Συνοπτικός τίτλος

1. Οι περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμοι του 1977 έως 2000 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμοι του 1977 έως 2000.

ΜΕΡΟΣ Ι ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
Ερμηνεία

2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια:

“αντίστοιχος νόμος” σημαίνει τον νόμον όστις, συμφώνως προς πιστοποιητικόν εκδοθέν υπό ή εκ μέρους της Κυβερνήσεως χώρας εκτός της Δημοκρατίας κειμένης, διέπει εν τη χώρα ταύτη τον έλεγχον και τον διακανονισμόν της παραγωγής, προμηθείας, χρήσεως, εισαγωγής και εξαγωγής ελεγχομένων φαρμάκων και ετέρων ουσιών, συμφώνως προς τας διατάξεις της Ενιαίας Συμβάσεως επί των Ναρκωτικών Φαρμάκων και της Συμβάσεως επί των Ψυχοτρόπων Ουσιών ή όστις διέπει εν τη χώρα ταύτη τον έλεγχον και διακανονισμό της παραγωγής, προμηθείας, χρήσεως, εισαγωγής και εξαγωγής συμφώνως προς οιανδήποτε συνθήκην, σύμβασιν ή ετέραν συμφωνίαν ή διευθέτησιν ήν η εν λόγω χώρα, και η Δημοκρατία έχουσιν εκάστοτε υπογράψει. Δήλωσις εν οιωδήποτε τοιούτω πιστοποιητικώ, ως είρηται, ότι οιαδήποτε γεγονότα συνιστώσιν αδίκημα κατά παράβασιν του εν τω πιστοποιητικώ αναφερομένου νόμου αποτελεί απόδειξιν των εν λόγω θεμάτων:

“βιομηχανική κάνναβη” σημαίνει –

(i) ολόκληρα φυτά ή μέρη φυτού ακατέργαστα ή κατεργασμένα (στουπί) του είδους Cannabis sativa, που η περιεκτικότητα τους σετετραϋδροκανναβινόλη (THC) δεν υπερβαίνει το 0,2%, και

(ii) τους σπόρους που προέρχονται από ποικιλία του είδους Cannabis sativa που η περιεκτικότητά τους σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) δεν υπερβαίνει το 0,2%˙

“Δημοκρατία” σημαίνει την Κυπριακήν Δημοκρατίαν˙

“εκπαιδευτικό ίδρυμα” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του περί της Υποχρεωτικής Διδασκαλίας των Επίσημων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο˙

“ελεγχόμενον φάρμακον” κέκτηται την έννοιαν την αποδιδομένην αυτώ υπό του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου˙

“Ενιαία Σύμβασις” σημαίνει την Ενιαίαν Σύμβασιν επί των Ναρκωτικών την γενομένην εν Νέα Υόρκη την 30ην Μαρτίου, 1961, ήτις εκυρώθη υπό του περί Εννιαίας Συμβάσεως περί Ναρκωτικών (Κυρωτικού) Νόμου του 1969, ως αύτη ετροποποιήθη υπό του Πρωτοκόλλου της Γενεύης της 25ης Μαρτίου, 1972, όπερ εκυρώθη υπό του περί Πρωτοκόλλου Τροποποιούντος την Ενιαίαν Σύμβασιν περί Ναρκωτικών (Κυρωτικού) Νόμου του 1973˙

“εξουσιοδοτημένος πωλήτης δηλητηρίων” κέκτηται την έννοιαν την αποδιδομένην αυτώ υπό του άρθρου 2 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου˙

“η επί Ψυχοτρόπων Ουσιών Σύμβασις” σημαίνει την Σύμβασιν επί των Ψυχοτρόπων Ουσιών την γενομένην εν Γενεύη την 21ην Φεβρουαρίου, 1971˙

“ιατρός” σημαίνει παν πρόσωπον εγγεγραμμένον ως ιατρός συμφώνως προς τας διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου˙

“κάνναβις”, με εξαίρεση την περίπτωση που ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στον όρο “ρητίνη καννάβεως”, σημαίνει τις ανθισμένες ή καρποφόρες κορυφές κάθε φυτού του γένους Cannabis, από τις οποίες δεν αφαιρέθηκε η ρητίνη, οποιαδήποτε ονομασία και αν αυτές φέρουν και περιλαμβάνει τα φύλλα και το στέλεχος οποιουδήποτε τέτοιου φυτού, εξαιρουμένης της βιομηχανικής κάνναβης·

“κτηνίατρος” σημαίνει παν πρόσωπον εγγεγραμμένον ως κτηνιάτρος συμφώνως προς τας διατάξεις του περί Εγγραφής Κτηνιάτρων Νόμου˙

“οδοντίατρος” σημαίνει παν πρόσωπον εγγεγραμμένον ως οδοντίατρος συμφώνως προς τας διατάξεις του περί Εγγραφής Οδοντιάτρων Νόμου˙

“παράβασις” περιλαμβάνει παράλειψιν συμμορφώσεως και “παραβαίνειν” δέον να ερμηνεύηται αναλόγως˙

“παράβασις” περιλαμβάνει παράλειψιν συμμορφώσεως και “παραβαίνειν” δέον να ερμηνεύηται αναλόγως˙

“παρασκευασμένον όπιον” σημαίνει όπιον παρασκευασμένον διά κάπνισμα, περιλαμβάνει δε τέφραν και οιαδήποτε έτερα κατάλοιπα άτινα ήθελον παραμείνει μετά το κάπνισμα του οπίου˙

“προμηθεύειν” περιλαμβάνει και διανέμειν˙

“ρητίνη καννάβεως” σημαίνει την εξαχθείσαν ρητίνην, ακατέργαστον ή καθαράν, την λαμβανομένην εκ παντός φυτού του γένους Cannabis˙

“Yπουργός” σημαίνει τον Υπουργόν Υγείας και περιλαμβάνει παν πρόσωπον εξουσιοδοτημένον υπ’ αυτού διά τινα ή άπαντας τους σκοπούς του παρόντος Νόμου˙

“Φαρμακοποιός” σημαίνει παν πρόσωπον εγγεγραμμένον ως Φαρμακοποιός συμφώνως προς τας διατάξεις του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου.

(2) Οσάκις εν τω παρόντι Νόμω γίνεται αναφορά εις κακήν χρήσιν Φαρμάκου τινός, αύτη αναφέρεται εις κακήν χρήσιν τούτου διά ληψεως αυτού, λήψις δε εν τη εννοία του παρόντος εδαφίου σημαίνει λήψιν τούτου υπό ανθρωπίνου όντος καθ’ οιονδήποτε τρόπον αυτοχορηγήσεως ανεξαρτήτως του εάν αύτη υποβοηθήται υπό ετέρου προσώπου ή μή.

(3) Δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, παν πρόσωπον θεωρείται ως έχον εν τη κατοχή αυτού οιαδήποτε αντικείμενα τελούντα υπό τον έλεγχον αυτού καίτοι ταύτα ευρίσκονται υπό την φύλαξιν ετέρου προσώπου.

(4) Εκτός εάν το κείμενον άλλως απαιτή, πάσα αναφορά εν τω παρόντι Νόμω εις έτερον Νόμον θα ερμηνεύηται ως αναφορά εις τον ως είρηται Νόμον ως ούτος ήθελεν εκάστοτε τροποποιηθή.

Ελεγχόμενα φάρμακα και ταξινόμησις αυτών

3.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω:

(α) ο όρος “ελεγχόμενον φάρμακον” σημαίνει οιανδήποτε ουσίαν ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον εις το Μέρος Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ του Πρώτου Πίνακος του παρόντος Νόμου˙ και

(β) ο όρος “φάρμακον Τάξεως Α” , “φάρμακον Τάξεως Β” και “φάρμακον Τάξεως Γ” σημαίνει οιανδήποτε ουσίαν ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον αντιστοίχως εις το Μέρος Ι, Μέρος ΙΙ και Μέρος ΙΙΙ του εν λόγω Πίνακος,

αι διατάξεις του Μέρους IV του εν λόγω Πίνακος θα ισχύωσιν ως προς την ερμηνείαν των όρων των χρησιμοποιουμένων εν τω ρηθέντι Πίνακι.

(2) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά Διατάγματος δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, να επιφέρη τοιαύτας τροποποιήσεις εις τον Πρώτον Πίνακα του παρόντος Νόμου οίαι ήθελον καταστή αναγκαίαι ίνα προστεθή ή αφαιρεθή οιαδήποτε ουσία ή προϊόν εξ οιουδήποτε των Μερών Ι έως ΙΙΙ του ως είρηται  Πίνακος (περιλαμβανομένων τροποποιήσεων σκοπουσών την διασφάλισιν ώστε ουδέποτε να καθορίζηται οιαδήποτε ουσία ή προϊον εν ιδιαιτέρω τινί των Μερών τούτων, ή σκοπουσών την ένταξιν οιασδήποτε ουσίας ή προϊόντος εις οιονδήποτε των Μερών τούτων εν τοις οποίοις δεν καθορίζεται η τοιαύτη ουσία ή προϊον).

(3) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά Διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου να τροποποιή το Μέρος ΙV του Πρώτου Πίνακος του παρόντος Νόμου και δύναται να πράττη ούτω ανεξαρτήτως του εάν τροποποιή οιονδήποτε έτερον Μέρος του εν λόγω Πίνακος ή μή.

(4) Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου εκδοθέν δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να τροποποιηθή ή ανακληθή διά μεταγενεστέρου Διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει του αυτού άρθρου.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΙ ΕΙΣ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ Κ.Λ.Π.
Περιορισμός εισαγωγής και εξαγωγής ελεγχομένων φαρμάκων

4.-(1) Υπό την επιφύλαξιν του εδαφίου (2) κατωτέρω:

(α) η εισαγωγή ελεγχομένου φαρμάκου˙ και

(β) η εξαγωγή ελεγχομένου φαρμάκου,

δια του παρόντος απαγορεύεται.

(2) Το εδάφιον (1) ανωτέρω δεν εφαρμόζεται:

(α) επί της εισαγωγής ή εξαγωγής ελεγχομένου φαρμάκου όπερ εκάστοτε εξαιρείται της παραγράφου (α) ή, ως ήθελεν είναι η περίπτωσις, της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) ανωτέρω, διά Κανονισμών εκδιδομένων δυνάμει του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου˙ ή

(β) επί της εισαγωγής ή εξαγωγής ελεγχομένου φαρμάκου δυνάμει και συμφώνως τοις όροις αδείας τινός εκδοθείσης υπό του Υπουργού (και εν συμμορφώσει προς οιουσδήποτε εν αυτή τιθεμένους όρους).

Περιορισμός παραγωγής κλπ. ελεγχόμενων φαρμάκων

5.-(1) Τηρουμένων οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, δε θα είναι νόμιμο για οποιοδήποτε πρόσωπο-

(α) Να παράγει, κατασκευάζει, παρασκευάζει ή εκχυλίζει ελεγχόμενο φάρμακο˙ ή

(β) να προμηθεύει, προσφέρει, προσφέρεται να προμηθεύει, προσφέρει προς πώληση, διανέμει, πουλεί ή παραδίδει υπό οποιουσδήποτε όρους ελεγχόμενο φάρμακο ή ενεργεί ως μεσάζον για την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου σε άλλο πρόσωπο.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 αποτελεί αδίκημα για οποιοδήποτε πρόσωπο-

(α) Να προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια κατά παράβαση του εδαφίου (1)˙

(β) να ενέχεται σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια άλλου προσώπου κατά παράβαση του εν λόγω εδαφίου.

Πρόδρομες Ουσίες

5Α.-(1) Ο Υπουργός ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του Κοινοτικού Κανονισμού.

(2) Ο Υπουργός δύναται με Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να καθορίζει τα τέλη που αναφέρονται στην παράγραφο (7) του άρθρου 3 του Κοινοτικού Κανονισμού.

(3) Κάθε πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τα άρθρα 3, 4, 5, 7 ή 8 του Κοινοτικού Κανονισμού, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή και τις δύο αυτές ποινές και το δικαστήριο μπορεί, επίσης, να διατάξει τη δήμευση οποιασδήποτε ουσίας, σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε το αδίκημα αυτό.

(3Α)  Πρόσωπο που κατέχει διαβαθμισμένες ουσίες, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 του Κοινοτικού Κανονισμού και εκτός των πλαισίων που θέτουν τα άρθρα 3 έως 8 αυτού, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο ποινές και το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει τη δήμευση οποιασδήποτε ουσίας σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε το αδίκημα αυτό.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, <Κοινοτικός Κανονισμός> σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2004 περί προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται.

Περιορισμός κατοχής ελεγχομένων φαρμάκων

6.-(1) Τηρουμένων οιωνδήποτε δυνάμει του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου εκάστοτε εν ισχύι κανονισμών, δεν είναι νόμιμον δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να προμηθεύεται ή να έχη ελεγχόμενον φάρμακον εν τη κατοχή αυτού.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου και του εδαφίου (4) κατωτέρω, αποτελεί αδίκημα δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να αγοράζει ή προμηθεύεται ή να έχη εν τη κατοχή αυτού ελεγχόμενον φάρμακον κατά παράβασιν του εδαφίου (1) ανωτέρω.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου, αποτελεί αδίκημα δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να αγοράζει ή προμηθεύεται ή να έχη εν τη κατοχή αυτού ελεγχόμενον φάρμακον νομίμως ή μη προς τον σκοπόν όπως προμηθεύση τούτο εις έτερον πρόσωπον κατά παράβασιν του άρθρου 5(1) του παρόντος Νόμου.

(4) Εν οιαδήποτε διαδικασία δι’ αδίκημα τι κατά παράβασιν του εδαφίου (2) ανωτέρω εν τη οποία αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος αγόρασε ή προμηθεύτηκε ή είχεν εν τη κατοχή αυτού ελεγχόμενον φάρμακον, θα αποτελή υπεράσπισιν η απόδειξις-

(α) ότι γνωρίζων ή υποπτευόμενος ότι πρόκειται περί ελεγχομένου φαρμάκου αγόρασε ή προμηθεύτηκε ή έθεσε τούτο υπό την κατοχήν του ίνα παρεμποδίσει έτερον πρόσωπον από του να διαπράξη ή συνεχίση διαπράττον αδίκημα εν σχέσει με το εν λόγω φάρμακον, και ότι το ταχύτερον δυνατόν μετά την αγορά ή προμήθεια ή ανάληψιν κατοχής τούτο έλαβεν άπαντα τα μέτρα άτινα ευλόγως ηδύνατο να λάβη ίνα καταστρέψη το φάρμακον ή να παραδώση τούτο προς φύλαξιν εις πρόσωπον νομίμως δικαιούμενον να φυλάττη τούτο˙ ή

(β) ότι γνωρίζων ή υποπτευόμενος ότι πρόκειται περί ελεγχομένου φαρμάκου αγόρασε ή προμηθεύτηκε ή έθεσε τούτο υπό την κατοχήν του ίνα παραδώση τούτο προς φύλαξιν εις πρόσωπον νομίμως δικαιούμενον να φυλάττη τούτο, και ότι το ταχύτερον δυνατόν μετά την αγορά ή προμήθεια ή ανάληψιν κατοχής τούτου έλαβεν άπαντα τα μέτρα άτινα ούτος ευλόγως ηδύνατο να λάβη ίνα παραδώση τούτο προς φύλαξιν υπό του εν λόγω προσώπου.

(5) Το εδάφιον (4) ανωτέρω θα εφαρμόζηται εν περιπτώσει διαδικασίας δι’ αδίκημα δυνάμει του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου συνισταμένου εις απόπειραν διαπράξεως αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (2) ανωτέρω ως τούτο εφαρμόζεται εν τη περιπτώσει διαδικασίας δι’ αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (2), υπό την επιφύλαξιν των ακολούθων μετατροπών, ήτοι:

(α) αναφορά είς το ότι ο κατηγορούμενος είχεν εν τη κατοχή του ή έθεσεν υπό την κατοχήν αυτού ελεγχόμενον φάρμακον, θα αντικαθίσταται αντιστοίχως υπό αναφοράς εις το ότι ούτος απεπειράθη να έχη, και απεπειράθη να θέση, υπό την κατοχήν αυτού τοιούτον φάρμακον˙ και

(β)   εν ταις παραγράφοις (α) και (β) αι λέξεις από “και ότι το ταχύτερον δυνατόν” μέχρι του τέλους τούτων θέλουσι διαγραφή.

