συμπληρωματικού φόρου που αναλογεί στη μητρική οντότητα σε σχέση με μια συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση ισούται με το ποσοστό της ιδιοκτησιακής συμμετοχής της μητρικής οντότητας στο αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση. Το εν λόγω ποσοστό ισούται με το αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση για το οικονομικό έτος, μειωμένο κατά το ποσό του εν λόγω εισοδήματος που αποδίδεται σε ιδιοκτησιακές συμμετοχές τις οποίες κατέχουν άλλοι ιδιοκτήτες, διαιρούμενο διά του αποδεκτού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας χαμηλής φορολόγησης για το οικονομικό έτος.
(4) Το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που αποδίδεται σε ιδιοκτησιακές συμμετοχές σε μια συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση τις οποίες κατέχουν άλλοι ιδιοκτήτες είναι το ποσό που θα θεωρούνταν αποδοτέο στους εν λόγω ιδιοκτήτες σύμφωνα με τις αρχές του αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου που χρησιμοποιείται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας, εάν το καθαρό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση ήταν ίσο με το αποδεκτό εισόδημά της και-
(α) η μητρική οντότητα είχε καταρτίσει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το εν λόγω λογιστικό πρότυπο («υποθετικές ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις»)·
(β) η μητρική οντότητα κατείχε ελέγχουσα συμμετοχή στη συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση, τέτοια που θα επέτρεπε όλα τα έσοδα και τα έξοδα της συνιστώσας οντότητας χαμηλής φορολόγησης να ενοποιούνται γραμμή προς γραμμή με εκείνα της μητρικής οντότητας στις υποθετικές ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις·
(γ) το σύνολο του αποδεκτού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση μπορούσε να αποδοθεί σε συναλλαγές με πρόσωπα που δεν είναι οντότητες του ομίλου· και
(δ) όλα τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα που δεν κατέχονται άμεσα ή έμμεσα από τη μητρική οντότητα κατέχονταν από πρόσωπα άλλα από τις οντότητες του ομίλου.
(5) Επιπλέον του ποσού που κατανέμεται σε μητρική οντότητα σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο συμπληρωματικός φόρος βάσει του κανόνα IIR που οφείλεται από μητρική οντότητα δυνάμει του εδαφίου (2) των άρθρων 6, 7, 8 και 9, αντίστοιχα, περιλαμβάνει, για το οικονομικό έτος και σύμφωνα με το άρθρο 28-
(α) το πλήρες ποσό του συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται για την εν λόγω μητρική οντότητα·και
(β) το ποσό του συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται για τις οικείες συνιστώσες οντότητες χαμηλής φορολόγησης που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία πολλαπλασιαζόμενο επί το μερίδιο του εν λόγω συμπληρωματικού φόρου που αναλογεί στη μητρική οντότητα για το οικονομικό έτος.
(6) Κατόπιν επιλογής, το ποσό του συμπληρωματικού φόρου το οποίο οφείλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) δύναται να εκχωρείται είτε πλήρως είτε μερικώς από τη συνιστώσα οντότητα («αιτούσα οντότητα») προς άλλη συνιστώσα οντότητα ή οντότητες του ίδιου ομίλου η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία («λήπτρια οντότητα») και η εν λόγω επιλογή προϋποθέτει την καταχώρηση αίτησης από την αιτούσα οντότητα προς τη λήπτρια οντότητα και την συγκατάθεση της λήπτριας οντότητας:
11. Όταν μια μητρική οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση έμμεσα μέσω ενδιάμεσης μητρικής οντότητας ή μητρικής οντότητας που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα, η οποία υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος για το οικονομικό έτος, ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 9 μειώνεται κατά ποσό ίσο με το τμήμα του μεριδίου του συμπληρωματικού φόρου που αναλογεί στην πρώτη μητρική οντότητα και το οποίο οφείλεται από την ενδιάμεση μητρική οντότητα ή τη μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα.
12.-(1)(α) H Δημοκρατία εφαρμόζει εγχώριο κυπριακό συμπληρωματικό φόρο και όλες οι συνιστώσες οντότητες ή κοινοπραξίες, όπως αυτές ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 37 με χαμηλή φορολόγηση του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που βρίσκονται εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, υπόκεινται στον εν λόγω εγχώριο συμπληρωματικό φόρο για το οικονομικό έτος. Οι πρόνοιες του εγχώριου Κυπριακού συμπληρωματικού φόρου εφαρμόζονται πριν την εφαρμογή ενός ενδεδειγμένο κανόνα IIR ή/και ενός κανόνα UTPR:
(β) Το ποσό το οποίο οφείλεται σύμφωνα με τον εγχώριο Κυπριακό συμπληρωματικό φόρο είναι-
(i) σε σχέση με συνιστώσες οντότητες ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, το ποσό του συμπληρωματικού φόρου υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 28.
(ii) σε σχέση με κοινοπραξίες, το ποσό του συμπληρωματικού φόρου υπολογιζόμενο σύμφωνα με τo άρθρο 37, εφαρμόζοντας όμως το εν λόγω άρθρο σαν να μην εφαρμόζονται τα εδάφια (3) και (4) αυτού.
(γ) Οι διατάξεις του άρθρου 55 εφαρμόζονται αναλογικά και για σκοπούς του εγχώριου Κυπριακού συμπληρωματικού φόρου, ο οποίος θα μηδενίζεται, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) Αναφορικά με εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας·
(ii) όταν καμία ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε συνιστώσες οντότητες ή κοινοπραξίες δεν κατέχεται από μητρική οντότητα εκτός της Δημοκρατίας η οποία υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR·
(iii) όταν ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε συνιστώσες οντότητες ή κοινοπραξίες κατέχεται από μητρική οντότητα εκτός της Δημοκρατίας η οποία υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR και η ιδιοκτησιακή συμμετοχή στην προαναφερθείσα μητρική οντότητα κατέχεται είτε από μία τελική μητρική οντότητα στη Δημοκρατία είτε από μια ενδιάμεση μητρική οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία η οποία κατέχεται από τελική μητρική οντότητα που είναι εξαιρούμενη οντότητα.
(δ) Oι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 10 εφαρμόζονται κατά αναλογία στον εγχώριο Κυπριακό συμπληρωματικό φόρο σε σχέση με την υποχρέωση έκαστης συνιστώσας οντότητας.
(2) Όταν μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και οι οικείες συνιστώσες οντότητες οι οποίες της ανήκουν άμεσα ή έμμεσα και είναι εγκατεστημένες σε άλλη δικαιοδοσία υπόκεινται σε ενδεδειγμένο εγχώριο συμπληρωματικό φόρο για το οικονομικό έτος στις εν λόγω δικαιοδοσίες, το ποσό του τυχόν συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28 και οφείλεται από τη μητρική οντότητα σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 9 μειώνεται, έως και μηδενίζεται, κατά το ποσό του ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου που οφείλουν οι εν λόγω συνιστώσες οντότητες.
(3) Παρά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), εάν ο ενδεδειγμένος εγχώριος συμπληρωματικός φόρος έχει υπολογιστεί για ένα οικονομικό έτος σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο της τελικής μητρικής οντότητας ή τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς ΔΠΧA ή ΔΠΧΠ όπως εγκρίθηκαν από την Ένωση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, δεν υπολογίζεται συμπληρωματικός φόρος σύμφωνα με το άρθρο 28 για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου ΠΕ. Το παρόν εδάφιο ισχύει με την επιφύλαξη του υπολογισμού τυχόν πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου σύμφωνα με το άρθρο 30 στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν εφαρμόζει ενδεδειγμένο εγχώριο συμπληρωματικό φόρο για την είσπραξη τυχόν πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου που προκύπτει δυνάμει του άρθρου 30.
(4) Όταν το ποσό του ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου για ένα οικονομικό έτος δεν έχει καταβληθεί εντός των τεσσάρων οικονομικών ετών από το οικονομικό έτος κατά το οποίο οφειλόταν, το ποσό του ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου που δεν καταβλήθηκε προστίθεται στον συμπληρωματικό φόρο της δικαιοδοσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 28:
13.-(1)(α) Όταν η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας η οποία δεν εφαρμόζει ενδεδειγμένο κανόνα IIR ή όταν η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ είναι εξαιρούμενη οντότητα, οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην Δημοκρατία υπόκεινται σε προσαρμογή ίση με το ποσό του συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα UTPR που κατανέμεται στη Δημοκρατία για το οικονομικό έτος σύμφωνα με το άρθρο 15.
(β) Κατόπιν επιλογής, το ποσό του συμπληρωματικού φόρου το οποίο οφείλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δύναται να εκχωρείται είτε πλήρως είτε μερικώς από τη συνιστώσα οντότητα («αιτούσα οντότητα») προς άλλη συνιστώσα οντότητα ή οντότητες του ίδιου ομίλου η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία («λήπτρια οντότητα») και η εν λόγω επιλογή προϋποθέτει την καταχώρηση αίτησης από την αιτούσα οντότητα προς τη λήπτρια οντότητα και την συγκατάθεση της λήπτριας οντότητας.
(γ) Οποιαδήποτε πληρωμή γίνεται σε σχέση με την παράγραφο (β) δεν θα λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.
(δ) Σε περίπτωση που ο συμπληρωματικός φόρος ο οποίος οφείλεται δεν καταβληθεί από την λήπτρια οντότητα εντός της προθεσμίας η οποία ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 48 τότε η εν λόγω υποχρέωση επιστρέφει στην αιτούσα οντότητα.
(2) Οι συνιστώσες οντότητες που είναι επενδυτικές οντότητες δεν υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
14.-(1)(α) Όταν η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας με χαμηλή φορολογία, οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην Δημοκρατία υπόκεινται, σε προσαρμογή ίση με το ποσό του συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα UTPR που κατανέμεται στη Δημοκρατία για το οικονομικό έτος σύμφωνα με το άρθρο 15.
(β) Κατόπιν επιλογής, το ποσό του συμπληρωματικού φόρου το οποίο οφείλεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δύναται να εκχωρείται είτε πλήρως είτε μερικώς από τη συνιστώσα οντότητα («αιτούσα οντότητα») προς άλλη συνιστώσα οντότητα ή οντότητες του ίδιου ομίλου η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία («λήπτρια οντότητα») και η εν λόγω επιλογή προϋποθέτει την καταχώρηση αίτησης από την αιτούσα οντότητα προς τη λήπτρια οντότητα και την συγκατάθεση της λήπτριας οντότητας.
(γ) Οποιαδήποτε πληρωμή γίνεται σε σχέση με την παράγραφο (β) δεν θα λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς του ΠΦΕΝ.
(δ) Σε περίπτωση που ο συμπληρωματικός φόρος ο οποίος οφείλεται δεν καταβληθεί από τη λήπτρια οντότητα εντός της προθεσμίας η οποία ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 48, η εν λόγω υποχρέωση επιστρέφει στην αιτούσα οντότητα:
(2) Οι συνιστώσες οντότητες που είναι επενδυτικές οντότητες δεν υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
15.-(1) Το ποσό του συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα UTPR που κατανέμεται στη Δημοκρατία υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τον συνολικό συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα UTPR, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2), επί το ποσοστό του κανόνα UTPR στη Δημοκρατία, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (5).
(2) Ο συνολικός συμπληρωματικός φόρος βάσει του κανόνα UTPR για ένα οικονομικό έτος ισούται με το άθροισμα του συμπληρωματικού φόρου υπολογιζόμενου για κάθε συνιστώσα οντότητα του ομίλου ΠΕ με χαμηλή φορολόγηση για το εν λόγω οικονομικό έτος, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28, με την επιφύλαξη των προσαρμογών που προβλέπονται στα εδάφια (3) και (4).
(3) Ο συμπληρωματικός φόρος βάσει του κανόνα UTPR μιας συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση ισούται με μηδέν όταν, για το οικονομικό έτος, όλες οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές της τελικής μητρικής οντότητας στην εν λόγω συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση κατέχονται άμεσα ή έμμεσα από μία ή περισσότερες μητρικές οντότητες, οι οποίες απαιτείται να εφαρμόζουν ενδεδειγμένο κανόνα IIR όσον αφορά την εν λόγω συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος.
(4) Σε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται το εδάφιο (3), ο συμπληρωματικός φόρος βάσει του κανόνα UTPR μιας συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση μειώνεται κατά το μερίδιο μητρικής οντότητας στον συμπληρωματικό φόρο της εν λόγω συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση που φορολογείται βάσει ενδεδειγμένου κανόνα IIR.
(5) Το ποσοστό στη Δημοκρατία βάσει του κανόνα UTPR υπολογίζεται, για κάθε οικονομικό έτος και για κάθε όμιλο ΠΕ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο:
όπου:
(α) ο αριθμός των εργαζομένων στη Δημοκρατία είναι ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που βρίσκονται στη Δημοκρατία·
(β) ο αριθμός των εργαζομένων σε όλες τις δικαιοδοσίες με ενδεδειγμένο κανόνα UTPR είναι ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που βρίσκονται σε δικαιοδοσία στην οποία ισχύει ενδεδειγμένος κανόνας UTPR για το οικονομικό έτος·
(γ) η συνολική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων στη Δημοκρατία είναι το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που βρίσκονται στη Δημοκρατία·
(δ) η συνολική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων σε όλες τις δικαιοδοσίες με ενδεδειγμένο κανόνα UTPR είναι το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που βρίσκονται σε δικαιοδοσία στην οποία ισχύει ενδεδειγμένος κανόνας UTPR για το οικονομικό έτος.
(6) Ο αριθμός των εργαζομένων είναι ο αριθμός των εργαζομένων σε ισοδύναμη βάση πλήρους απασχόλησης όλων των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία, περιλαμβανομένων των ανεξάρτητων αναδόχων, υπό την προϋπόθεση ότι συμμετέχουν στις συνήθεις δραστηριότητες λειτουργίας της συνιστώσας οντότητας:
(7)(α) Οι εργαζόμενοι των οποίων οι δαπάνες μισθοδοσίας περιλαμβάνονται στους χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας μόνιμης εγκατάστασης όπως ορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 19 και προσαρμόζονται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 19, κατανέμονται στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση. Τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στους χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας μόνιμης εγκατάστασης, όπως ορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 19, και προσαρμόζονται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 19, κατανέμονται στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση.
(β) Ο αριθμός των εργαζομένων και των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που κατανέμονται στη δικαιοδοσία μόνιμης εγκατάστασης δεν λαμβάνεται υπόψη για τον αριθμό των εργαζομένων και των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων της δικαιοδοσίας της κύριας οντότητας.
(γ) Από τα στοιχεία του μαθηματικού τύπου που ορίζεται στο εδάφιο (5), εξαιρείται ο αριθμός των εργαζομένων και η καθαρή λογιστική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που κατέχει μια επενδυτική οντότητα.
(δ) Ο αριθμός των εργαζομένων και η καθαρή λογιστική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων μιας οντότητας μετακύλισης φόρου εξαιρούνται από τα στοιχεία του μαθηματικού τύπου που ορίζεται στο εδάφιο (5), εκτός εάν κατανέμονται σε μόνιμη εγκατάσταση ή, ελλείψει μόνιμης εγκατάστασης, στις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε η οντότητα μετακύλισης φόρου.
(8) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (5), το ποσοστό της δικαιοδοσίας βάσει του κανόνα UTPR για όμιλο ΠΕ θεωρείται μηδενικό για ένα οικονομικό έτος, εφόσον το ποσό συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα UTPR που κατανεμήθηκε στην εν λόγω δικαιοδοσία σε προηγούμενο οικονομικό έτος δεν είχε ως αποτέλεσμα οι συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω δικαιοδοσία να έχουν πρόσθετο έξοδο φόρου σε μετρητά ίσο, συνολικά, με τον συμπληρωματικό φόρο βάσει του κανόνα UTPR για το εν λόγω προηγούμενο οικονομικό έτος που κατανεμήθηκε στην εν λόγω δικαιοδοσία:
(9) Οι διατάξεις του εδαφίου (8) δεν εφαρμόζονται για ένα οικονομικό έτος εάν όλες οι δικαιοδοσίες με ενδεδειγμένο κανόνα UTPR που ισχύει για το οικονομικό έτος έχουν μηδενικό ποσοστό βάσει του κανόνα UTPR για τον όμιλο ΠΕ για το εν λόγω οικονομικό έτος.
(10) Οποιοσδήποτε συμπληρωματικός φόρος δύναται να κατανεμηθεί στη Δημοκρατία επί τη βάσει εφαρμογής του κανόνα UTPR θα επιβάλλεται υπό τη μορφή συμπληρωματικού φόρου και σε περίπτωση που στη Δημοκρατία είναι εγκατεστημένες πέραν της μίας συνιστώσες οντότητες, τότε ο συμπληρωματικός φόρος ο οποίος κατανέμεται με βάση την εφαρμογή του κανόνα UTPR θα κατανέμεται αναλογικά στην κάθε συνιστώσα οντότητα του ομίλου ΠΕ.
(11) Ο συμπληρωματικός φόρος θα κατανέμεται αναλογικά σε κάθε συνιστώσα οντότητα η οποία βρίσκεται στην Δημοκρατία ως ακολούθως:
όπου:
(α) ο αριθμός των εργαζομένων της συνιστώσας οντότητας είναι ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων της συνιστώσας οντότητας που βρίσκονται στη Δημοκρατία·
(β) ο αριθμός των εργαζομένων στη Δημοκρατία είναι ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που βρίσκονται στη Δημοκρατία·
(γ) η συνολική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων στη Δημοκρατία είναι το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων της συνιστώσας οντότητας που βρίσκονται στη Δημοκρατία·
(δ) η συνολική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων στη Δημοκρατία είναι το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που βρίσκονται στη Δημοκρατία:
16.-(1) Το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία συνιστώσας οντότητας υπολογίζεται πραγματοποιώντας τις αναπροσαρμογές που ορίζονται στα άρθρα 17 έως 20 στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος πριν από τυχόν αναπροσαρμογές ενοποίησης για την εξάλειψη ενδοομιλικών συναλλαγών, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.
(2) Όταν δεν είναι ευλόγως εφικτός ο προσδιορισμός του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας με βάση το αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή το εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος δύναται να προσδιορίζεται με τη χρήση άλλου αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου ή εγκεκριμένου χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου, υπό την προϋπόθεση ότι-
(α) οι χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί της συνιστώσας οντότητας τηρούνται βάσει αυτού του λογιστικού προτύπου·
(β) οι πληροφορίες που περιέχονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς είναι αξιόπιστες· και
(γ) οι μόνιμες διαφορές άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000) που προκύπτουν σε στοιχεία εσόδων ή εξόδων ή συναλλαγές από την εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή προτύπου, όταν η εν λόγω αρχή ή πρότυπο διαφέρει από το χρηματοοικονομικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, αναπροσαρμόζονται ώστε να συνάδουν με τη μεταχείριση που απαιτείται για το εν λόγω στοιχείο σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
(3) Όταν μια τελική μητρική οντότητα δεν έχει καταρτίσει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του όρου «ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» του άρθρου 2, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας αναπροσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(4) Όταν μια τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του όρου «ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» του άρθρου 2 της τελικής μητρικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του όρου «ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» του άρθρου 2 είναι εκείνες που θα είχαν καταρτιστεί εάν η τελική μητρική οντότητα ήταν υποχρεωμένη να καταρτίσει τις εν λόγω ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο το οποίο είναι-
(α) αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο· ή
(β) άλλο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο υπό τον όρο ότι οι εν λόγω ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αναπροσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(5) Όταν κράτος μέλος ή δικαιοδοσία τρίτης χώρας εφαρμόζει ενδεδειγμένο εγχώριο συμπληρωματικό φόρο, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος ή δικαιοδοσία τρίτης χώρας δύναται να προσδιορίζεται σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που διαφέρει από το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία το οποίο προσδιορίζεται σύμφωνα με εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο αναπροσαρμόζεται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(6) Όταν η εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή διαδικασίας βάσει εγκεκριμένου χρηματο-οικονομικού λογιστικού προτύπου οδηγεί σε ουσιώδη στρέβλωση του ανταγωνισμού, η λογιστική μεταχείριση κάθε στοιχείου ή συναλλαγής που υπόκειται στην εν λόγω αρχή ή διαδικασία αναπροσαρμόζεται ,ώστε να συνάδει με τη μεταχείριση που απαιτείται για το στοιχείο ή τη συναλλαγή βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς ΔΠΧA ή ΔΠΧΠ όπως εγκρίθηκαν από την Ένωση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.
17.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «καθαρό έξοδο φόρων» σημαίνει το καθαρό ποσό των ακόλουθων στοιχείων:
(i) καλυπτόμενοι φόροι δεδουλευμένοι ως έξοδα και τυχόν τρέχοντες και αναβαλλόμενοι καλυπτόμενοι φόροι που περιλαμβάνονται στα έξοδα φόρου εισοδήματος, περιλαμβανομένων των καλυπτόμενων φόρων εισοδήματος που εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας·
(ii) αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που αποδίδονται σε ζημία για το οικονομικό έτος·
(iii) ενδεδειγμένοι εγχώριοι συμπληρωματικοί φόροι δεδουλευμένοι ως έξοδα·
(iv) φόροι που προκύπτουν σύμφωνα με τους κανόνες του παρόντος Νόμου, της Οδηγίας ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του ΟΟΣΑ , δεδουλευμένοι ως έξοδα· και
(v) μη ενδεδειγμένοι επιστρεπτέοι φόροι καταλογισμού δεδουλευμένοι ως έξοδα·
(β) «εξαιρούμενο μέρισμα» σημαίνει το μέρισμα ή άλλη διανομή που εισπράττεται ή οφείλεται σε σχέση με ιδιοκτησιακή συμμετοχή, εκτός από μέρισμα ή άλλη διανομή που εισπράττεται ή οφείλεται σε σχέση με-
(i) ιδιοκτησιακή συμμετοχή:
-που κατέχει ο όμιλος σε οντότητα, η οποία παρέχει δικαιώματα σε ποσοστό λιγότερο του δέκα τοις εκατό (10%) επί των κερδών, του κεφαλαίου ή των αποθεματικών ή δικαιώματα ψήφου, της εν λόγω οντότητας κατά την ημερομηνία της διανομής ή της διάθεσης («συμμετοχή χαρτοφυλακίου»)· και
-που ανήκει στην οικονομική κυριότητα της συνιστώσας οντότητας η οποία λαμβάνει ή αποκτά τα μερίσματα ή άλλες διανομές για διάστημα μικρότερο του ενός έτους κατά την ημερομηνία της διανομής·
(ii) ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε επενδυτική οντότητα που υπόκειται σε επιλογή σύμφωνα με-
(ββ1) το άρθρο 44. Ένα χρηματοοικονομικό μέσο που εκδίδεται από μια συνιστώσα οντότητα και κατέχεται από άλλη συνιστώσα οντότητα στον ίδιο όμιλο ΠΕ ή μεγάλης κλίμακας εγχώριο όμιλο θα πρέπει να χαρακτηρίζεται σαν οφειλή ή ίδιο κεφάλαιο κατά τον ίδιο τρόπο τόσο από τον εκδότη όσο και από τον κάτοχο του χρηματοοικονομικού μέσου και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ανάλογα στον προσδιορισμό του εισοδήματος ή της ζημίας τους.
