216. Υπό την επιφύλαξη των επόμενων διατάξεων του Μέρους αυτού, οι υφιστάμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου δύνανται να συνεχίσουν την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών υποκείμενες κατά πάντα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
217.—(1) Μέσα σε προθεσμία τριών μηνών, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι υφιστάμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να υποβάλουν αίτηση για τη χορήγηση προς αυτές άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τους κλάδους ασφαλίσεων που προβλέπονται στο Νόμο αυτό.
(2) Με την αίτηση συνυποβάλλονται μόνο εκείνα τα έγγραφα που προβλέπονται για πρώτη φορά στον παρόντα Νόμο, τα οποία δεν υποβλήθηκαν προηγουμένως στον Έφορο, καθώς και εκείνα τα οποία αφορούν στην άσκηση ορισμένων ασφαλιστικών κλάδων, οι οποίοι δεν είχαν περιληφθεί στο πρόγραμμα δραστηριότητας της επιχειρήσεως, που προηγουμένως υποβλήθηκε στον Έφορο.
(3) Με την αίτηση επιστρέφεται και η παλαιά άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών προς ακύρωση.
(4) Δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε τέλος για την εξέταση της αιτήσεως.
218.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία μία ασφαλιστική επιχείρηση, υφιστάμενη κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, ασκεί στη Δημοκρατία εργασίες άλλες από ασφαλιστικές, οφείλει να τερματίσει την άσκηση των εργασιών αυτών, συμμορφούμενη προς τις διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου, το βραδύτερο εντός έξι μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(2) Σε περίπτωση που ο τερματισμός εργασιών άλλων από ασφαλιστικών έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση δικαιωμάτων σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία, από ασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική εταιρεία της οποίας τυγχάνει να είναι ο μοναδικός μέτοχος, η μεταβίβαση αυτή δεν υπόκειται στην καταβολή οποιουδήποτε τέλους μεταβίβασης, το οποίο προβλέπεται στον περί Κτηματολογίου και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμο, καθώς και στην καταβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών ή φόρου εισοδήματος, όπως αυτά προβλέπονται στον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο και στους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους του 1961 μέχρι 2001, νοουμένου ότι η θυγατρική εταιρεία ασκεί ή σκοπεύει να ασκήσει στη Δημοκρατία την εμπορία ακίνητης ιδιοκτησίας:
Νοείται ότι—
(α) Για σκοπούς προσδιορισμού του κέρδους, σύμφωνα με τον περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο, στην περίπτωση μελλοντικής διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας από τη θυγατρική εταιρεία, ως αξία της ιδιοκτησίας λογίζεται η αρχική αξία ή η αναπροσαρμοσμένη αξία κτήσης, οποιαδήποτε είναι μικρότερη κατά το χρόνο κτήσης της ιδιοκτησίας από την ασφαλιστική επιχείρηση ή η αξία της κατά την 1η Ιανουαρίου 1980, οποιαδήποτε από τις ημερομηνίες αυτές είναι μεταγενέστερη:
Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που η ιδιοκτησία κτήθηκε από την ασφαλιστική επιχείρηση πριν την 14η Ιουλίου 1974 η θυγατρική εταιρεία μπορεί να επιλέξει όπως ως αξία της ιδιοκτησίας λογιστεί η αξία αυτής κατά τη 14η Ιουλίου 1974·
(β) για σκοπούς προσδιορισμού του κέρδους σύμφωνα με τους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους του 1961 μέχρι 2001, στην περίπτωση μελλοντικής διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας από τη θυγατρική εταιρεία, ως κόστος θα λογίζεται η αρχική αξία κτήσης από την ασφαλιστική επιχείρηση.
(3)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), η εξισωτική κατάσταση που σύμφωνα με το άρθρο 12 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961 μέχρι 2001 πρέπει να ετοιμάζεται όταν συμβεί ένα από τα γεγονότα που καθορίζονται ρητά στο εδάφιο (3) του άρθρου 12 του πιο πάνω Νόμου.
(β) Δύναται να μην ετοιμαστεί η εξισωτική κατάσταση που προβλέπεται στην παράγραφο (α), στην περίπτωση μεταβίβασης ή μεταφοράς στοιχείων πάγιου ενεργητικού από ασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική εταιρεία της οποίας τυγχάνει ο μοναδικός μέτοχος με την προϋπόθεση ότι η θυγατρική αναλαμβάνει γραπτώς τις πιο κάτω δεσμεύσεις:
(i) Η θυγατρική εταιρεία να συνεχίσει να διεκδικεί τις κεφαλαιουχικές εκπτώσεις για τα πιο πάνω στοιχεία ενεργητικού ως να μην έγινε η αλλαγή ιδιοκτησίας· και
(ii) όταν στο μέλλον αποξενώσει τα πιο πάνω στοιχεία πάγιου ενεργητικού (δηλαδή όταν συμβεί ένα από τα γεγονότα που αναφέρονται ρητά στο εδάφιο (3) του άρθρου 12) η εταιρεία θα υποβάλει εξισωτική κατάσταση και ως κόστος των στοιχείων αυτών θα λογιστεί το αρχικό κόστος απόκτησής τους από την ασφαλιστική επιχείρηση.
