Προοίμιο

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμος του 2001.

ΜΕΡΟΣ I ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο-

«ειδικά μέτρα προστασίας» σημαίνει τα προβλεπόμενα από το άρθρο 5 μέτρα προστασίας μαρτύρων που χρήζουν βοηθείας·

«κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης» σημαίνει κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης ή άλλη διευθέτηση με την οποία μάρτυρας, παρόλο που απουσιάζει από την αίθουσα του Δικαστηρίου ή τον τόπο όπου διεξάγεται η διαδικασία, δύναται να βλέπει και ακούει τα πρόσωπα που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου ή τον άλλο τόπο, και να το βλέπουν και να τον ακούσουν τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 6·

«μάρτυρας που χρήζει βοηθείας» σημαίνει μάρτυρα που χρήζει βοηθείας δυνάμει του άρθρου 3.

ΜΕΡΟΣ II ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΠΟΥ ΧΡΗΖΕΙ ΒΟΗΘΕΙΑΣ
Μάρτυρας που χρήζει βοηθείας

3.—(1) Μάρτυρας σε ποινική διαδικασία χρήζει βοηθείας δυνάμει του παρόντος εδαφίου-

(α) Αν κατά το χρόνο της ακρόασης δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του· ή

(β) αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η μαρτυρία που θα δοθεί από το μάρτυρα ενδέχεται να επηρεαστεί λόγω του ότι ο μάρτυρας είναι διανοητικά ασθενής ή άλλως πως μειωμένου νοητικού και κοινωνικής προσαρμοστικότητας· ή

(γ) αν ο μάρτυρας πάσχει από σωματική αδυναμία ή αναπηρία.

(2) Μάρτυρας σε ποινική διαδικασία χρήζει βοηθείας δυνάμει του παρόντος εδαφίου αν το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι η ποιότητα της μαρτυρίας που θα δοθεί από το μάρτυρα ενδέχεται να επηρεαστεί λόγω φόβου ή αγωνίας ή οδύνης εκ μέρους του μάρτυρα σε σχέση με την κατάθεσή του κατά τη διαδικασία.

(3) Το Δικαστήριο για να αποφασίσει κατά πόσο μάρτυρας χρήζει βοηθείας δυνάμει του εδαφίου (2) λαμβάνει υπόψη ιδιαίτερα-

(α) Τη φύση και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το αδίκημα στο οποίο αφορά η διαδικασία·

(β) την ηλικία του μάρτυρα-

(γ) το κοινωνικό και πολιτιστικό υπόβαθρο και την εθνική καταγωγή του μάρτυρα-

(δ) το οικογενειακό και εργασιακό περιβάλλον του μάρτυρα·

(ε) τις θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις του μάρτυρα·

(στ) τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ή μελών της οικογένειάς του ή των συνεργατών του κατηγορουμένου έναντι του μάρτυρα· και

(ζ) τις απόψεις τις οποίες εξέφρασε ο μάρτυρας.

(4) Όταν το θύμα ποινικού αδικήματος προβλεπόμενου από τον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο του 2000, και τον περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμο του 2000, είναι μάρτυρας σε ποινική διαδικασία σε σχέση προς το εν λόγω αδίκημα, ο μάρτυρας θεωρείται ως μάρτυρας που χρήζει βοηθείας σε σχέση προς τη διαδικασία αυτή, εκτός αν δηλώσει στο Δικαστήριο την επιθυμία του να μη θεωρηθεί ως μάρτυρας που χρήζει βοηθείας.

(5) Μάρτυρας που έχει ενταχθεί στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης, που καθιδρύεται με το άρθρο 17, θεωρείται ως μάρτυρας που χρήζει βοηθείας.