(ββ2) Όταν συνιστώσες οντότητες στον ίδιο όμιλο ΠΕ ή μεγάλης κλίμακας εγχώριο όμιλο έχουν χαρακτηρίσει διαφορετικά ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, ο χαρακτηρισμός που υιοθετείται από τον εκδότη του χρηματοπιστωτικού μέσου θα εφαρμόζεται τόσο από τον εκδότη όσο και τον κάτοχο του χρηματοπιστωτικού μέσου και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ανάλογα στον προσδιορισμό του εισοδήματος ή της ζημίας τους.
(βγ1) Όταν η κίνηση στα αποθεματικά ασφαλιστικής οντότητας αντιστοιχεί οικονομικά με εξαιρούμενο μέρισμα, αφού πρώτα έχει αφαιρεθεί αμοιβή διαχείρισης επενδύσεων, από τίτλο που κατέχει η ασφαλιστική οντότητα για λογαριασμό ασφαλιζόμενων, η κίνηση στα ασφαλιστικά αποθεματικά δεν επιτρέπεται ως έξοδο στον προσδιορισμό του αποδεχτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.
(βγ2) Όταν η κίνηση στα αποθεματικά ασφαλιστικής οντότητας σχετίζεται με εξαιρούμενο μέρισμα, ή ένα εξαιρούμενο κέρδος ή ζημία από τίτλο που κατέχει η ασφαλιστική οντότητα για λογαριασμό ασφαλιζομένου, δεν επιτρέπεται ως έκπτωση στον προσδιορισμό του αποδεχτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.
(γ) «εξαιρούμενο κέρδος ή ζημία ιδίων κεφαλαίων» σημαίνει κέρδος ή ζημία που περιλαμβάνεται στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας, που προκύπτει από-
(i) κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από μεταβολές στην εύλογη αξία ιδιοκτησιακής συμμετοχής, εκτός από συμμετοχή χαρτοφυλακίου·
(ii) κέρδη ή ζημίες σε σχέση με ιδιοκτησιακή συμμετοχή που περιλαμβάνεται σύμφωνα με τη λογιστική μέθοδο της καθαρής θέσης· και
(iii) κέρδη και ζημίες από τη διάθεση ιδιοκτησιακής συμμετοχής, εκτός από τη διάθεση συμμετοχής χαρτοφυλακίου·
(δ) «συμπεριλαμβανόμενο κέρδος ή ζημία βάσει της μεθόδου αναπροσαρμογής» σημαίνει καθαρό κέρδος ή ζημία, αυξημένο ή μειωμένο κατά τυχόν συνδεόμενους καλυπτόμενους φόρους για το οικονομικό έτος, που προκύπτει από την εφαρμογή λογιστικής μεθόδου ή πρακτικής βάσει της οποίας, όσον αφορά όλα τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία-
(i) προσαρμόζεται περιοδικά η λογιστική αξία των εν λόγω ενσώματων περιουσιακών στοιχείων στην εύλογη αξία τους·
(ii) καταγράφονται οι μεταβολές της αξίας στα λοιπά συνολικά έσοδα· και
(iii) δεν αναφέρεται μεταγενέστερα το δεδουλευμένο κέρδος ή ζημία στα λοιπά συνολικά έσοδα μέσω των αποτελεσμάτων·
(ε) «ασύμμετρο συναλλαγματικό κέρδος ή ζημία» σημαίνει το συναλλαγματικό κέρδος ή ζημία οντότητας της οποίας το λογιστικό λειτουργικό νόμισμα και το φορολογικό λειτουργικό νόμισμα διαφέρουν, και που-
(i) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή της ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας·
(ii) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας·
(iii) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ τρίτου ξένου νομίσματος και του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας· και
(iv) δύναται να αποδοθεί σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ τρίτου ξένου νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας, ανεξαρτήτως εάν το εν λόγω κέρδος ή ζημία σε τρίτο ξένο νόμισμα περιλαμβάνεται στο φορολογητέο εισόδημα:
(στ) «μη επιτρεπόμενα έξοδα βάσει πολιτικής» σημαίνει-
(i) πραγματοποιηθέντα έξοδα της συνιστώσας οντότητας για παράνομες πληρωμές, μεταξύ άλλων για δωροδοκίες και μίζες· και
(ii) πραγματοποιηθέντα έξοδα της συνιστώσας οντότητας για πρόστιμα και ποινές που ισούνται ή υπερβαίνουν τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή ισοδύναμο ποσό στο λειτουργικό νόμισμα στο οποίο υπολογίζεται το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας·
(ζ) «σφάλματα προηγούμενης περιόδου και μεταβολές αρχών λογιστικής» σημαίνει τη μεταβολή των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας, στις οικονομικές της καταστάσεις οι οποίες ετοιμάστηκαν για σκοπούς ετοιμασίας των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, στην αρχή ενός οικονομικού έτους, η οποία αποδίδεται σε-
(i) διόρθωση σφάλματος κατά τον προσδιορισμό του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας σε προηγούμενο οικονομικό έτος που επηρέασε τα έσοδα ή τα έξοδα που δύναται να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά το εν λόγω προηγούμενο οικονομικό έτος, εκτός εάν η διόρθωση του σφάλματος είχε ως αποτέλεσμα ουσιώδη μείωση της υποχρέωσης για καλυπτόμενους φόρους σύμφωνα με το άρθρο 26· και
(ii) μεταβολή αρχών λογιστικής ή λογιστικής πολιτικής που επηρέασε τα έσοδα ή τα έξοδα που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας·
(η) «δεδουλευμένη συνταξιοδοτική δαπάνη» σημαίνει τη διαφορά μεταξύ του ποσού της δαπάνης συνταξιοδοτικής υποχρέωσης που περιλαμβάνεται στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία και του ποσού που καταβάλλεται ως εισφορά σε συνταξιοδοτικό ταμείο για το οικονομικό έτος.
(2) Το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας αναπροσαρμόζεται με βάση το ποσό των ακόλουθων στοιχείων για τον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας:
(i) Καθαρά έξοδα φόρων·
(ii) εξαιρούμενα μερίσματα·
(iii) εξαιρούμενα κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων·
(iv) συμπεριλαμβανόμενα κέρδη ή ζημίες βάσει της μεθόδου αναπροσαρμογής·
(v) κέρδη ή ζημίες από τη διάθεση εξαιρούμενων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 36·
(vi) ασύμμετρα συναλλαγματικά κέρδη ή ζημίες·
(vii) μη επιτρεπόμενα έξοδα βάσει πολιτικής·
(viii) σφάλματα προηγούμενων περιόδων και μεταβολές αρχών λογιστικής·
(viiii) δεδουλευμένες συνταξιοδοτικές δαπάνες·
(x) αποδέσμευσης χρέους όπως αυτή περιγράφεται στο εδάφιο (13)· και
(xi) επιλογή συμπερίληψης κερδών ή ζημιών ιδίων κεφαλαίων, όπως αυτή περιγράφεται στο εδάφιο (6) του άρθρου 22.
(3)(α) Κατόπιν επιλογής από μια υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα, μια συνιστώσα οντότητα δύναται να συμπεριλάβει στον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της για ένα οικονομικό έτος οποιοδήποτε μέρισμα ή άλλη διανομή την οποία έλαβε από μια συνιστώσα οντότητα σε σχέση με συμμετοχή χαρτοφυλακίου βραχυπρόθεσμης διάρκειας.
(β)(i) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, μια συνιστώσα οντότητα δύναται να αντικαταστήσει το επιτρεπόμενο ποσό έκπτωσης για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματός της στον τόπο εγκατάστασής της με το ποσό που δαπανάται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της για κόστος ή δαπάνη της εν λόγω συνιστώσας οντότητας που καταβλήθηκε με αποζημίωση βάσει μετοχών.
(ii) Όταν δεν ασκείται το δικαίωμα επιλογής για τη χρήση των δικαιωμάτων προαίρεσης επί μετοχών, το ποσό του κόστους ή της δαπάνης αποζημίωσης βάσει μετοχών που αφαιρέθηκε από το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας για όλα τα προηγούμενα οικονομικά έτη περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο έληξε το δικαίωμα επιλογής.
(iii) Όταν μέρος του ποσού του κόστους ή της δαπάνης αποζημίωσης βάσει μετοχών καταγράφεται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της συνιστώσας οντότητας σε οικονομικά έτη πριν από το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, ο υπολογισμός του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας για το εν λόγω οικονομικό έτος περιλαμβάνει ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού του κόστους ή της δαπάνης αποζημίωσης βάσει μετοχών που έχει αφαιρεθεί για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη και του συνολικού ποσού του κόστους ή της δαπάνης αποζημίωσης βάσει μετοχών που θα είχε αφαιρεθεί για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη, εάν η επιλογή είχε πραγματοποιηθεί κατά τα εν λόγω οικονομικά έτη.
(iv) Η επιλογή πραγματοποιείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46 και εφαρμόζεται με συνέπεια σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ίδια δικαιοδοσία για το έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή και για όλα τα επόμενα οικονομικά έτη.
(v) Κατά το οικονομικό έτος στη διάρκεια του οποίου ανακαλείται η επιλογή, το ποσό του μη καταβληθέντος κόστους ή της δαπάνης αποζημίωσης βάσει μετοχών που αφαιρέθηκε βάσει της επιλογής και υπερβαίνει τα χρηματοοικονομικά λογιστικά δεδουλευμένα έξοδα περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.
(4)(i) Κάθε συναλλαγή ανάμεσα σε συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικές δικαιοδοσίες η οποία δεν καταγράφεται στο ίδιο ποσό στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς και των δύο συνιστωσών οντοτήτων ή δεν είναι σύμφωνη με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού προσαρμόζεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος η ζημίας των συνιστωσών οντοτήτων, ώστε να είναι στο ίδιο ποσό και να είναι σύμφωνη με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού.
(ii) Ζημία από πώληση ή άλλη μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου ανάμεσα σε δύο συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ίδια δικαιοδοσία, η οποία δεν καταγράφεται σύμφωνα με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού, προσαρμόζεται με βάση την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού εάν η εν λόγω ζημία περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
(iii) Για τους σκοπούς των παραγράφων (i) και (ii) ως αρχή του πλήρους ανταγωνισμού νοείται η αρχή σύμφωνα με την οποία οι συναλλαγές μεταξύ συνιστωσών οντοτήτων θα καταγράφονται με βάση τις συνθήκες που θα είχαν επιτευχθεί μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων στο πλαίσιο συγκρίσιμων συναλλαγών και υπό συγκρίσιμες συνθήκες.
(5) Οι ενδεδειγμένες επιστρεπτέες πιστώσεις φόρου όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 αντιμετωπίζονται ως εισόδημα για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας, ενώ οι μη ενδεδειγμένες επιστρεπτέες πιστώσεις φόρου δεν αντιμετωπίζονται ως εισόδημα για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας.
(6)(α) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, τα κέρδη και οι ζημίες από περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που υπόκεινται στη λογιστική της εύλογης αξίας ή της απομείωσης στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για ένα οικονομικό έτος δύναται να προσδιοριστούν με βάση την αρχή της πραγματοποίησης για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
(β) Τα κέρδη ή οι ζημίες που προκύπτουν από την εφαρμογή της λογιστικής της εύλογης αξίας ή της απομείωσης σε σχέση με ένα περιουσιακό στοιχείο ή μια υποχρέωση εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με την παράγραφο (α).
(γ) Η λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας υποχρέωσης για τον προσδιορισμό κέρδους ή ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο (α) είναι η λογιστική αξία κατά την απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου ή την ανάληψη της υποχρέωσης ή κατά την πρώτη ημέρα του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, όποια ημερομηνία εκ των δύο είναι μεταγενέστερη.
(δ) Η επιλογή πραγματοποιείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46 και εφαρμόζεται σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία στην οποία έγινε η επιλογή, εκτός εάν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα επιλέξει να περιορίσει την επιλογή στα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία των συνιστωσών οντοτήτων ή σε επενδυτικές οντότητες.
(ε) Κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο ανακαλείται η επιλογή, για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας των συνιστωσών οντοτήτων περιλαμβάνεται, εάν η εύλογη αξία υπερβαίνει τη λογιστική αξία, ή αφαιρείται, εάν η λογιστική αξία υπερβαίνει την εύλογη αξία, ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ της εύλογης αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης και της λογιστικής αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης την πρώτη ημέρα του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με την επιλογή.
(7)(α) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης σε μια δικαιοδοσία, το οποίο ή η οποία προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην εν λόγω δικαιοδοσία από την εν λόγω συνιστώσα οντότητα σε τρίτους, που δεν είναι μέλη του ομίλου, για ένα οικονομικό έτος δύναται να αναπροσαρμοστεί όπως ορίζεται στην παρούσα παράγραφο:
(β) Το καθαρό κέρδος που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α), κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, συμψηφίζεται με τυχόν καθαρή ζημία συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης στην εν λόγω δικαιοδοσία που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α), κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή και κατά τα τέσσερα οικονομικά έτη που προηγούνται του εν λόγω οικονομικού έτους («πενταετής περίοδος»). Το καθαρό κέρδος συμψηφίζεται πρώτα με την καθαρή ζημία, εάν υπάρχει, του οικονομικού έτους της πενταετούς περιόδου στη διάρκεια του οποίου προέκυψε πρώτη φορά. Κάθε εναπομείναν ποσό καθαρού κέρδους μεταφέρεται και συμψηφίζεται με τυχόν καθαρές ζημίες που έχουν προκύψει κατά τα επόμενα οικονομικά έτη της πενταετούς περιόδου.
(γ) Κάθε εναπομείναν ποσό καθαρού κέρδους που παραμένει μετά την εφαρμογή της παραγράφου (β), επιμερίζεται ισότιμα στη διάρκεια της πενταετούς περιόδου για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κάθε συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης στην εν λόγω δικαιοδοσία, η οποία έχει πραγματοποιήσει καθαρό κέρδος από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α), κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή. Το εναπομείναν ποσό καθαρού κέρδους που κατανέμεται σε μια συνιστώσα οντότητα είναι ένα ποσό ανάλογο προς το καθαρό κέρδος της εν λόγω συνιστώσας οντότητας διαιρούμενο με το καθαρό κέρδος όλων των συνιστωσών οντοτήτων.
(δ) Εάν καμία συνιστώσα οντότητα σε μια δικαιοδοσία δεν έχει πραγματοποιήσει καθαρό κέρδος από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α), κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, το εναπομείναν ποσό του καθαρού κέρδους, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (γ), ισοκατανέμεται σε κάθε συνιστώσα οντότητα της εν λόγω δικαιοδοσίας και επιμερίζεται ισότιμα στη διάρκεια της πενταετούς περιόδου για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας καθεμίας από τις εν λόγω συνιστώσες οντότητες.
(ε) Κάθε προσαρμογή δυνάμει της παρούσας παραγράφου για τα οικονομικά έτη που προηγούνται του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή υπόκειται σε προσαρμογές σύμφωνα με το το εδάφιο (1) του άρθρου 30 και η επιλογή πραγματοποιείται ετησίως σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 46.
(8) Τυχόν έξοδα που σχετίζονται με χρηματοδοτική ρύθμιση με την οποία μία ή περισσότερες συνιστώσες οντότητες παρέχουν πίστωση ή επενδύουν με άλλο τρόπο σε μία ή περισσότερες άλλες συνιστώσες οντότητες του ίδιου ομίλου («ενδοομιλική χρηματοδοτική ρύθμιση») δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας, εάν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία χαμηλής φορολογίας ή σε δικαιοδοσία που θα είχε χαμηλή φορολογία εάν το έξοδο δεν είχε πραγματοποιηθεί από τη συνιστώσα οντότητα·
(β) δύναται εύλογα να αναμένεται ότι, κατά την αναμενόμενη διάρκεια της ενδοομιλικής χρηματοδοτικής ρύθμισης, η ενδοομιλική χρηματοδοτική ρύθμιση θα αυξήσει το ποσό των εξόδων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας, χωρίς αυτό να οδηγήσει σε ανάλογη αύξηση του φορολογητέου εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας που παρέχει την πίστωση («η αντισυμβαλλόμενη οντότητα»)·
(γ) η αντισυμβαλλόμενη οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία η οποία δεν είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία ή σε δικαιοδοσία η οποία δεν θα ήταν δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία εάν το σχετικό με το έξοδο εισόδημα δεν είχε αποκτηθεί από την αντισυμβαλλόμενη οντότητα.
(9)(α) Μια τελική μητρική οντότητα δύναται να επιλέξει να εφαρμόσει την οικεία ενοποιημένη λογιστική μεταχείριση για να εξαλείψει τα έσοδα, τα έξοδα, τα κέρδη και τις ζημίες από τις συναλλαγές μεταξύ συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην ίδια δικαιοδοσία και περιλαμβάνονται σε όμιλο φορολογικής ενοποίησης για τον σκοπό του υπολογισμού του καθαρού αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας των εν λόγω συνιστωσών οντοτήτων.
(β) Η επιλογή πραγματοποιείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46, και κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται ή ανακαλείται η επιλογή, γίνονται οι κατάλληλες αναπροσαρμογές, ώστε τα στοιχεία του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας να μη λαμβάνονται υπόψη πάνω από μία φορά, ούτε να παραλείπονται ως αποτέλεσμα της εν λόγω επιλογής ή ανάκλησης.
(10) Οι ασφαλιστικές εταιρείες εξαιρούν από τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κάθε ποσό που χρεώνεται στους αντισυμβαλλόμενους για φόρους που καταβάλλει η ασφαλιστική εταιρεία σε σχέση με επιστροφές στους αντισυμβαλλόμενους, ενώ περιλαμβάνουν στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας τυχόν επιστροφές στους αντισυμβαλλόμενους που δεν αντικατοπτρίζονται στο οικείο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία, στον βαθμό που η αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της υποχρέωσης έναντι των αντισυμβαλλόμενων αντικατοπτρίζεται στο οικείο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία.
(11)(α) Κάθε ποσό που αναγνωρίζεται ως μείωση των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας και είναι το αποτέλεσμα διανομών που πραγματοποιούνται ή οφείλονται σε σχέση με ένα μέσο που έχει εκδοθεί από την εν λόγω συνιστώσα οντότητα σύμφωνα με κανονιστικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας («πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1») αντιμετωπίζεται ως έξοδο κατά τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
(β) Κάθε ποσό που αναγνωρίζεται ως αύξηση των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας και είναι το αποτέλεσμα διανομών που εισπράχθηκαν ή πρόκειται να εισπραχθούν σε σχέση με πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1 που κατέχεται από τη συνιστώσα οντότητα περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
(12) Κατόπιν επιλογής της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, τα συναλλαγματικά κέρδη ή ζημίες που περιλαμβάνονται στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας θα αντιμετωπίζονται ως εξαιρούμενα κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων στο βαθμό που-
(α) τέτοια συναλλαγματικά κέρδη ή ζημίες αποδίδονται σε μέσα αντιστάθμισης (hedging instruments) που αντισταθμίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο σε ιδιοκτησιακές συμμετοχές εκτός από τις συμμετοχές χαρτοφυλακίου·
(β) τέτοια συναλλαγματικά κέρδη ή ζημίες αναγνωρίζονται ως λοιπά συνολικά έσοδα στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις· και
(γ) το μέσο αντιστάθμισης (hedging instruments) θεωρείται ως μια αποτελεσματική αντιστάθμιση (effective hedge) σύμφωνα με το αποδεκτό ή εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
(13)(α) Κατόπιν επιλογής της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, αποδέσμευση χρέους που περιλαμβάνεται στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας θα αντιμετωπίζεται ως εξαιρούμενο κέρδος ή ζημία ιδίων κεφαλαίων στο βαθμό που-
(i) αναλαμβάνεται στο πλαίσιο νομοθετικά προβλεπόμενης διαδικασίας αφερεγγυότητας ή πτώχευσης, που εποπτεύεται από δικαστήριο ή άλλο δικαστικό όργανο της σχετικής δικαιοδοσίας ή στην περίπτωση όπου διορίζεται ανεξάρτητος διαχειριστής πτώχευσης. Όπου συμβαίνει αυτό, τόσο τα χρέη τρίτων όσο και τα συνδεδεμένα μέρη που αποδεσμεύονται ως μέρος της ίδιας συμφωνίας θα εξαιρούνται από τον υπολογισμό αποδεκτού εισοδήματος η ζημίας·
(ii) προκύπτει βάσει διευθέτησης σύμφωνα με την οποία ένας ή περισσότεροι πιστωτές είναι πρόσωπα που δεν συνδέονται με τον οφειλέτη (δηλαδή χρέος τρίτου) και είναι λογικό να συναχθεί ότι ο οφειλέτης θα ήταν αφερέγγυος εντός δώδεκα (12) μηνών εάν οι εν λόγω οφειλές δεν αποδεσμεύονταν βάσει της προαναφερθείσας διευθέτηση. Όπου συμβαίνει αυτό, τόσο τα χρέη τρίτων όσο και συνδεδεμένων μερών που αποδεσμεύονται ως μέρος της ίδιας διευθέτησης θα εξαιρούνται από τον υπολογισμό αποδεκτού εισοδήματος η ζημίας· ή
(iii) συμβαίνει όταν οι υποχρεώσεις του οφειλέτη υπερβαίνουν την εύλογη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων του όπως αυτή προσδιορίστηκε αμέσως πριν από την αποδέσμευση του χρέους. Ένα ποσό θα εξαιρεθεί μόνο σε σχέση με χρέη σε πιστωτή που είναι πρόσωπο που δεν συνδέεται με τον οφειλέτη και μόνο στο μικρότερο από:
-το πλεόνασμα των υποχρεώσεων του οφειλέτη σε σχέση με την εύλογη αγοραία αξία των περιουσιακών του στοιχείων όπως αυτή προσδιορίστηκε αμέσως πριν την αποδέσμευση· ή
-τη μείωση των χαρακτηριστικών του οφειλέτη (debtor’s attributes) σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία η οποία προκύπτει από την απαλλαγή του χρέους. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις όπου δεν εφαρμόζονται οι παραγράφοι (α) ή (β) του παρόντος εδαφίου.
(β) Η πιο πάνω επιλογή θα πρέπει να γίνεται ξεχωριστά για κάθε αποδέσμευση χρέους η οποία περιλαμβάνεται στο οικονομικό λογιστικό κέρδος ή ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας για το σχετικό οικονομικό έτος.