(6) Ουδέν των εν τω εδαφίω (4) ή (5) ανωτέρω διαλαμβανομένων θέλει επηρεάσει οιανδήποτε  υπεράσπισιν ην δύναται να εγείρη, ανερξαρτήτως των εν λόγω εδαφίων, πρόσωπον τι κατηγορούμενον δι’ αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Απαγόρευσις καλλιεργείας Καννάβεως και Μήκωνος της υπνοφόρου

7.-(1) Τηρουμένων οιωνδήποτε δυνάμει του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου εκάστοτε εν ισχύϊ κανονισμών, δεν είναι νόμιμον δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να καλλιεργή, ή να εισάγει -

(α) οιονδήποτε φυτόν του γένους Κάνναβις (Cannabis) ή

(β) οιονδήποτε φυτόν του είδους Μήκων η υπνοφόρος (Papaver somniferum L)

(γ) οποιοδήποτε φυτό του γένους ερυθρόξυλο (erythroxylum coca).

(2) Tηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου, αποτελεί αδίκημα η καλλιέργεια ή η  εισαγωγή ή η φύτευση οιωνδήποτε τοιούτων φυτών κατά παράβασιν του εδαφίου (1) ανωτέρω.

(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται τηρουμένων των διατάξεων του περί Παραγωγής και Εμπορίας της Βιομηχανικής Κάνναβης Νόμου του 2016.

Απαγόρευση πώλησης σπόρων καννάβεως

7Α.-(1) Τηρουμένων οποιωνδήποτε κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, δεν είναι νόμιμο για οποιοδήποτε πρόσωπο να προμηθεύει, προσφέρει προς πώληση, ή πωλεί σε άλλο πρόσωπο σπόρους οποιουδήποτε φυτού του γένους Κάνναβις (Cannabis), εν γνώσει του ότι το πρόσωπο αυτό προτίθεται να καλλιεργήσει παράνομα οποιοδήποτε φυτό του γένους Κάνναβις (Cannabis), καθώς επίσης να εισάγει σπόρους κάνναβης στη Δημοκρατία.

(2) Αποτελεί αδίκημα για οποιοδήποτε πρόσωπο-

(α) Να προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια κατά παράβαση του εδαφίου (1)˙

(β) να ενέχεται σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια άλλου προσώπου κατά παράβαση του εν λόγω εδαφίου.

(3) Κάθε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος τιμωρουμένου με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα οκτώ χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο ποινές.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται τηρουμένων των διατάξεων του περί Παραγωγής και Εμπορίας της Βιομηχανικής Κάνναβης Νόμου του 2016.

Εξουσιοδότησις πράξεων άλλως παρανόμων δυνάμει των προηγουμένων διατάξεων

8.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά κανονισμών-

(α) να εξαιρή των άρθρων 4(1) (α) ή (β), 5(1) (α) ή (β) ή 6(1) του παρόντος Νόμου τοιαύτα ελεγχόμενα φάρμακα οία ήθελον καθορισθή εν τοις κανονισμοίς˙ και

(β) να καθιστά νομίμους πράξεις διενεργουμένας υπό προσώπων τινών, αίτινες δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 5(1), 6(1), 7(1) και 7Α θα ήσαν άλλως παράνομοι.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) ανωτέρω, κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του εν λόγω εδαφίου δι’ ων παρέχεται εξουσιοδότησις διά την διενέργειαν οιασδήποτε τοιαύτης πράξεως δύνανται ειδικώτερον να προνοώσιν όπως καθίσταται νόμιμος οιαδήποτε πράξις-

(α) γενομένη δυνάμει και συμφώνως προς τους όρους αδείας ή εξουσιοδοτήσεως εκδιδομένης υπό του Υπουργού˙ ή

(β) γενομένη συμφώνως προς τοιούτους όρους οίοι ήθελον καθορισθή.

(2Α) Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται να-

(α) Ρυθμίζουν τη διαδικασία υποβολής, αξιολόγησης και εξέτασης αιτήσεων για έκδοση αδειών, καθώς και τη σύσταση Επιτροπών για το σκοπό αυτό˙

(β) καθορίζουν τα τέλη που καταβάλλονται για σκοπούς αδειοδότησης.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) κατωτέρω το Υπουργικόν Συμβούλιον ασκεί τας εξουσίας αυτού προς έκδοσιν κανονισμών δυνάμει του εδαφίου (1) ανωτέρω, κατά τοιούτον τρόπον ώστε να διασφαλίζηται-

(α) ότι δεν είναι παράνομον δυνάμει του άρθρου 5(1) του παρόντος Νόμου δι’ οιονδήποτε ιατρόν, οδοντίατρον ή κτηνίατρον ενεργούντα υπό την ιδιότητα του ταύτην να αναγράφη συνταγήν, χορηγή, κατασκευάζη, παρασκευάζη ή προμηθεύη ελεγχόμενα φάρμακα ή δι’ οιονδήποτε φαρμακοποιόν ή οιονδήποτε εξουσιοδοτημένον  πωλητήν δηλητηρίων, ενεργούντα εν εκατέρα περιπτώσει υπό την ιδιότητα του ταύτην να κατασκευάζη, παρασκευάζη ή προμηθεύη ελεγχόμενα φάρμακα˙ και

(β) ότι δεν είναι παράνομον δυνάμει του άρθρου 6(1) του παρόντος Νόμου δι’ οιονδήποτε ιατρόν, οδοντίατρον, κτηνίατρον, φαρμακοποιόν ή εξουσιοδοτημένον πωλητήν δηλητηρίων να έχη ελεγχόμενον φάρμακον εν τη κατοχή αυτού διά τους σκοπούς του επαγγέλματος του.

(4) Εάν εν τη περιπτώσει οιουδήποτε ελεγχομένου φαρμάκου, το Υπουργικόν Συμβούλιον είναι της γνώμης ότι είναι προς το δημόσιον συμφέρον-

(α) όπως η παραγωγή, προμήθεια και κατοχή του εν λόγω φαρμάκου κηρυχθή εντελώς παράνομος ή παράνομος πλήν διά σκοπούς ερεύνης ή ετέρους ειδικούς σκοπούς˙ ή

(β) όπως καταστή παράνομον δι’ οιονδήποτε ιατρόν, οδοντίατρον, κτηνίατρον, φαρμακοποιόν ή εξουσιοδοτημένον πωλητήν δηλητηρίων να προβαίνη εις ενεργείας εν σχέσει προς το εν λόγω φάρμακον εκ των εν τω εδαφίω (3) ανωτέρω αναφερομένων πλην δυνάμει αδείας ή ετέρας εξουσιοδοτήσεως εκδιδόμενης υπό του Υπουργού,

τούτο δύναται διά Διατάγματος δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας να ορίση το εν λόγω φάρμακον ως φάρμακον διά το οποίον εφαρμόζεται το παρόν εδάφιον και εφ’ όσον τελεί εν ισχύϊ διάταγμα δυνάμει του παρόντος εδαφίου ορίζον ελεγχόμενον φάρμακον ως φάρμακον διά το οποίον το παρόν εδάφιον εφαρμόζεται, το εδάφιον (3) ανωτέρω δεν θα εφαρμόζηται εν σχέσει προς το ρηθέν φάρμακον.

(5) Οιονδήποτε Διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (4) ανωτέρω δύναται να τροποποιηθή ή ανακληθή διά μεταγενεστέρου διατάγματος δυνάμει του αυτού εδαφίου.

(6) Αναφορά εν τω παρόντι άρθρω εις την υπό τινός προσώπου διενέργειαν πράξεως τινος περιλαμβάνει ωσαύτως αναφοράν εις κατοχήν πραγμάτων υπ’ αυτού.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΕΝ ΣΧΕΣΕΙ ΠΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Τιμωρία ιδιοκτητών όταν επιτρέπωσιν ωρισμένας πράξεις

9.-(1) Τηρουμένων των προνοιών οποιωνδήποτε Κανονισμών εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, προσωπον τι όπερ είναι ιδιοκτήτης ή είναι αναμεμιγμένος εις την διαχείρισιν οιωνδήποτε υποστατικών διαπράττει αδίκημα εάν εν γνώσει του επιτρέπη ή ανέχηται όπως λαμβάνωσι χώραν αυτόθι αι ακόλουθοι πράξεις, ήτοι-

(α) Οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια κατά παράβαση του άρθρου 5(1)(α) του παρόντος Νόμου ή απόπειρα διάπραξης τέτοιας πράξης ή ενέργειας˙

(β) οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια κατά παράβαση του άρθρου 5(1)(β) του παρόντος Νόμου ή απόπειρα διάπραξης τέτοιας πράξης ή ενέργειας˙

(γ) παρασκευή οπίου διά κάπνισμα˙

(δ) κάπνισμα ή λήψη με οποιοδήποτε τρόπο κάνναβης, ρητίνης κάνναβης, παρασκευασμένου οπίου, κοκαϊνης ή οποιουδήποτε ελεγχόμενου φαρμάκου.

(2) Το Δικαστήριο το οποίο καταδικάζει πρόσωπο για αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού δύναται, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε ποινή που τυχόν επιβάλλει, να διατάξει όπως η λειτουργία του υποστατικού ανασταλεί για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια.

Απαγόρευση ορισμένων ενεργειών κτλ που αναφέρονται στο όπιο, στην κοκαΐνη, στην κάνναβη ή στη ρητίνη κάνναβης

10.  Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 και οποιωνδήποτε Κανονισμών εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8, αποτελεί αδίκημα για οποιοδήποτε πρόσωπο -

(α) να καπνίζει ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο να λαμβάνει ή χρησιμοποιεί παρασκευασμένο όπιο, κοκαΐνη, κάνναβη ή ρητίνη κάνναβης ή οποιαδήποτε παράγωγα αυτών ή

(β) να συχνάζει σε τόπο που χρησιμοποιείται για το σκοπό καπνίσματος, λήψης ή χρήσης οπίου, κοκαΐνης, κάνναβης, ρητίνης κάνναβης ή οποιωνδήποτε παραγώγων τους ή

(γ) να έχει στην κατοχή του -

(ι) καπνοσύριγγες ή άλλα σκεύη κατασκευασμένα ή προσαρμοσμένα για χρήση σε σχέση με κάπνισμα, λήψη ή χρήση οπίου, κοκαΐνης, κάνναβης, ρητίνης κάνναβης ή οποιωνδήποτε παραγώγων αυτών, και τα οποία είναι καπνοσύριγγες ή σκεύη που έχουν χρησιμοποιηθεί από αυτό ή με τη γνώση και την άδειά του για το σκοπό αυτό ή τα οποία αυτό προτίθεται να χρησιμοποιήσει ή επιτρέψει σε άλλους να χρησιμοποιήσουν για το σκοπό αυτό ή

(ιι) οποιαδήποτε σκεύη τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί από αυτό ή με τη γνώση και την άδειά του σε σχέση με την παρασκευή καπνίσματος, λήψης ή χρήσης οπίου, κοκαΐνης, κάνναβης, ρητίνης κάνναβης ή οποιωνδήποτε παραγώγων αυτών ή

(δ) να λαμβάνει με οποιοδήποτε τρόπο οποιοδήποτε ελεγχόμενο φάρμακο.

Απαγόρευση προμήθειας συσκευών ή αντικειμένων για τη λήψη ναρκωτικών

10Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο προμηθεύει αντικείμενο ή προσφέρεται για προμήθεια αντικειμένου το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί ή να προσαρμοστεί προς χρήση, είτε μόνο του είτε σε συνδυασμό με άλλο ή άλλα αντικείμενα, για τη λήψη ελεγχόμενου φαρμάκου από οποιοδήποτε πρόσωπο, ενώ γνωρίζει ότι το αντικείμενο θα χρησιμοποιηθεί για παράνομη παροχή ή λήψη ελεγχόμενου φαρμάκου, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου:

Νοείται ότι, δεν είναι παράνομη η προμήθεια συρίγγων και βελονών από λειτουργούς που στελεχώνουν τις δομές τοξικοεξάρτησης ή φαρμακοποιούς ή ιατρούς, εφόσον αυτές χορηγούνται στην αρχική τους συσκευασία και για σκοπούς μείωσης της βλάβης από τη χρήση ελεγχόμενων φαρμάκων.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων οποιωνδήποτε Κανονισμών εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, πρόσωπο το οποίο προμηθεύει αντικείμενο ή προσφέρεται να προμηθεύσει αντικείμενο το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή ελεγχόμενου φαρμάκου προς λήψη από οποιοδήποτε πρόσωπο, ενώ γνωρίζει ότι το αντικείμενο θα χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή ελεγχόμενου φαρμάκου, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων οποιωνδήποτε Κανονισμών εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου η παροχή ή λήψη ελεγχόμενου φαρμάκου είναι παράνομη, εκτός αν-

(α) Η παροχή από ένα πρόσωπο σε άλλο, ελεγχόμενου φαρμάκου γίνεται υπό περιστάσεις που δεν καθιστούν την παροχή παράνομη σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 5˙ ή

(β) η λήψη ελεγχόμενου φαρμάκου από το ίδιο το πρόσωπο γίνεται υπό περιστάσεις που δεν καθιστούν την κατοχή του φαρμάκου παράνομη σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 6.

(4) Στο παρόν άρθρο η λήψη ελεγχόμενου φαρμάκου περιλαμβάνει και λήψη με τη βοήθεια άλλου προσώπου.

(5) Κάθε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο ποινές.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΕΞΟΥΣΙΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΙΝ ΚΑΚΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Εξουσία εκδόσεως κανονισμών διά την παρεμπόδισιν κακής χρήσεως ελεγχομένων φαρμάκων

11.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς δημοσιευομένους εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελε θεωρήσει αναγκαίον ή σκόπιμον διά την παρεμπόδισιν της κακής χρήσεως ελεγχομένων φαρμάκων.

(2) Ειδικώτερον και άνευ επηρεσμού της γενικότητος του εδαφίου (1) οι τοιούτοι Κανονισμοί δύνανται να προβλέπωσι δι’ άπαντα ή τινα των ακολούθων ζητημάτων:

(α) την λήψιν προληπτικών μέτρων δια την ασφαλή φύλαξιν των ελεγχομένων φαρμάκων˙

(β) την καταχώρησιν των συναλλαγών και την τήρησιν εγγράφων αναφερομένων εις ελεγχόμενα φάρμακα, ως και την προσαγωγήν αντιγράφων των εις τας τοιαύτας συναλλαγάς αναφερομένων εγγράφων εις την αρμοδίαν αρχήν ως ήθελε καθορισθή˙

(γ) την τήρησιν αρχείων και την παροχήν πληροφοριών καθ’ όσον αφορά εις ελεγχόμενα φάρμακα υπό τοιαύτας συνθήκας και κατά τοιούτον τρόπον ως ήθελε καθορισθή.

(δ) τον έλεγχον οιωνδήποτε λαμβανομένων προληπτικών μέτρων ή αρχείων τηρουμένων συμφώνως προς τους δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδομένους Κανονισμούς˙

(ε) την συσκευασίαν και τα της ετικέττας ελεγχομένων φαρμάκων˙

(στ) την ρύθμισιν της μεταφοράς των ελεγχομένων φαρμάκων και των μεθόδων των χρησιμοποιουμένων δια την καταστροφήν ή άλλως πως διάθεσιν των τοιούτων φαρμάκων οσάκις ταύτα δεν χρειάζωνται πλέον˙

(ζ) την ρύθμισιν της εκδόσεως συνταγών αφορωσών εις ελεγχόμενα φάρμακα και την προμήθεια ελεγχομένων φαρμάκων κατόπιν συνταγής και την απαίτησιν όπως άτομα εκδίδοντα ή εκτελούντα συνταγάς τοιούτων φαρμάκων παρέχωσιν εις την αρμοδίαν αρχήν τοιαύτας πληροφορίας αφορώσας εις τας εν λόγω συνταγάς ως ήθελεν καθορισθή.