(γ) Σε περίπτωση που επιλέγεται η μη ετοιμασία εξισωτικής κατάστασης, η απόφαση αυτή λαμβάνεται από την ασφαλιστική επιχείρηση και τη θυγατρική από κοινού και γνωστοποιείται στο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων γραπτώς ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση ή μεταφορά των στοιχείων αυτών.
(4) Σε περίπτωση που ο τερματισμός εργασιών άλλων από ασφαλιστικών έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση δικαιωμάτων, σε σχέση με μετοχές εταιρειών των οποίων η ιδιοκτησία συνιστάται και από ακίνητη ιδιοκτησία, από ασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική εταιρεία της οποίας τυγχάνει να είναι ο μοναδικός μέτοχος, η μεταβίβαση αυτή δεν υπόκειται στην καταβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών:
219. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ασφαλιστικές επιχειρήσεις εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, που αφορούν στην επωνυμία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
220.—(1) Στις υφιστάμενες κατά την 1ηΙανουαρίου 2003 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, παρέχεται προθεσμίαμέχρι την 31η∆εκεμβρίου 2003 προς συμμόρφωση προς τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (θ) τουεδαφίου (1) του άρθρου 21 και της παραγράφου (δ) του άρθρου 26.
(2) Σε υφιστάμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 3 του διά του παρόντος καταργούμενου περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου του 1984 έως 2001, παρέχεται προθεσμία, που δε θα υπερβαίνει την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προς συμμόρφωσή τους στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού διατάξεις.
(3) Προκειμένου περί των προϋποθέσεων, που τίθενται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (ια) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 και στην υποπαράγραφο (ν) της παραγράφου (ζ) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, ισχύουν τα ακόλουθα—
(α) Σε ότι αφορά το διορισμό εσωτερικού αναλογιστή, παρέχεται προθεσμία τεσσάρων ετών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, προς συμμόρφωση·
(β) σε ότι αφορά τον εντεταλμένο αναλογιστή, οι υφιστάμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να διατηρήσουν τον αναλογιστή, που έχουν ήδη διορίσει.
(4) Προκειμένου περί της προϋποθέσεως, που τίθεται στην παράγραφο (γ) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου για διορισμό γενικού αντιπροσώπου, ισχύουν τα ακόλουθα:
(α) Ο υφιστάμενος ανώτερος λειτουργός, που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 30 του διά του παρόντος καταργούμενου Νόμου, δύναται να συνεχίσει την άσκηση των καθηκόντων του για ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου·
(β) ο ανώτερος αυτός λειτουργός δύναται στην συνέχεια να διοριστεί ως γενικός αντιπρόσωπος, εφόσον ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 56 του παρόντος Νόμου:
(5) Προκειμένου περί της προϋποθέσεως που τίθεταιστην παράγραφο (ιστ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 καιστην παράγραφο (θ) του άρθρου 26 για διορισμό αντιπροσώπου για διακανονισμό απαιτήσεων, ο διορισμός αυτός θα έχει ισχύ από την ημερομηνία προσχώρησης της ∆ημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(5) Προκειμένου περί της προϋποθέσεως για διορισμό εντεταλμένου αναλογιστή που τίθεται στην παράγραφο (ιβ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 και στην παράγραφο (θ) του άρθρου 26, οι υφιστάμενες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να διατηρήσουν τον αναλογιστή που έχουν ήδη διορίσει.
221. Σε περίπτωση κατά την οποία μία υφιστάμενη ασφαλιστική επιχείρηση, που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου και κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής, τερματίζει για οποιοδήποτε λόγο την άσκηση εργασιών σε έναν από τους δύο αυτούς Κλάδους για διάστημα πέραν των έξι μηνών, δε δικαιούται να επαναρχίσει εργασίες στον Κλάδο αυτό, υποκείμενη κατά πάντα στις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου, που προβλέπει ότι η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση εργασιών είτε στον Κλάδο Γενικής Φύσεως είτε στον Κλάδο Ζωής.
222. Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η άσκηση ασφαλιστικών εργασιών από υφιστάμενες αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. θα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 32, 34 και 35 του παρόντος Νόμου.
223. Οι διευθύνοντες υφιστάμενη ασφαλιστική επιχείρηση δύνανται να συνεχίσουν την άσκηση των καθηκόντων τους στην επιχείρηση αυτή και μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, έστω και αν δεν κατέχουν τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά προσόντα και πείρα, στερούνται όμως του δικαιώματος προς ανάληψη ανάλογης θέσεως σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, εκτός εάν ικανοποιούν όλες τις προϋποθέσεις που τίθενται στον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς προς ανάληψη της θέσεως αυτής.
224. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ασφαλιστικές επιχειρήσεις, υπέχουν υποχρέωση όπως υποβάλουν τους λογαριασμούς τους, τις οικονομικές τους καταστάσεις, καθώς και τα άλλα έγγραφα, που απαιτούνται να συνυποβάλλονται με τους λογαριασμούς αυτούς, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες του Εφόρου, μόνο σε περίπτωση που έχει παρέλθει περίοδος δώδεκα μηνών από την προβλεπόμενη στο άρθρο 92 του παρόντος Νόμου τελευταία επιτρεπόμενη ημερομηνία υποβολής των λογαριασμών αυτών. Σε αντίθετη περίπτωση, οι λογαριασμοί θα υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις των καταργούμενων περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001:
225.—(1) Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, παύει να ισχύει η υποχρέωση των υφιστάμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που υπέχουν δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 20 του διά του παρόντος καταργούμενων περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001, προς διατήρηση σε ισχύ Εγγράφου Συστάσεως Καταπιστεύματος (Trust), τα δε προηγουμένως συσταθέντα καταπιστεύματα, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), μετά πάροδο τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, διαλύονται και τα περιουσιακά στοιχεία που τα συνιστούν επιστρέφονται, κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού.
(2) Η διάταξη του εδαφίου (1) δεν ισχύει, και τα προηγουμένως συσταθέντα καταπιστεύματα δε διαλύονται, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, της οποίας η άδεια είχε ακυρωθεί δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου, εφόσον εξακολουθούν να υφίστανται εκκρεμείς υποχρεώσεις έναντι των ασφαλισμένων, κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου:
(β) στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου κατέχει μεν άδεια σε ισχύ που της χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου, έπαυσε όμως προηγουμένως να ασκεί νέες ασφαλιστικές εργασίες σύμφωνα με στοιχεία που κατέχει η Υπηρεσία· και
(γ) στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης η οποία κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου τελεί υπό εκκαθάριση:
Νοείται ότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, για σκοπούς υπολογισμού της αμοιβής του εκκαθαριστή, στην περιουσία της υπό εκκαθάριση επιχείρησης θα συνυπολογίζονται και τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το καταπίστευμα και ότι η δαπάνη που συνεπάγεται η εκκαθάριση, περιλαμβανομένης και της αμοιβής του εκκαθαριστή, θα ικανοποιείται κατά προτεραιότητα έναντι παντός άλλου, από την περιουσία της εταιρείας που βρίσκεται στην κατοχή του εκκαθαριστή και, σε περίπτωση που αυτή δεν επαρκεί, από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το καταπίστευμα.
(3) Οι εμπιστευματοδόχοι οφείλουν όπως, εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, προβούν στη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για τη μεταβίβαση στις ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις όλων των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το καταπίστευμα.
(4) Κάθε δαπάνη που συνεπάγεται η μεταβίβαση αυτή βαρύνει την ασφαλιστική επιχείρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση:
226.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου αυτού, από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου παύει να ισχύει η υποχρέωση των υφιστάμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 17 των διά του παρόντος καταργούμενων περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001, προς διατήρηση καταθέσεων στην Κεντρική Τράπεζα, οι δε προηγουμένως διενεργηθείσες καταθέσεις αποδεσμεύονται και επιστρέφονται στις ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατ' αίτησή τους.
(2) Προκειμένου περί ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 225, οι κατά το προηγούμενο εδάφιο αποδεσμευόμενες καταθέσεις περιέρχονται στο καταπίστευμα.
(3) Προκειμένου περί ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οποίων ακυρώθηκε η άδεια δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου και οι οποίες δεν υπείχαν υποχρέωση προς σύσταση και διατήρηση καταπιστεύματος, οι διατάξεις του άρθρου 17 του διά του παρόντος καταργούμενου νόμου εξακολουθούν να ισχύουν, η δε αποδέσμευση των καταθέσεων εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 19 των διά του παρόντος καταργούμενων περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001.
227.—(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), οι εγγεγραμμένοι κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου αντιπρόσωποι ασφαλειών, μεσίτες ή αντιπρόσωποι μεσιτών, θα εξακολουθήσουν να ασκούν τις εργασίες τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 έως 65 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001, μέχρι της εγγραφής τους στα Μητρώα της παραγράφου (α) ή (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 σύμφωνα με το επόμενο εδάφιο.