18.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα» σημαίνει το καθαρό εισόδημα που αποκτά μια συνιστώσα οντότητα από τις ακόλουθες δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι η μεταφορά δεν πραγματοποιείται μέσω εσωτερικών πλωτών οδών εντός της ίδιας δικαιοδοσίας-
(i) μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοίο στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών, ανεξαρτήτως εάν το πλοίο ανήκει, μισθώνεται ή κατ’ άλλο τρόπο βρίσκεται στη διάθεση της συνιστώσας οντότητας·
(ii) μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοίο στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών βάσει συμφωνιών ναύλωσης χώρου·
(iii) χρηματοδοτική μίσθωση πλοίου που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών βάσει ναύλωσης, πλήρως εξοπλισμένου, στελεχωμένου και εφοδιασμένου·
(iv) χρηματοδοτική μίσθωση πλοίου που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών βάσει ναύλωσης γυμνού πλοίου, σε άλλη συνιστώσα οντότητα·
(v) συμμετοχή σε σύμπραξη, κοινή επιχείρηση ή διεθνή εταιρεία εκμετάλλευσης για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοίο στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών· και
(vi) πώληση πλοίου που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών, υπό την προϋπόθεση ότι η συνιστώσα οντότητα κατείχε το πλοίο για χρήση για τουλάχιστον ένα έτος·
(β) «εγκεκριμένο παρεπόμενο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα» σημαίνει το καθαρό εισόδημα που αποκομίζει μια συνιστώσα οντότητα από τις ακόλουθες δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται κυρίως σε σχέση με τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοία στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών-
(i) μίσθωση πλοίου, βάσει ναύλωσης γυμνού πλοίου, σε άλλη ναυτιλιακή επιχείρηση που δεν αποτελεί συνιστώσα οντότητα, υπό τον όρο ότι η διάρκεια της ναύλωσης δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη·
(ii) πώληση εισιτηρίων που εκδίδονται από άλλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις για το εγχώριο τμήμα διεθνούς πλου·
(iii) χρηματοδοτική μίσθωση και βραχυπρόθεσμη αποθήκευση εμπορευματο-κιβωτίων ή επιβαρύνσεις κράτησης λόγω καθυστερημένης επιστροφής εμπορευματοκιβωτίων·
(iv) παροχή υπηρεσιών σε άλλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις από μηχανικούς, προσωπικό συντήρησης, χειριστές φορτίων, προσωπικό τροφοδοσίας και προσωπικό εξυπηρέτησης πελατών· και
(v) εισόδημα από επενδύσεις, όταν η επένδυση που παράγει το εισόδημα πραγματοποιείται ως αναπόσπαστο μέρος της άσκησης της δραστηριότητας εκμετάλλευσης πλοίων στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών.
(2) Το διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα και το εγκεκριμένο παρεπόμενο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα μιας συνιστώσας οντότητας εξαιρούνται από τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας, υπό τον όρο ότι η συνιστώσα οντότητα αποδεικνύει ότι η στρατηγική ή εμπορική διαχείριση όλων των σχετικών πλοίων ασκείται πραγματικά από την δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η συνιστώσα οντότητα.
(3) Όταν ο υπολογισμός του διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος και του εγκεκριμένου παρεπόμενου διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος μιας συνιστώσας οντότητας έχει ως αποτέλεσμα ζημία, η εν λόγω ζημία εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.
(4) Το συνολικό εγκεκριμένο παρεπόμενο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες σε μια δικαιοδοσία δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος των εν λόγω συνιστωσών οντοτήτων.
(5)(α) Τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται μια συνιστώσα οντότητα και τα οποία αποδίδονται άμεσα στις διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητές της που απαριθμούνται στην παράγραφο (α) του εδαφίου 1 και τις εγκεκριμένες παρεπόμενες διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες που απαριθμούνται στην παράγραφο (β) του εδαφίου 1 του παρόντος άρθρου κατανέμονται στις εν λόγω δραστηριότητες με σκοπό τον υπολογισμό του καθαρού διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος και του καθαρού εγκεκριμένου παρεπόμενου διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας.
(β) Τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται μια συνιστώσα οντότητα και τα οποία προκύπτουν έμμεσα από τις οικείες διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες και εγκεκριμένες παρεπόμενες διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες αφαιρούνται από τα έσοδα της συνιστώσας οντότητας από τις εν λόγω δραστηριότητες με σκοπό τον υπολογισμό του διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος και του εγκεκριμένου παρεπόμενου διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας με βάση τα έσοδά της από τις εν λόγω δραστηριότητες κατ’ αναλογία προς τα συνολικά έσοδά της.
(6) Όλα τα άμεσα και έμμεσα έξοδα που αποδίδονται στο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα και στο εγκεκριμένο παρεπόμενο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα μιας συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με το εδάφιο (5) αποκλείονται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της.
19.-(1)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα είναι μόνιμη εγκατάσταση όπως ορίζεται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του άρθρου 2, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της είναι το καθαρό εισόδημα ή ζημία που αποτυπώνεται στους χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης.
(β) Όταν μια μόνιμη εγκατάσταση δεν διαθέτει χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της είναι το ποσό που θα αποτυπωνόταν στους χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της εάν είχαν καταρτιστεί σε αυτόνομη βάση και σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.
(2)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα πληροί τον ορισμό της μόνιμης εγκατάστασης των παραγράφων (α) ή (β) του άρθρου 2, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της αναπροσαρμόζεται, ώστε να αντικατοπτρίζει μόνο τα ποσά και τα στοιχεία των εσόδων και εξόδων που αποδίδονται σε αυτήν σύμφωνα με την εφαρμοστέα φορολογική σύμβαση ή το εσωτερικό δίκαιο της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη, ανεξαρτήτως του ποσού του εισοδήματος που υπόκειται σε φόρο και το ποσό των εκπιπτόντων εξόδων στην εν λόγω δικαιοδοσία.
(β) Όταν μια συνιστώσα οντότητα πληροί τον ορισμό της μόνιμης εγκατάστασης της παραγράφου (γ) του άρθρου 2, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της αναπροσαρμόζεται, ώστε να αντικατοπτρίζει μόνο τα ποσά και τα στοιχεία των εσόδων και εξόδων που θα αποδίδονταν σε αυτή σύμφωνα με το άρθρο 7 του υποδείγματος σύμβασης του ΟΟΣΑ για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, όπως τροποποιήθηκε.
(3) Όταν μια συνιστώσα οντότητα πληροί τον ορισμό της μόνιμης εγκατάστασης της παραγράφου (δ) του άρθρου 2, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της υπολογίζεται με βάση τα ποσά και τα στοιχεία εσόδων που απαλλάσσονται στη δικαιοδοσία όπου είναι εγκατεστημένη η κύρια οντότητα και τα οποία αποδίδονται στις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται εκτός της εν λόγω δικαιοδοσίας και τα ποσά και τα στοιχεία εξόδων που δεν εκπίπτουν για φορολογικούς σκοπούς στη δικαιοδοσία όπου είναι εγκατεστημένη η κύρια οντότητα και τα οποία αποδίδονται σε τέτοιου είδους δραστηριότητες.
(4) Το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας μόνιμης εγκατάστασης δεν λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της κύριας οντότητας, με εξαίρεση τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (5).
(5)(α) Η αποδεκτή ζημία μιας μόνιμης εγκατάστασης αντιμετωπίζεται ως έξοδο της κύριας οντότητας για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας στον βαθμό που η ζημία της μόνιμης εγκατάστασης αντιμετωπίζεται ως έξοδο κατά τον υπολογισμό του εγχώριου φορολογητέου εισοδήματος της εν λόγω κύριας οντότητας και δεν συμψηφίζεται με στοιχείο του εγχώριου φορολογητέου εισοδήματος που φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία τόσο της δικαιοδοσίας της κύριας οντότητας όσο και της δικαιοδοσίας της μόνιμης εγκατάστασης.
(β) Το αποδεκτό εισόδημα που αποκτά στη συνέχεια η μόνιμη εγκατάσταση αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της κύριας οντότητας έως το ποσό της αποδεκτής ζημίας που είχε προηγουμένως αντιμετωπιστεί ως έξοδο της κύριας οντότητας σύμφωνα με την παράγραφο (α).
20.-(1) Το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας που αποτελεί οντότητα μετακύλισης φόρου μειώνεται κατά το ποσό το οποίο κατανέμεται στους ιδιοκτήτες της που δεν αποτελούν οντότητες του ομίλου και οι οποίοι κατέχουν την ιδιοκτησιακή συμμετοχή τους στην εν λόγω οντότητα μετακύλισης φόρου άμεσα ή μέσω μιας αλυσίδας φορολογικά διαφανών οντοτήτων, εκτός εάν-
(α) η οντότητα μετακύλισης φόρου είναι τελική μητρική οντότητα· ή
(β) η οντότητα μετακύλισης φόρου κατέχεται, άμεσα ή μέσω μιας αλυσίδας φορολογικά διαφανών οντοτήτων, από την τελική μητρική οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (α).
(2) Το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας που είναι οντότητα μετακύλισης φόρου μειώνεται κατά το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία που κατανέμεται σε άλλη συνιστώσα οντότητα.
(3) Όταν μια οντότητα μετακύλισης φόρου ασκεί συνολικά ή εν μέρει δραστηριότητες μέσω μόνιμης εγκατάστασης, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της που διατηρείται μετά την εφαρμογή του εδαφίου (1) κατανέμεται στην εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 19.
(4) Όταν μια φορολογικά διαφανής οντότητα δεν είναι η τελική μητρική οντότητα, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της οντότητας μετακύλισης φόρου που διατηρείται μετά την εφαρμογή των εδαφίων (1) και (3) κατανέμεται στις οικείες συνιστώσες οντότητες-ιδιοκτήτριες σύμφωνα με τις ιδιοκτησιακές τους συμμετοχές, οι οποίες δίνουν δικαίωμα στα κέρδη της οντότητας μετακύλισης φόρου.
(5) Όταν μια οντότητα μετακύλισης φόρου είναι μια φορολογικά διαφανής οντότητα που είναι η τελική μητρική οντότητα ή μια αντίστροφη υβριδική οντότητα, κάθε καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της οντότητας μετακύλισης φόρου που διατηρείται μετά την εφαρμογή των εδαφίων (1) και (3) κατανέμεται στην τελική μητρική οντότητα ή στην αντίστροφη υβριδική οντότητα.
(6) Τα εδάφια (3), (4) και (5) ισχύουν χωριστά για κάθε ιδιοκτησιακή συμμετοχή στην οντότητα μετακύλισης φόρου.
21.-(1) Οι καλυπτόμενοι φόροι μιας συνιστώσας οντότητας περιλαμβάνουν-
(α) φόρους που καταγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας σε σχέση με το εισόδημα ή τα κέρδη της ή το μερίδιό της επί του εισοδήματος ή των κερδών μιας συνιστώσας οντότητας στην οποία κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή·
(β) φόρους επί των διανεμόμενων κερδών, των τεκμαιρόμενων διανομών κερδών και των μη επιχειρηματικών δαπανών που επιβάλλονται στο πλαίσιο επιλέξιμου συστήματος φόρου διανομής·
(γ) φόρους που επιβάλλονται αντί γενικού φόρου εισοδήματος εταιρειών·
(δ) φόρους που επιβάλλονται σε σχέση με κέρδη εις νέον και εταιρικά ίδια κεφάλαια, περιλαμβανομένων των φόρων επί πολλαπλών συνιστωσών με βάση το εισόδημα και τα ίδια κεφάλαια ·και
(ε) τον εγχώριο Κυπριακό συμπληρωματικό φόρο για τον σκοπό ενός ενδεδειγμένου κανόνα IIR και ενός κανόνα UTPR.
(2) Οι καλυπτόμενοι φόροι μιας συνιστώσας οντότητας δεν περιλαμβάνουν-
(α) τον συμπληρωματικό φόρο που οφείλεται από μητρική οντότητα βάσει ενδεδειγμένου κανόνα IIR·
(β) τον συμπληρωματικό φόρο που οφείλεται από συνιστώσα οντότητα βάσει ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου·
(γ) φόρους που αποδίδονται σε αναπροσαρμογή που πραγματοποιείται από συνιστώσα οντότητα, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής ενδεδειγμένου κανόνα σχετικά με τις πληρωμές που υπόκεινται σε μειωμένη φορολόγηση·
(δ) μη ενδεδειγμένο επιστρεπτέο φόρο καταλογισμού·
(ε) φόρους που καταβάλλονται από ασφαλιστική εταιρεία για επιστροφές στους αντισυμβαλλομένους· και
(στ) στον εγχώριο Κυπριακό συμπληρωματικό φόρο για τους σκοπούς του εγχώριου Κυπριακού συμπληρωματικού φόρου μόνο.
(3) Οι καλυπτόμενοι φόροι για κάθε καθαρό κέρδος ή ζημία που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7) του άρθρου 17, κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο, εξαιρούνται από τον υπολογισμό των καλυπτόμενων φόρων.
22.-(1) Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος προσδιορίζονται με την αναπροσαρμογή του αθροίσματος των δεδουλευμένων τρέχοντων εξόδων φόρου στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία σε σχέση με τους καλυπτόμενους φόρους για το οικονομικό έτος, με βάση-
(α) το καθαρό ποσό των οικείων προσθηκών και μειώσεων των καλυπτόμενων φόρων για το οικονομικό έτος, όπως ορίζεται στις εδάφια (2) και (3)·
(β) το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου, όπως ορίζεται στο άρθρο 23·
(γ) κάθε αύξηση ή μείωση των καλυπτόμενων φόρων που καταγράφονται ως δεδουλευμένοι στα ίδια κεφάλαια ή στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με ποσά που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας που υπόκειται σε φόρο σύμφωνα με τους τοπικούς φορολογικούς κανόνες· και
(δ) το καθαρό ποσό των οικείων προσθηκών και μειώσεων των καλυπτόμενων φόρων για το οικονομικό έτος σε σχέση με επιλογή συμπερίληψης κερδών ή ζημιών ιδίων κεφαλαίων, όπως αυτή περιγράφεται στο εδάφιο (6).
(2) Οι προσθήκες στους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος περιλαμβάνουν-
(α) οποιοδήποτε ποσό των καλυπτόμενων φόρων που καταχωρίζονται ως δεδουλευμένα έξοδα στα κέρδη προ φόρων στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς·
(β) οποιοδήποτε ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης αποδεκτής ζημίας που έχει χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 24·
(γ) οποιοδήποτε ποσό των καλυπτόμενων φόρων αναφορικά με αβέβαιη φορολογική κατάσταση που είχε εξαιρεθεί παλαιότερα βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3) και καταβάλλεται κατά το οικονομικό έτος· και
(δ) οποιοδήποτε ποσό της πίστωσης ή της επιστροφής σε σχέση με ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου που προέκυψε ως μείωση του τρέχοντος εξόδου φόρου.
(3) Οι μειώσεις στους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος περιλαμβάνουν-
(α) το ποσό του τρέχοντος εξόδου φόρου όσον αφορά το εισόδημα που εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ·
(β) οποιοδήποτε ποσό της πίστωσης ή της επιστροφής σε σχέση με μη ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου που δεν καταγράφηκε ως μείωση του τρέχοντος εξόδου φόρου·
(γ) οποιοδήποτε ποσό των καλυπτόμενων φόρων που επιστράφηκαν ή πιστώθηκαν σε μια συνιστώσα οντότητα, το οποίο δεν αντιμετωπίστηκε ως αναπροσαρμογή στο τρέχον έξοδο φόρου στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, εκτός εάν σχετίζεται με εγκεκριμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου·
(δ) το ποσό του τρέχοντος εξόδου φόρου, το οποίο σχετίζεται με αβέβαιη φορολογική κατάσταση· και
(ε) οποιοδήποτε ποσό του τρέχοντος εξόδου φόρου που δεν αναμένεται να καταβληθεί εντός τριών (3) ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους.
(4) Για τον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων, όταν ένα ποσό του καλυπτόμενου φόρου περιγράφεται σε περισσότερα από ένα σημεία των εδαφίων (1), (2) και (3), λαμβάνεται υπόψη μόνο μία φορά.
(5)(α) Όταν, για ένα οικονομικό έτος, δεν υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα όπως ορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27 σε μια δικαιοδοσία και το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για την εν λόγω δικαιοδοσία είναι αρνητικό και μικρότερο από ένα ποσό ίσο με την καθαρή αποδεκτή ζημία, όπως ορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27, πολλαπλασιαζόμενη με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή («αναμενόμενοι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι»), το ποσό που ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων και του ποσού των αναμενόμενων αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων αντιμετωπίζεται ως πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος για το εν λόγω οικονομικό έτος και το ποσό του πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου κατανέμεται σε κάθε συνιστώσα οντότητα στην δικαιοδοσία σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 30.
(β)(i) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου ο όρος «υπερβαίνοντες αρνητικοί ΚΦ» σημαίνει-
(iα) ποσό το οποίο ισούται με το ποσό το οποίο υπολογίζεται δυνάμει του εδαφίου 5(α) σε σχέση με μία δικαιοδοσία για οικονομικά έτη κατά τα οποία ένας όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας δεν έχει αποδεκτό εισόδημα ή ζημία σε σχέση με την εν λόγω δικαιοδοσία· ή
(iβ) ποσό το οποίο ισούται με τους αρνητικούς αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους σε σχέση με μια δικαιοδοσία όπου ένας όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας έχει αποδεκτό εισόδημα σε σχέση με την περιοχή.
(ii) Κατόπιν επιλογής της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας ή όπου το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου για μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους V υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, ο εν λόγω όμιλος ΠΕ ή ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας δύναται να εξαιρέσει το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για την εν λόγω δικαιοδοσία το οποίο είναι αρνητικό από τους καλυπτόμενους φόρους της εν λόγω δικαιοδοσίας σε σχέση με το υπό αναφορά οικονομικό έτος και να δημιουργήσει έξοδο υπερβαίνοντων αρνητικών ΚΦ προς μεταφορά.
(iii) Σε κάθε οικονομικό έτος, μετά από ένα οικονομικό έτος για το οποίο εφαρμόζεται το πιο πάνω εδάφιο για τον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για μια δικαιοδοσία, όπου ο όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας έχει επιλέξιμο εισόδημα και αναπροσαρμοσμένους καλυμμένους φόρους για αυτήν την δικαιοδοσία, ο όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας-
(iα) μειώνει τους αναπροσαρμοσμένους καλυμμένους φόρους για την εν λόγω δικαιοδοσία με το υπόλοιπο του εξόδου υπερβαίνοντων αρνητικών ΚΦ και το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυμμένων φόρων μετά από αυτή τη μείωση δεν θα είναι μικρότερο από το μηδέν και
(iβ) μειώνει το υπόλοιπο του εξόδου υπερβαινόντων αρνητικών ΚΦ προς μεταφορά κατά το ίδιο ποσό με το ποσό που αναφέρεται στην υπουποπαράγραφο (iα).
(6)(α) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
«αναλογία αναμενόμενου φορολογικού όφελους» σημαίνει την αναλογία-
(i) του ποσού πίστωσης φόρου· και
(ii) του ποσού των φορολογικά εκπιπτόμενων ζημιών το οποίο πολλαπλασιάζεται με το φορολογικό συντελεστή ο οποίος εφαρμόζεται στον ιδιοκτήτη μιας Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής το οποίο μετακυλίστηκε ή λήφθηκε, σε σχέση με την Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή στο οικονομικό έτος σχετικά με το σύνολο των υποπαραγράφων (i) και (ii) τα οποία αναμένεται να μετακυλιστούν ή να ληφθούν σε σχέση με την Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή καθ’ όλη τη διάρκεια της επένδυσης.
«λογιστική μέθοδος αναλογικής απόσβεσης (proportional amortisation method of accounting)» σημαίνει την λογιστική μέθοδο όπου ένας επενδυτής προσαρμόζει το φορολογικό του έξοδο με το καθαρό όφελος το οποίο μετακυλίεται μέσω μίας Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής κάθε έτος όπου-
(α) το καθαρό όφελος καθορίζεται με βάση τη διαφορά του φορολογικού οφέλους το οποίο μετακυλίεται από την Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή κατά τη διάρκεια του έτους επί του αναλογικού ποσού της επένδυσης· και
(β) το αναλογικό ποσό της επένδυσης καθορίζεται με βάση την ολική επένδυση πολλαπλασιασμένη με την αναλογία του φορολογικού οφέλους το οποίο μετακυλίεται από την Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή κατά τη διάρκεια του έτους με το ολικό φορολογικό όφελος το οποίο αναμένεται ότι θα μετακυληθεί από Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή κατα τη διάρκεια της επένδυσης.
«ενδεδειγμένο φορολογικό όφελος μετακύλισης» σημαίνει οποιοδήποτε ποσό-
(α) πίστωσης φόρου το οποίο δεν αποτελεί ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου·
(β) φορολογικά εκπιπτόμενων ζημιών το οποίο πολλαπλασιάζεται με το φορολογικό συντελεστή ο οποίος εφαρμόζεται στον ιδιοκτήτη μιας Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής, το οποίο μετακυλίεται μέσω μίας Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής σε φορολογικά διαφανή οντότητα στο βαθμό που μειώνει την επένδυση του ιδιοκτήτη στην Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ορισμού·
«Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή» αποτελεί Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή σε μια φορολογικά διαφανή οντότητα η οποία -
(α) τυγχάνει μεταχείρισης σαν συμμετοχή σε κεφάλαιο για σκοπούς του εγχώριου φορολογικού δικαίου· ή
(β) θα θεωρείτο συμμετοχή σε κεφάλαιο σύμφωνα με εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που εφαρμόζεται σε δικαιοδοσία όπου δραστηριοποιείται η φορολογικά διαφανής οντότητα όπου τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές της διαφανούς φορολογικής οντότητας δεν ενοποιούνται γραμμή προς γραμμή στις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του ομίλου ΠE και-
(i) η συνολική απόδοση σε σχέση με την εν λόγω Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, εξαιρουμένων πιστώσεων φόρου που δεν αποτελούν ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου, αναμένεται, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο έγινε η επένδυση, να είναι λιγότερη σε σχέση με το συνολικό ποσό το οποίο επενδύθηκε από τον ιδιοκτήτη της Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής σε τέτοιο βαθμό που αναμένεται ότι ένα μέρος της επένδυσης θα επιστραφεί με την μορφή πίστωσης φόρου η οποία πίστωση δεν αποτελεί ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου· και
(ii) ο επενδυτής έχει ένα καλόπιστο οικονομικό συμφέρον (bona fide economic interest) στην οντότητα μετακύλισης φόρου και δεν τυγχάνει προστασίας για απώλεια της επένδυσής του, αλλά δεν περιλαμβάνει επένδυση σε μία φορολογικά διαφανή οντότητα όπου μία δικαιοδοσία επιτρέπει την μεταφορά μέσω τέτοιας επένδυσης του οφέλους το οποίο προκύπτει από μία πίστωση φόρου μόνο στην περίπτωση όπου η οντότητα από την οποία προέρχεται η εν λόγω πίστωση φόρου ή ο επενδυτής, υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR ή ενδεδειγμένο κανόνα UTPR.
(β) Κατόπιν επιλογής της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, ένας ιδιοκτήτης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής η οποία δεν είναι Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή-
(i) περιλαμβάνει στα έσοδα ή τις ζημιές του υπολογισμό αποδεκτού εισοδήματος ή ζημιάς το λογιστικό κέρδος ή ζημιά, προσαρμοσμένα όπως απαιτείται από τις διατάξεις του άρθρου 17(2), εκτός του άρθρου 17(2)(iii) σε σχέση με οποιαδήποτε-
(iα) κέρδη και ζημιές εύλογης αγοραίας αξίας και απομειώσεις στην Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή όπου ο ιδιοκτήτης φορολογείται με βάση την αξία της αγοράς (mark-to-market basis) ή με την απομείωση της εν λόγω συμμετοχής και οι φορολογικές συνέπειες των κινήσεων της αξίας της αγοράς (mark-to-market movements) ή οι απομειώσεις στην Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή αντανακλώνται στο έξοδο φόρου εισοδήματος·
(iβ) κέρδη και ζημιές εύλογης αγοραίας αξίας και απομειώσεις στην Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή όπου ο ιδιοκτήτης φορολογείται με βάση τη ρευστοποίηση της εν λόγω Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής και το φορολογικό έξοδο περιλαμβάνει έξοδο αναβαλλόμενου φόρου των κινήσεων της αξίας της αγοράς (mark-to-market movement) ή των απομειώσεων στην Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή·
(iγ) κέρδη και ζημίες που αποδίδονται στην εν λόγω Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή όταν το συμφέρον είναι σε φορολογικά διαφανή οντότητα και ο ιδιοκτήτης αναγνωρίζει την εν λόγω συμμετοχή χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της καθαρής θέσης· και
(iδ) διάθεση Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής η οποία καταλήγει σε κέρδη ή ζημίες οι οποίες περιλαμβάνονται στο εγχώριο φορολογητέο εισόδημα του ιδιοκτήτη, εξαιρούμενου οποιουδήποτε κέρδους και αναλογικού μεριδίου το οποίο συμψηφίζεται μερικώς με οποιαδήποτε έκπτωση ή άλλη παρόμοια ελάφρυνση σχετιζόμενη με το συγκεκριμένο είδος κέρδους όπως εξαίρεση φορολόγησης η οποία είναι άμεσα σχετιζόμενη με την διάθεση της Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής· και
(ii) ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στα άρθρα 22(3)(α) και 23(5)(α), περιλαμβάνει όλα τα τρέχοντα και αναβαλλόμενα φορολογικά έξοδα ή οφέλη που σχετίζονται με αυτά τα στοιχεία στον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων που υπόκεινται στις σχετικές διατάξεις του Νόμου.