(η) την απαίτησιν όπως, πας ιατρός όστις παρακολουθεί ιατρικώς πρόσωπον τι όπερ θεωρεί, ή έχει εύλογον αιτίαν να θεωρή, ειθισμένον (εν τη εννοία των Κανονισμών) εις ελεγχόμενα φάρμακα οιασδήποτε κατηγορίας, παρέχη εις την αρμοδίαν αρχήν τοιαύτα στοιχεία εν σχέσει προς το εν λόγω πρόσωπον ως ήθελε καθορισθή˙

(θ) την απαγόρευσιν όπως οιοσδήποτε ιατρός χορηγή, προμηθεύη και εξουσιοδοτή την χορήγησιν και την προμήθειαν εις ειθισμένα πρόσωπα και εκδίδη συνταγήν διά τα τοιαύτα πρόσωπα διά τοιούτα ελεγχόμενα φάρμακα οία ήθελον καθορισθή, ειμή δυνάμει και συμφώνως προς τους όρους αδείας εκδιδομένης υπό του Υπουργού συμφώνως προς τους κανονισμούς˙

(ι) την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, σε περίπτωση παραβίασης προνοιών των Κανονισμών, των οποίων το ύψος δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ (€25.000)˙

(ια) το διορισμό Επιθεωρητών και την εξουσία τους για τη διενέργεια επιθεωρήσεων και ελέγχων.

Εξουσία επιβολής ειδικών προληπτικών μέτρων διά την ασφαλή φύλαξιν ελεγχομένων φαρμάκων εις ωρισμένα υποστατικά

12.-(1) Άνευ επηρεασμού οιωνδήποτε όρων επιβαλλομένων υπό κανονισμών γενομένων συμφώνως προς το άρθρον 11(2)(α) του παρόντος Νόμου, ο Υπουργός δύναται, διά εγγράφου ειδοποιήσεως επιδιδομένης εις τον ιδιοκτήτην οιωνδήποτε υποστατικών εντός των οποίων ελεγχόμενα φάρμακα φυλάττονται ή πρόκειται να φυλαχθώσι, να εκδίδη οδηγίας όσον αφορά την λήψιν προληπτικών μέτρων ή περαιτέρω προφυλάξεων διά την ασφαλή φύλαξιν ελεγχομένων φαρμάκων τοιαύτης φύσεως καθοριζομένης εν τη ειδοποιήσει και άτινα φυλάττονται εντός των εν λόγω υποστατικών.

(2) Η παράβασις οιωνδήποτε οδηγιών εκδιδομένων δυνάμει του εδαφίου (1) ανωτέρω συνιστά αδίκημα.

Οδηγίαι απαγορεύουσαι την έκδοσιν συνταγής, την προμήθειαν, κλπ., ελεγχομένων φαρμάκων υπό ιατρών, κλπ., καταδικασθέντων δι’ ωρισμένα αδικήματα

13.-(1) Οσάκις πρόσωπον τι όπερ είναι ιατρός, οδοντίατρος, κτηνίατρος ή φαρμακοποιός έχη, μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην το παρόν εδάφιον ετέθη εν ισχύϊ, καταδικασθή-

(α) δι’ αδίκημα κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου ή του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων Νόμου ή οιουδήποτε νομοθετήματος καταργηθέντος υπό του εν λόγω Νόμου˙ ή

(β) δι’ αδίκημα κατά παράβασιν του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου εν σχέσει προς απαγόρευσιν ή περιορισμόν επί της εισαγωγής ή εξαγωγής ελεγχομένου φαρμάκου δυνάμει του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, ή δι’ αδίκημα κατά παράβασιν οιασδήποτε διατάξεως δυνάμει του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων Νόμου ή καταργηθείσης υπό τούτου, ο Υπουργός δύναται να δώση οδηγίαν δυνάμει του εδαφίου (2) κατωτέρω εν σχέσει προς το εν λόγω πρόσωπον.

(2) Οδηγία τις δυνάμει του παρόντος εδαφίου εν σχέσει προς πρόσωπον τι-

(α) εάν το ρηθέν πρόσωπον είναι ιατρός, οδοντίατρος ή κτηνίατρος, θέλει είναι οδηγία απαγορεύουσα εις αυτόν να έχη εν τη κατοχή του, να αναγράφη συνταγάς, να χορηγή, να κατασκευάζη, να παρασκευάζη και προμηθεύη και εξουσιοδοτή την χορήγησιν και προμήθειαν τοιούτων ελεγχομένων φαρμάκων οία ήθελον καθορισθή εν τη οδηγία˙

(β) εάν το ρηθέν πρόσωπον είναι φαρμακοποιός, θέλει είναι οδηγία απαγορεύουσα εις αυτόν να έχη εν τη κατοχή του, να κατασκευάζη, παρασκευάζη και προμηθεύη και να επιβλέπη και ελέγχη την κατασκευήν, παρασκευήν και προμήθειαν τοιούτων ελεγχομένων φαρμάκων ως ήθελε καθορισθή εν τη οδηγία.

(3) Ο Υπουργός δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνον να δώση οδηγίαν ακυρούσαν ή αναστέλλουσαν οιανδήποτε δοθείσαν υπ’ αυτού οδηγίαν δυνάμει του εδαφίου (2) ανωτέρω ή ακυρούσαν οιανδήποτε οδηγίαν αυτού δυνάμει του παρόντος εδαφίου δι’ ης η ούτω δοθείσα οδηγία αναστέλλεται.

(4) Ο Υπουργός μεριμνά ούτως ωστε αντίγραφον οιασδήποτε οδηγίας δοθείσης υπ’ αυτού δυνάμει του παρόντος άρθρου επιδίδηται εις το πρόσωπον εις ο αύτη αφορά και μεριμνά ούτως ώστε γνωστοποίησις της τοιαύτης οδηγίας να δημοσιεύηται εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(5) Οδηγία εκδοθείσα δυνάμει του παρόντος άρθρου ισχύει όταν αντίγραφον ταύτης επιδοθή εις το πρόσωπον εις ο αύτη αφορά.

(6) Η παράβασις οδηγίας δοθείσης δυνάμει του εδαφίου (2) ανωτέρω συνιστά αδίκημα.

Οδηγίαι απαγορεύουσαι την έκδοσιν συνταγής, την προμήθειαν, κλπ., ελεγχομένων φαρμάκων υπό ιατρών, κλπ., εις άλλας περιπτώσεις

14.-(1) Εν περιπτώσει παραβάσεως υπό τινος ιατρού των κανονισμών των εκδοθέντων συμφώνως προς την παράγραφον (η) ή (θ) του άρθρου 11(2) του παρόντος Νόμου ή των όρων αδείας εκδοθείσης δυνάμει των κανονισμών των γενομένων συμφώνως προς την ως είρηται παράγραφον (θ), ο Υπουργός δύναται, τηρουμένου του άρθρου 15 του παρόντος Νόμου, και συμφώνως προς αυτό, να δώση οδηγίαν εν σχέσει προς τον εν λόγω ιατρόν απαγορεύουσαν εις αυτόν να αναγράφη συνταγήν, να χορηγή και προμηθεύη φάρμακα και να εξουσιοδοτή την χορήγησιν και προμήθειαν τοιούτων ελεγχομένων φαρμάκων ως ήθελε καθορισθή εν τη οδηγία.

(2) Εάν ο Υπουργός είναι της γνώμης ότι ιατρός τις, οδοντίατρος ή κτηνίατρος μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εδαφίου ανέγραψε ή αναγράφει συνταγάς, εχορήγησε ή χορηγεί, επρομήθευσε ή προμηθεύει, εξουσιοδότησε ή εξουσιοδοτεί την χορήγησιν ή προμήθειαν οιουδήποτε ελεγχομένου φαρμάκου κατά ανεύθυνον τρόπον, δύναται τηρουμένων των άρθρων 15 ή 16 του παρόντος Νόμου και συμφώνως προς ταύτα, να δίδη οδηγίαν εν σχέσει προς τον εν λόγω ιατρόν, οδοντίατρον ή κτηνίατρον απαγορεύουσαν εις αυτόν να αναγράφη συνταγάς, να χορηγή και προμηθεύη τα τοιαύτα ελεγχόμενα φάρμακα καθώς και να εξουσιοδοτή την χορήγησιν και προμήθειαν τοιούτων ελεγχομένων φαρμάκων ως ήθελε καθορισθή εν τη οδηγία.

(3) Τοιαύτη παράβασις ως αναφέρεται εν τω εδαφίω (1) ανωτέρω δεν συνιστά αδίκημα ουχ ήττον συνιστά αδίκημα η παράβασις οδηγίας δυνάμει του εδαφίου (1) ή (2) ανωτέρω.

Έρευνα οσάκις θεωρήται ότι υφίστανται λόγοι διά οδηγίαν δυνάμει του άρθρου 14

15.-(1) Εάν ο Υπουργός θεωρή ότι υφίστανται λόγοι διά την έκδοσιν οδηγίας συμφώνως προς το εδάφιον (1) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, λόγω τοιαύτης διαγωγής υπό τινος ιατρού ως αναφέρεται αυτόθι, ή διά την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του εδαφίου (2), του ρηθέντος άρθρου λόγω τοιαύτης διαγωγής υπό τινος ιατρού, οδοντιάτρου ή κτηνιάτρου ως αναφέρεται εν τω ρηθέντι εδαφίω (2) ούτος δύναται να παραπέμψη την υπόθεσιν εις Δικαστικήν Επιτροπήν συγκροτουμένην προς τον σκοπόν τούτον συμφώνως προς τας ακολούθους διατάξεις του παρόντος Νόμου και αποτελεί καθήκον της Δικαστικής Επιτροπής να εξετάση την υπόθεσιν και να υποβάλη έκθεσιν προς τον Υπουργόν.

(2) Εν τω παρόντι Νόμω “ο καθ’ ου” εν σχέσει προς παραπομπήν δυνάμει του παρόντος άρθρου, σημαίνει τον ιατρόν, οδοντίατρον ή κτηνίατρον εν σχέσει προς τον οποίον εγένετο η παραπομπή.

(3) Οσάκις-

(α) εν περιπτώσει παραπομπής αναφερομένης εις έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ρηθέντος εδαφίου (1), η Δικαστική Επιτροπή αποφαίνεται ότι δεν εγένετο τοιαύτη παράβασις υπό του καθ’ ου η παραπομπή ή αποφαίνεται ότι εγένετο τοιαύτη παράβασις αλλά δεν συνιστά την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ως είρηται εδαφίου εν σχέσει προς τον καθ’ ου η παραπομπή˙ ή

(β) εν περιπτώσει καθ’ ην παραπομπή τις αφορώσα εις την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ως είρηται εδαφίου (2), η Δικαστική Επιτροπή αποφαίνεται ότι δεν παρετηρήθη τοιαύτη διαγωγή υπό του καθ’ ου η παραπομπή ή αποφαίνεται ότι παρετηρήθη τοιαύτη διαγωγή υπό του καθ’ου η παραπομπή αλλά δεν συνιστά την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ως είρηται εδαφίου (2) εν σχέσει προς αυτόν, ο Υπουργός εκδίδει σχετικήν γνωστοποίησιν επιδιδομένην εις τον καθ’ου η παραπομπή.

(4) Οσάκις η Δικαστική Επιτροπή ευρίσκει-

(α) εν περιπτώσει καθ’ ην παραπομπή αφορώσα εις την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ως είρηται εδαφίου (1), ότι εγένετο τοιαύτη ως είρηται παράβασις υπό του καθ’ ου η παραπομπή, ή

(β) εν περιπτώσει καθ’ ην αναφορά αφορώσα εις την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ως είρηται εδαφίου (2), ότι παρετηρήθη τοιαύτη διαγωγή ως είρηται υπό του καθ’ ου η παραπομπή και είναι της γνώμης ότι οδηγία δυνάμει του εν λόγω εδαφίου έδει να εκδοθή εν σχέσει προς αυτόν, η Δικαστική Επιτροπή περιλαμβάνει εν τη εκθέσει αυτής σύστασιν περί τούτου αναφέρουσαν τα ελεγχόμενα φάρμακα άτινα αύτη θεωρεί ότι δέον να καθορισθώσιν εν τη οδηγία ή αναφέρουσαν ότι η οδηγία δέον να καθορίζη άπαντα τα ελεγχόμενα φάρμακα.

(5) Οσάκις η Δικαστική Επιτροπή προβαίνη εις τοιαύτην ως είρηται σύστασιν, ο Υπουργός μεριμνά ώστε να επιδοθή γνωστοποίησις εις τον καθ’ ου η παραπομπή, κατά πόσον ούτος προτίθεται ή μη να εκδώση οδηγίαν δυνάμει ταύτης, και οσάκις προτίθεται να πράξη ούτω, η γνωστοποίησις-

(α) περιέχει τους όρους της προτεινομένης οδηγίας˙ και

(β) πληροφορεί τον καθ’ ου η παραπομπή ότι θα μελετηθώσιν οιαιδήποτε παραστάσεις αφορώσαι εις την υπόθεσιν αίτινες ήθελον γίνει υπ’ αυτού εγγράφως προς τον Υπουργόν εντός εικοσιοκτώ ημερών από της ημερομηνίας επιδόσεως της γνωστοποιήσεως.

(6) Εάν οιαιδήποτε τοιαύται παραστάσεις ληφθώσιν υπό του Υπουργού εντός της ως είρηται προθεσμίας, ούτος παραπέμπει την υπόθεσιν εις Συμβουλευτικόν Σώμα συγκροτούμενον προς τον σκοπόν τούτον συμφώνως προς τας ακολούθους διατάξεις του παρόντος Νόμου, θέλει δε είναι καθήκον του Συμβουλευτικού Σώματος να μελετήση την υπόθεσιν και να συμβουλεύση τον Υπουργόν περί της ενασκήσεως της δυνάμει του εδαφίου (7) εξουσίας αυτού.

(7) Μετά την παρέλευσιν της ως είρηται προθεσμίας των εικοσιοκτώ ημερών και, εν τη περιπτώσει αναφοράς εις Συμβουλευτικόν Σώμα δυνάμει του εδαφίου (6) ανωτέρω, αφού μελετήση την συμβουλήν του εν λόγω συμβουλίου, ο Υπουργός δύναται είτε-

(α) να εκδώση εν σχέσει προς τον καθ’ ου η παραπομπή οδηγίαν δυνάμει του εδαφίου (1), ή, ως ήθελεν είναι η περίπτωσις του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου καθορίζουσαν άπαντα ή τινα των ελεγχομένων φαρμάκων άτινα αναφέρονται εν τη συστάσει της Δικαστικής Επιτροπής˙ ή

(β) να διατάξη όπως η υπόθεσις παραπεμφθή εκ νέου εις την Δικαστικήν Επιτροπήν ή να παραπεμφθή εις ετέραν Δικαστικήν Επιτροπήν συγκροτουμένην ως είρηται ανωτέρω˙ ή

(γ) να διατάξη όπως μη ληφθώσιν οιαδήποτε έτερα διαβήματα εν τη ρηθείση υποθέσει δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(8) Οσάκις υπόθεσις παραπέμπεται ή επαναφέρεται εις Δικαστικήν Επιτροπήν δυνάμει του εδαφίου (7) ανωτέρω αι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (7) ανωτέρω εφαρμόζονται ως εάν η υπόθεσις είχεν αναφερθή εις την Δικαστικήν Επιτροπήν συμφώνως προς το εδάφιον (1) ανωτέρω, οπότε παύη ισχύουσα οιαδήποτε απόφασις, σύστασις, ή συμβουλή ληφθείσα ή δοθείσα εν σχέσει προς την υπόθεσιν αναφορικώς προς τας εν λόγω διατάξεις.

Προσωριναί οδηγίαι δυνάμει του άρθρου 14(2)

16.-(1) Εάν ο Υπουργός κρίνη ότι υπάρχουν λόγοι διά την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 14 εν σχέσει προς ιατρόν τινα, οδοντίατρον ή κτηνίατρον λόγω τοιαύτης διαγωγής υπ’ αυτού ως αναφέρεται εν τω ρηθέντι εδαφίω και λόγω του ότι τα συστατικά της υποθέσεως απαιτούσι την έκδοσιν της τοιαύτης οδηγίας ως οίον τε τάχιστα, ούτος δύναται, υπό την επιφύλαξιν των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, να εκδώση τοιαύτην οδηγίαν εν σχέσει προς αυτόν δυνάμει του παρόντος άρθρου. Οδηγία τις εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 14(2) εν σχέσει προς το παρόν άρθρον δύναται να καθορίζη τοιαύτα ελεγχόμενα φάρμακα ως ο Υπουργός ήθελε θεωρήσει πρέπον.