ΜΕΡΟΣ III ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΠΟΥ ΧΡΗΖΟΥΝ ΒΟΗΘΕΙΑΣ
Καθορισμός μέτρων προστασίας μαρτύρων που χρήζουν βοηθείας

4.—(1) Το Δικαστήριο δύναται, είτε ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε των μερών σε ποινική διαδικασία είτε αυτεπάγγελτα, να διατάξει όπως μάρτυρας θεωρηθεί ως μάρτυρας που χρήζει βοηθείας δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Όταν το Δικαστήριο διατάξει όπως μάρτυρας θεωρηθεί ότι χρήζει βοηθείας, το Δικαστήριο καθορίζει τα μέτρα τα οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, θα βελτιώσουν την ποιότητα της μαρτυρίας που θα δοθεί από το μάρτυρα και διατάσσει, δυνάμει του παρόντος άρθρου, τα μέτρα τα οποία θα εφαρμοστούν αναφορικά με τη μαρτυρία που θα δοθεί από το μάρτυρα.

(3) Όταν εκδίδεται από το Δικαστήριο διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2), τα ειδικά μέτρα θα ισχύουν από της εκδόσεως του διατάγματος μέχρι περατώσεως της διαδικασίας για τους σκοπούς της οποίας εκδόθηκε, ή της διαφοροποίησης ή ακύρωσης του διατάγματος από το Δικαστήριο, αν τούτο κρίνει ότι αυτό απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Ειδικά μέτρα προστασίας

5.—(1) Κατά την εκδίκαση αδικημάτων και για τους σκοπούς της προστασίας μαρτύρων που χρήζουν βοηθείας, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως-

(α) Ολόκληρη ή μέρος της υπόθεσης εκδικαστεί κεκλεισμένων των θυρών· και

(β) η κατάθεση οποιουδήποτε μάρτυρα που χρήζει βοηθείας ή άλλου προσώπου, η κατάθεση του οποίου ενδέχεται να επηρεαστεί δυσμενώς, ληφθεί στην απουσία του κατηγορουμένου αφού δοθούν οδηγίες και γίνουν οι αναγκαίες διευθετήσεις ώστε ο κατηγορούμενος να λαμβάνει γνώση της κατάθεσης του εν λόγω μάρτυρα και αντεξετάζει αυτόν.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1) το Δικαστήριο δύναται, ιδιαίτερα για σκοπούς προστασίας των μαρτύρων, να διατάξει-

(α) Την τοποθέτηση ειδικού διαχωριστικού· ή

(β) τη χρήση κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης· ή

(γ) χρήση οποιουδήποτε άλλου μέσου ή συστήματος,

κατά τρόπο που ο κατηγορούμενος να μην είναι ορατός από το μάρτυρα και αντίστροφα.

(3) Για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου το Δικαστήριο πρέπει, στις πιο πάνω περιπτώσεις, να ικανοποιείται ότι έγιναν οι κατάλληλες τεχνολογικές και άλλες διευθετήσεις και ότι λήφθηκαν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε ο κατηγορούμενος να δύναται να παρακολουθεί ακουστικά τη διαδικασία και να δίνει οδηγίες στο δικηγόρο του.

Διαχωριστικό

6. Όταν το Δικαστήριο διατάξει την τοποθέτηση ειδικού διαχωριστικού το οποίο να παρεμποδίζει τη θέα του κατηγορουμένου από το μάρτυρα κατά τη διάρκεια που αυτός δίνει μαρτυρία ή ορκίζεται, το διαχωριστικό αυτό δεν πρέπει να παρεμποδίζει τη θέα του μάρτυρα από το Δικαστήριο, τους δικηγόρους των διαδίκων και οποιοδήποτε μεταφραστή ή άλλο πρόσωπο που ορίστηκε για να βοηθά το μάρτυρα.

Κλειστό κύκλωμα

7. (1) Όταν το Δικαστήριο διατάξει όπως η μαρτυρία του μάρτυρα που χρήζει βοηθείας δοθεί μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, ο μάρτυρας ενώ απουσιάζει από την αίθουσα του Δικαστηρίου πρέπει να βλέπει και ακούει τα πρόσωπα τα οποία βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου, όπως και τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 6 πρέπει να δύνανται να βλέπουν και να ακούσουν το μάρτυρα.