(γ) Η επιλογή της παραγράφου (β) δεν δύναται να ανακληθεί σε σχέση με μια Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, εκτός από Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, όπως αυτή περιγράφεται στο παρόν άρθρο, εάν μια ζημία έχει ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος η ζημιάς της συνιστώσας οντότητας εντός της πενταετούς περιόδου, η οποία αρχίζει την πρώτη μέρα του οικονομικού έτους σε σχέση με το οποίο έγινε η σχετική επιλογή.
(δ) Οι παράγραφοι (ε) μέχρι (θ) εφαρμόζονται σε ενδεδειγμένο φορολογικό όφελος μετακύλισης το οποίο μετακυλίεται μέσω Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής σε μία συνιστώσα οντότητα για την οποία εφαρμόζεται η επιλογή του παραγράφου (β).
(ε) Σε περίπτωση κατά τη οποία εφαρμόζεται η παρούσα παράγραφος, τα ενδεδειγμένα φορολογικά οφέλη μετακύλισης θα προστίθενται στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας η οποία κατέχει άμεσα μια Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή ή κατέχει έμμεση συμμετοχή σε μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή η οποία κατέχεται μέσω φορολογικά διαφανών οντοτήτων οι οποίες δεν είναι συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου ΠΕ, και μόνο στο βαθμό που το ενδεδειγμένο φορολογικό όφελος μετακύλισης θεωρείται ότι μειώνει το δεδουλευμένο φορολογικό έξοδο του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας.
(στ) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (η), η επένδυση μιας συνιστώσας οντότητας σε μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή θεωρείται ότι μειώνεται από εισπράξεις οι οποίες σχετίζονται με την εν λόγω Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή αναφορικά με-
(i) το ποσό πίστωσης φόρου η οποία μετακυλίθηκε στην συνιστώσα οντότητα·
(ii) το ποσό οποιωνδήποτε φορολογικά εκπιπτόμενων ζημιών οι οποίες μετακυλίθηκαν στην συνιστώσα οντότητα πολλαπλα-σιάζόμενες με το φορολογικό συντελεστή ο οποίος εφαρμόζεται στην συνιστώσα οντότητα·
(iii) το ποσό διανομών στην συνιστώσα οντότητα συμπερι-λαμβανομένων και ποσών τα οποία απορρέουν από μείωση κεφαλαίου·
(iv) το ποσό προσόδων από την πώληση όλου ή μέρους της εν λόγω Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής, αλλά κανένα ποσό δεν θα θεωρείται ότι μειώνει την επένδυση κατά το βαθμό που μειώνει την επένδυση κάτω από το μηδέν.
(ζ)(i) Με την επιφύλαξη της υποπαραγράφου (ii) του παρόντος εδαφίου οποιοδήποτε ποσό το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο στ (i), (ii), (iii) και (iv) του παρόντος άρθρου το οποίο μετακυλίεται ή λαμβάνεται σε σχέση με Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, μετά που η επένδυση της συνιστώσας οντότητας στην εν λόγω συμμετοχή μειώνεται στο μηδέν σύμφωνα με την προαναφερθείσα παράγραφο θα αφαιρείται από τον υπολογισμό των καλυπτόμενων φόρων της εν λόγω συνιστώσας οντότητας·
(ii) ποσά τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους (στ)(iii) και (iv) ή ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου, θα αφαιρούνται από τον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων της συνιστώσας οντότητας στο βαθμό που το ποσό οποιουδήποτε ενδεδειγμένου φορολογικού οφέλους μετακύλισης το οποίο μετακυλίθηκε δια μέσου της Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής και προστέθηκε στον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων της συνιστώσας οντότητας.
(η)(i) Όταν μια συνιστώσα οντότητα χρησιμοποιεί την λογιστική μέθοδο αναλογικής απόσβεσης (proportional amortisation method of accounting) για την επένδυσή της σε μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, τότε θα εφαρμόζει την εν λόγω λογιστική μέθοδο κατά τέτοιο τρόπο όπου όποια από τα ποσά τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο (στ) τα οποία μετακυλίονται ή λαμβάνονται σε σχέση με μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή θα θεωρούνται σαν μείωση στην επένδυση στιν Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή σε αναλογία με την αναλογία αναμενόμενου φορολογικού όφελους.
(ii) Τα ποσά τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο (στ) τα οποία μετακυλίονται ή λαμβάνονται σε σχέση με μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή τα οποία υπερβαίνουν την μείωση στην επένδυση στην Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή σύμφωνα με τη υποπαράγραφο (i) της παρούσας παραγράφου, δεν θα περιλαμβάνονται σαν θετικό ποσό στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της εν λόγω συνιστώσας οντότητας.
(θ) Κατόπιν ανέκκλητης επιλογής μίας συνιστώσας οντότητας, όπου μία συνιστώσα οντότητα κατέχει μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, αλλά δεν χρησιμοποιεί την λογιστική μέθοδο αναλογικής απόσβεσης (proportional amortisation method of accounting), δύναται να εφαρμόσει τις διατάξεις της παραγράφου (η) ωσάν να εφάρμοζε την λογιστική μέθοδο αναλογικής απόσβεσης (proportional amortisation method of accounting) σε σχέση με την εν λόγω Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή.
23.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί-
(α)«μη επιτρεπόμενη δεδουλευμένη υποχρέωση» σημαίνει-
(i) οποιαδήποτε μεταβολή του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία σχετίζεται με αβέβαιη φορολογική κατάσταση· και
(ii) οποιαδήποτε μεταβολή του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία σχετίζεται με διανομές από μια συνιστώσα οντότητα·
(β) «μη διεκδικούμενη δεδουλευμένη υποχρέωση» σημαίνει οποιαδήποτε επιβαρυντική αύξηση μιας αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που καταγράφεται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος, η οποία δεν αναμένεται να καταβληθεί εντός του διαστήματος που ορίζεται στο εδάφιο (7) και για την οποία η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα επιλέγει ετησίως, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 46, να μην συμπεριλάβει στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου για το εν λόγω οικονομικό έτος.
(2)(i) Όταν ο εγχώριος φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται για σκοπούς υπολογισμού του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου είναι ίσος ή χαμηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου που προστίθεται στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου 1 του άρθρου 22 είναι το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της όσον αφορά τους καλυπτόμενους φόρους, με την επιφύλαξη των αναπροσαρμογών σύμφωνα με τα εδάφια (3) έως (6).
(ii) Όταν ο εγχώριος φορολογικός συντελεστής εφαρμόζεται για το σκοπό του υπολογισμού του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου είναι υψηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου που προστίθεται στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου 1 του άρθρου 22 είναι το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της όσον αφορά τους καλυπτόμενους φόρους που αναδιατυπώνονται με βάση τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, με την επιφύλαξη των αναπροσαρμογών σύμφωνα με τα εδάφια (3) έως (6).
(3)Το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου προσαυξάνεται κατά-
(α) οποιοδήποτε ποσό της μη επιτρεπόμενης δεδουλευμένης ή της μη διεκδικούμενης δεδουλευμένης υποχρέωσης που καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους· και
(β) οποιοδήποτε ποσό της ανακτημένης αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που προσδιορίστηκε σε προηγούμενο οικονομικό έτος, το οποίο έχει καταβληθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.
(4) Όταν, για ένα οικονομικό έτος, μια αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση ζημίας δεν αναγνωρίζεται ως δεδουλευμένη στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς επειδή δεν πληρούνται τα κριτήρια αναγνώρισης, η μείωση του συνολικού ποσού αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου ισούται με τη μείωση που θα επερχόταν στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου εάν είχε καταχωριστεί ως δεδουλευμένη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση ζημίας για το οικονομικό έτος.
(5)(α) Το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου δεν περιλαμβάνει-
(i) το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου όσον αφορά τα στοιχεία που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ·
(ii) το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου σε σχέση με μη επιτρεπόμενες δεδουλευμένες και μη διεκδικούμενες δεδουλευμένες υποχρεώσεις·
(iii) την επίδραση μιας αναπροσαρμογής αποτίμησης ή μιας αναπροσαρμογής λογιστικής αναγνώρισης σε σχέση με αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση·
(iv)το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που προκύπτει από την επανεπιμέτρηση σε σχέση με τη μεταβολή εφαρμοστέου εγχώριου φορολογικού συντελεστή· και
(v)το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου σε σχέση με τη δημιουργία και τη χρήση πιστώσεων φόρου.
(β) Η υποπαράγραφος (v) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 23 δεν θα εφαρμόζεται στο ποσό αναβαλλόμενου εξόδου φόρου μίας «υποκατάστατης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης προκύπτουσας από ζημιά προς μεταφορά», η οποία προκύπτει όταν όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις εφαρμόζονται σωρευτικά-
(i) οι φορολογικοί νόμοι μιας δικαιοδοσίας απαιτούν όπως εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό να αντισταθμίζεται από εγχώριες φορολογικές ζημιές πριν να παραχωρηθεί οποιαδήποτε πίστωση αλλοδαπού φόρου σε σχέση με το εν λόγω εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό·
(ii) η συνιστώσα οντότητα έχει εγχώριες ζημιές οι οποίες αντισταθμίζονται είτε εξ’ ολοκλήρου είτε μερικώς από το εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό· και
(iii) οι φορολογικοί νόμοι της εν λόγω δικαιοδοσίας επιτρέπουν όπως πιστώσεις αλλοδαπού φόρου δύναται να χρησιμοποιηθούν σε μετέπειτα φορολογικά έτη σε σχέση με εισόδημα το οποίο συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος η ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας.
(γ) Όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στην παράγραφο (β), το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου το οποίο αντιστοιχεί στην υποκατάστατη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προκύπτουσα από ζημιά προς μεταφορά θα συμπεριλαμβάνεται στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου της εν λόγω συνιστώσας οντότητας κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο προκύπτει και κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο αντιστρέφεται, αλλά μόνο κατά το βαθμό τον οποίο η πίστωση αλλοδαπού φόρου, η οποία οδήγησε στην υποκατάστατη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προκύπτουσα από ζημιά προς μεταφορά, χρησιμοποιείται για να αντισταθμίσει φορολογική υποχρέωση σε εισόδημα το οποίο περιλαμβάνεται στο αποδεκτό εισόδημα η ζημία της εν λόγω συνιστώσας οντότητας.
(δ) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (ε), για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) το ποσό της υποκατάστατης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης προκύπτουσας από ζημιά προς μεταφορά ισούται με το μικρότερο του-
(i) ποσού της πίστωσης αλλοδαπού φόρου σε σχέση με το εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό το οποίο, σύμφωνα με τους φορολογικούς νόμους της εν λόγω δικαιοδοσίας δύναται να μεταφερθεί από το φορολογικό έτος κατά τη διάρκεια του οποίου η συνιστώσα οντότητα είχε φορολογικές ζημίες, πριν να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε εισόδημα που πηγάζει από το εξωτερικό σε επόμενο οικονομικό έτος· και
(ii) ποσού της φορολογικής ζημίας της συνιστώσας οντότητας, πριν να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε εισόδημα που πηγάζει από το εξωτερικό, πολλαπλασιασμένο με το εφαρμοστέο φορολογικό ποσοστό.
(ε) Τα άρθρα 23(5)(α)(i), 53(2), 53(3) και 53(4) εφαρμόζονται στην υποκατάστατη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προκύπτουσα από ζημιά προς μεταφορά.
(6)(i) Όταν, για ένα οικονομικό έτος, έχει καταγραφεί αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που αποδίδεται σε αποδεκτή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία έχει υπολογιστεί με συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, δύναται να αναδιατυπωθεί με βάση τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή κατά το ίδιο οικονομικό έτος, υπό την προϋπόθεση ότι ο φορολογούμενος δύναται να αποδείξει ότι η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση δύναται να αποδοθεί σε αποδεκτή ζημία.
(ii) Όταν μια αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αυξάνεται σύμφωνα με την παράγραφο (i) το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου μειώνεται ανάλογα.
(7)(i) Μια αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση η οποία δεν αντιστρέφεται και της οποίας το ποσό δεν καταβάλλεται εντός των πέντε (5) επόμενων οικονομικών ετών ανακτάται στον βαθμό που συνυπολογίστηκε στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου μιας συνιστώσας οντότητας.
(ii) Το ποσό της ανακτημένης αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που προσδιορίζεται για το τρέχον οικονομικό έτος αντιμετωπίζεται ως μείωση των καλυπτόμενων φόρων κατά το πέμπτο οικονομικό έτος πριν από το τρέχον οικονομικό έτος και ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος του εν λόγω οικονομικού έτους επανυπολογίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30· η ανακτημένη αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση για το τρέχον οικονομικό έτος είναι το ποσό της αύξησης στην κατηγορία της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που είχε συμπεριληφθεί στο συνολικό ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής αναπροσαρμογής κατά το πέμπτο οικονομικό έτος πριν το τρέχον οικονομικό έτος, που δεν έχει αντιστραφεί έως το πέρας της τελευταίας ημέρας του τρέχοντος οικονομικού έτους.
(8) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (7), όταν μια αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση αποτελεί κατ’ εξαίρεση ανάκτηση φορολογικής υποχρέωσης, δεν ανακτάται ακόμη και αν δεν αντιστραφεί ή καταβληθεί εντός των πέντε (5) επόμενων ετών και η κατ’ εξαίρεση ανάκτηση φορολογικής υποχρέωσης είναι το ποσό του δεδουλευμένου εξόδου φόρου που αποδίδεται σε μεταβολές των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία-
(α) προβλέψεις για την ανάκτηση του κόστους ενσώματων περιουσιακών στοιχείων·
(β) το κόστος άδειας ή παρόμοιας ρύθμισης από κυβέρνηση για τη χρήση ακίνητης περιουσίας ή την εκμετάλλευση φυσικών πόρων που συνεπάγεται σημαντική επένδυση σε ενσώματα περιουσιακά στοιχεία·
(γ) δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης·
(δ) έξοδα παροπλισμού και αποκατάστασης·
(ε) λογιστική εύλογης αξίας για μη πραγματοποιηθέντα καθαρά κέρδη·
(στ) καθαρά συναλλαγματικά κέρδη·
(ζ) ασφαλιστικά αποθεματικά και αναβαλλόμενα έξοδα απόκτησης ασφαλιστήριων συμβολαίων·
(η) κέρδη από την πώληση ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην ίδια δικαιοδοσία με τη συνιστώσα οντότητα, τα οποία επανεπενδύονται σε ενσώματα στοιχεία στην ίδια δικαιοδοσία· και
(θ) πρόσθετα δεδουλευμένα ποσά ως αποτέλεσμα μεταβολών των αρχών λογιστικής σε σχέση με τα στοιχεία που απαριθμούνται στις παραγράφους (α) έως (η).
24.-(1) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 23, υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα δύναται να επιλέξει αποδεκτή ζημία για μια δικαιοδοσία σύμφωνα με την οποία προσδιορίζεται αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει καθαρή αποδεκτή ζημία στην εν λόγω δικαιοδοσία και για τον σκοπό αυτό, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας είναι ίση με την καθαρή αποδεκτή ζημία για ένα οικονομικό έτος για την δικαιοδοσία πολλαπλασιαζόμενη με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· δεν γίνεται επιλογή αποδεκτής ζημίας για δικαιοδοσία με επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής, δυνάμει του άρθρου 41.
(2) Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που προσδιορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) χρησιμοποιείται σε κάθε επόμενο οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα για την δικαιοδοσία ως ποσό ίσο με το καθαρό αποδεκτό εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή ή, εάν είναι χαμηλότερο, ως ποσό ίσο με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που είναι διαθέσιμη.
(3) Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που προσδιορίζεται δυνάμει του εδαφίου (1) μειώνεται κατά το ποσό που χρησιμοποιείται για ένα οικονομικό έτος και το υπόλοιπο μεταφέρεται στα επόμενα οικονομικά έτη.
(4) Σε περίπτωση ανάκλησης της επιλογής αποδεκτής ζημίας, οποιαδήποτε εναπομένουσα αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που προσδιορίζεται δυνάμει του εδαφίου (1) μηδενίζεται από την πρώτη ημέρα του πρώτου οικονομικού έτους κατά το οποίο δεν ισχύει πλέον η επιλογή της αποδεκτής ζημίας.
(5) Η επιλογή αποδεκτής ζημίας υποβάλλεται με την πρώτη δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου που αναφέρεται στο άρθρο 45 του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που περιλαμβάνει τη δικαιοδοσία για την οποία πραγματοποιείται η επιλογή.
(6) Όταν μια οντότητα μετακύλισης φόρου, η οποία είναι η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, επιλέγει αποδεκτή ζημία σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας υπολογίζεται με βάση την αποδεκτή ζημία της οντότητας μετακύλισης φόρου μετά τη μείωση σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 39.
25.-(1) Σε μόνιμη εγκατάσταση κατανέμεται το ποσό τυχόν καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας και σχετίζονται με το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης.
(2) Σε συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια κατανέμεται το ποσό τυχόν καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας φορολογικά διαφανούς οντότητας και που σχετίζονται με το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία που κατανέμεται στην εν λόγω συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 20.
(3) Σε συνιστώσα οντότητα κατανέμεται το ποσό τυχόν καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των οικείων άμεσων ή έμμεσων συνιστωσών οντοτήτων-ιδιοκτητριών υπό φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών, επί του μεριδίου τους επί του εισοδήματος της ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας.
(4) Σε συνιστώσα οντότητα που είναι υβριδική οντότητα κατανέμεται το ποσό τυχόν καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνεται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της οικείας συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας και που σχετίζεται με το αποδεκτό εισόδημα της υβριδικής οντότητας. Ως υβριδική οντότητα λογίζεται η οντότητα που αντιμετωπίζεται ως χωριστό πρόσωπο για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη, αλλά ως φορολογικά διαφανής στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένος ο ιδιοκτήτης της.
(5) Σε συνιστώσα οντότητα που πραγματοποίησε διανομή κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους κατανέμεται το ποσό τυχόν καλυπτόμενων φόρων που καταχωρίζονται ως δεδουλευμένοι στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των οικείων άμεσων συνιστωσών οντοτήτων-ιδιοκτητριών επί της εν λόγω διανομής. Καλυπτόμενοι φόροι σε σχέση με τεκμαιρόμενες διανομές κερδών συμπεριλαμβάνουν φόρους εκτός από φόρους που προκύπτουν από την εφαρμογή κανόνων φορολογικού καθεστώτος ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών που μία δικαιοδοσία επιβάλλει στον μέτοχο σε σχέση με αδιανέμητα κέρδη ή ίδια κεφάλαια οντότητας στην οποία ο προαναφερθείς μέτοχος κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή.
(6)(i) Η συνιστώσα οντότητα, στην οποία κατανεμήθηκαν καλυπτόμενοι φόροι σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4) όσον αφορά παθητικό εισόδημα, περιλαμβάνει τους εν λόγω καλυπτόμενους φόρους στους προσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της σε ποσό ίσο με τους καλυπτόμενους φόρους που κατανέμονται για το εν λόγω παθητικό εισόδημα.
(ii) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου (i), η συνιστώσα οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (i) περιλαμβάνει στους προσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσοστού συμπληρωματικού φόρου για την δικαιοδοσία με το ποσό του παθητικού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας που περιλαμβάνεται βάσει φορολογικού καθεστώτος ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών ή βάσει κανόνα φορολογικής διαφάνειας, όταν το αποτέλεσμα είναι χαμηλότερο από το ποσό που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (i):
(iii) Τυχόν καλυπτόμενοι φόροι που βαρύνουν τη συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια σε σχέση με το εν λόγω παθητικό εισόδημα που διατηρείται μετά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου δεν κατανέμονται σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4):
(α) μέρισμα ή ισοδύναμα μερίσματος·
(β) τόκοι ή ισοδύναμα τόκων·
(γ) μισθώματα·
(δ) δικαίωμα εκμετάλλευσης·
(ε) ετήσια πρόσοδος· ή
(στ) καθαρά κέρδη από περιουσιακά στοιχεία τύπου που παράγει εισόδημα που περιγράφεται στις παραγράφους (α) έως (ε).
(7) Όταν το αποδεκτό εισόδημα μόνιμης εγκατάστασης αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της κύριας οντότητας σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 19, τυχόν καλυπτόμενοι φόροι που προκύπτουν στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η μόνιμη εγκατάσταση και συνδέονται με το εν λόγω εισόδημα αντιμετωπίζονται ως καλυπτόμενοι φόροι της κύριας οντότητας, ίσοι με ποσό που δεν υπερβαίνει το εν λόγω εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή επί του συνήθους εισοδήματος στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η κύρια οντότητα.
26.-(1)(i) Όταν μια συνιστώσα οντότητα καταγράφει μια αναπροσαρμογή των καλυπτόμενων φόρων της για προηγούμενο οικονομικό έτος στους οικείους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, η εν λόγω αναπροσαρμογή αντιμετωπίζεται ως αναπροσαρμογή καλυπτόμενων φόρων κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η αναπροσαρμογή, εκτός εάν η αναπροσαρμογή αφορά οικονομικό έτος κατά το οποίο σημειώνεται μείωση των καλυπτόμενων φόρων για τη δικαιοδοσία.
(ii) Όταν υπάρχει μείωση των καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονταν στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της συνιστώσας οντότητας για προηγούμενο οικονομικό έτος, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος για το εν λόγω οικονομικό έτος επανυπολογίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30, με μείωση των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων κατά το ποσό της μείωσης των καλυπτόμενων φόρων και το αποδεκτό εισόδημα για το οικονομικό έτος και για κάθε προηγούμενο οικονομικό έτος αναπροσαρμόζεται ανάλογα.
(iii) Κατά την ετήσια επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας που πραγματοποιείται σύμφωνα με εδάφιο (2) του άρθρου 46, τυχόν επουσιώδης μείωση των καλυπτόμενων φόρων δύναται να θεωρηθεί ως αναπροσαρμογή των καλυπτόμενων φόρων κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανα-προσαρμογή· επουσιώδης μείωση των καλυπτόμενων φόρων συνιστά συνολική μείωση μικρότερη από ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000) στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους που προσδιορίζονται για την δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος.
(2) Όταν ο εφαρμοστέος εγχώριος φορολογικός συντελεστής μειώνεται κάτω από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή και η εν λόγω μείωση οδηγεί σε αναβαλλόμενο έξοδο φόρου, το ποσό του απορρέοντος αναβαλλόμενου εξόδου φόρου αντιμετωπίζεται ως αναπροσαρμογή της υποχρέωσης της συνιστώσας οντότητας για καλυπτόμενους φόρους που λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με το άρθρο 22 για προηγούμενο οικονομικό έτος.