(2) Οσάκις ο Υπουργός προτίθεται να εκδώση τοιαύτην οδηγίαν ως είρηται δυνάμει του παρόντος άρθρου ούτος παραπέμπτει την υπόθεσιν εις επαγγελματικόν σώμα συγκροτούμενον προς τούτο συμφώνως προς τας ακολούθους διατάξεις του παρόντος Νόμου, και-

(α) αποτελεί καθήκον του σώματος, αφού παράσχη εις τον καθ’ ου η παραπομπή την ευκαιρίαν εμφανίσεως ενώπιον του και ακροάσεως υπό του σώματος, να εξετάση τα περιστατικά της υποθέσεως καθ’ ο μέτρον ταύτα είναι γνωστά εις αυτό, και υποβάλη έκθεσιν εις τον Υπουργόν κατά πόσον η πληροφορία ενώπιον αυτού θεωρείται υπ’ αυτού ευλόγως ως δικαιολογούσα την γνώμην ότι υπήρξε τοιαύτη διαγωγή υπό του καθ’ ου η παραπομπή οία αναφέρεται εν τω άρθρω 14(2) του παρόντος Νόμου˙ και

(β) ο Υπουργός δεν θα εκδίδη δυνάμει του παρόντος άρθρου τοιαύτην οδηγίαν ως είρηται εν σχέσει με τον καθ’ ου η παραπομπή εκτός εάν το σώμα υποβάλη έκθεσιν ότι η ενώπιον αυτού πληροφορία θεωρείται υπ’ αυτού ευλόγως ως δικαιολογούσα τοιαύτην γνώμην.

(3) Eν τω παρόντι Νόμω “ο καθ’ου” η παραπομπή εν σχέσει προς παραπομπήν δυνάμει του εδαφίου (2) ανωτέρω σημαίνει τον ιατρόν, οδοντίατρον ή κτηνίατρον εν σχέσει προς τον οποίον εγένετο η παραπομπή.

(4) Οσάκις ο Υπουργός εκδίδη τοιαύτην οδηγίαν ως είρηται δυνάμει του παρόντος άρθρου ούτος παραπέμπει αμέσως, εάν δεν έχη ήδη διαπράξει τούτο, την υπόθεσιν εις Δικαστικήν Επιτροπήν συμφώνως προς το άρθρον 15(1) του παρόντος Νόμου.

(5) Υπό την επιφύλαξιν του εδαφίου (6) κατωτέρω ως περίοδος ισχύος οδηγίας εκδοθείσης δυνάμει του άρθρου 14(2) του παρόντος Νόμου και αφορώσα εις το παρόν άρθρον θεωρείται η περίοδος των εξ εβδομάδων η αρχομένη από της ημερομηνίας καθ’ην η οδηγία τίθεται εν ισχύϊ.

(6) Οσάκις οδηγία τις δυνάμει του άρθρου 14(2) του παρόντος Νόμου ήθελεν εκδοθή εν σχέσει προς πρόσωπον τι δυνάμει του παρόντος άρθρου και η υπόθεσις ήθελε παραπεμφθή εις Δικαστικήν Επιτροπήν συμφώνως προς το άρθρον 15(1), ο Υπουργός δύναται εκάστοτε δι’ εγγράφου γνωστοποιήσεως επιδιδομένης εις το πρόσωπον εις το οποίον η οδηγία αφορά να παρατείνη ή να παρατείνη περαιτέρω την περίοδον ισχύος της εν λόγω οδηγίας δι’ετέρας εικοσιοκτώ ημέρας από του χρόνου καθ’ ον η τοιαύτη περίοδος ήθελεν άλλως εκπνεύσει, αλλά δεν θα παρατείνη ταύτην ή δεν θα παρατείνη ταύτην περαιτέρω άνευ της συναινέσεως της εν λόγω Δικαστικής Επιτροπής ή, εάν η υπόθεσις έχη ήδη παραπεμφθή εις ετέραν Δικαστικήν Επιτροπήν συμφώνως προς το άρθρον 15(7) του παρόντος Νόμου, της ετέρας τοιαύτης Δικαστικής Επιτροπής.

(7) Οδηγία δυνάμει του άρθρου 14(2) του παρόντος Νόμου δοθείσα εν σχέσει προς πρόσωπον τι δυνάμει του παρόντος άρθρου, εκτός εάν αύτη έχη προηγουμένως ακυρωθή δυνάμει του άρθρου 17(3) του παρόντος Νόμου, παύει ισχύουσα επι τη επελεύσει οιουδήποτε των κατωτέρω συμβεβηκότων, ήτοι:

(α) της επιδόσεως εις το εν λόγω πρόσωπον γνωστοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 15(3) του παρόντος Νόμου αφορώσης εις την υπόθεσιν του˙

(β) της επιδόσεως εις το εν λόγω πρόσωπον γνωστοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 15(5) του παρόντος Νόμου αφορώσης εις την υπόθεσιν του ότι ο Υπουργός δεν προτίθεται να εκδώσει οδηγίαν δυνάμει του άρθρου 14(2) του παρόντος Νόμου κατόπιν συστάσεως της Δικαστικής Επιτροπής ότι η τοιαύτη οδηγία δέον να εκδοθή˙

(γ) της επιδόσεως εις το εν λόγω πρόσωπον αντιγράφου τοιαύτης οδηγίας εκδοθείσης εν σχέσει προς αυτόν συμφώνως προς το άρθρον 15(7) του παρόντος Νόμου˙

(δ) της εκδόσεως διαταγής υπό του Υπουργού συμφώνως προς το άρθρον 15(7) ότι ουδεμία περαιτέρω διαδικασία θα λάβη χώραν δυνάμει του άρθρου 15˙

(ε) της εκπνοής της περιόδου ισχύος της οδηγίας δυνάμει του άρθρου 14(2) της εκδοθείσης δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Διατάξεις συμπληρωματικαί των άρθρων 15 και 16

17.-(1) Αι διατάξεις του Δευτέρου Πίνακος του παρόντος Νόμου ισχύουν εν σχέσει προς την σύστασιν και διαδικασίαν οιασδήποτε Δικαστικής Επιτροπής, συμβουλευτικού σώματος ή επαγγελματικού σώματος διοριζομένου δια τους σκοπούς του άρθρου 15 ή 16 του παρόντος Νόμου και εν σχέσει προς έτερα ζητήματα αναφερόμενα εις τα εν λόγω άρθρα.

(2) Ο Υπουργός μεριμνά ώστε αντίγραφον οιασδήποτε διαταγής ή οδηγίας εκδοθείσης υπ’ αυτού δυνάμει του άρθρου 15(7) του παρόντος Νόμου ή οιασδήποτε οδηγίας εκδοθείσης υπ’ αυτού συμφώνως προς το άρθρον 15 επιδοθή εις οιονδήποτε πρόσωπον εις το  οποίον αύτη αφορά και μεριμνά ωσαύτως ώστε γνωστοποίησις της τοιαύτης οδηγίας ως και αντίγραφον οιασδήποτε τοιαύτης γνωστοποιήσεως επιδοθή δυνάμει του άρθρου 16(6) του παρόντος Νόμου και δημοσιευθή εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(3) Ο Υπουργός δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνον να δώση οδηγίαν:

(α) ακυρούσαν ή αναστέλλουσαν οιανδήποτε οδηγίαν δοθείσαν υπ’ αυτού συμφώνως προς το άρθρον 15(7) του παρόντος Νόμου ή ακυρούσαν οιανδήποτε οδηγίαν αυτού δυνάμει του παρόντος εδαφίου δι’ ής η ούτω δοθείσα οδηγία αναστέλλεται˙ ή

(β) ακυρούσαν οιανδήποτε οδηγίαν δοθείσαν υπ’ αυτού δυνάμει του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, και μεριμνά ώστε αντίγραφον οιασδήποτε οδηγίας αυτού δυνάμει του παρόντος εδαφίου επιδοθή εις το πρόσωπον εις το οποίον αύτη αφορά και γνωστοποίησις ταύτης δημοσιευθή ως προείρηται.

(4) Οδηγία εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 14(1) ή (2) του παρόντος Νόμου ή δυνάμει του εδαφίου (3) ανωτέρω τίθεται εν ισχύϊ άμα τη επιδόσει αντιγράφου ταύτης εις το πρόσωπον εις το οποίον αύτη αφορά.

Εξουσία διά λήψιν πληροφοριών παρά ιατρών, φαρμακοποιών, κλπ., εν ωρισμέναις περιπτώσεσι

18.-(1) Εάν ο Υπουργός θεωρήση ότι υφίσταται κοινωνικόν πρόβλημα προξενούμενον υπό της εκτεταμένης κακής χρήσεως επικινδύνων ή άλλως επιβλαβών φαρμάκων, ούτος δύναται δι’ εγγράφου γνωστοποιήσεως επιδιδομένης εις οιονδήποτε ιατρόν ή φαρμακοποιόν ή εξουσιοδοτημένον πωλητήν δηλητηρίων, να απαιτήση παρ’ αυτού όπως παράσχη προς τον Υπουργόν, εν σχέσει προς οιονδήποτε τοιούτο φάρμακον ως καθορίζεται εν τη γνωστοποιήσει και εν σχέσει προς οιανδήποτε ούτω καθοριζομένην περίοδον, τοιαύτα στοιχεία, ως ήθελον καθορισθή εν τη γνωστοποιήσει, εν σχέσει προς τας προσότητας, τον αριθμόν, και την συχνότητα των περιπτώσεων καθ’ας τοιαύατα φάρμακα:

(α)  εν τη περιπτώσει ιατρού, ανεγράφησαν δια συνταγών ή εχορηγήθησαν ή επρομηθεύθησαν υπ’ αυτού˙ ή

(β) εν τη περιπτώσει φαρμακοποιού, επρομηθεύθησαν υπ’ αυτού˙ ή

(γ) εν τη περιπτώσει εξουσιοδοτημένου πωλητού δηλητηρίων, επρομηθεύθησαν κατά την συνήθη άσκησιν της επιχειρήσεως αυτού εν οιωδήποτε υποστατικώ κειμένω ως ήθελε καθορισθή εν τη γνωστοποιήσει.

(2) Γνωστοποίησις δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να απαιτήση όπως οιαδήποτε τοιαύτα στοιχεία παρασχεθώσι κατά τοιούτον τρόπον και εντός τοιούτου χρόνου ως ήθελε καθορισθή εν τη γνωστοποιήσει, εάν δε αύτη επιδοθή εις φαρμακοποιόν ή εξουσιοδοτημένον πωλητήν δηλητηρίων, δύναται να απαιτηθή παρ’ αυτού όπως παράσχη τα ονόματα και διευθύνσεις των ιατρών οίτινες εξέδωκαν συνταγάς βάσει των οποίων επρομηθεύθησαν οιαδήποτε επικίνδυνα ή άλλως  επιβλαβή φάρμακα, εις τα οποία αναφέρεται η γνωστοποίησις, αλλά δεν δύναται να απαιτήση παρ’ οιουδήποτε προσώπου να παράσχη οιαδήποτε στοιχεία αφορώντα εις την ταυτότητα οιουδήποτε προσώπου δια το οποίον ανεγράφη συνταγή δια το τοιούτο φάρμακον ή προς το οποίον το τοιούτο φάρμακον εχορηγήθη ή επρομηθεύθη.

(3) Πρόσωπον τι διαπράττει αδίκημα εάν άνευ ευλόγου δικαιολογίας (το βάρος της αποδείξεως της οποίας φέρει ούτος) παραλείπη να συμμορφωθή προς οιανδήποτε απαίτησιν επιβαλλομένην  αυτώ δυνάμει του εδαφίου (1) ανωτέρω.

(4) Πρόσωπον τι διαπράττει αδίκημα εάν εν τη προσπαθεία του να συμμορφωθή προς απαίτησιν επιβληθείσαν αυτώ δυνάμει του παρόντος άρθρου παρέχη οιανδήποτε πληροφορίαν την οποίαν τούτο γνωρίζει ότι είναι ψευδής εν ουσιώδη λεπτομερεία ή αμελώς παρέχη οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις είναι ψευδής.

ΜΕΡΟΣ V EΛΕΓΧΟΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΕΝ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙ
Ελεγχόμενα φάρμακα εν διαμετακομίσει

19.-(1) Ουδέν ελεγχόμενον φάρμακον δύναται να αχθή υπό διαμετακόμισιν εν τη Δημοκρατία εκτός:

(α) εάν τα ελεγχόμενα φάρμακα τελούν υπό διαμετακόμισιν καθ’ οδόν εκ τινος χώρας εξ ης είναι νόμιμος η εξαγωγή αυτών, εις ετέραν χώραν εν η ταύτα νομίμως δύνανται  να εισαχθώσι˙ και

(β) οσάκις τα ελεγχόμενα φάρμακα προερχόμενα εκ χώρας μη μέλους της Ενιαίας Συμβάσεως ή της Συμβάσεως επί των Ψυχοτρόπων Ουσιών, συνοδεύωνται υπό εγκύρου και εν ισχύϊ τελούσης αδείας εξαγωγής ή αναλόγως της περιπτώσεως, πιστοποιητικού αλλαγής κατευθύνσεως.

(2) Οσάκις οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα υπό διαμετακόμισιν συνοδεύωνται υπό αδείας εξαγωγής ή πιστοποιητικού αλλαγής κατευθύνσεως και ο Τελώνης ευλόγως πιστεύει ότι η τοιαύτη άδεια ή πιστοποιητικόν είναι ψευδές ή ελήφθη δια δόλου ή εκουσίως γενομένης ψευδούς παραστάσεως, ουσιώδους τινός γεγονότος, ο Τελώνης δύναται κατά νόμον να κατάσχη και κατακρατήση τα ελεγχόμενα φάρμακα εις τα οποία η τοιαύτη άδεια ή πιστοποιητικόν αναφέρεται. Τα ελεγχόμενα φάρμακα αφίενται ελεύθερα ευθύς ως ο Τελώνης ήθελε πεισθή ότι η τοιαύτη άδεια ή πιστοποιητικόν είναι έγκυρον ή ότι δεν ελήφθη δια δόλου ή ψευδών παραστάσεων ως εν τοις ανωτέρω.

(3) Οσάκις ελεγχόμενα φάρμακα υπό διαμετακόμισιν δεν συνοδεύωνται υπό αδείας εξαγωγής ή πιστοποιητικού αλλαγής κατευθύνσεως, ως εκ του γεγονότος ότι ταύτα προέρχονται εκ χώρας μη Μέλους της Ενιαίας Συμβάσεως ή της Συμβάσεως επί των Ψυχοτρόπων Ουσιών, και ο Τελώνης ευλόγως πιστεύει ότι τα τοιαύτα φάρμακα μεταφέρονται κατά παράνομον τρόπον ή δια παράνομον σκοπόν ή ότι τελούν υπό διαμετακόμισιν επί τω τέλει εισαγωγής αυτών εις ετέραν χώραν κατά παράβασιν των νόμων της χώρας ταύτης, ούτος δύναται κατά νόμον να κατάσχη και κατακρατήση τα ελεγχόμενα φάρμακα.

(4) Οσάκις ελεγχόμενον φάρμακον αχθέν εν τη Δημοκρατία υπό διαμετακόμισιν εκφορτούται η μεταφορτούται εν τη Δημοκρατία, τούτο τελεί υπό τον έλεγχον του Τελώνου και μεταφέρεται μόνον κατόπιν Αδείας Μεταφοράς χορηγουμένης συμφώνως προς το άρθρον 20 του παρόντος Νόμου, και συμφώνως προς τους όρους της τοιαύτης αδείας.

(5) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων δύναται να ερμηνευθή ως τυγχάνον εφαρμογής επί ελεγχομένων Φαρμάκων τελούντων υπό διαμετακόμισιν δια του ταχυδρομείου ή δια της εναερίου οδού, εφ’ όσον το αεροσκάφος υπερίπταται της Δημοκρατίας χωρίς να προσγειούται ή επί ελεγχομένων φαρμάκων τοιούτων ποσοτήτων ώστε καλή τη πίστει ταύτα να λογίζωνται μέρος των ιατρικών προμηθειών παντός πλοίου ή αεροσκάφους.