(2) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο (1) περίπτωση η μαρτυρία του μάρτυρα που χρήζει βοηθείας δύναται να δοθεί είτε σε άλλη αίθουσα εντός του χώρου του δικαστηρίου, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε κτηρίου βρίσκεται στο προάυλιο του δικαστηρίου, είτε σε άλλο χώρο που κρίνεται κατάλληλος από το Δικαστήριο.

Κεκλεισμένων των θυρών

8.—(1) Όταν το Δικαστήριο διατάξει την εκδίκαση της υπόθεσης κεκλεισμένων των θυρών, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως μη παραβρίσκεται στο Δικαστήριο οποιοδήποτε πρόσωπο που θα καθορίσει το Δικαστήριο.

(2) Το Δικαστήριο δε δύναται να αποκλείσει τον κατηγορούμενο, τους δικηγόρους των διαδίκων και οποιοδήποτε μεταφραστή ή άλλο πρόσωπο που ορίστηκε για να βοηθά το μάρτυρα.

Οπτικογραφημένη κατάθεση

9.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται να κάνει δεκτή ως κυρίως εξέταση την οπτικογραφημένη κατάθεση μάρτυρα ο οποίος χρήζει βοηθείας.

(2) Το Δικαστήριο δε θα αποδέχεται την οπτικογραφημένη κατάθεση ή μέρος της αν, κατά τη γνώμη του, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, η αποδοχή της δε θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

(3) Το Δικαστήριο δε θα αποδέχεται την οπτικογραφημένη κατάθεση δυνάμει του εδαφίου (1) εκτός αν-

(α) Η οπτικογράφηση αφορά την υπό εκδίκαση υπόθεση·

(β) ο μάρτυρας του οποίου η οπτικογραφημένη κατάθεση έγινε αποδεκτή είναι δυνατό να εμφανιστεί στο Δικαστήριο για αντεξέταση, αν τούτο ζητηθεί·

(γ) τηρήθηκαν οι κανόνες λήψης οπτικογραφημένης κατάθεσης που αναφέρονται στο άρθρο 10·

(δ) παρουσιάζεται μαζί με την οπτικογραφημένη κατάθεση απομαγνητοφωνημένη και ηχητική ζώνη της οπτικογράφησης.

Κανόνες λήψης οπτικογραφημένης κατάθεσης

10. Οι κανόνες λήψης οπτικογραφημένης κατάθεσης είναι οι ακόλουθοι:

(α) Αναφέρεται ή αναγράφεται πριν από την έναρξη της κατάθεσης το όνομα, διεύθυνση, επάγγελμα και ιδιότητα του προσώπου που παίρνει την κατάθεση, καθώς επίσης και του προσώπου που χειρίζεται τη συσκευή οπτικογράφησης·

(β) αναφέρεται ή αναγράφεται ο τόπος, ημερομηνία και ώρα έναρξης της κατάθεσης, καθώς επίσης και η ώρα λήξης της κατάθεσης·

(γ) αναφέρεται ή αναγράφεται το όνομα, διεύθυνση και επάγγελμα του προσώπου που δίνει την κατάθεση·

(δ) καταγράφεται δήλωση του προσώπου που λαμβάνει την κατάθεση προς το πρόσωπο που δίνει την κατάθεση ότι αυτή θα οπτικογραφηθεί και ότι δυνατό να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο ως μαρτυρία και δήλωση του προσώπου που δίνει την κατάθεση ότι συγκατατίθεται στη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση ανήλικου προσώπου, τη συγκατάθεση δίνει το πρόσωπο που έχει τη γονική του μέριμνα·

(ε) την οπτικοταινία παρουσιάζει ο χειριστής της συσκευής οπτικογράφησης και επιβεβαιώνει ενόρκως ότι η οπτικογράφηση αποδίδει πιστώς την κατάθεση και ότι δεν έχει αφαιρεθεί ή προστεθεί οτιδήποτε σε ό,τι λέχθηκε κατά την οπτικογράφηση και ότι δεν έγινε οποιαδήποτε άλλη αλλοίωση της οπτικογράφησης·