(3)(α) Όταν ένα αναβαλλόμενο έξοδο φόρου λαμβάνεται υπόψη με συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή και αργότερα αυξάνεται ο εφαρμοστέος φορολογικός συντελεστής, το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που προκύπτει από την εν λόγω αύξηση αντιμετωπίζεται κατά την καταβολή ως αναπροσαρμογή της υποχρέωσης μιας συνιστώσας οντότητας για καλυπτόμενους φόρους που διεκδικήθηκαν για προηγούμενο οικονομικό έτος σύμφωνα με το άρθρο 22:
(β) Η αναπροσαρμογή δυνάμει της παραγράφου (α) δεν υπερβαίνει ποσό ίσο με το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που αναδιατυπώνεται με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(4) Όταν παραμένει ανεξόφλητο μετά το πέρας τριετίας από τη λήξη ενός οικονομικού έτους ποσό άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000) από τα δεδουλευμένα τρέχοντα έξοδα φόρου μιας συνιστώσας οντότητας που έχουν συμπεριληφθεί σε αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους για το εν λόγω οικονομικό έτος, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος για το οικονομικό έτος κατά το οποίο το ανεξόφλητο ποσό διεκδικήθηκε ως καλυπτόμενος φόρος επανυπολογίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30, με εξαίρεση του εν λόγω ανεξόφλητου ποσού από τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους.
27.-(1) Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας υπολογίζεται, για κάθε οικονομικό έτος και για κάθε δικαιοδοσία, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα στην δικαιοδοσία, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
Πραγματικός φορολογικός συντελεστής=
αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι των συνιστωσών οντοτήτων στην δικαιοδοσία
______________________________________________
καθαρό αποδεκτό εισόδημα των συνιστωσών οντοτήτων στην δικαιοδοσία
όπου οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι των συνιστωσών οντοτήτων είναι το άθροισμα των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία οι οποίοι προσδιορίζονται σύμφωνα με το Μέρος IV.
(2) Το καθαρό αποδεκτό εισόδημα ή ζημία των συνιστωσών οντοτήτων στην δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος προσδιορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
καθαρό αποδεκτό εισόδημα ή ζημία= αποδεκτό εισόδημα των συνιστωσών
οντοτήτων - αποδεκτές ζημίες των συνιστωσών οντοτήτων
όπου-
(α) το αποδεκτό εισόδημα των συνιστωσών οντοτήτων είναι το τυχόν θετικό άθροισμα των αποδεκτών εισοδημάτων όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην δικαιοδοσία που προσδιορίζεται σύμφωνα με το Μέρος III·
(β) οι αποδεκτές ζημίες των συνιστωσών οντοτήτων είναι το άθροισμα των αποδεκτών ζημιών όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην δικαιοδοσία που προσδιορίζεται σύμφωνα με το Μέρος III.
(3) Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι και το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία των συνιστωσών οντοτήτων που είναι επενδυτικές οντότητες εξαιρούνται από τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή σύμφωνα με το εδάφιο (1) και τον υπολογισμό του καθαρού αποδεκτού εισοδήματος σύμφωνα με το εδάφιο (2).
(4) Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής κάθε συνιστώσας οντότητας χωρίς εθνικότητα υπολογίζεται, για κάθε οικονομικό έτος, χωριστά από τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή όλων των άλλων συνιστωσών οντοτήτων.
28.-(1) Όταν ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής όπως ορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 27 μιας δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένες οι συνιστώσες οντότητες είναι χαμηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή για ένα οικονομικό έτος, ο όμιλος ΠΕ ή ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας υπολογίζει τον συμπληρωματικό φόρο χωριστά για καθεμία από τις συνιστώσες οντότητές του με αποδεκτό εισόδημα που περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του καθαρού αποδεκτού εισοδήματος της εν λόγω δικαιοδοσίας και ο συμπληρωματικός φόρος υπολογίζεται σε βάση δικαιοδοσίας.
(2) Το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου για μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι η τυχόν θετική διαφορά σε ποσοστιαίες μονάδες που υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
Ποσοστό συμπληρωματικού φόρου= ελάχιστος φορολογικός συντελεστής –
πραγματικός φορολογικός συντελεστής
όπου ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής είναι ο συντελεστής που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 27.
(3) Ο συμπληρωματικός φόρος για μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι το τυχόν θετικό ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
Συμπληρωματικός φόρος για μια δικαιοδοσία = (ποσοστό συμπληρωματικού φόρου x πλεονάζον κέρδος) + πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος - εγχώριος συμπληρωματικός φόρος
όπου-
(α) ο πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος είναι το ποσό του φόρου που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 30 για το οικονομικό έτος·
(β) ο εγχώριος συμπληρωματικός φόρος είναι το ποσό του φόρου για το οικονομικό έτος, βάσει ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου άλλου κράτους μέλους ή δικαιοδοσίας τρίτης χώρας.
(4) Το πλεονάζον κέρδος για την δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος που αναφέρεται το εδάφιο (3) είναι το τυχόν θετικό ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
Πλεονάζον κέρδος= καθαρό αποδεκτό εισόδημα - εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας
όπου-
(α) το καθαρό αποδεκτό εισόδημα είναι το εισόδημα που προσδιορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 27 για την δικαιοδοσία·
(β) η εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας είναι το ποσό που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 29 για την δικαιοδοσία.
(5) Ο συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας για το τρέχον οικονομικό έτος υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
Συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας = συμπληρωματικός φόρος για μια δικαιοδοσία x (αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας)/(συνολικό αποδεκτό εισόδημα των συνιστωσών οντοτήτων)
όπου-
(α) το αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας για μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι το εισόδημα που προσδιορίζεται σύμφωνα με το Μέρος III·
(β) το συνολικό αποδεκτό εισόδημα όλων των συνιστωσών οντοτήτων για μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι το άθροισμα των αποδεκτών εισοδημάτων όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος.
(6) Εάν ο συμπληρωματικός φόρος δικαιοδοσίας προκύπτει από επανυπολογισμό σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30 και δεν υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα στην δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος, ο συμπληρωματικός φόρος κατανέμεται σε κάθε συνιστώσα οντότητα χρησιμοποιώντας τον τύπο που ορίζεται στο εδάφιο (5), με βάση το αποδεκτό εισόδημα των συνιστωσών οντοτήτων κατά τα οικονομικά έτη για τα οποία διενεργούνται οι επανυπολογισμοί σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30.
(7) Ο συμπληρωματικός φόρος κάθε συνιστώσας οντότητας χωρίς εθνικότητα υπολογίζεται, για κάθε οικονομικό έτος, χωριστά από τον συμπληρωματικό φόρο όλων των άλλων συνιστωσών οντοτήτων.
29.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί-
(α) «επιλέξιμοι εργαζόμενοι» σημαίνει τους εργαζόμενους πλήρους ή μερικής απασχόλησης συνιστώσας οντότητας και τους ανεξάρτητους ανάδοχους που συμμετέχουν στις συνήθεις δραστηριότητες λειτουργίας του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας·
(β) «επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας» σημαίνει τις δαπάνες αποζημίωσης εργαζόμενων, περιλαμβανομένων των μισθών, των ωρομισθίων και άλλων δαπανών που συνιστούν άμεση και χωριστή προσωπική παροχή στον εργαζόμενο, όπως ασφάλιση υγείας και συνταξιοδοτικές εισφορές, φόροι μισθοδοσίας και απασχόλησης, καθώς και εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης·
(γ) «επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία» σημαίνει-
(i) ακίνητα, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό που βρίσκονται στη δικαιοδοσία·
(ii) φυσικούς πόρους που βρίσκονται στη δικαιοδοσία·
(iii) το δικαίωμα μισθωτή για τη χρήση ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία· και
(iv) άδεια ή παρόμοια ρύθμιση από την κυβέρνηση για τη χρήση ακίνητης περιουσίας ή την εκμετάλλευση φυσικών πόρων που συνεπάγεται σημαντική επένδυση σε ενσώματα περιουσιακά στοιχεία.
(2) Το καθαρό αποδεκτό εισόδημα, όπως ορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27, για μια δικαιοδοσία μειώνεται, για τον υπολογισμό του συμπληρωματικού φόρου, κατά ποσό ίσο με το άθροισμα του απαλλασσόμενου σκέλους της μισθοδοσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (3) και του απαλλασσόμενου σκέλους των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που αναφέρεται στο εδάφιο (4) για κάθε συνιστώσα οντότητα που είναι εγκατεστημένη στην δικαιοδοσία, εκτός εάν μια υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας επιλέξει, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 46, να μην εφαρμόσει την εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας για το οικονομικό έτος.
(3) Η απαλλαγή του σκέλους της μισθοδοσίας συνιστώσας οντότητας που είναι εγκατεστημένη σε μια δικαιοδοσία ισούται με το πέντε τοις εκατό (5%) των οικείων επιλέξιμων δαπανών μισθοδοσίας επιλέξιμων εργαζομένων που ασκούν δραστηριότητες για τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας στην εν λόγω δικαιοδοσία, με εξαίρεση τις επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας που-
(α) κεφαλαιοποιούνται και περιλαμβάνονται στη λογιστική αξία επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων·
(β) δύναται να αποδοθούν σε εισόδημα που εξαιρείται σύμφωνα με το άρθρο 18.
(4) Η απαλλαγή του σκέλους των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων συνιστώσας οντότητας που είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία ισούται με το πέντε τοις εκατό (5%) της λογιστικής αξίας των επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην δικαιοδοσία, με εξαίρεση-
(α) τη λογιστική αξία της ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των γηπέδων και των κτιρίων, που κατέχεται προς πώληση, χρηματοδοτική μίσθωση ή επενδύσεις·
(β) τη λογιστική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την άντληση εσόδων που εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 18.
(5) Για τους σκοπούς του εδάφιου (4), η λογιστική αξία των επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων είναι ο μέσος όρος της λογιστικής αξίας των επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων κατά την έναρξη και τη λήξη του οικονομικού έτους, όπως καταγράφεται με σκοπό την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, μειωμένη κατά κάθε σωρευμένη απόσβεση και ανάλωση και προσαυξημένη κατά κάθε ποσό που αποδίδεται στην κεφαλαιοποίηση των δαπανών μισθοδοσίας.
(6)(i) Για τους σκοπούς των εδαφίων (3) και (4), οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία μιας συνιστώσας οντότητας που είναι μόνιμη εγκατάσταση είναι εκείνα που περιλαμβάνονται στους χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 19, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στην ίδια δικαιοδοσία με τη μόνιμη εγκατάσταση.
(ii) Οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία μιας μόνιμης εγκατάστασης δεν λαμβάνονται υπόψη για τις επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία της κύριας οντότητας.
(iii) Όταν το εισόδημα μόνιμης εγκατάστασης εξαιρέθηκε εν όλω ή εν μέρει σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 20 και το εδάφιο (5) του άρθρου 39, οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης εξαιρούνται στην ίδια αναλογία από τον υπολογισμό βάσει του παρόντος άρθρου για τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας.
(7) Οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας επιλέξιμων εργαζομένων που καταβάλλονται από οντότητα μετακύλισης φόρου και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε οντότητα μετακύλισης φόρου, που δεν κατανέμονται σύμφωνα με το εδάφιο (6), κατανέμονται-
(α) στις συνιστώσες οντότητες-ιδιοκτήτριες της οντότητας μετακύλισης φόρου, κατ’ αναλογία προς το ποσό που τους κατανέμεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 20, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιλέξιμοι εργαζόμενοι και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στην δικαιοδοσία των συνιστωσών οντοτήτων-ιδιοκτητριών· και
(β) στην οντότητα μετακύλισης φόρου εάν είναι η τελική μητρική οντότητα, μειωμένα κατ’ αναλογία προς το εισόδημα που εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος της οντότητας μετακύλισης φόρου σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 39, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιλέξιμοι εργαζόμενοι και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στην δικαιοδοσίας της οντότητας μετακύλισης φόρου:
(8) Η εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας κάθε συνιστώσας οντότητας χωρίς εθνικότητα υπολογίζεται, για κάθε οικονομικό έτος, χωριστά από την εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας όλων των άλλων συνιστωσών οντοτήτων.
(9) Η εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν περιλαμβάνει το απαλλασσόμενο σκέλος της μισθοδοσίας και το απαλλασσόμενο σκέλος των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι επενδυτικές οντότητες στη συγκεκριμένη δικαιοδοσία.
30.-(1) Όταν, δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 12, του εδαφίου (7) του άρθρου 17, του εδαφίου (6) του άρθρου 23, των εδαφίων (1) έως (4) του άρθρου 26 και του εδαφίου (5) του άρθρου 41, η αναπροσαρμογή των καλυπτόμενων φόρων ή του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας έχει ως αποτέλεσμα τον επανυπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή και του συμπληρωματικού φόρου του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας για προηγούμενο οικονομικό έτος, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος επανυπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 27, 28 και 29. Κάθε ποσό προσαυξητικού συμπληρωματικού φόρου που προκύπτει από τον εν λόγω επανυπολογισμό αντιμετωπίζεται ως πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος για τους σκοπούς του εδαφίου (3) του άρθρου 28 για το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται ο επανυπολογισμός.
(2) Όταν υπάρχει πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος και δεν υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα για την δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος το αποδεκτό εισόδημα, κάθε συνιστώσας οντότητας που είναι εγκατεστημένη στην εν λόγω δικαιοδοσία ισούται με ποσό ίσο με τον συμπληρωματικό φόρο που κατανέμεται στις εν λόγω συνιστώσες οντότητες δυνάμει των εδαφίων (5) και (6) του άρθρου 28 διαιρούμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(3) Όταν, δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 22, οφείλεται πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος, το αποδεκτό εισόδημα κάθε συνιστώσας οντότητας που είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία ισούται με ποσό ίσο με τον συμπληρωματικό φόρο που κατανέμεται στην εν λόγω συνιστώσα οντότητα διαιρούμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή και η κατανομή γίνεται κατ’ αναλογία σε κάθε συνιστώσα οντότητα, με βάση τον ακόλουθο τύπο:
(αποδεκτό εισόδημα ή ζημία x ελάχιστος φορολογικός συντελεστής)- αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι.
Ο πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος κατανέμεται μόνο σε συνιστώσες οντότητες που καταγράφουν αρνητικό ποσό αναπροσαρμοσμένου καλυπτόμενου φόρου και μικρότερο από το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία των εν λόγω συνιστωσών οντοτήτων πολλαπλασιασμένο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(4) Όταν σε μια συνιστώσα οντότητα κατανέμεται πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος σύμφωνα με το παρόν άρθρο και σύμφωνα με τα εδάφια (5) και (6) του άρθρου 28, η εν λόγω συνιστώσα οντότητα αντιμετωπίζεται ως συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση για τους σκοπούς του Μέρους ΙΙ.
31.-(1)(α) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 27 έως 30 και του άρθρου 32, κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται για τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία ισούται με μηδέν για ένα οικονομικό έτος εάν για το εν λόγω οικονομικό έτος-
(α) τα μέσα επιλέξιμα έσοδα όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω δικαιοδοσία είναι χαμηλότερα από δέκα εκατομμύρια ευρώ (€10.000.000)· και
(β) το μέσο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία όλων των συνιστωσών οντοτήτων στην εν λόγω δικαιοδοσία αντιστοιχεί σε ζημία ή είναι χαμηλότερο από ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000).
(β) Η επιλογή πραγματοποιείται ετησίως σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 46.
(2)(α) Τα μέσα αποδεκτά έσοδα ή το μέσο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι ο μέσος όρος των αποδεκτών εσόδων ή του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένη στην δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος και τα δύο (2) προηγούμενα οικονομικά έτη.
(β) Εάν στην δικαιοδοσία δεν υπάρχουν συνιστώσες οντότητες με αποδεκτά έσοδα ή αποδεκτή ζημία κατά το πρώτο ή το δεύτερο προηγούμενο οικονομικό έτος ή και τα δυο, το εν λόγω οικονομικό έτος ή έτη εξαιρούνται από τον υπολογισμό των μέσων αποδεκτών εσόδων ή του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της εν λόγω δικαιοδοσίας.
(3) Τα επιλέξιμα έσοδα των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι το άθροισμα όλων των εσόδων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω δικαιοδοσία, μειωμένα ή αυξημένα κατά κάθε αναπροσαρμογή που πραγματοποιείται σύμφωνα με το Μέρος III.
(4) Το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι το καθαρό αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της εν λόγω δικαιοδοσίας, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 27.
(5) Η εξαίρεση de minimis που ορίζεται στα εδάφια (1) έως (4) δεν ισχύει για συνιστώσες οντότητες χωρίς εθνικότητα και επενδυτικές οντότητες και τα έσοδα και το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία των εν λόγω οντοτήτων δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της εξαίρεσης de minimis.
32.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί-
(α) «συνιστώσα οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία» σημαίνει συνιστώσα οντότητα στην οποία η τελική μητρική οντότητα έχει άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή τριάντα τοις εκατό (30%) ή λιγότερο·
(β) «μητρική οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία» σημαίνει συνιστώσα οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία η οποία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, τις ελέγχουσες συμμετοχές άλλης συνιστώσας οντότητας υπό μειοψηφική ιδιοκτησία, εκτός εάν οι ελέγχουσες συμμετοχές της πρώτης οντότητας κατέχονται, άμεσα ή έμμεσα, από άλλη συνιστώσα οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία·
(γ) «υπο-όμιλος υπό μειοψηφική ιδιοκτησία» σημαίνει μητρική οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία και οι θυγατρικές της υπό μειοψηφική ιδιοκτησία· και
(δ) «θυγατρική υπό μειοψηφική ιδιοκτησία» σημαίνει συνιστώσα οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία της οποίας οι ελέγχουσες συμμετοχές κατέχονται, άμεσα ή έμμεσα, από μητρική οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία.
(2)(α) Ο υπολογισμός του πραγματικού φορολογικού συντελεστή και του συμπληρωματικού φόρου για μια δικαιοδοσία σύμφωνα με τα Μέρη III έως VII όσον αφορά τα μέλη υπό-ομίλου υπό μειοψηφική ιδιοκτησία εφαρμόζεται όπως εάν κάθε υπό-όμιλος υπό μειοψηφική ιδιοκτησία ήταν χωριστός όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας.
(β) Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι και το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία μελών υπό-ομίλου υπό μειοψηφική ιδιοκτησία εξαιρούνται από τον προσδιορισμό του εναπομένοντος ποσού του πραγματικού φορολογικού συντελεστή του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 27 και από το καθαρό αποδεκτό εισόδημα που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 27.
(3)(α) Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας υπό μειοψηφική ιδιοκτησία που δεν είναι μέλος υπό-ομίλου υπό μειοψηφική ιδιοκτησία υπολογίζονται σε βάση οντότητας σύμφωνα με τα Μέρη III έως VII.
(β) Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι και το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας υπό μειοψηφική ιδιοκτησία εξαιρούνται από τον προσδιορισμό του εναπομένοντος ποσού του πραγματικού φορολογικού συντελεστή του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 26 και από το καθαρό αποδεκτό εισόδημα που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 27:
33.-(1) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 27 έως 32, κατά την επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από όμιλο σε συγκεκριμένη δικαιοδοσία θεωρείται μηδενικός για ένα οικονομικό έτος, εάν οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω δικαιοδοσία πληρούν τις προϋποθέσεις μιας αποδεκτής διεθνούς συμφωνίας για ασφαλείς λιμένες.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) ως «αποδεκτή διεθνής συμφωνία για ασφαλείς λιμένες» σημαίνει διεθνές σύνολο κανόνων και προϋποθέσεων επί του οποίου έχουν συναινέσει όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης και το οποίο παρέχει σε ομίλους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας τη δυνατότητα να επιλέξουν να επωφεληθούν από έναν ή περισσότερους ασφαλείς λιμένες για μια δικαιοδοσία.
34.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «συγχώνευση» σημαίνει κάθε ρύθμιση κατά την οποία-
(i) όλες ή ουσιαστικά όλες οι οντότητες δύο ή περισσότερων χωριστών ομίλων τίθενται υπό κοινό έλεγχο κατά τρόπο ώστε να αποτελούν οντότητες ενός ενοποιημένου ομίλου· ή
(ii) μια οντότητα που δεν είναι μέλος κανενός ομίλου τίθεται υπό κοινό έλεγχο με άλλη οντότητα ή όμιλο κατά τρόπο ώστε να αποτελούν οντότητες ενός ενοποιημένου ομίλου·
(β) «διάσπαση» σημαίνει κάθε ρύθμιση στην οποία οι οντότητες ενός ενιαίου ομίλου διαχωρίζονται σε δύο ή περισσότερους διαφορετικούς ομίλους που δεν ενοποιούνται πλέον από την ίδια τελική μητρική οντότητα.
(2) Όταν δύο ή περισσότεροι όμιλοι συγχωνεύονται για να σχηματίσουν έναν ενιαίο όμιλο σε οποιοδήποτε από τα τέσσερα (4) τελευταία συναπτά οικονομικά έτη αμέσως πριν από το υπό εξέταση οικονομικό έτος, το ενοποιημένο όριο εσόδων του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, που αναφέρεται στο άρθρο 4, θεωρείται ότι τηρείται για οποιοδήποτε οικονομικό έτος πριν από τη συγχώνευση, εάν το άθροισμα των εσόδων που περιλαμβάνονται σε καθεμία από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις τους για το εν λόγω οικονομικό έτος ανέρχεται σε τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€750.000.000).
(3) Όταν μια οντότητα που δεν είναι μέλος ομίλου («στόχος») συγχωνεύεται με οντότητα ή όμιλο («αποκτώσα οντότητα») κατά τη διάρκεια του υπό εξέταση οικονομικού έτους, και είτε ο στόχος είτε η αποκτώσα οντότητα δεν είχε ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σε οποιοδήποτε από τα τέσσερα τελευταία συναπτά οικονομικά έτη αμέσως πριν από το υπό εξέταση οικονομικό έτος, το ενοποιημένο όριο εσόδων του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας θεωρείται ότι τηρείται για το εν λόγω έτος εάν το άθροισμα των εσόδων που περιλαμβάνονται σε καθεμία από τις οικονομικές καταστάσεις τους ή τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για το εν λόγω οικονομικό έτος ανέρχεται σε τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€750.000.000).
(4) Σε περίπτωση που ένας μεμονωμένος όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου διασπάται σε δύο ή περισσότερους ομίλους (έκαστος: διασπασθείς όμιλος), το ενοποιημένο όριο εσόδων θεωρείται ότι τηρείται από έναν διασπασθέντα όμιλο όταν-
(α) όσον αφορά το πρώτο υπό εξέταση οικονομικό έτος που λήγει μετά τη διάσπαση, ο διασπασθείς όμιλος έχει ετήσια έσοδα ύψους τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€750.000.000) κατά το εν λόγω οικονομικό έτος·
(β) όσον αφορά το δεύτερο έως το τέταρτο υπό εξέταση οικονομικό έτος που λήγει μετά τη διάσπαση, ο διασπασθείς όμιλος έχει ετήσια έσοδα ύψους τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€750.000.000) κατά τουλάχιστον δύο (2) οικονομικά έτη από το οικονομικό έτος της διάσπασης.