(2) Όσα πρόσωπα είναι εγγεγραμμένα κατά την έναρξη της ισχύος του Μέρους XII, σύμφωνα με το εδάφιο (1), δυνάμει του άρθρου 64 του δια του παρόντος καταργούμενου νόμου οφείλουν εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του Μέρους XII να υποβάλουν αίτηση για την εγγραφή τους στα, σχετικά με τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που πράγματι παρέχουν, οικεία Μητρώα του άρθρου 170:
(3) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) οφείλουν:
(α) Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής αιτήσεως για εγγραφή στα Μητρώα σύμφωνα με το εδάφιο (2), να παύσουν την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης με το πέρας της προθεσμίας ή
(β) σε περίπτωση απορρίψεως της υποβληθείσης αιτήσεως, οφείλουν να παύσουν την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης από της κοινοποιήσεως της απορριπτικής αποφάσεως του Εφόρου.
(4) Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στο Μέρος ΧΙΙ του Νόμου:
(α) Οι, δυνάμει του εδαφίου (2), εγγραφόμενοι στα Μητρώα της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 οφείλουν να συμμορφωθούν, εντός τριετίας από της ενάρξεως ισχύος του Μέρους ΧΙΙ, με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 165 προκειμένου για εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης, του εδαφίου (2) του άρθρου 166 προκειμένου για εταιρεία ασφαλειομεσιτών, του εδαφίου (2) του άρθρου 167 προκειμένου για εταιρία ασφαλιστικών μεσαζόντων και του εδαφίου (2) του άρθρου 168 προκειμένου για εταιρία ασφαλιστικών συμβούλων σχετικά με την επωνυμία τους κατά τον χρόνο εγγραφής τους. Ο Έφορος Εταιριών και Επίσημος Παραλήπτης πάντως δεν επιτρέπει από την έναρξη ισχύος του Μέρους ΧΙΙ, την τροποποίηση του ιδρυτικού εγγράφου των εταιριών αυτών, εφόσον με την τροποποίηση δεν προσαρμόζεται η επωνυμία τους όπως προβλέπεται αντίστοιχα στα άρθρα 165, 166, 167 και 168,
(β) οι δυνάμει του εδαφίου (2) εγγραφόμενοι στα Μητρώα της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου οφείλουν να συμμορφωθούν εντός προθεσμίας έξι (6) ετών από την έναρξη ισχύος του Μέρους ΧΙΙ του Νόμου προς την υποχρέωση να έχουν ως αποκλειστικό τους σκοπό την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 173 του Νόμου και
(γ) οι δυνάμει του εδαφίου (2) εγγραφόμενοι στα Μητρώα της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου απαλλάσσονται από την υποχρέωση εγγραφής κατ’ ελάχιστον δύο διευθυνόντων ή εταίρων, ανάλογα με την περίπτωση,στα Μητρώα της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου σύμφωνα με την παράγραφο (β) ή (γ) αντίστοιχα του εδαφίου (1) του άρθρου173 του Νόμου.
(5) Οι διατάξεις του άρθρου 171 σχετικά με τις κοινές προϋποθέσεις εγγραφής νομικών και φυσικών προσώπων στα Μητρώα του άρθρου 170 θα τεθούν σε ισχύ την 15η Ιανουαρίου 2005:
(6) Μέχρι την 15η Ιανουαρίου 2005, εφόσον σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν υφίσταται μητρώο αρμοδίας αρχής κατά την έννοια του άρθρου 188 ή η αρμόδια αρχή αυτή δεν παρέχει την ενημέρωση που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, ο Έφορος εγγράφει στα Μητρώα των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170, κατόπιν αιτήσεώς τους, τους ασκούντες εργασίες διαμεσολάβησης σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 171 έως 173.
(7) Μέχρι την έκδοση των Κανονισμών που αναφέρονται στον Μέρος ΧΙΙ του Νόμου οι ισχύοντες περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Κανονισμοί του 1995 και 2001, που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 81 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001, παραμένουν σε ισχύ και εφαρμόζονται για όλους τους αιτητές που προτίθενται να ασκήσουν για πρώτη φορά εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία και αιτούνται την εγγραφή τους στα Μητρώα του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου. O Έφορος δύναται με Οδηγίες να ρυθμίζει θέματα σχετικά με την εφαρμογή των Κανονισμών που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 81 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001 ιδίως σε σχέση με τις διατάξεις του Μέρους ΧΙΙ του Νόμου.
(8) Όπου στους Κανονισμούς που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 81 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001 αναφέρονται οι όροι «αντιπρόσωπος ασφαλειών, μεσίτης ή και αντιπρόσωπος μεσιτών» νοείται οιοσδήποτε διαμεσολαβητής εγγεγραμμένος στα Μητρώα του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου.
228. Εφόσον δεν προβλέπεται άλλη ειδική προθεσμία προς συμμόρφωση στις προηγούμενες διατάξεις του Μέρους αυτού, οι υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να συμμορφωθούν προς τις διατάξεις του Νόμου αυτού μέσα σε προθεσμία τριών μηνών.