(στ) αντίγραφο της απομαγνητοφωνημένης και δακτυλογραφημένης ηχητικής ζώνης της οπτικοταινίας στην οποία καταγράφηκε η κατάθεση δίνεται στο πρόσωπο που καταθέτει ή, στην περίπτωση που το πρόσωπο που καταθέτει είναι ανήλικο, στο πρόσωπο που έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τους σκοπούς της παραγράφου (δ).

Κλήση μάρτυρα του οποίου οπτικογραφήθηκε η κατάθεση

11. Όταν γίνεται αποδεκτή δυνάμει του παρόντος Νόμου η οπτικογραφημένη κατάθεση-

(α) Ο μάρτυρας δε θα υπόκειται σε κυρίως εξέταση αναφορικά προς οποιοδήποτε θέμα το οποίο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, καλύπτεται από την οπτικογραφημένη κατάθεση· και

(β) ο μάρτυρας θα τίθεται στη διάθεση της άλλης πλευράς για αντεξέταση.

Οπτικογράφηση αντεξέτασης και επανεξέτασης

12.—(1) Όταν γίνει αποδεκτή ως η κυρίως εξέταση η οπτικογραφημένη κατάθεση μάρτυρα, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει-

(α) Όπως η αντεξέταση του μάρτυρα και η επανεξέταση οπτικογραφηθεί· και

(β) η εν λόγω οπτικογράφηση γίνει αποδεκτή ως η μαρτυρία του μάρτυρα.

(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) οπτικογράφηση πρέπει να γίνεται στην παρουσία των προσώπων των οποίων θα διατάξει το Δικαστήριο να γίνει οπτικογράφηση, ώστε-

(α) Το Δικαστήριο και οι δικηγόροι των διαδίκων να δύνανται να βλέπουν και ακούουν την εξέταση του μάρτυρα και να επικοινωνούν με τα πρόσωπα στην παρουσία των οποίων γίνεται η οπτικογράφηση· και

(β) ο κατηγορούμενος να δύναται να βλέπει και να ακούει την εν λόγω αντεξέταση ή επανεξέταση και να επικοινωνεί με το δικηγόρο του.

(3) Το Δικαστήριο δύναται να αποκλείσει την οπτικογράφηση της αντεξέτασης ή επανεξέτασης αν, κατά τη γνώμη του, δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του εδαφίου (2).

(4) Ο μάρτυρας του οποίου η αντεξέταση ή επανεξέταση οπτικογραφήθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου δε θα καλείται σε περαιτέρω αντεξέταση ή επανεξέταση, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει την περαιτέρω αντεξέταση ή επανεξέτασή του.

(5) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τη δυνάμει του εδαφίου (4) περαιτέρω αντεξέταση ή επανεξέταση αν κρίνει ότι τούτο είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Εξουσία του Δικαστηρίου να αποδέχεται μέρος μόνο της οπτικογραφημένης κατάθεσης

13.—(1) Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση αίτησης για παρουσίαση οπτικογραφημένης κατάθεσης μάρτυρα που χρήζει βοηθείας, δύναται, αν κατά τη γνώμη του το συμφέρον της δικαιοσύνης αυτό απαιτεί, να διατάξει όπως ορισμένα μέρη της οπτικογράφησης μη γίνουν αποδεχτά ως μαρτυρία.

(2) Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της δυνάμει του εδαφίου (1) εξουσίας του να αποκλείσει μέρος της οπτικογραφημένης κατάθεσης, θα λαμβάνει υπόψη του την πιθανή βλάβη που δυνατό να γίνει στον κατηγορούμενο, ή σε οποιοδήποτε κατηγορούμενο αν οι κατηγορούμενοι είναι πέραν του ενός, και κατά πόσο αυτή είναι μεγαλύτερη από την ωφελιμότητα παρουσίασης της οπτικογραφημένης κατάθεσης ή μέρους αυτής.