35.-(1)(α) Όταν μια οντότητα («στόχος») καθίσταται ή παύει να αποτελεί συνιστώσα οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης άμεσων ή έμμεσων ιδιοκτησιακών συμμετοχών στον στόχο ή όταν ο στόχος καθίσταται η τελική μητρική οντότητα νέου ομίλου κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους («έτος απόκτησης»), ο στόχος αντιμετωπίζεται ως μέλος του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι μέρος των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, των εσόδων, των εξόδων και των ταμειακών ροών της περιλαμβάνεται γραμμή προς γραμμή στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας κατά το έτος απόκτησης.
(β) Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος του στόχου υπολογίζονται σύμφωνα με τα εδάφια (2) έως (8).
(2) Κατά το έτος απόκτησης, ένας όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας λαμβάνει υπόψη μόνο το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία και τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους του στόχου που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
(3) Κατά το έτος απόκτησης και σε κάθε επόμενο οικονομικό έτος, το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία και οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι του στόχου βασίζονται στην ιστορική λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών του.
(4) Κατά το έτος απόκτησης, κατά τον υπολογισμό των επιλέξιμων δαπανών μισθοδοσίας του στόχου σύμφωνα με το εδαφίου (3) του άρθρου 29, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι δαπάνες που αποτυπώνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας.
(5) Ο υπολογισμός της λογιστικής αξίας των επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων του στόχου σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 29 αναπροσαρμόζεται, κατά περίπτωση, κατ’ αναλογία προς τη χρονική περίοδο κατά την οποία ο στόχος ήταν μέλος του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας κατά τη διάρκεια του έτους απόκτησης.
(6) Με εξαίρεση την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 24, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις ενός στόχου που μεταβιβάζονται μεταξύ ομίλων ΠΕ ή εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας λαμβάνονται υπόψη από τον αποκτώντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό όπως εάν ο αποκτών όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας είχε τον έλεγχο του στόχου όταν προέκυψαν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις.
(7) Οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις του στόχου που έχουν προηγουμένως συμπεριληφθεί στο οικείο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου αντιμετωπίζονται ως αντεστραμμένες, για τους σκοπούς του εδαφίου (7) του άρθρου 23, από τον εκχωρούντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας και προκύπτουσες από τον αποκτώντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας κατά το έτος απόκτησης, με την εξαίρεση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κάθε μεταγενέστερη μείωση των καλυπτόμενων φόρων σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 23 παράγει αποτελέσματα κατά το έτος κατά το οποίο ανακτάται το ποσό.
(8) Όταν ο στόχος είναι μητρική οντότητα και οντότητα δύο ή περισσότερων ομίλων ΠΕ ή εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας κατά τη διάρκεια του έτους απόκτησης, εφαρμόζει χωριστά τον κανόνα σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος στα οικεία μερίδια προς επιμερισμό του συμπληρωματικού φόρου για τις συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που προσδιορίζονται για κάθε όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας.
(9) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των εδαφίων (1) έως (8), η απόκτηση ή η διάθεση ελέγχουσας συμμετοχής σε στόχο αντιμετωπίζεται ως απόκτηση ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, εάν η δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένος ο στόχος ή, στην περίπτωση φορολογικά διαφανούς οντότητας, η δικαιοδοσία στην οποία βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία, αντιμετωπίζει την απόκτηση ή τη διάθεση της εν λόγω ελέγχουσας συμμετοχής, με τον ίδιο ή με παρόμοιο τρόπο, ως απόκτηση ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, και επιβάλλει καλυπτόμενο φόρο στον πωλητή με βάση τη διαφορά μεταξύ τής φορολογικής βάσης και του τιμήματος που καταβάλλεται με αντάλλαγμα την ελέγχουσα συμμετοχή ή την εύλογη αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων.
36.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «αναδιοργάνωση» σημαίνει τη μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων όπως μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπως συγχώνευση, διάσπαση, εκκαθάριση ή παρεμφερής συναλλαγή, όταν-
(i) το αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση είναι, συνολικά ή κατά σημαντικό μέρος, συμμετοχικοί τίτλοι που εκδίδονται από την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα ή από πρόσωπο που συνδέεται με την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα ή, σε περίπτωση εκκαθάρισης, συμμετοχικοί τίτλοι του στόχου ή, εάν δεν παρέχεται αντάλλαγμα, όταν η έκδοση συμμετοχικού τίτλου δεν θα είχε οικονομική σημασία·
(ii) το κέρδος ή η ζημία της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν υπόκειται σε φόρο, εν όλω ή εν μέρει· και
(iii) οι φορολογικοί νόμοι της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα απαιτούν από την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα να υπολογίζει το φορολογητέο εισόδημα μετά τη διάθεση ή την απόκτηση χρησιμοποιώντας τη φορολογική βάση της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας στα περιουσιακά στοιχεία, με αναπροσαρμογή για κάθε μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία από τη διάθεση ή την απόκτηση.
(β) «μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία» σημαίνει το μικρότερο ποσό μεταξύ του κέρδους ή της ζημίας της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας που προκύπτει σε σχέση με αναδιοργάνωση που υπόκειται σε φόρο στον τόπο εγκατάστασης της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας και του οικονομικού λογιστικού κέρδους ή ζημίας που προκύπτει σε σχέση με την αναδιοργάνωση.
(2) (i) Η συνιστώσα οντότητα που διαθέτει περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις («εκχωρούσα συνιστώσα οντότητα») περιλαμβάνει το κέρδος ή τη ζημία που προκύπτει από την εν λόγω διάθεση στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της.
(ii) Η συνιστώσα οντότητα που αποκτά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις («αποκτώσα συνιστώσα οντότητα») προσδιορίζει το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της βάσει της λογιστικής αξίας των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που προσδιορίζεται σύμφωνα με το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται κατά την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.
(3) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (2), όταν η διάθεση ή η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων πραγματοποιείται στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης-
(α) η εκχωρούσα συνιστώσα οντότητα εξαιρεί από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της κάθε κέρδος ή ζημία που προκύπτει από την εν λόγω διάθεση· και
(β) η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα προσδιορίζει το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της με βάση τη λογιστική αξία των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας κατά τη διάθεση.
(4) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), όταν η διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων πραγματοποιείται στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης η οποία έχει ως αποτέλεσμα, για τη εκχωρούσα συνιστώσα οντότητα, μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία-
(α) η εκχωρούσα συνιστώσα οντότητα περιλαμβάνει το κέρδος ή τη ζημία από τη διάθεση στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας ανάλογα με την έκταση του μη αποδεκτού κέρδους ή ζημίας· και
(β) η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα προσδιορίζει το οικείο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία μετά την απόκτηση χρησιμοποιώντας τη λογιστική αξία των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας κατά τη διάθεση, με αναπροσαρμογή σύμφωνα με τους τοπικούς φορολογικούς κανόνες της αποκτώσας συνιστώσας οντότητας για να δικαιολογήσει το μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία.
(5) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, όταν μια συνιστώσα οντότητα απαιτείται ή επιτρέπεται να αναπροσαρμόζει τη βάση των περιουσιακών στοιχείων της και το ποσό των υποχρεώσεών της στην εύλογη αξία για φορολογικούς σκοπούς στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη, η εν λόγω συνιστώσα οντότητα δύναται-
(α) να περιλαμβάνει στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας ένα ποσό κέρδους ή ζημίας σε σχέση με κάθε οικείο περιουσιακό στοιχείο και υποχρέωση, το οποίο-
(i) ισούται με τη διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας, για χρηματοοικονομικούς λογιστικούς σκοπούς, του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης ακριβώς πριν από την ημερομηνία του γεγονότος που προκάλεσε τη φορολογική αναπροσαρμογή («γενεσιουργό γεγονός») και της εύλογης αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης αμέσως μετά το γενεσιουργό γεγονός· και
(ii) μειώνεται ή αυξάνεται κατά το μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία που τυχόν προκύπτει σε σχέση με το γενεσιουργό γεγονός·
(β) να χρησιμοποιεί, για χρηματοοικονομικούς λογιστικούς σκοπούς, την εύλογη αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης αμέσως μετά το γενεσιουργό γεγονός για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα οικονομικά έτη που λήγουν μετά το γενεσιουργό γεγονός· και
(γ) να περιλαμβάνει το καθαρό σύνολο των ποσών που προσδιορίζονται στην παράγραφο (α) στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
(i) Το καθαρό σύνολο των εν λόγω ποσών περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο συμβαίνει το γενεσιουργό γεγονός· ή
(ii) ποσό ίσο με το καθαρό σύνολο των εν λόγω ποσών διαιρούμενο διά πέντε περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο συμβαίνει το γενεσιουργό γεγονός και σε καθένα από τα αμέσως επόμενα τέσσερα (4) οικονομικά έτη, εκτός εάν η συνιστώσα οντότητα αποχωρήσει από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας σε ένα οικονομικό έτος εντός της συγκεκριμένης περιόδου, περίπτωση κατά την οποία το υπόλοιπο ποσό θα συμπεριληφθεί εξ ολοκλήρου στο εν λόγω οικονομικό έτος.
37.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «κοινοπραξία» σημαίνει οντότητα της οποίας τα οικονομικά αποτελέσματα αναφέρονται με τη μέθοδο της καθαρής θέσης στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η τελική μητρική οντότητα κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατό (50%) των ιδιοκτησιακών της συμμετοχών και περιλαμβάνει-
(i) τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που πρέπει να εφαρμόζει τον κανόνα IIR·
(ii) εξαιρούμενη οντότητα, όπως ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4·
(iii) οντότητα της οποίας οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές που κατέχονται από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας κατέχονται απευθείας μέσω εξαιρούμενης οντότητας που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4 και η οποία πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
-δραστηριοποιείται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ή την επένδυση κεφαλαίων προς όφελος των επενδυτών της·
-ασκεί δραστηριότητες παρεπόμενες εκείνων που ασκεί η εξαιρούμενη οντότητα· ή
-ουσιαστικά το σύνολο του εισοδήματός της εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με τις υποπαραγράφους (ii) και (iii) του εδαφίου 2 του άρθρου 17.
(iv) οντότητα που κατέχεται από όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας, ο οποίος αποτελείται αποκλειστικά από εξαιρούμενες οντότητες· ή
(v) συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας.
(β) «συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας» σημαίνει-
(i) οντότητα της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές ενοποιούνται από κοινοπραξία σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή θα είχαν ενοποιηθεί εάν η κοινοπραξία ήταν υποχρεωμένη να ενοποιεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, έσοδα, έξοδα και ταμειακές ροές σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο· ή
(ii) μόνιμη εγκατάσταση της οποίας η κύρια οντότητα είναι κοινοπραξία ή μια οντότητα που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) και σε τέτοιες περιπτώσεις, η μόνιμη εγκατάσταση αντιμετωπίζεται ως χωριστή συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας.
(2) H μητρική οντότητα που κατέχει άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε κοινοπραξία ή σε συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας εφαρμόζει τον κανόνα IIR όσον αφορά το μερίδιο που της αναλογεί στον συμπληρωματικό φόρο της εν λόγω κοινοπραξίας ή της συνδεδεμένης κοινοπραξίας σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 11.
(3) Ο υπολογισμός του συμπληρωματικού φόρου της κοινοπραξίας και των συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών (από κοινού «όμιλος κοινοπραξιών») πραγματοποιείται σύμφωνα με τα Μέρη III έως VII, όπως εάν αποτελούσαν συνιστώσες οντότητες χωριστού ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και η κοινοπραξία ήταν η τελική μητρική οντότητα του εν λόγω ομίλου.
(4) Ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από τον όμιλο κοινοπραξιών μειώνεται κατά το ισχύον μερίδιο κάθε μητρικής οντότητας στον συμπληρωματικό φόρο σύμφωνα με το εδάφιο (2), κάθε μέλους του φορολογικά υπόχρεου ομίλου κοινοπραξιών σύμφωνα με το εδάφιο (3) και τυχόν υπόλοιπο ποσό συμπληρωματικού φόρου προστίθεται στο συνολικό ποσό συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα UTPR σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 15:
38.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «όμιλος ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών» σημαίνει δύο ή περισσότερους ομίλους όπου οι τελικές μητρικές οντότητες συνάπτουν συμφωνία που είναι εξαρτώμενη δομή (stapled structure) ή ρύθμιση εισαγωγής σε δύο χρηματιστήρια και τουλάχιστον μία οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταστη οποιουδήποτε από τους προαναφερθέντες ομίλους είναι εγκατεστημένη σε διαφορετική δικαιοδοσία από αυτή των άλλων οντοτήτων ή μόνιμων εγκαταστάσεων των εν λόγω ομίλων·
(β) «εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών» σημαίνει δύο ή περισσότεροι όμιλοι όπου οι τελικές μητρικές οντότητες συνάπτουν συμφωνία που είναι εξαρτώμενη δομή (stapled structure) ή ρύθμιση εισαγωγής σε δύο χρηματιστήρια και καμία οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση οποιουδήποτε από τους προαναφερθέντες ομίλους δεν είναι εγκατεστημένη σε διαφορετική δικαιοδοσία από αυτή των άλλων οντοτήτων ή μόνιμων εγκαταστάσεων των εν λόγω ομίλων·
(γ) «εξαρτώμενη δομή (stapled structure)» σημαίνει ρύθμιση που συνάπτεται από δύο ή περισσότερες τελικές μητρικές οντότητες χωριστών ομίλων, σύμφωνα με την οποία-
(i) τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) των ιδιοκτησιακών συμμετοχών στις τελικές μητρικές οντότητες χωριστών ομίλων λαμβάνουν ενιαία χρηματιστηριακή τιμή, εάν οι εν λόγω όμιλοι είναι εισηγμένοι σε χρηματιστήριο, είναι αλληλένδετες λόγω της μορφής ιδιοκτησίας, περιορισμών στη μεταβίβαση ή άλλων όρων ή προϋποθέσεων, και δεν μπορούν να μεταβιβαστούν ή να αποτελέσουν αντικείμενο ανεξάρτητης διαπραγμάτευσης· και
(ii) μία από τις τελικές μητρικές οντότητες καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις στις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές όλων των οντοτήτων των σχετικών ομίλων παρουσιάζονται μαζί ως στοιχεία μιας ενιαίας οικονομικής μονάδας και οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε εξωτερικό έλεγχο βάσει ρυθμιστικού καθεστώτος·
(β) «ρύθμιση εισαγωγής σε δύο χρηματιστήρια» σημαίνει ρύθμιση που συνάπτεται από δύο ή περισσότερες τελικές μητρικές οντότητες χωριστών ομίλων, σύμφωνα με την οποία-
(i) οι τελικές μητρικές οντότητες συμφωνούν να συνενώσουν τις επιχειρήσεις τους μόνο με σύμβαση·
(ii) σύμφωνα με συμβατικές ρυθμίσεις, οι τελικές μητρικές οντότητες θα πραγματοποιήσουν διανομές, όσον αφορά τα μερίσματα και σε περίπτωση εκκαθάρισης, στους μετόχους τους βάσει σταθερής αναλογίας·
(iii) η διαχείριση των δραστηριοτήτων των τελικών μητρικών οντοτήτων γίνεται σε βάση ενιαίας οικονομικής μονάδας στο πλαίσιο συμβατικών ρυθμίσεων, ενώ παράλληλα διατηρούνται οι χωριστές νομικές τους οντότητες ·
(iv) οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές των τελικών μητρικών οντοτήτων που απαρτίζουν τη συμφωνία αποτελούν αυτοτελές αντικείμενο χρηματιστηριακής τιμής, διαπραγμάτευσης ή μεταβίβασης σε διαφορετικές κεφαλαιαγορές· και
(v) οι τελικές μητρικές οντότητες καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις στις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές όλων των οντοτήτων σε όλους τους ομίλους παρουσιάζονται μαζί ως στοιχεία μιας ενιαίας οικονομικής μονάδας και πρέπει να υποβάλλονται σε εξωτερικό έλεγχο βάσει ρυθμιστικού καθεστώτος.
(2)(α) Όταν οι οντότητες και οι συνιστώσες οντότητες δύο ή περισσότερων ομίλων αποτελούν μέρος ενός ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών, ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών, οι οντότητες και οι συνιστώσες οντότητες κάθε ομίλου αντιμετωπίζονται ως μέλη ενός μόνο ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών, ανάλογα.
(β) Μια οντότητα, πλην εξαιρούμενης οντότητας που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4, αντιμετωπίζεται ως συνιστώσα οντότητα εάν ενοποιείται γραμμή προς γραμμή από τον όμιλο ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών/ εγχώριο όμίλο μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών ή εάν οι ελέγχουσες συμμετοχές της κατέχονται από οντότητες του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών.
(3) Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών είναι οι συνδυασμένες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στους ορισμούς εξαρτώμενης δομής ή ρύθμισης εισαγωγής σε δύο χρηματιστήρια στο εδάφιο (1), οι οποίες καταρτίζονται βάσει αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου, το οποίο θεωρείται ότι αποτελεί το λογιστικό πρότυπο της τελικής μητρικής οντότητας.
(4)(α) Οι τελικές μητρικές οντότητες των χωριστών ομίλων που απαρτίζουν τον όμιλο ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών είναι οι τελικές μητρικές οντότητες του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών.
(β) Κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου όσον αφορά έναν όμιλο ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών, τυχόν αναφορές σε τελική μητρική οντότητα ισχύουν, όπως απαιτείται, όπως εάν ήταν αναφορές σε πολλές τελικές μητρικές οντότητες.
(5) Οι μητρικές οντότητες του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης κάθε τελικής μητρικής οντότητας, εφαρμόζουν τον κανόνα IIR σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 11 όσον αφορά το μερίδιο που τους αναλογεί στον συμπληρωματικό φόρο των συνιστωσών οντοτήτων με χαμηλή φορολόγηση.
(6) Οι συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία εφαρμόζουν τον κανόνα UTPR σύμφωνα με τα άρθρα 13, 14 και 15, λαμβάνοντας υπόψη τον συμπληρωματικό φόρο κάθε συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση που είναι μέλος του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών.
(7) Οι τελικές μητρικές οντότητες του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών υποβάλλουν τη δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου σύμφωνα με το άρθρο 45, εκτός εάν υποδείξουν ενιαία ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 45 και η εν λόγω δήλωση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με καθέναν από τους ομίλους που συνθέτουν τον όμιλο ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριο όμιλο.
39.-(1) Το αποδεκτό εισόδημα, μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα μειώνεται, για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που μπορεί να αποδοθεί στον κάτοχο ιδιοκτησιακής συμμετοχής («κάτοχος ποσοστού κυριότητας») στην οντότητα μετακύλισης φόρου, υπό την προϋπόθεση ότι-
(α) ο κάτοχος ποσοστού κυριότητας υπόκειται σε φόρο επί του εισοδήματος αυτού για φορολογητέα περίοδο που λήγει εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του εν λόγω οικονομικού έτους με ονομαστικό συντελεστή που ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· ή
(β) δύναται εύλογα να αναμένεται ότι το συνολικό ποσό των προσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων της τελικής μητρικής οντότητας και των φόρων που καταβάλλει ο κάτοχος ποσοστού κυριότητας επί του εν λόγω εισοδήματος εντός δώδεκα (12) μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους ισούται ή υπερβαίνει ένα ποσό ίσο με το εν λόγω εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(2) Το αποδεκτό εισόδημα μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα επίσης μειώνεται, για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που κατανέμεται στον κάτοχο ποσοστού κυριότητας στην οντότητα μετακύλισης φόρου, υπό την προϋπόθεση ότι ο κάτοχος ποσοστού κυριότητας είναι-
(α) φυσικό πρόσωπο που έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα και που κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές που αντιπροσωπεύουν δικαίωμα που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων της τελικής μητρικής οντότητας· ή
(β) κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή συνταξιοδοτικό ταμείο που έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα και κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές που αντιπροσωπεύουν δικαίωμα που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων της τελικής μητρικής οντότητας.
(3) Η αποδεκτή ζημία μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα μειώνεται, για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό της αποδεκτής ζημίας που δύναται να αποδοθεί στον κάτοχο ποσοστού κυριότητας στην οντότητα μετακύλισης φόρου.
(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) δεν ισχύουν στον βαθμό που ο κάτοχος του ποσοστού κυριότητας δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την εν λόγω ζημία για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματός του.
(5) Οι καλυπτόμενοι φόροι μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα μειώνονται αναλογικά προς το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που μειώνεται σύμφωνα με εδάφια (1) και (2).
(6) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) έως (5) ισχύουν για μόνιμη εγκατάσταση μέσω της οποίας ασκεί, εν όλω ή εν μέρει, τις δραστηριότητές της μια οντότητα μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα ή μέσω της οποίας ασκείται, εν όλω ή εν μέρει, η δραστηριότητα μιας φορολογικά διαφανούς οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η ιδιοκτησιακή συμμετοχή της τελικής μητρικής οντότητας στην εν λόγω φορολογικά διαφανή οντότητα κατέχεται άμεσα ή μέσω αλυσίδας οντοτήτων με φορολογική διαφάνεια.
40.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος» σημαίνει φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζει ενιαίο επίπεδο φορολόγησης επί του εισοδήματος των ιδιοκτητών μιας οντότητας, αφαιρώντας ή εξαιρώντας από το εισόδημα της οντότητας τα κέρδη που διανέμονται στους ιδιοκτήτες ή απαλλάσσοντας έναν συνεταιρισμό από φορολόγηση·
(β) «εκπίπτον μέρισμα» σημαίνει σε σχέση με μια συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος-
(i) διανομή κερδών στον κάτοχο ιδιοκτησιακής συμμετοχής στη συνιστώσα οντότητα, η οποία εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα της συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με το δίκαιο της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη· ή
(ii) συμμετοχή στα κέρδη μέλους συνεταιρισμού· και
(γ) «συνεταιρισμός» σημαίνει οντότητα που διαθέτει συλλογικά στην αγορά ή αποκτά αγαθά ή υπηρεσίες για λογαριασμό των μελών της και υπόκειται σε φορολογικό καθεστώς στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη, το οποίο διασφαλίζει τη φορολογική ουδετερότητα όσον αφορά τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που πωλούνται ή αποκτώνται από τα μέλη μέσω του συνεταιρισμού.
(2)Η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος μειώνει έως και μηδενίζει το αποδεκτό εισόδημά της για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό που διανέμεται ως εκπίπτον μέρισμα εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους, υπό την προϋπόθεση ότι-
(α) το μέρισμα υπόκειται σε φόρο που βαρύνει τον λήπτη για φορολογητέα περίοδο που λήγει εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους με ονομαστικό συντελεστή που ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· ή
(β) δύναται εύλογα να αναμένεται ότι το συνολικό ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων και των φόρων της τελικής μητρικής οντότητας που καταβάλλει ο λήπτης επί του εν λόγω μερίσματος ισούται ή υπερβαίνει το συγκεκριμένο εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(3) Η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος μειώνει έως και μηδενίζει το αποδεκτό εισόδημά της για το οικονομικό έτος κατά το ποσό που διανέμει ως εκπίπτον μέρισμα εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους, υπό την προϋπόθεση ότι ο λήπτης είναι-
(α) φυσικό πρόσωπο και το μέρισμα που εισπράττεται είναι συμμετοχή στα κέρδη από συνεταιρισμό προμηθειών·
(β) φυσικό πρόσωπο που έχει φορολογική κατοικία στην ίδια δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα και που κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές που αντιπροσωπεύουν δικαίωμα που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων της τελικής μητρικής οντότητας· ή
(γ) κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή συνταξιοδοτικό ταμείο εκτός από οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών που έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα.