Άδεια μεταφοράς

20.-(1) Απαγορεύεται:

(α) η μετακίνησις παντός ελεγχόμενου φαρμάκου εκ του μεταφορικού μέσου, δι’ ου ήχθη εν τη Δημοκρατία υπό διαμετακόμισιν˙ ή

(β) καθ’ οιονδήποτε τρόπον μεταφορά παντός τοιούτου ελεγχομένου φαρμάκου εν τη Δημοκρατία καθ’ οιονδήποτε χρόνον μετά την μετακίνησιν αυτού εκ του τοιούτου μεταφορικού μέσου,

εκτός δυνάμει αδείας, εν τω καθωρισμένω τύπω, και εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένης ως “Άδεια Μεταφοράς” εκδιδομένης υπό του Υπουργού. Ο Υπουργός κέκτηται εν πάση περιπτώσει διακριτικήν εξουσίαν εκδόσεως ή μη της Αδείας Μεταφοράς.

(2) Απαγορεύεται η έκδοσις Αδείας Μεταφοράς δια την μετακίνησιν παντός τοιούτου ελεγχόμενου φαρμάκου εις οιονδήποτε μεταφορικόν μέσον επί τω τέλει μεταφοράς αυτού εκτός της Δημοκρατίας, μέχρις ού προσαχθή τω Υπουργώ έγκυρος και εν ισχύϊ άδεια εξαγωγής ή πιστοποιητικόν αλλαγής κατευθύνσεως˙ το παρόν εδάφιον δεν τυγχάνει εφαρμογής εις περιπτώσεις καθ’ ας το ελεγχόμενον φάρμακον προέρχεται εκ χώρας μη Μέλους της Ενιαίας Συμβάσεως ή της Συμβάσεως επί των Ψυχοτρόπων Ουσιών.

(3) Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν τυγγάνουσιν εφαρμογής επί ελεγχομένων φαρμάκων υπό διαμετακόμισιν δια του Ταχυδρομείου.

Απαγόρευσις παραβιάσεως ελεγχομένων φαρμάκων

21. Ουδείς δύναται κατά νόμον να υπαγάγη ελεγχόμενον φάρμακον υπό διαμετακόμισιν εις οιανδήποτε κατεργασίαν ήτις ήθελε μεταβάλει την φύσιν αυτού ή εκουσίως να ανοίξη ή διαρρήξη συσκευασίαν περιέχουσαν ελεγχόμενον φάρμακον υπό διαμετακόμισιν εκτός δυνάμει οδηγιών του Υπουργού και καθ’ όν τρόπον ήθελεν ούτος εκάστοτε καθορίσει.

Αλλαγή κατευθύνσεως ελεγχομένων φαρμάκων

22.-(1) Εκτός δυνάμει πιστοποιητικού αλλαγής κατευθύνσεως εν τω καθωρισμένω τύπο απαγορεύεται πάσα αλλαγή κατευθύνσεως, προς κατεύθυνσιν ετέραν ή την αρχικήν ελεγχομένου φαρμάκου αχθέντος εν τη Δημοκρατία υπό διαμετακόμισιν. Εν τη περιπτώσει ελεγχομένου φαρμάκου υπό διαμετακόμισιν, συνοδευομένου υπό αδείας εξαγωγής ή πιστοποιητικού αλλαγής κατευθύνσεως εκδοθείσης υπό της αρμοδίας αρχής ετέρας τινός χώρας, ως χώρα προορισμού του ελεγχομένου φαρμάκου λογίζεται η χώρα, ήτις καθορίζεται εν τη τοιαύτη αδεία εξαγωγής ή πιστοποιητικώ αλλαγής κατευθύνσεως ως η χώρα του αρχικού προορισμού.

(2) Ο Υπουργός κέκτηται διακριτικήν εξουσίαν εκδόσεως πιστοποιητικού αλλαγής κατευθύνσεως αναφορικώς προς οιονδήποτε ελεγχόμενον φάρμακον υπό διαμετακόμισιν,  εφ’ όσον ήθελε προσαχθή αυτώ έγκυρος και εισέτι εν ισχύϊ άδεια εισαγωγής, εκδοθείσα υπό της αρμοδίας αρχής της χώρας, εις ην σκοπείται η αλλαγή κατευθύνσεως του ελεγχομένου φαρμάκου, ή εφ’ όσον η χώρα αύτη δεν είναι μέλος της Ενιαίας Συμβάσεως ή της Συμβάσεως επί των Ψυχοτρόπων Ουσιών, εφ’ όσον ήθελον προσαχθή αυτώ στοιχεία εμφαίνοντα ότι το ελεγχόμενον φάρμακον αποστέλλεται κατά νόμιμον τρόπον και διά τον πρέποντα σκοπόν.

(3) Το πιστοποιητικόν αλλαγής κατευθύνσεως εκδίδεται εις διπλούν˙ το εν αντίγραφον συνοδεύει το ελεγχόμενον φάρμακον επί τη εξαγωγή αυτού εκ της Δημοκρατίας και το έτερον αποστέλλεται υπό του Υπουργού ευθέως εις την αρμοδίαν αρχήν της χώρας εις ην η αποστολή κατευθύνεται κατόπιν της γενομένης αλλαγής κατευθύνσεως.

(4) Άμα τη εκδόσει πιστοποιητικού αλλαγής κατευθύνσεως, η άδεια εξαγωγής ή πιστοποιητικόν αλλαγής κατευθύνσεως ήτις τυχόν ήθελε συνοδεύει το ελεγχόμενον φάρμακον κατά την άφιξιν αυτού εις την Δημοκρατίαν κατακρατείται υπό του Υπουργού και επιστρέφεται εις την εκδώσασαν την τοιαύτην άδειαν ή πιστοποιητικόν αλλαγής κατευθύνσεως αρχήν, εις ην ανακοινούται συγχρόνως και το όνομα της χώρας εις ήν το τοιούτο φάρμακον απεστάλη μετά την γενομένην αλλαγήν κατευθύνσεως.

Έννοια του όρου ”μεταφορικόν μέσον”, κλπ.

23. Εν τω παρόντι Μέρει του παρόντος Νόμου:

(α) ο όρος “μεταφορικόν μέσον” περιλαμβάνει πλοίον, ταχύπλουν σκάφος, μηχανοκίνητον όχημα, αεροσκάφος, σιδηρόδρομον και παν έτερον μέσον μεταφοράς δια του οποίου εμπορεύματα δύνανται να αχθώσιν εν τη Δημοκρατία ή να εξαχθώσιν εξ αυτής˙

(β) ο όρος “πιστοποιητικόν αλλαγής κατευθύνσεως” σημαίνει πιστοποιητικόν εκδοθέν υπό της αρμοδίας αρχής, χώρας τινός, δι ης διέρχεται ελεγχόμενον φάρμακον υπό διαμετακόμισιν, επιτρέπον την αλλαγήν κατευθύνσεως του τοιούτου φαρμάκου εις χώραν ετέραν ή την καθοριζομένην εν τη αδεία εξαγωγής ως χώραν τελικού προορισμού, και περιέχον παν στοιχείον αναγκαίως διαλαμβανόμενον εν τη αδεία εξαγωγής, ομού μετά του ονόματος της χώρας εξ ης η αποστολή αρχικώς εξήχθη˙

(γ) ο όρος “άδεια εξαγωγής” σημαίνει άδειαν εκδιδομένην υπό της αρμοδίας αρχής της χώρας, εξ ης εξάγεται ελεγχόμενον φάρμακον, περιέχουσαν πλήρη στοιχεία του τοιούτου φαρμάκου ως και την ποσότητα δι ην παρέχεται η άδεια εξαγωγής ομού μετά των ονομάτων και διευθύνσεων του εξαγωγέως και του προσώπου εις το οποίον τούτο αποστέλλεται και αναφέρουσαν την χώραν εις την οποίαν πρόκειται να εξαχθή και την προθεσμίαν εντός της οποίας τούτο δέον να εξαχθή˙

(δ) ο όρος “υπό διαμετακόμισιν” σημαίνει ληφθέν ή αποσταλέν εξ οιασδήποτε χώρας και αχθέν εν τη Δημοκρατία δια της εναερίου ή υδατίνης οδού (είτε τούτο εκφορτούται ή μεταφορτούται εις την Δημοκρατίαν ή όχι) αποκλειστικώς και μόνον επί τω τέλει μεταφοράς αυτού εις ετέραν τινά χώραν δια του αυτού ή ετέρου μεταφορικού μέσου.

(ε) ”Τελώνης” έχει την έννοια την οποία δίνουν στον όρο αυτό οι περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμοι του 1967 μέχρι 1989.

ΜΕΡΟΣ VI ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Διάφορα αδικήματα

24.-(1) Πας όστις παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθή προς Κανονισμόν γενόμενον δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο ποινές και το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη δήμευση οποιασδήποτε ουσίας σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε το αδίκημα.

(2) Πας όστις παραβαίνει οιονδήποτε όρον αδείας εκδοθείσης δυνάμει του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ή αδείας ή ετέρας εξουσιοδοτήσεως εκδοθείσης δυνάμει Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του παρόντος Νόμου, μη ούσης αδείας εκδοθείσης δυνάμει Κανονισμών εκδοθέντων συμφώνως προς το άρθρον 11(2) (θ), είναι ένοχος αδικήματος.

(3) Πρόσωπον τι διαπράττει αδίκημα εάν, εν τη προσπαθεία αυτού να εμφανισθή συμμορφούμενον προς οιανδήποτε υποχρέωσιν παροχής πληροφορίας ην τούτο υπέχει δυνάμει ή λόγω κανονισμών γενομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου, παρέχη οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις ειναι εν γνώσει του ψευδής εν ουσιώδη λεπτομερεία ή αμελώς παρέχη οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις είναι ψευδής.

(4) Πρόσωπον τι διαπράττει αδίκημα εάν, προς τον σκοπόν εξασφαλίσεως δι’ εαυτόν ή δι’ έτερον πρόσωπον της εκδόσεως ή ανανεώσεως αδείας ή ετέρας εξουσιοδοτήσεως δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει οιωνδήποτε κανονισμών γενομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου-

(α) προβαίνη εις δήλωσιν ή παρέχη πληροφορίαν ήτις είναι εν γνώσει του ψευδής εις ουσιώδη τινά λεπτομέρειαν ή αμελώς παρέχη οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις είναι ψευδής˙ ή

(β) προσάγη ή άλλως χρησιμοποιή οιονδήποτε βιβλίον, αρχείον ή έτερον έγγραφον όπερ εν γνώσει του περιέχει δήλωσιν  ή πληροφορίαν ήτις έιναι εν γνώσει του ψευδής  εις ουσιώδη τινά λεπτομέρειαν.

(5) Σε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει πρόνοιες Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νομου δύναται να επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με διαδικασία που καθορίζεται με Κανονισμούς.

Ενθάρρυνση και προώθηση παράνομης χρήσης ελεγχόμενων φαρμάκων

24Α.-(1) Τηρουμένου του εδαφίου (2), του άρθρου 24, πρόσωπο το οποίο ενθαρρύνει ή προωθεί ή προάγει την παράνομη χρήση ελεγχόμενων φαρμάκων με έντυπα, φωτογραφίες, κινηματογραφικές ταινίες, βιτεοκασέτες ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο προβολής ή διαφήμισης ή παρέχει πληροφορίες για την κατασκευή ή την προμήθεια τους ή διανέμει δοκιμαστικά δείγματα ανεξάρτητα από το ποσοστό ελεγχόμενου φαρμάκου που περιέχουν, με σκοπό ακριβώς την παράνομη διάδοση των ελεγχόμενων αυτών φαρμάκων είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τεσσάρων χρόνων.

(2) Δε συνιστά αδίκημα κατά παράβαση του εδαφίου (1), η διατύπωση γνώμης ή επιστημονικής κρίσης σχετικά με τα ναρκωτικά όταν γίνεται από δικαιολογημένο κοινωνικό ενδιαφέρον κατά την άσκηση δικαιώματος ή την εκπλήρωση καθήκοντος νοουμένου ότι από τον τρόπο διατύπωσης ή από τις περιστάσεις που έγινε η πράξη δεν προκύπτει σκοπός ενθάρρυνσης, προώθησης ή διαφήμισης.

Απόπειρα διάπραξης αδικήματος

25.-(1) Όποιος αποπειράται να διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή υποκινεί ή αποπειράται να υποκινήσει άλλο πρόσωπο να διαπράξει τέτοιο αδίκημα είναι ένοχος αδικήματος.

(2) Οι ποινές οι οποίες δύνανται να επιβληθούν σε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι εκείνες οι οποίες βάσει του Τρίτου Πίνακα δύνανται να επιβληθούν επί προσώπου που καταδικάζεται για το ουσιώδες αδίκημα.

(3) Στο παρόν άρθρο “ουσιώδες αδίκημα” σημαίνει το αδίκημα στο οποίο αναφέρεται η απόπειρα ή η υποκίνηση ή η πειραθείσα υποκίνηση για διάπραξη, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.

Βοήθεια ή υποκίνησις διαπράξεως αδικήματος εκτός της Δημοκρατίας δυνάμει αντιστοίχου Νόμου

26. Πας όστις εν τη Δημοκρατία παρέχει βοήθειαν ή υποκινεί την διάπραξιν, εν οιωδήποτε τόπω κειμένω εκτός της Δημοκρατίας,  αδικήματος τιμωρουμένου δυνάμει των διατάξεων του εν τω τόπω τούτω τελούντος εν ισχύϊ αντιστοίχου Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος.

Αδικήματα νομικών προσώπων

27. Οσάκις αποδεικνύεται ότι η υπό τινος νομικού προσώπου διάπραξις αδικήματος κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου εγένετο τη συναινέσει ή τη συνενοχή, ή δύναται να αποδοθή εις αμέλειαν οιουδήποτε διευθυντού, γραμματέως ή ετέρου αναλόγου θέσεως υπαλλήλου του νομικού προσώπου ή οιουδήποτε προσώπου φερομένου ως ενεργούντος υπό τοιαύτην ιδιότητα, διά το αδίκημα τούτο κρίνονται ένοχοι τόσον το νομικόν πρόσωπον όσον και ο εν λόγω υπάλληλος, αμφότεροι δε υπόκεινται εις δίωξιν.

Περαιτέρω εξουσία εκδόσεως κανονισμών

28. Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά κανονισμών να προνοή-

(α) διά την εξαίρεσιν, εν τοιαύταις περιπτώσεσιν οίαι δυνατόν να καθορισθώσι-

(i) της εφαρμογής οιασδήποτε διατάξεως του παρόντος Νόμου ήτις δημιουργεί αδίκημα˙ή

(ii) της εφαρμογής οιασδήποτε των διατάξεων του περί Διοικήσεως Τελωνείων Νόμου καθ’ ην έκτασιν αύται αφορούν εις απαγόρευσιν ή περιορισμόν εισαγωγής ή εξαγωγής ισχυούσης δυνάμει του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου˙

(β) διά την εφαρμογήν οιασδήποτε των διατάξεων των άρθρων 15 έως 17 του παρόντος Νόμου και του Δευτέρου Πίνακος τούτου μεθ’ οιωνδήποτε τοιούτων τροποποιήσεων οίαι ήθελον καθορισθή-

(i) εν σχέσει προς οιανδήποτε πρόθεσιν του Υπουργού να εκδίδη οδηγίαν δυνάμει του άρθρου 13(2) του παρόντος Νόμου˙ ή

(ii) διά τοιούτους σκοπούς των Κανονισμών δυνάμει του παρόντος Νόμου ως ήθελε καθορισθή˙

(γ) διά την εφαρμογήν οιασδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών ή διαταγμάτων επί των υπαλλήλων ή αντιπροσώπων της Δημοκρατίας υπό την επιφύλαξιν τοιούτων εξαιρέσεων, προσαρμογών και τροποποιήσεων οίαι ήθελον καθορισθή.

Εξουσία έκδοσης Κανονισμών για τον καθορισμό, την επιβολή και είσπραξη τελών και διοικητικών προστίμων

28Α. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς που προβλέπυν για -

(α) Τον καθορισμό τελών και δικαιωμάτων που είναι πληρωτέα σε σχέση με τη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών εξέταση ή/και χορήγηση αδειών και εγκρίσεων και την παροχή συναφών με αυτές υπηρεσιών.

(β) τον καθορισμό διοικητικών προστίμων που δύναται να επιβληθούν σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού. και

(γ) τη διαδικασία και τον τρόπο είσπραξης των πληρωτέων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών τελών και δικαιωμάτων τα οποία εισπράττονται σε σχέση με την εξέταση ή/και χορήγηση αδειών ή εγκρίσεων.

Εξουσία ερεύνης και λήψεως μαρτυρίας

29.-(1) Αστυφύλαξ ή έτερον πρόσωπον εξουσιοδοτηθέν προς τούτο διά γενικού ή ειδικού διατάγματος του Υπουργού κέκτηται εξουσίαν  προς τον σκοπόν εφαρμογής του παρόντος Νόμου όπως εισέρχηται εις οιονδήποτε υποστατικόν ένθα πρόσωπον τι ασκεί την επιχείρησιν του παραγωγού ή προμηθευτού παντός ελεγχομένου φαρμάκου και απαιτήση όπως προσάγωνται αυτώ προς επιθεώρησιν άπαντα τα βιβλία ή έγγραφα τα αφορώντα εις τας περί τα τοιαύτα φάρμακα δοσοληψίας και επιθεωρή παν απόθεμα τοιούτων φαρμάκων.

(2) Αστυφύλαξ έχων εύλογον αιτίαν να υποπτεύηται ότι οιονδήποτε πρόσωπον κατέχει ελεγχόμενον φάρμακον κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε δυνάμει τούτου γενομένων κανονισμών δύναται-

(α) να ερευνήση το πρόσωπον τούτο και να κρατήση τούτο διά σκοπούς ερεύνης˙

(β) να ερευνήση οιονδήποτε όχημα ή σκάφος εν τω οποίω ο αστυφύλαξ υποπτεύεται ότι το φάρμακον δυνατόν να ευρίσκηται και προς τον σκοπόν τούτον να απαιτήση όπως το πρόσωπον το έχον υπό τον έλεγχον αυτού το ρηθέν όχημα ή σκάφος σταματήση τούτο˙

(γ) να κατάσχη και κατακρατήση διά τους σκοπούς της διαδικασίας δυνάμει του Νόμου, ο,τιδήποτε ανευρέθη κατά την διάρκειαν της ερεύνης όπερ φαίνεται κατά την γνώμην του αστυφύλακος ότι αποτελεί μαρτυρίαν δι’ αδίκημα κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου.

Εν τω παρόντι εδαφίω “σκάφος” περιλαμβάνει ταχύπλουν σκάφος και ουδέν εν τω παρόντι εδαφίω θέλει επηρεάσει δυσμενώς οιανδήποτε εξουσίαν δι’ έρευναν ή διά σύλληψιν ή κατακράτησιν περιουσίας ην δύναται να ασκήση αστυφύλαξ τις ανεξαρτήτως του παρόντος άρθρου.

(3) Εφ’ όσον δικαστής ήθελε ικανοποιηθή βάσει ενόρκου καταγγελίας ότι υπάρχει εύλογος υποψία-

(α) ότι οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα ευρίσκονται κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών εν τη κατοχή  προσώπου τινός εν οιωδήποτε υποστατικώ˙ ή

(β) ότι έγγραφον όπερ αμέσως ή εμμέσως αφορά ή έχει σχέσιν προς συναλλαγήν ή πράξιν ήτις αποτελεί αδίκημα συμφώνως τω παρόντι Νόμω ή σκοπουμένην συναλλαγήν ή πράξιν ήτις διενεργουμένη θα αποτέλει αδίκημα εναντίον του παρόντος Νόμου ή εν τη περιπτώσει συναλλαγής ή πράξεως διενεργηθείσης ή διενεργηθησομένης εν οιωδήποτε τόπω εκτός της Δημοκρατίας, ήτις αποτελεί ή θα αποτελεί αδίκημα εναντίον των διατάξεων του εν τω τόπω τούτω τελούντος εν ισχύϊ αντιστοίχου Νόμου, ευρίσκεται εν τη κατοχή προσώπου τινός, ούτος δύναται να εκδώση ένταλμα ερεύνης παρέχον εξουσίαν εις το εν τω εντάλματι καθοριζόμενον πρόσωπον όπως κατά πάντα χρόνον εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας εκδόσεως του εντάλματος να εισέρχηται, εν ανάγκη και διά της χρήσεως βίας, εις τα εν τω εντάλματι καθοριζόμενα υποστατικά και να ερευνά ταύτα ως και παν πρόσωπον όπερ ευρίσκεται εν τοις υποστατικοίς˙ εάν δε υπάρχη εύλογος υποψία ότι διεπράχθη αδίκημα τι εναντίον του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα άτινα ήθελον ευρεθή εν τοις υποστατικοίς ή εν τη κατοχή παντός τοιούτου προσώπου ή ότι έγγραφον ούτω ευρεθέν είναι έγγραφον εκ των μνημονευομένων εν τη παραγράφω (β) ανωτέρω, παρέχον εξουσίαν όπως κατάσχη και κατακρατήση τα τοιαύτα φάρμακα ή, αναλόγως της περιπτώσεως, έγγραφα.

(4) Πας όστις-

(α) εσκεμμένως παρακωλύει πρόσωπον τι εν τη ενασκήσει των δυνάμει του παρόντος άρθρου εξουσιών αυτού˙ ή

(β) αποκρύπτει από πρόσωπον τι ενεργούν εν τη ενασκήσει των εξουσιών του δυνάμει του εδαφίου (1) ανωτέρω οιαδήποτε τοιαύτα βιβλία, έγγραφα. Αποθέματα ή φάρμακα ως αναφέρεται εν τω ως είρηται εδαφίω˙ ή

(γ) άνευ ευλόγου δικαιολογίας (το βάρος της αποδείξεως της οποίας φέρει ούτος) παραλείπει να προσαγάγη οιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα ως ανωτέρω αναφέρεται, οσάκις η προσαγωγή αυτών απαιτήται υπό προσώπου τινός εν τη ενασκήσει των εξουσιών του δυνάμει του ως είρηται άρθρου, είναι ένοχος αδικήματος.

Δίωξις και τιμωρία

30.-(1) Ο Τρίτος Πίναξ του παρόντος Νόμου θα ισχύη συμφώνως προς το εδάφιον (2) κατωτέρω εν σχέσει προς τον τρόπον καθ’ ον αδικήματα κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου τιμωρούνται εν περιπτώσει καταδίκης.

(2) Ανεξαρτήτως παντός διαλαμβανομένου εν τω περί Δικαστηρίω Νόμω, τω περί Ποινική Δικονομία Νόμω ή οιωδήποτε ετέρω Νόμω, ο Γενικός Εισαγγελεύς της Δημοκρατίας δύναται, αφού διεξέλθη τον φάκελλον της αστυνομικής ανακρίσεως τον αναφερόμενον εις οιονδήποτε αδίκημα κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε κανονισμών γενομένων δυνάμει τούτου, να διατάξη όπως το τοιούτον αδίκημα εκδικασθή και αποφασισθή είτε συνοπτικά είτε υπό Κακουργοδικείου.

Νοείται ότι σε κατηγορούμενο που κρίθηκε ένοχος για αδίκημα που αφορά χρήση, κατοχή ή μεταφορά ελεγχόμενου φαρμάκου για προσωπική χρήση επιβάλλεται ποινή φυλάκισης που δε θα υπερβαίνει τα δύο έτη, αν:-

(i) δεν είχε συμπληρώσει, κατά το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, το εικοστοπέμπτο (25ο) έτος της ηλικίας του, και

(ii) δεν έχει οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη για αδίκημα κατά παράβαση του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

(3) Σε σχέση με αδίκημα κατά παράβαση διάταξης του παρόντος Νόμου που καθορίζεται στην πρώτη στήλη του εν λόγω Πίνακα:

(α) Η δεύτερη, τρίτη και τέταρτη στήλες δείχνουν αντίστοιχα τις ποινές οι οποίες μπορεί να επιβληθούν στο πρόσωπο που καταδικάστηκε για αδίκημα, ανάλογα του κατά πόσο το ελεγχόμενο φάρμακο σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα ήταν της τάξης Α, Β ή Γ˙ και

(β) η πέμπτη στήλη δείχνει τις ποινές οι οποίες μπορεί να επιβληθούν στο πρόσωπο που καταδικάστηκε για αδίκημα, ανεξάρτητα από το αν το αδίκημα διαπράχθηκε σε σχέση με ελεγχόμενο φάρμακο και, αν διαπράχθηκε σε σχέση με ελεγχόμενο φάρμακο ανεξάρτητα από το αν το φάρμακο ήταν της τάξης Α, Β ή Γ.

(4) Χωρίς επηρεασμό οποιωνδήποτε άλλων σχετικών διατάξεων και επιπρόσθετα απ’ αυτές, το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής μεταξύ άλλων λαμβάνει υπόψη του τα ακόλουθα περιστατικά:

(α) Ως καθιστώντα το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό-

(i) Την ανάμειξη στη διάπραξη του αδικήματος οργανωμένης ομάδας εγκληματιών στην οποία ο κατηγορούμενος ανήκει˙

(ii) την ανάμειξη του κατηγορουμένου σε διεθνείς οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες˙

(iii) την ανάμειξη του κατηγορουμένου σε άλλες παράνομες δραστηριότητες οι οποίες διευκολύνονται με τη διάπραξη του αδικήματος˙

(iv) τη χρήση βίας, πυροβόλων όπλων ή επιθετικών όπλων ή αντικειμένων κατά τη διάπραξη του αδικήματος˙

(v) το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατέχει δημόσιο αξίωμα ή θέση και το αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε σχετίζεται με το εν λόγω αξίωμα ή θέση˙

(vi) τη θυματοποίηση ή εκμετάλλευση ανηλίκων ή διανοητικώς ή λόγω ψυχικής νόσου πασχόντων˙

(vii) το γεγονός ότι το αδίκημα διαπράχθηκε στις φυλακές ή σε κρατητήριο της Αστυνομίας ή στέγη ή ίδρυμα υπό τον έλεγχο, επίβλεψη ή φροντίδα του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή πλησίον τέτοιων στεγών ή ιδρυμάτων ή σε άλλους χώρους όπου συχνάζουν μαθητές ή φοιτητές για εκπαιδευτικές, αθλητικές, κοινωνικές ή άλλες δραστηριότητες˙

(viii) το γεγονός ότι το αδίκημα διαπράχθηκε σε χώρο εντός εκπαιδευτικού ιδρύματος ή σε χώρους εκδηλώσεων για ανηλίκους, συμπεριλαμβανομένων παιδότοπων και άλλων οργανωμένων χώρων συνάθροισης παιδιών ή σε αθλητικούς χώρους ή σε απόσταση που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) μέτρα από την είσοδο ή την έξοδο ή την περίφραξή τους.

(β) Ως καθιστώντα το αδίκημα λιγότερο σοβαρό-

(i) Η ηλικία του κατηγορουμένου˙

(ii) το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα παρασυρόμενος από πρόσωπα δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή σ’ αυτόν˙

(iii) ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη σε εμπορία ή διακίνηση ναρκωτικών και ότι το παράπτωμα του σχετίζεται αποκλειστικά με χρήση ναρκωτικών˙

(iv) το βαθμό της εξάρτησης του κατηγορουμένου από ναρκωτικά˙

(v) την αποδεδειγμένη μεταμέλεια του κατηγορουμένου η οποία μεταξύ άλλων μαρτυρείται από τη συνεργασία του με τις αρχές για τη δίωξη των προμηθευτών και την προθυμία του να υποβληθεί σε θεραπεία για απεξάρτηση˙

(vi) το είδος και την ποσότητα των απαγορευμένων ουσιών που βρέθηκαν στην κατοχή του˙

(vii) το γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε από τα περιστατικά που αναφέρονται στο (α)(i)-(vi) πιο πάνω.

Τεκμήρια

30Α.  Εφόσον ήθελε αποδειχθεί ότι πρόσωπο καλλιέργησε, ή κατείχε ή μετέφερε ελεγχόμενο φάρμακο ή ουσία, που αναφέρεται στην πρώτη στήλη, σε ποσότητα που υπερβαίνει την καθοριζόμενη στη δεύτερη στήλη, θεωρείται ότι καλλιέργησε, ή κατείχε ή μετέφερε το ελεγχόμενο αυτό φάρμακο ή την ουσία με σκοπό να το προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο, εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο.

Παράνομη καλλιέργεια

 

Πρώτη Στήλη                                          Δεύτερη Στήλη

Οποιοδήποτε φυτό του γένους κάνναβις (cannabis)                Τρία ή περισσότερα φυτά

Οποιοδήποτε φυτό του γένους μήκων η υπνοφόρος
(papaver somniferum L)                                                     Είκοσι ή περισσότερα φυτά

οποιοδήποτε φυτό του γένους ερυθρόξυλος
(erythroxylum coca)                                                           Πέντε ή περισσότερα φυτά

 

Παράνομη κατοχή ή μεταφορά

 

Πρώτη Στήλη                                           Δεύτερη Στήλη

Κάνναβις ή παράγωγα αυτής                                              30 ή περισσότερα γραμμάρια

Παρασκευασμένο όπιο ή παράγωγα αυτού                           10 ή περισσότερα γραμμάρια

Παρασκευασμένη κοκαΐνηή παράγωγα αυτής                        10 ή περισσότερα γραμμάρια

Οποιοδήποτε ελεγχόμενο φάρμακο                                       20 ή περισσότερα γραμμάρια υπό στερεή                                                                                       μορφή, ή είκοσι ή περισσότερα κυβικά                                                                                           εκατοστά σε υγρή μορφή.

Δήμευσις

31.-(1) Τηρουμένου του εδαφίου (2) κατωτέρω, το δικαστήριον υπό του οποίου πρόσωπον τι κατεδικάσθη δι’ αδίκημα κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου, δύναται να διατάξη την δήμευσιν οιουδήποτε πράγματος όπερ κατά την γνώμην του σχετίζεται με το αδίκημα καθώς και την καταστροφήν ή διάθεσιν τούτου καθ’ οιονδήποτε τρόπον οίον το δικαστήριον ήθελε διατάξει.

(2) Το δικαστήριον δεν διατάσσει την δήμευσιν οιουδήποτε πράγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου οσάκις το πρόσωπον όπερ ισχυρίζεται ότι είναι ιδιοκτήτης τούτου ή ενδιαφέρεται δι’ αυτό καθ’ οιονδήποτε έτερον τρόπον ζητή να ακουσθή υπό του δικαστηρίου, εκτός εάν παρεσχέθη εις αυτό ευκαιρία να δείξη λόγον διατί το τοιούτο διάταγμα δεν έδει να εκδοθή.

Πρόσθετες εξουσίες του Δικαστηρίου

31Α.-(1) Το Δικαστήριο το οποίο έχει καταδικάσει πρόσωπο για αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να αποστερήσει τον καταδικασθέντα της ικανότητας να κατέχει ή να πάρει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα το οποίο το Δικαστήριο θα καθορίσει.

(2) Στις περιπτώσεις όπου το πρόσωπο το οποίο αποστερείται της ικανότητας να κατέχει ή να πάρει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος δυνάμει του εδαφίου (1), είναι κάτοχος άδειας, η άδεια αυτή ακυρώνεται και παύει να ισχύει κατά το διάστημα της επιβληθείσας ανικανότητας.

(3) Η δυνάμει του εδαφίου (1) αποστέρηση άδειας οδήγησης επιβάλλεται ως πρόσθετη ποινή ή σε αντικατάσταση οποιασδήποτε άλλης ποινής που το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει.

(4) Σε περίπτωση επιβολής της ποινής της αποστέρησης της άδειας οδήγησης αναγράφονται στην άδεια οδήγησης του καταδικασθέντος οι λεπτομέρειες της επιβληθείσας ανικανότητας.

(5) Οι πρόνοιες του άρθρου 20 του περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αποστέρησης της άδειας οδήγησης με βάση τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.