(3) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως μέρη της οπτικογραφημένης κατάθεσης ή της δακτυλογραφημένης απομαγνητοφώνησης της ηχητικής ζώνης της οπτικοταινίας διαγραφούν, αν ήθελε κρίνει ότι αυτά δεν αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία ή αν κρίνει τούτο σκόπιμο κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του εδαφίου (2) ή του εδαφίου (2) του άρθρου 9.

Μαρτυρία που λογίζεται ως άμεση προφορική μαρτυρία

14.—(1) Τα εδάφια (2), (3) και (4) εφαρμόζονται στη μαρτυρία μάρτυρα που χρήζει βοηθείας, η οποία δε δόθηκε από το μάρτυρα προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου.

(2) Η κατάθεση θα λογίζεται ως γενομένη από το μάρτυρα προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια-

(α) Αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία οποιουδήποτε γεγονότος για το οποίο θα ήταν αποδεκτή άμεση προφορική μαρτυρία· και

(β) δε δύναται να ενισχύσει τη μαρτυρία του ίδιου μάρτυρα.

(3) Το εδάφιο (2) εφαρμόζεται σε καταθέσεις που έγιναν δεκτές παρόλο ότι ο μάρτυρας δεν έχει ορκιστεί και παρόλο ότι θα απαιτείτο να δοθούν ενόρκως αν ο μάρτυρας έδιδε άμεση προφορική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.

(4) Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της κατάθεσης το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις από τις οποίες εύλογα μπορεί να συνάγει συμπεράσματα.

(5) Τίποτε στον παρόντα Νόμο, εκτός από τις πρόνοιες του εδαφίου (3), δε θα επηρεάζει την εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου που αφορά τη μαρτυρία σε ποινικές υποθέσεις.

Απαγόρευση αποκάλυψης ταυτότητας

15.—(1) Απαγορεύεται η δημοσίευση ή η με οποιοδήποτε τρόπο αποκάλυψη του ονόματος προσώπου εναντίον του οποίου διαπράχθηκε αδίκημα κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, και του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000, ως και του περιεχομένου ή μέρους του περιεχομένου της κατάθεσής του.

(2) Απαγορεύεται η δημοσίευση ή με οποιοδήποτε τρόπο αποκάλυψη του ονόματος ή του περιεχομένου ή μέρους του περιεχομένου της κατάθεσης μάρτυρα σε υπόθεση που αφορά αδίκημα που προβλέπεται στους Νόμους που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

(3) Κάθε πρόσωπο που παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1) ή (2) διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες, ή και με τις δύο ποινές.

ΜΕΡΟΣ IV ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Σχέδιο Προστασίας

16.—(1) Καθιδρύεται Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης (που στη συνέχεια θα καλείται το «Σχέδιο») και το οποίο θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο και εποπτεία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

(2) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αποφασίζει κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο θα ενταχθεί στο Σχέδιο και το είδος της προστασίας που θα του παρασχεθεί.

(3) Στο Σχέδιο μπορεί να ενταχθεί κάθε πρόσωπο το οποίο κατέχει πληροφορία ή γνωρίζει γεγονός που κρίνεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως ουσιώδες για τους σκοπούς ποινικής διαδικασίας και που ενδέχεται, αν αποκαλυφθεί, να θέσει σε κίνδυνο το εν λόγω πρόσωπο.

(4) Κανένα πρόσωπο δε θα εντάσσεται στο Σχέδιο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του τόσο αναφορικά με την ένταξη όσο και το είδος της προστασίας που θα του δοθεί.

(5) Κανένα πρόσωπο δε θα εντάσσεται στο Σχέδιο αν κατά την κρίση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο κίνδυνος στο κοινό ή ενδεχόμενη βλάβη σε τρίτα πρόσωπα σε σύγκριση με την αναγκαιότητα για εξασφάλιση της μαρτυρίας του εν λόγω προσώπου είναι υπέρμετρος.