(4) Οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 21 καλυπτόμενοι φόροι τελικής μητρικής οντότητας, εκτός από τους φόρους για τους οποίους επιτράπηκε η έκπτωση μερίσματος, μειώνονται κατ’ αναλογία προς το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που μειώνεται σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3).
(5) Όταν η τελική μητρική οντότητα κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα η οποία υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος, απευθείας ή μέσω αλυσίδας τέτοιων συνιστωσών οντοτήτων, τα εδάφια (2) έως (4), ισχύουν για κάθε άλλη συνιστώσα οντότητα που είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας που υπόκειται στο καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος, στον βαθμό που το αποδεκτό εισόδημά της διανέμεται περαιτέρω από την τελική μητρική οντότητα σε λήπτες που πληρούν τις απαιτήσεις των εδαφίων (2) και (3).
(6) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), συμμετοχή στα κέρδη που διανέμει συνεταιρισμός προμηθειών θεωρείται ότι υπόκειται σε φόρο ο οποίος βαρύνει τον λήπτη, εφόσον το εν λόγω μέρισμα μειώνει ένα εκπίπτον έξοδο ή κόστος κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή ζημίας του λήπτη.
41.-(1) (α) Η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα δύναται να επιλέξει για την ίδια ή σε σχέση με άλλη συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής να συμπεριλάβει το ποσό που προσδιορίζεται ως φόρος τεκμαρτής διανομής σύμφωνα με το εδάφιο (2) στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος.
(β) Η επιλογή πραγματοποιείται ετησίως σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 46 και εφαρμόζεται σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία.
(2) Το ποσό του φόρου τεκμαρτής διανομής είναι το μικρότερο από τα ακόλουθα:
(α) Το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων που είναι αναγκαίο για την αύξηση του πραγματικού φορολογικού συντελεστή, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 28 για την δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος, ώστε να ισούται με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· ή
(β) το ποσό του φόρου που θα οφειλόταν εάν οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην δικαιοδοσία είχαν διανείμει το σύνολο του εισοδήματός τους που υπόκειται στο επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου οικονομικού έτους.
(3)(α) Σε περίπτωση επιλογής δυνάμει του εδαφίου (1), δημιουργείται λογαριασμός ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο εφαρμόζεται η εν λόγω επιλογή και το ποσό του φόρου τεκμαρτής διανομής που προσδιορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) για την δικαιοδοσία προστίθεται στον λογαριασμό ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για το οικονομικό έτος κατά το οποίο δημιουργήθηκε.
(β) Στο τέλος κάθε επόμενου οικονομικού έτους, τα ανεξόφλητα υπόλοιπα στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής που έχουν δημιουργηθεί για προηγούμενα οικονομικά έτη μειώνονται με χρονολογική σειρά, έως και μηδενίζονται, κατά το ποσό των φόρων που κατέβαλαν οι συνιστώσες οντότητες κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους σε σχέση με πραγματικές ή τεκμαρτές διανομές.
(γ) Κάθε ποσό στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής που εναπομένει μετά την εφαρμογή της παραγράφου (β) μειώνεται, έως και μηδενίζεται, κατά ποσό ίσο με την καθαρή αποδεκτή ζημία μιας δικαιοδοσίας, πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(4) Κάθε ποσό καθαρής αποδεκτής ζημίας πολλαπλασιαζόμενο επί τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή που εναπομένει μετά την εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) για τη δικαιοδοσία μεταφέρεται στα επόμενα οικονομικά έτη και μειώνει τυχόν εναπομείναντα ποσά στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής μετά την εφαρμογή του εδαφίου (3).
(5) Το τυχόν ανεξόφλητο υπόλοιπο του λογαριασμού ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής κατά την τελευταία ημέρα του τέταρτου οικονομικού έτους μετά το οικονομικό έτος για το οποίο δημιουργήθηκε ο εν λόγω λογαριασμός αντιμετωπίζεται ως μείωση των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων που είχαν προσδιοριστεί προηγουμένως για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος και ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος επανυπολογίζονται αναλόγως, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30.
(6) Οι φόροι που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους σε σχέση με πραγματικές ή τεκμαρτές διανομές δεν περιλαμβάνονται σε αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους, στον βαθμό που μειώνουν τον λογαριασμό ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4).
(7)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε επιλογή σύμφωνα με το εδάφιο (1) αποχωρεί από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας ή ουσιαστικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία της μεταβιβάζονται σε πρόσωπο που δεν είναι συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που βρίσκεται στην ίδια δικαιοδοσία, κάθε ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής, όπως προσδιορίζεται στο εδάφιο (2), κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη κατά τα οποία δημιουργήθηκε ο εν λόγω λογαριασμός αντιμετωπίζεται ως μείωση των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για καθένα από τα εν λόγω οικονομικά έτη σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30.
(β) Κάθε οφειλόμενο ποσό πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου πολλαπλασιάζεται με την ακόλουθη σχέση για τον προσδιορισμό του πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου που οφείλεται για τη δικαιοδοσία:
(Αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας)
_____________________________________________
(Καθαρό αποδεκτό εισόδημα της δικαιοδοσίας)
όπου:
(α) το αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για την δικαιοδοσία· και
(β) το καθαρό αποδεκτό εισόδημα για την δικαιοδοσία προσδιορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 27 για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για την δικαιοδοσία.
42.-(1) Όταν μια συνιστώσα οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας είναι επενδυτική οντότητα που δεν είναι φορολογικά διαφανής οντότητα και δεν έχει προβεί σε επιλογή σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 44, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής της εν λόγω επενδυτικής οντότητας υπολογίζεται χωριστά από τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη.
(2)(α) Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής της επενδυτικής οντότητας, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), ισούται με τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της που διαιρούνται με ποσό ίσο με το μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της εν λόγω επενδυτικής οντότητας.
(β) Όταν βρίσκονται περισσότερες από μία επενδυτικές οντότητες σε μια δικαιοδοσία, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής που ισχύει για αυτές υπολογίζεται συνδυάζοντας τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους τους με το μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία τους.
(3) Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι μιας επενδυτικής οντότητας όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι που αποδίδονται στο μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας και οι καλυπτόμενοι φόροι που επιμερίζονται στην επενδυτική οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 25. Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι της επενδυτικής οντότητας δεν περιλαμβάνουν τυχόν καλυπτόμενους φόρους που οφείλονται από την επενδυτική οντότητα και οι οποίοι μπορούν να αποδοθούν σε εισόδημα που δεν αποτελεί τμήμα του μεριδίου του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο εισόδημα της επενδυτικής οντότητας.
(4)(α) Ο συμπληρωματικός φόρος μιας επενδυτικής οντότητας όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1) αντιστοιχεί σε ποσό ίσο με το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου της επενδυτικής οντότητας πολλαπλασιαζόμενο από ποσό που ισούται με τη διαφορά μεταξύ του μεριδίου του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας και της εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας που υπολογίζεται για την επενδυτική οντότητα.
(β) Το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου μιας επενδυτικής οντότητας είναι θετικό ποσό, ίσο με τη διαφορά μεταξύ του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή και του πραγματικού φορολογικού συντελεστή της εν λόγω επενδυτικής οντότητας.
(γ) Όταν βρίσκονται περισσότερες από μία επενδυτικές οντότητες σε μια δικαιοδοσία, συμπληρωματικός φόρος που ισχύει γι’ αυτές υπολογίζεται συνδυάζοντας τα ποσά εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας με το μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία τους.
(δ) Η εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας μιας επενδυτικής οντότητας καθορίζεται σύμφωνα με τα εδάφια (1) έως (7) του άρθρου 29 και οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας των επιλέξιμων εργαζομένων και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την εν λόγω επενδυτική οντότητα μειώνονται αναλογικά προς το κατανεμητέο μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας διαιρούμενο με το συνολικό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το κατανεμητέο μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία επενδυτικής οντότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10, λαμβανομένων υπόψη μόνο των συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε επιλογή σύμφωνα με τα άρθρα 43 ή 44.
43.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «ασφαλιστική επενδυτική οντότητα» σημαίνει την οντότητα η οποία θα πληρούσε τους ορισμούς «οργανισμός επενδύσεων» ή «φορέας επενδύσεων σε ακίνητα» του άρθρου 2, εάν δεν είχε συσταθεί σε σχέση με υποχρεώσεις βάσει ασφαλιστήριου συμβολαίου ή συμβολαίου ετήσιας προσόδου και εάν δεν ανήκει εξ ολοκλήρου σε οντότητα που υπόκειται σε ρύθμιση ως ασφαλιστική εταιρεία στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη.
(2) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, μια συνιστώσα οντότητα που είναι επενδυτική οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα δύναται να αντιμετωπίζεται ως φορολογικά διαφανής οντότητα, εάν η συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια υπόκειται σε φόρο στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη βάσει προσέγγισης εύλογης αγοραίας αξίας ή παρόμοιου καθεστώτος με βάση τις ετήσιες μεταβολές της εύλογης αξίας των ιδιοκτησιακών συμμετοχών της στην εν λόγω οντότητα και ο φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στη συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια επί του εν λόγω εισοδήματος ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(3) Συνιστώσα οντότητα που διατηρεί έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε επενδυτική οντότητα ή σε ασφαλιστική επενδυτική οντότητα μέσω άμεσης ιδιοκτησιακής συμμετοχής σε άλλη επενδυτική οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα θεωρείται ότι υπόκειται σε φόρο βάσει προσέγγισης εύλογης αγοραίας αξίας ή παρόμοιου καθεστώτος όσον αφορά την έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή της στην πρώτη οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα, εφόσον η άμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή της στη δεύτερη οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα υπάγεται σε προσέγγιση εύλογης αγοραίας αξίας ή παρόμοιο καθεστώς.
(4)(α) Η επιλογή που προβλέπεται στο εδάφιο (2) πραγματοποιείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46.
(β) Εάν ανακληθεί η επιλογή, κάθε κέρδος ή ζημία από τη διάθεση περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης που κατέχει η επενδυτική οντότητα ή μια ασφαλιστική επενδυτική οντότητα προσδιορίζεται με βάση την εύλογη αγοραία αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης την πρώτη ημέρα του έτους ανάκλησης.
44.-(1) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, μια συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια επενδυτικής οντότητας, ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, δύναται να εφαρμόζει μέθοδο φορολογητέας διανομής όσον αφορά την ιδιοκτησιακή συμμετοχή της στην επενδυτική οντότητα, ή στην ασφαλιστική επενδυτική οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια δεν είναι επενδυτική οντότητα και δύναται εύλογα να αναμένεται ότι υπόκειται σε φόρο επί των διανομών από την επενδυτική οντότητα με φορολογικό συντελεστή που ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(2)(α) Όταν ακολουθείται η μέθοδος φορολογητέας διανομής, οι διανομές και οι τεκμαρτές διανομές του αποδεκτού εισοδήματος επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, περιλαμβάνονται στο αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας που έλαβε τη διανομή, εφόσον δεν είναι επενδυτική οντότητα.
(β) Το ποσό των καλυπτόμενων φόρων που επιβαρύνουν την επενδυτική οντότητα ή την ασφαλιστική επενδυτική οντότητα και το οποίο πιστώνεται έναντι της φορολογικής υποχρέωσης της συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας που προκύπτει από τη διανομή της επενδυτικής οντότητας ή της ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, περιλαμβάνεται στο αποδεκτό εισόδημα και στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας που έλαβε τη διανομή.
(γ) Το μερίδιο της συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας στο μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας ή της ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, που αναφέρεται στο εδάφιο (3) που προέκυψε κατά το τρίτο έτος που προηγείται του οικονομικού έτους («υπό εξέταση έτος») αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας ή της ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, για το οικονομικό έτος και το ποσό που ισούται με το εν λόγω αποδεκτό εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή αντιμετωπίζεται ως συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση για το οικονομικό έτος για τους σκοπούς του Μέρους ΙΙ.
(δ) Το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία μιας επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, και οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι που αναλογούν στο εν λόγω εισόδημα για το οικονομικό έτος εξαιρούνται από τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή σύμφωνα με το Μέρος V και τα εδάφια (1) έως (4) του άρθρου 42, εκτός από το ποσό των καλυπτόμενων φόρων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου.
(3)(α) Το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα μιας επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, για το υπό εξέταση έτος είναι το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος της εν λόγω επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, για το υπό εξέταση έτος, το οποίο μειώνεται έως και μηδενίζεται κατά-
(i) τους καλυπτόμενους φόρους της επενδυτικής οντότητας·
(ii) τις διανομές και τις τεκμαρτές διανομές σε μετόχους που δεν είναι επενδυτικές οντότητες ή ασφαλιστικές επενδυτικές οντότητες, κατά τη διάρκεια της περιόδου που αρχίζει την πρώτη ημέρα του τρίτου έτους το οποίο προηγείται του οικονομικού έτους και λήγει την τελευταία ημέρα του αναφερόμενου οικονομικού έτους κατοχής της ιδιοκτησιακής συμμετοχής («περίοδος εξέτασης»)·
(iii) τις αποδεκτές ζημίες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της περιόδου εξέτασης· και
(iv) το τυχόν εναπομείναν ποσό αποδεκτών ζημιών που δεν έχει ήδη μειώσει το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, για προηγούμενο υπό εξέταση έτος, ήτοι η «μεταφερόμενη επενδυτική ζημία».
(β) Το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα μιας επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, δεν μειώνεται κατά τις διανομές ή τις τεκμαρτές διανομές που έχουν ήδη μειώσει το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας για προηγούμενο υπό εξέταση έτος κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
(γ) Το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα μιας επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας δεν μειώνεται κατά το ποσό των αποδεκτών ζημιών που έχουν ήδη μειώσει το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας για προηγούμενο υπό εξέταση έτος κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τεκμαρτή διανομή θεωρείται ότι προκύπτει όταν μια άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή στην επενδυτική οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα μεταβιβάζεται σε οντότητα που δεν ανήκει στον όμιλο ΠΕ ή σε εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας και ισούται με το μερίδιο του μη διανεμηθέντος καθαρού αποδεκτού εισοδήματος που αναλογεί στην εν λόγω ιδιοκτησιακή συμμετοχή κατά την ημερομηνία της εν λόγω μεταβίβασης, το οποίο προσδιορίζεται, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τεκμαρτή διανομή.
(5) Η επιλογή που προβλέπεται εδάφιο (1) πραγματοποιείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46.
(6) Σε περίπτωση ανάκλησης της επιλογής, το μερίδιο της συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας στο μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας για το υπό εξέταση έτος στο τέλος του οικονομικού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας για το οικονομικό έτος και το ποσό που ισούται με το εν λόγω αποδεκτό εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή αντιμετωπίζεται ως συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση για το οικονομικό έτος για τους σκοπούς του Μέρους ΙΙ.
45.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλοθοι ορισμοί:
(α) «ορισθείσα τοπική οντότητα» σημαίνει τη συνιστώσα οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και έχει οριστεί από τις άλλες συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία για την υποβολή της δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου ή την υποβολή κοινοποιήσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο για λογαριασμό τους·
(β) «ειδική συμφωνία αρμόδιων αρχών» σημαίνει τη διμερή ή πολυμερή συμφωνία ή ρύθμιση μεταξύ δύο ή περισσότερων αρμόδιων αρχών που προβλέπει την αυτόματη ανταλλαγή ετήσιων δηλώσεων πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου.
(2) Μια συνιστώσα οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία υποβάλλει δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου στο Τμήμα Φορολογίας σύμφωνα με το εδάφιο (5) και η εν λόγω δήλωση δύναται να υποβάλλεται από ορισθείσα τοπική οντότητα εξ ονόματος της συνιστώσας οντότητας.
(3) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (2), συνιστώσα οντότητα δεν υποχρεούται να υποβάλει δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου στο Τμήμα Φορολογίας, εάν έχει υποβληθεί τέτοιου είδους δήλωση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εδαφίου (5), από-
(α) την τελική μητρική οντότητα που είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία η οποία, για το οικονομικό έτος αναφοράς, έχει συνάψει ειδική συμφωνία αρμόδιων αρχών σε ισχύ με τη Δημοκρατία· ή
(β) την ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα που είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία η οποία, για το οικονομικό έτος αναφοράς, έχει συνάψει ειδική συμφωνία αρμόδιων αρχών σε ισχύ με τη Δημοκρατία.
(4) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (3), η συνιστώσα οντότητα που είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, ή η ορισθείσα τοπική οντότητα για λογαριασμό της, κοινοποιεί στο Τμήμα Φορολογίας την ταυτότητα της οντότητας που υποβάλλει τη δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου, καθώς και τη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη.
(5) Η δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου υποβάλλεται σύμφωνα με τυποποιημένο υπόδειγμα και περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας-
(α) στοιχεία των συνιστωσών οντοτήτων, περιλαμβανομένων, εάν υπάρχουν, των οικείων αριθμών φορολογικού μητρώου, της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένες και του καθεστώτος τους σύμφωνα με τους κανόνες του παρόντος Νόμου·
(β) πληροφορίες σχετικά με τη συνολική εταιρική δομή του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, περιλαμβανομένων των ελεγχουσών συμμετοχών στις συνιστώσες οντότητες που κατέχονται από άλλες συνιστώσες οντότητες·
(γ) πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό-
(i) του πραγματικού φορολογικού συντελεστή για κάθε δικαιοδοσία και του συμπληρωματικού φόρου κάθε συνιστώσας οντότητας·
(ii) του συμπληρωματικού φόρου μέλους ομίλου κοινοπραξιών·
(iii) της κατανομής του συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα IIR και του ποσού του συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα UTPR σε κάθε δικαιοδοσία· και
(δ) ιστορικό των επιλογών που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(6) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (5), όταν μια συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία με τελική μητρική οντότητα εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας, η οποία εφαρμόζει κανόνες που έχουν αξιολογηθεί ως ισοδύναμοι με τους κανόνες της Οδηγίας δυνάμει του άρθρου 52 αυτής, η συνιστώσα οντότητα ή η ορισθείσα τοπική οντότητα υποβάλλει δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου που περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή του άρθρου 9 όπως μεταξύ άλλων-
(i) τα στοιχεία όλων των συνιστωσών οντοτήτων στις οποίες μια μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα και είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, καθώς και τη δομή των εν λόγω ιδιοκτησιακών συμμετοχών·
(ii) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή των δικαιοδοσιών στις οποίες μια μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα και είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές σε συνιστώσες οντότητες που προσδιορίζονται βάση της υποπαραγράφου (i) και του οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου· και
(iii) όλες τις πληροφορίες που έχουν σημασία για τον σκοπό αυτό σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11 ή 12·
(β) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή του άρθρου 14, όπως μεταξύ άλλων-
(i) τα στοιχεία όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας και τη δομή των εν λόγω ιδιοκτησιακών συμμετοχών·
(ii) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή της δικαιοδοσίας της τελικής μητρικής οντότητας και του οικείου οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου· και
(iii) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την κατανομή του εν λόγω συμπληρωματικού φόρου βάσει του μαθηματικού τύπου κατανομής που υπόκειται στον κανόνα σχετικά με τις πληρωμές που υπόκεινται σε μειωμένη φορολόγηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15.
(γ) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου από οποιοδήποτε κράτος μέλος έχει επιλέξει να εφαρμόσει τον εν λόγω συμπληρωματικό φόρο, σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος Νόμου.
(7) Η δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου που αναφέρεται στα εδάφια (5) και (6) και τυχόν σχετικές κοινοποιήσεις, υποβάλλονται στο Τμήμα Φορολογίας μέχρι δεκαπέντε (15) μήνες μετά την τελευταία ημέρα του οικονομικού έτους αναφοράς.
46.-(1) Οι επιλογές που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4, στα εδάφια (3)(α), (3)(β), (6), (9), και (12) του άρθρου 17, στο εδάφιο (6) του άρθρου 22 και στα άρθρα 43 και 44 ισχύουν για περίοδο πέντε (5) ετών, αρχής γενομένης από το έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή και η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός εάν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα ανακαλέσει την επιλογή στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Η ανάκληση της επιλογής ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών, αρχής γενομένης από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση.
(2) Οι επιλογές που αναφέρονται στο εδάφιο (7) του άρθρου 17, στο εδάφιο (5)(β) του άρθρου 22, στο εδάφιο (1)(β) του άρθρου 23, στο εδαφίο (1) του άρθρου 26, στο εδάφιο (2) του άρθρου 29, στο εδάφιο (1) του άρθρου 31 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 41 ισχύουν για περίοδο ενός έτους και η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός εάν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα ανακαλέσει την επιλογή στο τέλος του έτους.
(3) Οι επιλογές που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4, στα εδάφια (3)(α), (3)(β), (6), (7), (9) και (12) του άρθρου 17, στα εδάφια (5)(β) και (6) του άρθρου 22, στα εδάφιο (6)(θ) του άρθρου 22, στο εδάφιο (1)(β) του άρθρου 23, στο εδάφιο (1) του άρθρου 26, στο εδάφιο (2) του άρθρου 29, στο εδάφιο (1) του άρθρου 31, στο εδάφιο (1) του άρθρου 41 και στα άρθρα 43 και 44, πραγματοποιούνται στη φορολογική διοίκηση της δικαιοδοσίας όπου βρίσκεται η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα.
(4) Οι επιλογές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 10, στο εδάφιο (1) του άρθρου 13 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 14 ισχύουν για περίοδο ενός έτους:
47.-(1) Κάθε συνιστώσα οντότητα ή κοινοπραξία όπως αυτή ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 37, η οποία είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και η οποία εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου υποχρεούται όπως ενημερώσει σχετικά τον Έφορο Φορολογίας και η σχετική ειδοποίηση πρέπει να ολοκληρωθεί πριν οι σχετικές προθεσμίες για το εν λόγω οικονομικό έτος οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (7) του άρθρου 45 και του άρθρου 57 εκπνεύσουν. Η εν λόγω ενημέρωση υποβάλλεται μία φορά πριν την ολοκλήρωση των σχετικών προθεσμιών που προβλέπονται στο εδάφιο (7) του άρθρου 45 και στο άρθρο 57.