Απόδειξις αγνοίας, κλπ., αποτελούσιν υπεράσπισιν εν τη εκδικάσει ωρισμένων αδικημάτων

32.-(1) Το παρόν άρθρον εφαρμόζεται εις αδικήματα βάσει των ακολούθων διατάξεων του παρόντος Νόμου, ήτοι των άρθρων 5(2) και (3), 6(2) και (3), 7(2) και 10.

(2) Υπό την επιφύλαξιν του εδαφίου (3) κατωτέρω εν τη εκδικάσει οιουδήποτε αδικήματος εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται, αποτελεί υπεράσπισιν διά τον κατηγορούμενον η απόδειξις ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ούτε λόγον να υποψιασθή την  ύπαρξιν οιουδήποτε γεγονότος προβαλλομένου υπό της κατηγορίας όπερ η κατηγορία δέον να αποδείξη ίνα καταδικασθή ούτος διά το εν τω κατηγορητηρίω αδίκημα.

(3) Εν τη εκδικάσει οιουδήποτε αδικήματος διά το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται, ίνα καταδικασθή ο κατηγορούμενος δέον όπως η κατηγορία αποδείξη ότι ουσία τις ή προϊόν  τι σχετιζόμενον με το προσαπτόμενον αδίκημα ήτο το ελεγχόμενον φάρμακον όπερ η κατηγορία ισχυρίζεται και αποδεικνύεται ότι η εν λόγω ουσία ή προϊόν ήτο τω όντι το εν λόγω ελεγχόμενον φάρμακον-

(α) ο κατηγορούμενος δεν απαλλάσσεται του αδικήματος λόγω μόνον ότι ούτος αποδεικνύει ότι δεν εγνώριζεν ή υποπτεύετο ούτε είχε λόγον να υποπτευθή ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο το ειδικώς αναφερόμενον φάρμακον περί ου ο ισχυρισμός˙ αλλά ούτος

(β)  απαλλάσσεται του αδικήματος-

(i) εάν αποδείξη ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ή λόγον να υποπτεύηται ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο ελεγχόμενον φάρμακον˙ ή

(ii) εάν αποδείξη ότι επίστευε, ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο ελεγχόμενον φάρμακον, ή ελεγχόμενον φάρμακον τοιαύτης περιγραφής ώστε, εάν τούτο ήτο πράγματι το εν λόγω ελεγχόμενον φάρμακον ή ελεγχόμενον φάρμακον τοιαύτης περιγραφής, ούτος δεν θα διέπραττε κατά τον ουσιώδη χρόνον αδίκημα εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται.

(4) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων θέλει επηρεάσει δυσμενώς οιανδήποτε υπεράσπισιν ην δύναται να προβάλη πρόσωπον τι κατηγορούμενον δι’ αδίκημα εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται.

Επίδοσις εγγράφων

33.-(1) Πάσα γνωστοποίησις ή έτερον έγγραφον όπερ δυνάμει οιασδήποτε διατάξεως του παρόντος Νόμου απαιτείται ή δέον όπως επιδοθή εις οιονδήποτε πρόσωπον, δύναται να επιδίδηται εις αυτόν είτε ιδιοχείρως ή αφίεται εις την συνήθη διεύθυνσιν αυτού ή αποστέλλεται εις αυτόν ταχυδρομικώς.

(2) Πάσα γνωστοποίησις ή έτερον έγγραφον όπερ απαιτείται ή δέον όπως δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου επιδοθή εις νομικόν πρόσωπον, θεωρείται δεόντως επιδοθέν εάν επιδοθή εις τον γραμματέα ή οιονδήποτε υπάλληλον του εν λόγω νομικού προσώπου.

(3) Δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου η ορθή διεύθυνσις οιουδήποτε προσώπου είναι, εν τη περιπτώσει του γραμματέως ή υπαλλήλου του νομικού προσώπου το εγγεγραμμένον ή κύριον γραφείον του εν λόγω νομικού προσώπου, και εις πάσαν άλλην περίπτωσιν η τελευταία διεύθυνσις του προσώπου προς το οποίον δέον να επιδοθή και η οποία είναι γνωστή εις τον Υπουργόν.

(4) Οσάκις οιονδήποτε των ακολούθων εγγράφων, ήτοι:

(α) γνωστοποίησις δυνάμει του άρθρου 12(1) ή του άρθρου 16(6) του παρόντος Νόμου˙ ή

(β) αντίγραφον οδηγίας δοθείσης συμφώνως προς το άρθρον 13(2), το άρθρον 14(1) ή το άρθρον 17(3) του παρόντος Νόμου, επιδίδηται δι’ αποστολής αυτού διά συστημένης επιστολής ή διά της ιδιοχείρου (δεόντως αναγραφομένης εν τω σχετικώ αρχείω) επιδόσεως τούτου θεωρείται ως επιδοθέν κατά τον χρόνον καθ’ ον η περιέχουσα τούτο επιστολή θα παρεδίδετο κατά την συνήθη πορείαν του ταχυδρομείου.

Άδεια και εξουσιοδοτήσεις

34. Άδεια  ή ετέρα εξουσιοδότησις εκδοθείσα υπό του Υπουργού διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή κανονισμών γενομένων δυνάμει τούτου, δύναται να είναι γενική ή ειδική μέχρι βαθμού τινος και να εκδίδηται υπό τοιούτους όρους και υπό τοιαύτας επιφυλάξεις (περιλαμβανομένης εν τη περιπτώσει αδείας της πληρωμής καθωρισμένου τέλους) ως ο Υπουργός ήθελε θεωρήσει σκοπίμους και δύναται να τροποποιήται ή ανακαλήται υπ’ αυτού καθ’ οιονδήποτε χρόνον.

Εξουσία εκδόσεως κανονισμών εν σχέσει προς εκθέσεις διά ψυχοτρόπους ουσίας

35. Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδώση κανονισμούς προβλέποντας όπως πρόσωπον αποσύρον εκ των τελωνείων οιασδήποτε ψυχοτρόπους ουσίας καθορισθησομένας εν τοις κανονισμοίς, παρέχη έκθεσιν εντός προθεσμίας καθορισθησομένης εν τοις κανονισμοίς εν σχέσει προς τας τοιαύτας ουσίας. Η εν λόγω έκθεσις θέλει είναι υπό τοιαύτην μορφήν και θέλει περιέχει τοιαύτας λεπτομερείας ως ήθελε καθορισθή εν τοις κανονισμοίς.

Γενικαί διατάξεις διά τους κανονισμούς

36. Κανονισμοί εκδοθέντες υπό του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει οιασδήποτε διατάξεως του παρόντος Νόμου:

(α) δύνανται να εισαγάγωσι διαφοροποιήσεις εν σχέσει προς διάφορα ελεγχόμενα φάρμακα, διαφόρους τάξεις προσώπων, διαφόρους διατάξεις του παρόντος Νόμου ή ετέρας διαφόρους περιπτώσεις ή περιστατικά˙

(β) δύνανται να καταστήσωσι ουσιώδη διά τους σκοπούς οιασδήποτε προνοίας των κανονισμών την γνώμην, συναίνεσιν ή έγκρισιν καθοριζομένης αρχής ή οιουδήποτε εξουσιοδοτημένου προσώπου κατά τον καθωρισμένον τρόπον˙ και

(γ) δύνανται να διαλαμβάνωσι τοιαύτας συμπληρωματικάς, παρεμπιπτούσας και μεταβατικάς διατάξεις ως το Υπουργικόν Συμβούλιον ήθελε θεωρήσει σκόπιμον.

Κατάθεσις Κανονισμών εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων

37. Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του παρόντος Νόμου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν εντός τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι’ αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντας Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει, τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ’ αυτής και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.

Ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου

38. Ο παρών Νόμος τίθεται εν ισχύϊ εις ημερομηνίαν καθορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διά γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, διάφοροι δε ημερομηνίαι δύνανται να ορισθώσι διά διαφόρους σκοπούς και διαφόρους διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Κατάργησις και επιφύλαξις

39.-(1) Επί τη ενάρξει της ισχύος του παρόντος Νόμου ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων Νόμος του 1967 και παν Διάταγμα εκδοθέν δυνάμει του ως είρηται Νόμου καταργούνται.

(2) Ουδέν εν τω παρόντι Νόμω θέλει επηρεάσει οιουσδήποτε Κανονισμούς γενομένους, άδειαν εκδοθείσαν, εξουσιοδότησιν ή ένταλμα χορηγηθέν ή οιανδήποτε ετέραν πράξιν γενομένην δυνάμει νομοθετήματος καταργουμένου διά του παρόντος Νόμου αλλά πας τοιούτος κανονισμός, άδεια, εξουσιοδότησις, ένταλμα ή πράξις άτινα τελούν εν ισχύϊ κατά την έναρξιν του παρόντος Νόμου θα εξακολουθώσιν να είναι εν ισχύϊ ως εάν είχον γενή ή εκδοθή ή χορηγηθή δυνάμει της αντιστοίχου διατάξεως του παρόντος Νόμου.

(3) Μνεία εν οιωδήποτε εγγράφω νομοθετήματος καταργουμένου διά του παρόντος Νόμου, ερμηνεύεται ως μνεία της αντιστοίχου διατάξεως του παρόντος Νόμου.

(4) Η εν τω παρόντι άρθρω μνεία ωρισμένων θεμάτων ουδόλως επηρεάζει την γενικήν εφαρμογήν του περί Ερμηνείας Νόμου, καθ’ όσον αφορά τας συνεπείας άτινας επάγεται η κατάργησις νομοθετημάτων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΞ

ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

ΜΕΡΟΣ Ι - ΦΑΡΜΑΚΑ ΤΑΞΙΣ Α

1. Αι ακόλουθοι ουσίαι και προϊόντα ήτοι:

Ακετορφίνη (Acetorphine)

Αλλυλοπροδίνη (Allylprodine)

Αλφακετυλμεθαδόλη (Alphacetylmethadol)

Αλφαμεπροδίνη (Alphameprodine)

Αλφαμεθαδόλη (Alphamethadol)

Αλφαπροδίνη (Alphaprodine)

Aνιλεριδίνη (Anileridine)

Βενζεθιδίνη (Benzethidine)

Bενζυλομορφίνη (3-Βενζυλομορφίνη) (Benzylmorphine) (3-Benzylmorphine)

Βητακετυλoμεθαδόλη (Betacetylmethadol)

Βηταμεπροδίνη (Betameprodine)

Βηταμεθαδόλη (Betamethadol)

Βηταπροδίνη (Betaprodine)

Βεζιτραμίδη (Bezitramide)

Βουφοτενίνη (Bufotenine)

Κανναβινόλη, εκτός εάν περιέχεται εις κάνναβιν ή ρητίνην καννάβεως(Cannabinol, except where contained in cannabis or cannabis resin).

Παράγωγα Κανναβινόλης (Cannabinol derivatives).

Κλονιταζήνη (Clonitazene)

Φύλλα Κόκας (Coca leaf)

Κοκαϊνη (Cocaine)Δεζομορφίνη (Desomorphine)

Δεξτρομοραμίδη (Dextromoramide)

Διαμορφίνη (Diamorphine)

Διαπρoμίδη (Diampromide)

Διαιθυλοθιαμβουτήνη (Diethylthiambutene)

Διφαινοξίνη (Difenoxin)

Διϋδροκωδεϊνόνη Ο-καρβοξυμεθυλοξίμη (Κωδοξίμη) (Dihydrocodeinone O-carboxymethiloxime).

Διϋδρομορφίνη( Dihydromorphine)

Διμενοξαδόλη (Dimenoxadol)

Διμεφεπτανόλη (Dimepheptanol)

Διμεθυλοθιαμβουτήνη (Dimethylthiambutene)

Εστήρ του βουτυρικού οξέως της Διοξαφετύλης (Dioxaphetyl butyrate)

Διφαινοξυλάτη (Diphenoxylate)

Διπιπανόνη (Dipipanone)

Δροτηβανόλη (3,4-διμεθόξυ-17-μεθυλομορφινάνη-6β, 14-διόλη) (Drotebanol) (3,4 -dimethoxy -17-methylmorphinan-6b, 14 diol).

Εκγονίνη (Ecgonine) και παν παράγωγον αυτής όπερ είναι μετατρέψιμον εις εκγονίνην ή κοκαϊνην.

Αιθυλομεθυλοθιαμβουτήνη (Ethylmethylthiambutene)

Ετονιταζήνη (Etonitazene)

Ετoρφίνη (Etorphine)

Ετοξεριδίνη (Etoxeridine)

Φεντανύλη (Fentanyl)

Φουρεθιδίνη (Furethidine)

Υδροκωδόνη (Hydrocodone)

Υδρομορφινόλη (Ηydromorphinol)

Υδρομορφόνη (Hydromorhone)

Υδροξυπεθιδίνη (Hydroxypethidine)

Ισoμεθαδόνη (Isomethadone)

Κετοβεμιδόνη (Ketobemidone)

Λαιβομεθορφάνη (Levomethorpan)

Λαιβομοραμίδη (Levomoramide)

Λαιβοφενακυλομορφάνη (Levophenacylmorphan)

Λαιβορφανόλη (Levorphanol)

Λυσεργαμίδη (Lysergamide)

Λυσεργίδη και άλλα Ν-άλκυλο παράγωγα της λυσεργαμίδης(Lysergide and other N-alkyl derivatives of lysergamide).

Μεσκαλίνη (Mescaline)

Mεταζοκίνη (Metazocine)

Μεθαδόνη (Methadone)

Μεθαδύλη Οξική (Methadyl acetate)

Μεθυλοδεσορφίνη (Methyldesorphine)

Μεθυλοδιϋδρομορφίνη (6-Μεθυλοδιϋδρομορφίνη)(Μethyldihydromorphine) (6-Methyldihydromorphine).
Μετοπόνη (Metopon)

Μορφεριδίνη (Μorpheridine)

Μορφίνη (Morphine)

Μορφίνης μεθοβρομίδιον (Μορφίνης-Ν-οξείδιον) και έτερα παράγωγα μορφίνης μετά αζώτου  πεντασθενούς (Morphine methobromide) (Morhine-N-oxide).

Μυρορφίνη (Myrorphine)

Νικομορφίνη (3,6-δινικοτινυλομορφίνη) (Nicomorphine)(3,6-dinicotinoylmorphine).

Νορακυμεθαδόλη (Noracymethadol)

Νορλαιβορφανόλη (Norlevorphanol)

Νορμεθαδόνη (Normethadone)

Νορμορφίνη (Normorphine)

Νορπιπανόνη (Norpipanone)

Όπιον (Opium) είτε ακατέργαστον, παρασκευασμένον ή φαρμακευτικόν

Οξυκοδώνη (Oxycodone)

Oξυμορφόνη (Oxymorphone)

Πεθιδίνη (Pethidine)

Φαιναδοξόνη (Phenadoxone)

Φαιναμπρομίδη (Phenampromide)

Φαιναζοκίνη (Phenazocine)

Φαινομορφάνη (Phenomorphan)

Φαινοπεριδίνη (Phenoperidine)

Πιμινοδίνη (Piminodine)

Πιριτραμίδη (Piritramide)

Στελέχη Μήκωνος της υπνοφόρου (Poppy-straw) και συμπύκνωμαστελεχών μήκωνος της υπνοφόρου (Concentrate of poppy straw).

Προεπταζίνη (Proheptazine)

Προπεριδίνη (1-μεθυλο-4-φαινυλοπιπεριδίνη-4-ισοπροπυλικός εστήρ καρβοξυλικού οξέως) (Properidine) (1-methyl-4-phenylpiperidine-4-carboxylic acid isopropyl ester).

Ψυλοκίνη (Psilocin)

Ρακεμεθορφάνη (Racemethorphan)

Ρακεμοραμίδη (Racemoramide)

Ρακεμορφάνη (Racemorphan)

Θηπακόνη (Thebacon)

Θηβαϊνη (Thebaine)

Τριμεπεριδίνη (Trimeperidine)

4-Kυάνο-2-διμεθυλαμίνο-4, 4-διφαινυλοβουτάνη (4-Cyano-2-dimethylamino-4, 4-diphenylbutane)

4-Kυανό-1-μέθυλο-4-φαινυλοπιπεριδίνη (4-cyano-1-methyl-4-phenyl-piperidine)

N,N-Διαιθυλοτρυπταμίνη (Ν,Ν,-diethyltryptamine)

N,N-Διμεθυλοτρυπταμίνη (Ν,Ν-dimethyltryptamine)

2,5-Διμεθόξυ-α, 4-διμεθυλοφαινεθυλαμίνη (2,5-Dimethoxy-a, 4-dimethylphenethylamine).