Είδη προστασίας

17.—(1) Τα μέτρα προστασίας μπορούν να επεκταθούν στη σύζυγο, τα τέκνα, τους γονείς και άλλους στενούς συγγενείς του μάρτυρα, αν τούτο είναι αναγκαίο για την αποφυγή του ενδεχομένου άσκησης οποιασδήποτε μορφής επηρεασμού του μάρτυρα, και μπορούν να εφαρμόζονται πριν, κατά και μετά τη δίκη.

(2) Το Σχέδιο περιλαμβάνει-

(α) Προστασία του μάρτυρα και της οικογένειας του συνιστάμενη από φρούρηση ή συνοδεία ή και τα δύο·

(β) μετακίνηση του μάρτυρα και της οικογένειας του σε άλλη πόλη ή χωριό και τήρηση μυστικότητας για τη διαμονή του·

(γ) αλλαγή της ταυτότητας του μάρτυρα και της οικογένειάς του·

(δ) μετακίνηση του μάρτυρα και της οικογένειάς του στο εξωτερικό·

(ε) ειδικές διευθετήσεις κράτησης συνεργατών της δικαιοσύνης.

(2) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται, ανάλογα με τον κίνδυνο που διατρέχει ο μάρτυρας, να επιλέξει ένα ή περισσότερα από τα είδη προστασίας που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και για την υλοποίηση τους δύναται να εγκρίνει τις δαπάνες που απαιτούνται για την παροχή της προστασίας.

(3) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να εκδώσει οδηγίες για τη λειτουργία του Σχεδίου, για τον τρόπο αντιμετώπισης των ζητημάτων που δυνατό να προκύψουν κατά την εφαρμογή του Σχεδίου και την αντιμετώπιση των προσωπικών περιστάσεων του προσώπου που εντάχθηκε στο Σχέδιο.

Κριτήρια εισδοχής στο Σχέδιο

18. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αποφασίζει αν θα ενταχθεί πρόσωπο στο Σχέδιο και το είδος της προστασίας, λαμβάνοντας υπόψη-

(α) Το είδος του κινδύνου·

(β) τον κίνδυνο που δυνατό να δημιουργηθεί στο κοινό από την προστασία που θα παρασχεθεί στο μάρτυρα·

(γ) τη σημασία της μαρτυρίας ή βοήθειας του μάρτυρα και τη σημασία της υπόθεσης στην οποία θα βοηθήσει ο μάρτυρας·

(δ) τη δυνατότητα προσαρμογής του μάρτυρα στο Σχέδιο·

(ε) τη δαπάνη για την προστασία που θα παρασχεθεί·

(στ) την ύπαρξη υπαλλακτικών τρόπων παροχής προστασίας·

(ζ) οποιοδήποτε άλλο παράγοντα τον οποίο ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κρίνει σκόπιμο.

Ποινικό αδίκημα

19.—(1) Κάθε πρόσωπο που προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη προορισμένη ή που είναι ενδεχόμενο να αποτρέψει πρόσωπο ενταγμένο στο Σχέδιο από του να ενεργήσει ως μάρτυρας σε ποινική διαδικασία, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα χρόνια.

(2) Απαγορεύεται η δημοσιοποίηση του ονόματος της διεύθυνσης ή οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας που ενδέχεται να οδηγήσει στην αποκάλυψη της ταυτότητας ή τον εντοπισμό προσώπου ενταγμένου στο Σχέδιο.

(3) Κάθε πρόσωπο που παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (2) είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια.

ΜΕΡΟΣ V ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ
Κανονισμοί

20. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για καλύτερη εφαρμογή του Σχεδίου και για κάθε θέμα που, δυνάμει του παρόντος Νόμου, χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.

Διαδικαστικοί Κανονισμοί

21. Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει Διαδικαστικό Κανονισμό για κάθε θέμα διαδικασίας που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό.