ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΕΦΟΡΟΥ
Χρηματοοικονομική εποπτεία των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών και των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων

193.—(1) Στον Έφορο ανατίθεται η χρηματοοικονομική εποπτεία των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών για τις εργασίες, τις οποίες αυτές ασκούν εντός και εκτός της Δημοκρατίας, καθώς και η χρηματοοικονομική εποπτεία των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες κατέχουν άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Η χρηματοοικονομική εποπτεία, που ασκείται κατά τα ανωτέρω, διαλαμβάνει τη διακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων των εταιρειών και επιχειρήσεων αυτών, της κατάστασης της φερεγγυότητάς τους, του σχηματισμού τεχνικών και μαθηματικών αποθεμάτων και της κάλυψής τους με αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία οι ασφαλιστικές αυτές εταιρείες ή επιχειρήσεις κατέχουν άδεια ασκήσεως εργασιών στον κλάδο βοήθειας, η εποπτεία επεκτείνεται και στον έλεγχο του προσωπικού και υλικού που έχουν άμεσα και έμμεσα στη διάθεσή τους καθώς και στον έλεγχο των προσόντων του ιατρικού προσωπικού και της ποιότητας του εξοπλισμού που διαθέτουν, προκειμένου να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την άσκηση εργασιών στον κλάδο αυτό.

(4) Ο Έφορος, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας δυνάμει του παρόντος Νόμου—

(α) Ελέγχει, όποτε και όπως το κρίνει σκόπιμο, κατά πόσο οι ασφαλιστικές εταιρείες ή επιχειρήσεις που υπόκεινται στην εποπτεία του διαθέτουν σωστή διοικητική και λογιστική οργάνωση, καθώς και κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου·

(β) ελέγχει τους ετήσιους και άλλους λογαριασμούς, έγγραφα και στατιστικά στοιχεία που κατά νόμο του υποβάλλονται, προς εξακρίβωση της οικονομικής τους κατάστασης και της φερεγγυότητάς τους·

(γ) συλλέγει πληροφορίες, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 196 του παρόντος Νόμου, απαραίτητες για την άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων του ιδιαίτερα δε τις πληροφορίες εκείνες, που αφορούν σε στοιχεία τα οποία κατά νόμο θα δικαιολογήσουν απόρριψη της αιτήσεως προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή ανάκλησή της·

(δ) διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 198 του παρόντος Νόμου, απαραίτητους για την άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων του· και

(ε) επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 196, 199 και 201 του παρόντος Νόμου, και προβαίνει στη λήψη κάθε άλλου μέτρου αναγκαίου προκειμένου—

(i) να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία, ή σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, που ισχύουν σε άλλα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ασκεί εργασίες· και

(ii) να αποφευχθεί ή εξαλειφθεί κάθε ανωμαλία που τυχόν θα έθιγε τα συμφέροντα των ασφαλισμένων·

(στ) δύναται να εκδίδει Οδηγίες σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων.

(5) Οι διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (4) εφαρμόζονται και στις κυπριακές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για τις εργασίες, τις οποίες αυτές ασκούν εντός και εκτός  της Δημοκρατίας, καθώς και στις αλλοδαπές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες κατέχουν άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(6) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των εποπτικών του καθηκόντων, δεν απορρίπτει σύμβαση αντασφάλισης μεταξύ της εποπτευόμενης κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, και αντασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων άλλου Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. ή ασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων άλλου Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., για λόγους άμεσα συνδεόμενους με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(7) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των εποπτικών του καθηκόντων, δεν απορρίπτει σύμβαση αντεκχώρησης μεταξύ της εποπτευόμενης κυπριακής αντασφαλιστικής επιχείρησης ή αλλοδαπής αντασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, και άλλης αντασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων άλλου Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. ή ασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων άλλου Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., για λόγους άμεσα συνδεόμενους με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Επίσπευση κατάθεσης ορισμένων εγγράφων

194. Ο Έφορος έχει εξουσία να απαιτήσει την επίσπευσητης κατάθεσης:

(α) των προβλεπομένων στο άρθρο 90  εγγράφων,  κατά τρεις το πολύ μήνες πριν από την προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό προθεσμία, νοουμένου ότι θα παρασχεθεί στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, χρόνος ενός τουλάχιστο μηνός ή δύο το πολύ μηνών προς κατάθεση των εγγράφων και

(β) των προβλεπομένων στο άρθρο 92  εγγράφων κατά τρεις το πολύ μήνες πριν από την προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό προθεσμία, νοουμένου ότι θα παρασχεθεί στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση χρόνος ενός τουλάχιστο μηνός προς κατάθεση των εγγράφων:

Νοείται ότι, ο Έφορος δύναται να απαιτήσει όπως τα αναφερόμενα στην παράγραφο (β) έγγραφα ελέγχονται από εγκεκριμένο ελεγκτή κατά τον καθορισμένο με Κανονισμούς τρόπο.

Εποπτεία της ασκήσεως εργασιών διαμεσολάβησης

195.—(1) Στον Έφορο ανατίθεται και η εποπτεία της ασκήσεως εργασιών διαμεσολάβησης και των διαμεσολαβητών που ασκούν τις εργασίες αυτές, κατά τα οριζόμενα στο Μέρος XII του Νόμου.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου 193 του παρόντος Νόμου, σε ότι αφορά τις εξουσίες του Εφόρου κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και στην προκειμένη περίπτωση.

Έκταση συμπληρωματικής εποπτείας και εξαιρέσεις

195Α.-(1) Κατά τη συμπληρωματική εποπτεία των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 5, ο Έφορος λαμβάνει υπόψη -

(α) Τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων·

(β) τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην ασφαλιστική επιχείρηση· και

(γ) τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως αυτές ορίζονται στον παρόντα Νόμο.

(2) Κατά τη συμπληρωματική εποπτεία των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 5, ο Έφορος -

(α) Δεν είναι υποχρεωμένος να εποπτεύει ατομικώς την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας·

(β) δύναται να μην λάβει υπόψη του επιχείρηση με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα όπου υφίστανται νομικά εμπόδια  για τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών, με την επιφύλαξη της παραγράφου Ζ του Μέρους Β, του Έβδομου Παραρτήματος και της Παραγράφου Γ.(1) του Όγδοου Παραρτήματος· και

(γ) δύναται κατά περίπτωση να μην λάβει υπόψη του μία επιχείρηση εάν-

(i) η συγκεκριμένη επιχείρηση είναι αμελητέας σημασίας σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων· ή

(ii) η εποπτεία της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης αυτής αντενδείκνυται ή μπορεί να είναι παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Αντικείμενο συμπληρωματικής εποπτείας

195Β.-(1) Ο Έφορος ασκεί γενική εποπτεία των πράξεων μεταξύ -

(α) Κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας και -

(i) συνδεδεμένης επιχείρησης της εν λόγω κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας·

(ii) συμμετέχουσας επιχείρησης της εν λόγω κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας·

(iii) συνδεδεμένης επιχείρησης μιας συμμετέχουσας επιχείρησης της εν λόγω κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας· και

(β) κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας και φυσικού προσώπου που διαθέτει συμμετοχή-

(i) στην εν λόγω κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή σε μια από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της·

(ii)  σε συμμετέχουσα επιχείρηση της εν λόγω κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας·

(iii) σε συνδεδεμένη επιχείρηση συμμετέχουσας επιχείρησης της εν λόγω κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας.

(2) Οι πράξεις που υπόκεινται στην εποπτεία του Εφόρου αφορούν ειδικότερα δάνεια, εγγυήσεις και πράξεις εκτός ισολογισμού, στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας, επενδύσεις, αντασφαλίσεις και συμφωνίες περί κατανομής εξόδων.

(3) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να διαθέτει κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που ελέγχονται από τον Έφορο, συμπεριλαμβανομένων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής για την  παραγωγή  στοιχείων και πληροφοριών σχετικών με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας και του εν γένει εντοπισμού, υπολογισμού, παρακολούθησης και ελέγχου των συναλλαγών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

(4) Ο Έφορος δύναται να εκδίδει Οδηγίες αναφορικά με την ερμηνεία του όρου “σημαντικές συναλλαγές” σε σχέση με τα όσα προβλέπονται στο εδάφιο (2), και κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να γνωστοποιεί, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, στον Έφορο τις σημαντικές συναλλαγές της:

Νοείται ότι, εάν από τις πληροφορίες αυτές προκύπτουν ενδείξεις υπονόμευσης ή ενδεχόμενης υπονόμευσης της φερεγγυότητας της εταιρείας, ο Έφορος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα έναντι της εταιρείας αυτής.