1-Mεθυλο-4-φαινυλοπιπεριδίνη-4-καρβοξυλικόν οξύ (1-Methyl-4-phenylpiperidine-4-carboxylic acid).

2-Mεθυλο-3-μορφολίνο-1, 1-διφαινυλοπροπανοκαρβοξυλικόν οξύ (2-Μethyl-3-morpholino-1, 1-diphenylpropanecarboxylic acid).

4-Φαινυλοπιπεριδίνη-4-καρβοξυλικού οξέος αιθύλ εστήρ (4-Phenylpiperidine-4-carboxylic acid ethyl ester).

2. Πάσα στερεοϊσομερής μορφή ουσίας τινός εκάστοτε καθοριζομένης εν παραγράφω 1 ανωτέρω και μη ούσης δεξτρομεθορφάνης (dextromethorpahn) ή δεξτρορφάνης (dextrorphan).

3. Πας εστήρ ή αιθήρ ουσίας τινός εκάστοτε καθοριζομένης εν παραγράφω 1 ή 2 ανωτέρω και μη ούσης ουσίας καθοριζομένης εν τω Μέρει ΙΙ του παρόντος Πίνακος.

4. Παν άλας ουσίας τινός εκάστοτε καθοριζομένης εν οιαδήποτε των παραγράφων 1 έως 3 ανωτέρω.

5. Παν σκεύασμα ή έτερον προϊόν περιέχον ουσίαν τινά ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον εν οιαδήποτε των παραγράφων 1 έως 4 ανωτέρω.

6. Παν σκεύασμα προοριζόμενον διά χορήγησιν διά εγχύσεως το οποίον περιλαμβάνει ουσίαν ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον εν οιαδήποτε των παραγράφων 1 έως 3 του Μέρους ΙΙ του παρόντος Πίνακος.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙ - ΦΑΡΜΑΚΑ ΤΑΞΙΣ Β

1. Αι ακόλουθοι ουσίαι και προϊόντα, ήτοι:

Ακετυλοδιϋδροκωδεϊνη (Acetyldihydrocodeine)

Αμφεταμίνη (Amphetamine)

Κάνναβις και ρητίνη καννάβεως (Cannabis and cannabis resin)

Κωδεϊνη (Codeine)

Δεξαμφεταμίνη (Dexamphetamine)

Διϋδροκωδεϊνη (Dihydrocodeine)

Aιθυλομορφίνη (3-αιθυλομορφίνη (Ethylomorphine) (3-ethylomorphine)

Μεθυλοαμφεταμίνη (Methylamphetamine)

Μεθυλοφαινιδάτη (Μethylphenidate)

Νικοκωδίνη (Nicocodine)

Νικοδικωδίνη (6-νικοτυνυλοδιϋδροκωδεϊνη) (Nicodicodine)(6-nicotinoyldihydrocodeine).

Νορκωδεϊνη (Norcodeine)

Φαινμετραζίνη (Phenmetrazine)

Φολκωδίνη (Pholcodine)

Προπιράμη (Propiram)

2. Πάσα στερεοϊσομερής μορφή ουσίας τινός εκάστοτε καθοριζομένης εν παραγράφω 1 του παρόντος Μέρους του παρόντος Πίνακος.

3. Παν άλας ουσίας τινός εκάστοτε καθοριζομένης εν παραγράφω 1 ή 2 του παρόντος Μέρους του παρόντος Πίνακος.

4. Παν παρασκεύασμα ή έτερον προϊόν περιέχον ουσίαν τινά ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον εν οιαδήποτε των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος Μέρους του παρόντος Πίνακος και μη ον σκεύασμα εμπίπτον εις τας διατάξεις της παραγράφου 6 του Μέρους Ι του παρόντος Πίνακος.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ - ΦΑΡΜΑΚΑ ΤΑΞΙΣ Γ

1. Αι ακόλουθοι ουσίαι, ήτοι:

Βενζυφαιταμίνη (Benzphetamine)

Χλωρφαιντερμίνη (Chlorphentermine)

Mεφαιντερμίνη (Mephentermine)

Μεθακουαλόνη (Methaqualone)

Πημολίνη (Pemoline)

Φαινδιμετραζίνη (Phendimetrazine)

Πιπραδόλη (Pipradol)

2. Πάσα στερεοϊσομερής μορφή ουσίας τινός εκάστοτε καθοριζομένης εν  παραγράφω 1 του παρόντος Μέρους του παρόντος Πίνακος.

3. Παν άλας ουσίας τινός εκάστοτε καθοριζομένης εν παραγράφω 1 ή 2 του παρόντος Μέρους του παρόντος Πίνακος.

4. Παν παρασκεύασμα ή έτερον προϊόν περιέχον ουσίαν τινά εκάστοτε καθοριζομένην εν οιαδήποτε των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος Μέρους του παρόντος Πίνακος.

 

ΜΕΡΟΣ IV - ΕΝΝΟΙΑ ΩΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ

ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ ΕΝ ΤΩ ΠΑΡΟΝΤΙ ΠΙΝΑΚΙ

Διά τους σκοπούς του παρόντος Πίνακος αι ακόλουθοι εκφράσεις κέκτηνται οίαν έννοιαν το παρόν αποδίδει αυταίς αντιστοίχως, ήτοι-

“παράγωγα κανναβινόλης” (cannabinol derivatives) σημαίνει τας ακολούθους ουσίας, εκτός όπου περιέχονται εις την κάνναβιν ή την ρητίνην καννάβεως, ήτοι τετραϋδρο-παράγωγα της κανναβινόλης και 3-αλκύλο ομόλογα της κανναβινόλης ή τα τετραϋδρο-παράγωγα αυτής˙

“φύλλα κόκας” σημαίνει τα φύλλα παντός φυτού του γένους των ερυθροξυλοειδών εξ ων δύναται να εξαχθή κοκαϊνη αμέσως ή διά χημικού μετασχηματισμού˙

“συμπύκνωμα στελέχους μήκωνος της υπνοφόρου” σημαίνει το υλικόν όπερ προκύπτει όταν το στέλεχος της μήκωνος της υπνοφόρου έχη υποβληθή εις κατεργασίαν διά συμπύκνωσιν των αλκαλοειδών αυτής˙

“όπιον φαρμακευτικόν” σημαίνει ακατέργαστον όπιον, όπερ ήθελεν υποστή τας αναγκαίας κατεργασίας ίνα καταστή κατάλληλον δι’ ιατρικήν χρήσιν, συμφώνως προς τας απαιτήσεις της Βρεττανικής Φαρμακοποιϊας, είτε εις κόνιν ή κοκκία, είτε υφ’ οιανδήποτε ετέραν μορφήν, είτε υπό μορφήν μίγματος μετ’ ουδετέρων ουσιών είτε όχι˙

“μήκων ή υπνοφόρος” σημαίνει το φυτόν του είδους Papaver somniferum, L..

“όπιον ακατέργαστον” περιλαμβάνει όπιον εις κόνιν ή κοκκία, ουχί όμως το φαρμακευτικόν όπιον˙

“στέλεχος μήκωνος της υπνοφόρου” σημαίνει παν μέρος πλην των σπόρων της μήκωνος της υπνοφόρου, μετά τον θερισμόν.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΙΝΑΞ

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΑ

ΣΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

ΜΕΡΟΣ Ι - ΔΙΚΑΣΤΙΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟΠΑΙ

Μέλη

1.-(1) Η Δικαστική Επιτροπή θα αποτελήται εκ πέντε προσώπων εξ ων:-

(α) το εν δέον να είναι Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, διοριζόμενος υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, ως Πρόεδρος της Δικαστικής Επιτροπής˙ και

(β) τα έτερα τέσσαρα θα είναι πρόσωπα διοριζόμενα υπό του Υπουργού μεταξύ των μελών του επιστημονικού επαγγέλματος του καθ’ ου η υπόθεσις υποδεικνυόμενα διά τους σκοπούς του παρόντος Πίνακος υφ’ οιουδήποτε των σχετικών σωμάτων των αναφερομένων εν τη υποπαραγράφω (2).

(2) Τα ως είρηται σχετικά σώματα έχουν ως ακολούθως:-

(α) οσάκις ο καθ’ ου είναι ιατρός, το Συμβούλιον του Παγκυπρίου Ιατρικού Συλλόγου˙

(β) οσάκις ο καθ’ ου είναι οδοντίατρος, το Συμβούλιον του Παγκυπρίου Οδοντιατρικού Συλλόγου˙ και

(γ) οσάκις ο καθ’ ου είναι κτηνίατρος, το Κτηνιατρικόν Συμβούλιον το καθιδρυόμενον δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 του περί Εγγραφής Κτηνιάτρων Νόμου.

Διαδικασία

2. Ο Πρόεδρος και δύο έτερα μέλη της Δικαστικής Επιτροπής αποτελούσιν απαρτίαν.

3. Η εκδίκασις της υποθέσεως υπό της Δικαστικής Επιτροπής θα πραγματοποιήται κεκλεισμένων των θυρών εάν ο καθ’ ου ζητήση τούτο και η Δικαστική Επιτροπή εγκρίνη την τοιαύτην αίτησιν.

4. Η Δικαστική Επιτροπή εν τη ενασκήσει των εξουσιών αυτής κέκτηται, εφ’ όσον τούτο είναι πρακτικώς δυνατόν, πάσας τας υπό του δικαστηρίου εν τη ακροάσει συνοπτικής ποινικής υποθέσεως κεκτημένας εξουσίας και ασκεί τας εξουσίας αυτής ως δικαστήριον εν τη ασκήσει της συνοπτικής ποινικής αυτού διαδικασίας.

5. Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη κανονισμούς ρυθμίζοντας την άσκησιν των αρμοδιοτήτων της Δικαστικής Επιτροπής, την εσωτερικήν αυτής λειτουργίαν, την ενώπιον αυτής διαδικασίαν και παν έτερον συναφές θέμα το οποίον δυνάμει του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι επιδεκτικόν ρυθμίσεως.

6. Η εγκυρότης της διαδικασίας της Δικαστικής Επιτροπής δεν επηρεάζεται λόγω οιουδήποτε ενυπάρχοντος ελαττώματος εν τω διορισμώ μέλους της Δικαστικής Επιτροπής ή λόγω του γεγονοτος ότι έλαβε μέρος εις την διαδικασίαν πρόσωπον μη δικαιούμενον να πράξη τούτο.

Δημοσιονομικαί Διατάξεις

7. Ο Υπουργός δύναται να καταβάλη εις παν μέλος της Δικαστικής Επιτροπής αμοιβήν, οδοιπορικά και ετέρας παροχάς εν σχέσει προς τας υπηρεσίας αυτού συμφώνως προς τοιαύτας κλίμακας και υπό τοιούτους όρους ως ο Υπουργός ήθελεν αποφασίσει τη εγκρίσει του Υπουργού Οικονομικών.

8. Ο Υπουργός δύναται να καταβάλη εις παν  πρόσωπον, όπερ προσέρχεται εις την Δικαστικήν Επιτροπήν ως μάρτυς, αποζημίωσιν δι’ απώλειαν χρόνου, οδοιπορικά και έτερα χορηγήματα συμφώνως προς τοιαύτας κλίμακας και υπό τοιούτους όρους ως ο Υπουργός ήθελεν αποφασίσει τη εγκρίσει του Υπουργού Οικονομικών.

9. Εάν η Δικαστική Επιτροπή συστήση εις τον Υπουργόν ότι άπαντα ή μέρος των εξόδων των κανονικώς καταβληθέντων υπό του καθ’ ου διά τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον της Δικαστικής Επιτροπής έδει να καταβληθώσιν υπό του δημοσίου, ο Υπουργός δύναται εάν θεωρήση τούτο πρέπον να καταβάλη προς τον καθ’ ου τοιούτον ποσόν εν σχέσει προς τας τοιαύτας δαπάνας ως ο Υπουργός ήθελε θεωρήσει πρέπον.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙ - ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΑ

Μέλη

10. Συμβουλευτικόν σώμα θα απαρτίζηται εκ τριών προσώπων εκ των οποίων-

(α) το εν δέον να είναι Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, διοριζόμενος υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, ως Πρόεδρος του Συμβουλευτικού σώματος˙

(β) έτερον θα είναι πρόσωπον διοριζόμενον υπό του Υπουργού όπερ δέον να είναι μέλος ανήκον εις την επαγγελματικήν τάξιν του καθ’ ου και όπερ θέλει είναι λειτουργός του Υπουργείου Υγείας ή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων ως ήθελεν είναι η περίπτωσις˙

(γ) το έτερον μέλος θέλει είναι πρόσωπον διοριζόμενον υπό του Υπουργού μεταξύ των μελών της επαγγελματικής τάξεως του καθ’ ου και υποδεικνυόμενον ως αναφέρεται εν τη παραγράφω 1(2) του παρόντος Πίνακος.

Διαδικασία

11. Ο καθ’ ου έχει το δικαίωμα να εμφανισθή ενώπιον του Συμβουλευτικού σώματος και να τύχη ακροάσεως είτε προσωπικώς είτε διά δικηγόρου.

12. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους του παρόντος Πίνακος το Συμβουλευτικόν σώμα δύναται να ρυθμίζη την διαδικασίαν αυτού.

Εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους Ι

13. Αι παράγραφοι 3, 7, 8 και 9 του παρόντος Πίνακος θα εφαρμόζωνται εν σχέσει προς το Συμβουλευτικόν σώμα ως αύται εφαρμόζονται εν σχέσει προς την Δικαστικήν Επιτροπήν.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΑ

Μέλη

14. Επαγγελματικόν σώμα θα απαρτίζηται υπό ενός προέδρου και ετέρων δύο προσώπων διοριζομένων υπό του Υπουργού μεταξύ των μελών της επαγγελματικής τάξεως του καθ’ ου κατόπιν συνεννοήσεως μεθ’ ενός ή περισσοτέρων εκ των σχετικών σωμάτων των αναφερθέντων εν παραγράφω 1(2) του παρόντος Πίνακος ως ο Υπουργός ήθελε θεωρήσει πρέπον.

Διαδικασία

15. Ο καθ’ ου έχει το δικαίωμα να εμφανισθή ενώπιον του επαγγελματικού σώματος και να τύχη ακροάσεως παρ’ αυτού είτε προσωπικώς είτε διά δικηγόρου.

16. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρος του παρόντος Πίνακος το επαγγελματικόν σώμα δύναται να ρυθμίζη την διαδικασίαν αυτού.

Εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους Ι

17. Αι παράγραφοι 3, 7 και 8 του παρόντος Πίνακος θα εφαρμόζωνται εν σχέσει προς επαγγελματικόν τι σώμα ως εφαρμόζονται εν σχέσει προς την Δικαστικήν Επιτροπήν.

ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΞ

(ΆΡΘΡΟ 30)

ΔΙΩΞΗ ΚΑΙ ΠΟΙΝΕΣ

Ποινές

Αδικήματα κατά παράβαση

των άρθρων

Προκειμένου για φάρμακο τάξης Γενικά
Α Β Γ
4(1) διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 8 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές -
5(2) διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 8 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές -
5Α(1) διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 8 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές -
6(2) 12 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 8 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 4 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές -
6(3) διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 8 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές -
7(2) - - διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
9 διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 8 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές -
10 - - - διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
12 - - - 4 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
13(6) διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 8 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές -
14(3) διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 8 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές -
18(3) - - - 100 Λ.Κ.
18(4) - - - 4 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
19(1) διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 8 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές -
20(1) διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές 8 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές -
21 - - - 12 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
22 - - - 12 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
24(1) - - - 4 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
24(2) - - - 4 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
24(3) - - - 4 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
24(4) - - - 4 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
26 - - - διά βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
29(4) - - - 4 χρόνια ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΙΝΑΞ
[Διαγράφηκε]
Σημείωση
4 του Ν.146(I)/2005

Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Κανονισμούς να καταργεί οποιουσδήποτε Κανονισμούς, οι οποίοι έχουν εκδοθεί δυνάμει του καταργηθέντος άρθρου 5Α του βασικού νόμου.