(2) Η κάθε συνιστώσα οντότητα ή κοινοπραξία, η οποία εμπίπτει στις διατάξεις του εδάφιου (1), οφείλει να παρέχει πληροφορίες στο Τμήμα Φορολογίας σε σχέση με τα ακόλουθα:
(α) Το όνομα και τον αριθμό φορολογικής ταυτότητας τού μητρώου της εν λόγω συνιστώσας οντότητας·
(β) το όνομα του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας ή της κοινοπραξίας στον/στην οποίο/α ανήκει·
(γ) τη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 5, το όνομα και τον αριθμό φορολογικής ταυτότητας του μητρώου της τελικής μητρικής οντότητας ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας·
(δ) τη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 5, το όνομα και τον αριθμό φορολογικής ταυτότητας της ορισθείσας υποβάλλουσα οντότητα, όπου εφαρμόζεται·
(ε) το όνομα και τον αριθμό φορολογικής ταυτότητας της ορισθείσας τοπικής οντότητας μαζί με μια επιβεβαίωση ότι η εν λόγω οντότητα ορίστηκε από τις άλλες συνιστώσες οντότητες για να ενεργεί κατά αυτή την ιδιότητα·
(στ) εάν η οντότητα αποτελεί ορισθείσα τοπική οντότητα, το όνομα και τον αριθμό φορολογικής ταυτότητας των συνιστωσών οντοτήτων για το όφελος των οποίων ενεργεί η ορισθείσα τοπική οντότητα μαζί με μια επιβεβαίωση ότι η εν λόγω οντότητα ορίστηκε από τις άλλες συνιστώσες οντότητες για να ενεργεί κατά αυτή την ιδιότητα, όπου εφαρμόζεται·
(η) το οικονομικό έτος για το οποίο γίνεται η ενημέρωση·
(θ) την τελευταία μέρα του σχετικού οικονομικού έτους του ομίλου ΠΕ.
(3) Κάθε συνιστώσα οντότητα ή κοινοπραξία υποχρεούται πριν την εκπνοή των σχετικών προθεσμιών για το εν λόγω οικονομικό έτος οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (7) του άρθρου 45 και στο άρθρο 57 να ενημερώσει τον Έφορο Φορολογίας σε σχέση με οποιεσδήποτε αλλαγές χρειάζονται να γίνουν αναφορικά με το εδάφιο (2).
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία-
(i) συνιστώσα οντότητα ή κοινοπραξία παύει να αποτελεί μέλος ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας· ή
(ii) ο όμιλος ΠΕ η εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας δεν εμπίπτει πλέον στις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
κάθε συνιστώσα οντότητα ή κοινοπραξία του εν λόγω ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας οφείλει να ενημερώσει τον Έφορο Φορολογίας εντός των προθεσμιών οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (7) του άρθρου 45 και στο άρθρο 57.
48.-(1) Η φορολογική υποχρέωση που υπολογίζεται και κατανέμεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου θα διενεργείται βάση της δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου, όπως αυτή υποβάλλεται με κάθε οικονομικό έτος είτε στη Δημοκρατία είτε σε άλλη δικαιοδοσία στην οποία οφείλεται η εν λόγω υποχρέωση.
(2) Η δήλωση οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου θα υποβάλλεται από τις συνιστώσες οντότητες ή κοινοπραξίες, όπως αυτές ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 37, από τις οποίες οφείλεται οιονδήποτε ποσό συμπληρωματικού φόρου λόγω της εφαρμογής ενδεδειγμένου κανόνα IIR, του κανόνα UTPR και του εγχώριου Κυπριακού συμπληρωματικού φόρου εντός τριάντα (30) ημερών από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου όπως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (7) του άρθρου 45 και στο άρθρο 57, η μορφή και τύπος της οποίας δύναται να ορίζεται από τον Έφορο Φορολογίας.
(3) Οποιαδήποτε φορολογική υποχρέωση προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου λόγω της εφαρμογής ενδεδειγμένου κανόνα IIR, του κανόνα UTPR και του εγχώριου Κυπριακού συμπληρωματικού φόρου, καταβάλλεται στο Τμήμα Φορολογίας εντός τριάντα (30) ημερών από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου όπως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (7) του άρθρου 45 και του άρθρου 57.
(4) Με την επιφύλαξη του άρθρου 50, σε περίπτωση κατά την οποία φορολογική υποχρέωση η οποία προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και δεν καταβάλλεται εντός της προθεσμίας η οποία αναφέρεται στο παρόν άρθρο-
(i) υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση ίση με πέντε τοις εκατό (5%) της φορολογικής υποχρέωσης·
(ii) εάν δεν καταβληθεί μέχρι την ημερομηνία που καθορίζεται στον παρόντα Νόμο, αυτή εισπράττεται με ετήσιο τόκο, ο οποίος καθορίζεται δυνάμει των διατάξεων του περί του Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου:
49.-(1) Σε περίπτωση που οποιαδήποτε οντότητα η οποία έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 45 παραλείπει ή αρνείται να υποβάλει δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου, ο Έφορος Φορολογίας δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).
(2) Σε περίπτωση που οποιαδήποτε οντότητα η οποία έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 45 υποβάλλει ελλιπή ή ανακριβή δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου, ο Έφορος Φορολογίας δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000).
(3) Σε περίπτωση που οποιαδήποτε οντότητα η οποία έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 45 παραβιάζει την υποχρέωση να διατηρεί όλα τα βιβλία, έγγραφα και αρχεία τα οποία είναι απαραίτητα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51, ο Έφορος Φορολογίας δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500).
(4) Σε περίπτωση που οποιαδήποτε οντότητα η οποία έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 45 παραλείπει να παράσχει στον Έφορο Φορολογίας πρόσβαση σε πληροφορίες για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας και πληρότητάς της δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου τα οποία έχει υποχρέωση να διατηρεί σύμφωνα με το άρθρο 45, ο Έφορος Φορολογίας δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).
(5) Σε περίπτωση που η συνιστώσα οντότητα ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία παραλείπει ή παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που αφορούν την γνωστοποίηση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 47, ο Έφορος Φορολογίας δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000).
(6) Σε περίπτωση που πρόσωπο δεν καταβάλει το διοικητικό πρόστιμο που του επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή συνεχίζει την παράβαση, ο Έφορος Φορολογίας δύναται να αυξήσει το ποσό του διοικητικού προστίμου, το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (€20.000).
(7) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης προσώπου, στο οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, να καταβάλει στον Έφορο Φορολογίας πρόστιμο, ο Έφορος Φορολογίας λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.
(8) Ο Έφορος Φορολογίας, πριν επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ειδοποιεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή του, ενημερώνοντάς το για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντάς του το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημέρα της ειδοποίησης.
(9) Ο Έφορος Φορολογίας επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή του την οποία κοινοποιεί στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.
(10) Η απόφαση του Εφόρου Φορολογίας-
(α)(i) καθορίζει την παράβαση για την οποία επιβάλλεται το διοικητικό πρόστιμο·
(β)(ii) πληροφορεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο-
(i)(α) για το δικαίωμά του να προσβάλει την απόφαση είτε με ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50Ε του ΠΒΕΝ είτε με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου· και
(ii)(β) για τις προθεσμίες εντός των οποίων δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα που αναφέρεται στην υπουποπαράγραφο (i)(α)· και
(γ) καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της.
(11) Σε περίπτωση που διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου προσβλήθηκε επιτυχώς είτε με ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50Ε του ΠΒΕΝ, είτε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου, ο Έφορος Φορολογίας επιστρέφει οποιοδήποτε καταβληθέν διοικητικό πρόστιμο στο πρόσωπο που το κατέβαλε.
(12) Κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου διοικητικών προστίμων και κυρώσεων δεν θα επιβάλλονται οποιαδήποτε διοικητικά πρόστιμα και κυρώσεις, είτε αυτά επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή της αναλογικής εφαρμογής του ΠΒΕΝ, σε σχέση με την υποβολή δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου όπου ο Έφορος Φορολογίας ικανοποιείται ότι ο εν λόγω όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας προέβη σε όλες τις δέουσες ενέργειες, ώστε να επιτύχει συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου. Ένας όμιλος θεωρείται ότι, έλαβε όλες τις δέουσες ενέργειες εάν δύναται να αποδείξει ότι ενήργησε με καλή πίστη με σκοπό να κατανοήσει και να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
50.-(1)(α) Οποιαδήποτε οντότητα, έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου σύμφωνα με το άρθρο 45 και η οποία έχει υποβάλει δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται να υποβάλει αναθεωρημένη δήλωση για ένα οικονομικό έτος υπό τη μορφή, τύπο και προϋποθέσεις που ορίζονται από τον Έφορο Φορολογίας.
(β) Πρόσωπο, το οποίο έχει υποβάλει δήλωση οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται να υποβάλει αναθεωρημένη δήλωση οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου για ένα οικονομικό έτος υπό τη μορφή, τύπο και προϋποθέσεις που ορίζονται από τον Έφορο Φορολογίας.
(2) Σε περίπτωση που τροποποίηση στη δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου, είτε η εν λόγω τροποποίηση διενεργείται στη δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρο που υποβάλλεται στη Δημοκρατία ή σε άλλη δικαιοδοσία, επηρεάζει τον υπολογισμό της φορολογικής υποχρέωσης η οποία αντικατοπτρίζεται στην υποβληθείσα για το σχετικό οικονομικό έτος δήλωση οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου τότε η εν λόγω οντότητα υποχρεούται να-
(α) υποβάλει αναθεωρημένη δήλωση οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου εντός οποιασδήποτε ημερομηνίας είναι η μεταγενέστερη-
(i) τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αναθεωρημένης δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου· ή
(ii) της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής της δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου όπως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (7) του άρθρου 45 και στο άρθρο 57· και
(β) σε περιπτώσεις που προκύπτει επιπρόσθετος οφειλόμενος φόρος, οι διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 48 εφαρμόζονται κατά αναλογία.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 48 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.
51.-(1) Οποιαδήποτε συνιστώσα οντότητα η οποία έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 45 υποχρεούται να τηρεί βιβλία, έγγραφα και αρχεία επί τη βάσει των οποίων συμπληρώθηκε και υποβλήθηκε η δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου η υποχρέωση οντότητας η οποία έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου στη Δημοκρατία, σε σχέση με την τήρηση βιβλίων, εγγράφων και αρχείων περιορίζεται στους υπολογισμούς επί τη βάσει των οποίων υποβλήθηκε η δήλωση οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου. Οι υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από το παρόν εδάφιο δεν επηρεάζουν τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν με βάση το εδάφιο (1) στην περίπτωση που η εν λόγω συνιστώσα οντότητα έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 45 του Νόμου.
52.-(1) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών οι διατάξεις των άρθρων 2 (Ερμηνεία), 3 (Εφαρμογή του παρόντος Νόμου), 4 (Διευθυντής και υπηρεσιακό απόρρητο), 4Α (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου), 6 (Δηλώσεις εργοδοτών και άλλων προσώπων) παράγραφος 7 μέχρι 16, 7 (Φορολογικές δηλώσεις από συνεταιρισμούς (partnerships), 8 (Φορολογικές δηλώσεις επιτρόπων, κλπ.), 9 (Φορολογικές δηλώσεις προσώπου πού διαμένει εκτός της Δημοκρατίας), 11 (Δελτία τά οποία πρέπει να ετοιμάζονται από αντιπροσώπους), 12 (Διευθυντές νομικών προσώπων), 12Α (Πρόσωπα αποβιώσαντα), 13 (Ο Διευθυντής προβαίνει στη βεβαίωση της φορολογίας),14 (Φορολογία αντιπροσώπων κ.λ.π. ανικάνων και προσώπων πού δεν διαμένουν στη Δημοκρατία), 15 (Πρόσωπα που απεβίωσαν), 16 (Αντιπρόσωπος αστικά ανεύθυνος), 18 (Κατάλογοι φορολογουμένων, 19 (Επίδοση ειδοποίησης για επιβολή φόρου προς τους φορολογούμενους), 20 (Ενστάσεις κατά της φορολογίας), 20Α (Προσφυγή εναντίον απόφασης του Διευθυντή), 21 (Προσφυγή κατά της φορολογίας), 22 (Η φορολογία κλπ δεν θα είναι άκυρη λόγω της πλάνης σ αυτή σ ότι αφορά ονόματα ή περιγραφές), 23 (Διόρθωση παράλειψης επιβολής φόρου ή επιβολή φόρου λιγότερου από τον κανονικό), 27 (Εξουσία του Διευθυντή να απαιτήσει την παροχή στοιχείων), 28 (Οι δημόσιοι υπάλληλοι θα βοηθούν το Διευθυντή), 29 (Λογαριασμοί που ετοιμάστηκαν και πιστοποιήθηκαν από επαγγελματίες λογιστές), 30 (Τήρηση βιβλίων) παράγραφοι 2 έως 4, (31 (Εξουσία του Διευθυντή κατά την απογραφή των εμπορευμάτων), 32 (Εξουσία του Διευθυντού για επιτόπια έρευνα κλπ), 35 (Περιστάσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να επιστραφεί 44 φόρος), 37 (Αποσπάσματα φορολογικών καταλόγων θα στέλνονται στα Επαρχιακά Γραφεία Είσπραξης Φόρων, διαδικασία πού θα ακολουθείται στις περιπτώσεις πού εκκρεμεί ένσταση ή προσφυγή), 38 (Προθεσμία καταβολής του φόρου) παράγραφος 2 , 40 (Καταβολή φόρου με δόσεις), 41 (Λήψη δικαστικών μέτρων από το Διευθυντή για την είσπραξη φόρου), 42 (Είσπραξη φόρου σε ορισμένες περιπτώσεις), 46 (Εγκυρότητα ειδοποιήσεων), 47 (Επίδοση ειδοποιήσεων), 49 ( Ψευδής δήλωση κ.λ.π.), 50 ('Ετερα αδικήματα), 50Α (Διοικητικά Πρόστιμα), 51 (Συμβιβασμός αδικημάτων), 51Α (Ποινική ευθύνη αναφορικά με παράλειψη καταβολής του φόρου), 52 (Επιφύλαξη για ποινική δίωξη), 53 (Ποινική δίωξη δεν αρχίζει χωρίς τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας) ΠΒΕΝ.
(2) Σε περίπτωση που για κάποιο θέμα προβλέπεται ειδική ρύθμιση από το παρόντα Νόμο ή σε διάταγμα το οποίο εκδίδεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΠΒΕΝ
53.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «μεταβατικό έτος», για την δικαιοδοσία, λογίζεται το πρώτο οικονομικό έτος κατά το οποίο ένας όμιλος ΠΕ ή ένας εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντα Νόμου όσον αφορά την δικαιοδοσία.
(2) Κατά τον καθορισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή για μια δικαιοδοσία σε μεταβατικό έτος και για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, ο όμιλος ΠΕ ή ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας λαμβάνει υπόψη όλες τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και τις αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις που αποτυπώνονται ή γνωστοποιούνται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς όλων των συνιστωσών οντοτήτων σε μια δικαιοδοσία για το μεταβατικό έτος.
(3) Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις υπάγονται στον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή ή τον ισχύοντα εγχώριο φορολογικό συντελεστή, όποιος εκ των δύο είναι χαμηλότερος, ωστόσο, μια αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που έχει καταγραφεί με φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή δύναται να υπαχθεί στον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, εάν ο φορολογούμενος δύναται να αποδείξει ότι η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδίδεται σε αποδεκτή ζημία.
(4) Η επίπτωση τυχόν αναπροσαρμογής αποτίμησης ή αναπροσαρμογής λογιστικής αναγνώρισης σε σχέση με αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη.
(5) Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που προκύπτουν από στοιχεία που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με το Μέρος III εξαιρούνται από τον υπολογισμό που προβλέπεται στο εδάφιο (2), όταν οι εν λόγω αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις προκύπτουν από συναλλαγή που πραγματοποιείται μετά την 30ή Νοεμβρίου 2021.
(6) Σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων ανάμεσα σε συνιστώσες οντότητες μετά την 30ή Νοεμβρίου 2021 και πριν από την έναρξη ενός μεταβατικού έτους, η βάση των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων, πλην των αποθεμάτων, βασίζεται στη λογιστική αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας κατά τη διάθεση, ενώ οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις προσδιορίζονται στην ίδια βάση.
54.-(1) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (3) του άρθρου 29, η τιμή του πέντε τοις εκατό (5%) αντικαθίσταται, για κάθε οικονομικό έτος το οποίο αναφέρεται στην στήλη 1 του ακόλουθου πίνακα, από τις τιμές που παρατίθενται στην στήλη 2 του ακόλουθου πίνακα:
1 | 2 |
2023 | 10% |
2024 | 9,8% |
2025 | 9,6% |
2026 | 9,4% |
2027 | 9,2% |
2028 | 9,0% |
2029 | 8,2% |
2030 | 7,4% |
2031 | 6,6% |
2032 | 5,8% |
(2) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (4) του άρθρου 29 η τιμή του πέντε τοις εκατό (5%) αντικαθίσταται, για κάθε οικονομικό έτος που αρχίζει το οποίο αναφέρεται στην στήλη 1 του ακόλουθου πίνακα, από τις τιμές που παρατίθενται στην στήλη 2 του ακόλουθου πίνακα:
2023 | 8% |
2024 | 7,8% |
2025 | 7,6% |
2026 | 7,4% |
2027 | 7,2% |
2028 | 7,0% |
2029 | 6,6% |
2030 | 6,2% |
2031 | 5,8% |
2032 | 5,4% |
55.-(1) Ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από τελική μητρική οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 6 ή από ενδιάμεση μητρική οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 8, όταν η τελική μητρική οντότητα είναι εξαιρούμενη οντότητα, μηδενίζεται-
(α) κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη της αρχικής φάσης της διεθνούς δραστηριότητας του ομίλου ΠΕ, παρά τις απαιτήσεις που ορίζονται στο Μέρος V·
(β) κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του οικονομικού έτους στο οποίο ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου για πρώτη φορά.
(2) Όταν η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας, ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από συνιστώσα οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 15, μηδενίζεται κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη της αρχικής φάσης της διεθνούς δραστηριότητας του εν λόγω ομίλου ΠΕ, παρά τις απαιτήσεις που ορίζονται στο Μέρος V.
(3) Όμιλος ΠΕ θεωρείται ότι βρίσκεται στην αρχική φάση της διεθνούς δραστηριότητάς του εάν, για ένα οικονομικό έτος-
(α) έχει συνιστώσες οντότητες σε έξι κατ’ ανώτατο όριο δικαιοδοσίες· και
(β) το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που βρίσκονται σε όλες τις δικαιοδοσίες πλην της δικαιοδοσίας αναφοράς δεν υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€50.000.000).
(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (3), ως «δικαιοδοσία αναφοράς» λογίζεται η δικαιοδοσία στην οποία οι συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ έχουν την υψηλότερη συνολική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο ο όμιλος ΠΕ εμπίπτει αρχικά στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και η συνολική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων σε μια δικαιοδοσία είναι το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας όλων των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που βρίσκονται στην εν λόγω δικαιοδοσία.
(5) Η περίοδος των πέντε (5) ετών που αναφέρεται στο εδάφιο (1)(α) και στο εδάφιο (2) αρχίζει κατά την έναρξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο ο όμιλος ΠΕ εμπίπτει αρχικά στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου.
(6) Για τους ομίλους ΠΕ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου κατά την έναρξη ισχύος του, η πενταετής περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (1)(α) αρχίζει την 31η Δεκεμβρίου 2023.
(7) Για τους ομίλους ΠΕ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντα Νόμου κατά την έναρξη ισχύος του, η πενταετής περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 αρχίζει στις 31 Δεκεμβρίου 2024.
(8) Για τους εγχώριους ομίλους μεγάλης κλίμακας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου κατά την έναρξη ισχύος του, η πενταετής περίοδος που προβλέπεται στο εδάφιο (1)(β) αρχίζει την 31η Δεκεμβρίου 2023.
(9) Η ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 45 ενημερώνει το Τμήμα Φορολογίας σχετικά με την έναρξη της αρχικής φάσης της διεθνούς δραστηριότητας του ομίλου ΠΕ ή στην περίπτωση εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, σχετικά με το γεγονός ότι ο προαναφερθείς όμιλος αρχίζει να εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
56.-(1) Όταν η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος που έχει προβεί στην επιλογή του εδαφίου (1) του άρθρου 50 της Οδηγίας, οι συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, υπόκεινται στο ποσό συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα UTPR που κατανέμεται στη Δημοκρατία για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από την 31η Δεκεμβρίου 2023 σύμφωνα με το άρθρο 15.
(2) Η τελική μητρική οντότητα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ορίζει υποβάλλουσα οντότητα που έχει οριστεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα ή, εάν ο όμιλος ΠΕ δεν διαθέτει συνιστώσα οντότητα σε άλλο κράτος μέλος, σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας στην οποία, για το οικονομικό έτος υποβολής στοιχείων, ισχύει ειδική συμφωνία αρμόδιας αρχής με το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα.
(3) Στην περίπτωση αυτή, η ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα υποβάλλει συμπληρωματική δήλωση πληροφοριών φόρου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εδαφίου (5) του άρθρου 45. Οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος που άσκησε το δικαίωμα επιλογής δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 50 της Οδηγίας, παρέχουν στην ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με το εδάφιο (5) του άρθρου 45 και απαλλάσσονται από την απαίτηση υποβολής που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 45.
(4) Το ποσοστό βάσει του κανόνα UTPR που προσδιορίζεται για κράτος μέλος που έχει προβεί στην επιλογή του εδαφίου (1) του άρθρου 50 της Οδηγίας θεωρείται μηδενικό για το οικονομικό έτος.
57. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (7) του άρθρου 45, η δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου και οι υποχρεώσεις υποβολής που αναφέρονται στο άρθρο 45 υποβάλλονται στο Τμήμα Φορολογίας εντός δεκαοκτώ (18) μηνών μετά την τελευταία ημέρα του οικονομικού έτους αναφοράς ή την 30ή Ιουνίου 2026, οποιαδήποτε ημερομηνία είναι μεταγενέστερη, που είναι το μεταβατικό έτος το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 53.
58. Το νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στο εσωτερικό δίκαιο δικαιοδοσίας τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμο με ενδεδειγμένο κανόνα IIR που προβλέπεται στο Μέρος ΙΙ και δεν αντιμετωπίζεται ως φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών, εφόσον έχει εξουσιοδοτηθεί σαν ισοδύναμο με ενδεδειγμένο κανόνα IIR από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 52(2) της Οδηγίας.
59.-(1) Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Δημοκρατία θα πρέπει να χρησιμοποιεί τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ όπως ορίζονται στο άρθρο 2 ως πηγή παραδειγμάτων ή ερμηνειών, στο βαθμό που δεν παρατηρείται ασυνέπεια στην εφαρμογή της Οδηγίας και του παρόντος Νόμου.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται μετά την εφαρμογή των διατάξεων νόμων οι οποίοι εφαρμόζονται στη Δημοκρατία δια μέσου των οποίων επιβάλλονται καλυπτόμενοι φόροι.
60. Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Υπουργός δύναται να καθορίζει με Διατάγματα του, που δημοσιεύoνται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας-
(α) τον διαδικαστικό και τεχνικό τρόπο πρακτικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου· και
(β) πρόσθετα μεταγενέστερα έγγραφα που δημοσιεύονται από τον ΟΟΣΑ, σχετικά με τις φορολογικές προκλήσεις που προκύπτουν από την ψηφιοποίηση της οικονομίας – Παγκόσμιοι πρότυποι κανόνες κατά της διάβρωσης της φορολογικής βάσης (δεύτερος πυλώνας), δυνάμει του σημείου (i) του ορισμού «κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ» του άρθρου 2.
61.-(1) Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου λογίζεται ότι άρχισε την 31η Δεκεμβρίου 2023 και αυτές εφαρμόζονται όσον αφορά τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από την 31η Δεκεμβρίου 2023.
(2) Ωστόσο, με εξαίρεση τη ρύθμιση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 56, εφαρμόζονται οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή τους με το εδάφιο (1) του άρθρου 12 και τα άρθρα 13, 14 και 15 όσον αφορά τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από την 31η Δεκεμβρίου 2024.