ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Ανακοίνωση μεταβολής στα καθορισμένα στοιχεία. Ποινικό αδίκημα.

183.- Κάθε πρόσωπο, το οποίο ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης δυνάμει των διατάξεων του Μέρους αυτού οφείλει όπως ανακοινώνει στον Έφορο, το βραδύτερο εντός δεκαπέντε ημερών, κάθε μεταβολή που επέρχεται σε πληροφορίες και στοιχεία, που περιέχονται στα έγγραφα που κατατίθενται κατά τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών.

Υποβολή καταστάσεων από εταιρεία ασφαλειομεσιτών

184.- (1) Οι εταιρείες ασφαλειομεσιτών οφείλουν εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη του οικονομικού τους έτους να υποβάλλουν στην Υπηρεσία αντίγραφο κάθε ελεγμένης οικονομικής κατάστασης, που καταρτίζεται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου.

(2) Μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε έτους, αρχίζοντας από την πρώτη Ιανουαρίου του αμέσως επόμενου έτους από την εγγραφή της, κάθε εταιρεία ασφαλειομεσιτών οφείλει να υποβάλλει στον Έφορο, κατά τον καθορισμένο τύπο, κατάσταση σχετικά με την κατανομή των εργασιών της στις διάφορες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατά το λήξαν έτος.

Απόδοση ασφαλίστρων

185.- (1) Τα πρόσωπα τα οποία ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης ευθύνονται ως θεματοφύλακες για κάθε ασφάλιστρο ή άλλο ποσό που εισπράττουν κατά την άσκηση των εργασιών τους και οφείλουν να το αποδώσουν στο δικαιούχο μέσα στον καθορισμένο προς τούτο χρόνο. Με Κανονισμούς δύνανται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των διαμεσολαβητών που δικαιούνται να εισπράττουν χρήματα για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(2) Οι διαμεσολαβητές οι οποίοι εισπράττουν ασφάλιστρα προκειμένου να το αποδώσουν σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οφείλουν να τηρούν αυστηρά διαχωρισμένο τραπεζικό λογαριασμό πελατών. Εφόσον στον ίδιο λογαριασμό τηρούνται ασφάλιστρα περισσοτέρων ασφαλισμένων, ο διαμεσολαβητής οφείλει να προσδιορίζει επακριβώς στα βιβλία του για λογαριασμό ποίου ασφαλισμένου κατέχει κάθε ποσό:

Νοείται ότι σε περίπτωση πτωχεύσεως του διαμεσολαβητή οι λογαριασμοί πελατών διαχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία και δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση άλλων πιστωτών των διαμεσολαβητών.

(3) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (4) σε περίπτωση κατά την οποία διαμεσολαβητές εισπράττουν ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα ασφάλιστρα λογίζονται έναντι του ασφαλισμένου ότι έχουν καταβληθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση με την είσπραξή τους από τον διαμεσολαβητή ενώ σε περίπτωση κατά την οποία διαμεσολαβητές εισπράττουν χρήματα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλισμένους, τα χρήματα δεν λογίζονται ως καταβληθέντα στον ασφαλισμένο παρά μόνο αφού ο ασφαλισμένος τα εισπράξει πραγματικά.

(4) Η σύμβαση διαμεσολάβησης δύναται να προβλέπει ότι δεν εφαρμόζεται το εδάφιο (3) στις συναλλαγές του διαμεσολαβητή με τους ασφαλισμένους. Τούτο γνωστοποιείται ειδικώς και εγγράφως στον Έφορο από την ασφαλιστική επιχείρηση:

Νοείται ότι ο διαμεσολαβητής οφείλει να δηλώσει τούτο στον ενδιαφερόμενο να συνάψει ασφάλιση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 182 του Νόμου.

Σύσταση υποκαταστήματος ή άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης σε τρίτη χώρα

186.- (1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 187, νομικά πρόσωπα, τα οποία ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης εντός της Δημοκρατίας, δύναται να ιδρύουν υποκατάστημα, αντιπροσωπεία, γραφείο ή θυγατρική εταιρεία και εν γένει να αναλαμβάνουν και να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης σχετικά με κινδύνους και υποχρεώσεις σε τρίτη χώρα, μόνον εφόσον έχουν διασφαλίσει την προηγούμενη έγκριση του Εφόρου.

(2) Ο Έφορος χορηγεί την έγκριση αυτή μόνον εάν κρίνει ότι οι εργασίες που θα αναληφθούν σε τρίτη χώρα θα διευθύνονται από πρόσωπο το οποίο κατέχει το ανάλογο, κατά περίπτωση, πιστοποιητικό εγγραφής. Η άρνηση του Εφόρου προς έγκριση δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Νόμου.

Ελευθερία παροχής υπηρεσιών και εγκατάστασης σε Κράτη Μέλη της ΕΕ

187.- (1) Οι διαμεσολαβητές, από της εγγραφής τους στο αντίστοιχο Μητρώο των παραγράφων (α)  και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου, δύνανται να αναλαμβάνουν και να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης κατόπιν σχετικής γνωστοποίησης προς τον Έφορο.

(2) Ο Έφορος διαβιβάζει εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της την γνωστοποίηση προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον η αρμόδια αρχή επιθυμεί παρόμοια γνωστοποίηση, και ενημερώνει σχετικά τον διαμεσολαβητή.

(3) Ο διαμεσολαβητής δύναται να αναλάβει και να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης ένα (1) μήνα μετά την ημερομηνία ενημέρωσής του από τον Έφορο σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.

Ελευθερία παροχής υπηρεσιών και εγκατάστασης στη Δημοκρατία

188.- (1) Οι ασκούντες εργασίες διαμεσολάβησης σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κατόπιν εγγραφής τους σε μητρώο της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, αντίστοιχες κατά την εθνική νομοθεσία με εκείνες του άρθρου 3 της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, δύναται να αναλάβουν και να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία εφόσον ο Έφορος έχει ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για την πρόθεση του αιτούμενου να αναλάβει και να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία και για τον τρόπο ανάληψης των εργασιών διαμεσολάβησης και εφόσον έχει παρέλθει ένας (1) μήνας από την σχετική ενημέρωση.

(2) Ο Έφορος, για λόγους πληροφόρησης των ενδιαφερομένων να συνάψουν ασφάλιση, εγγράφει τον αιτούμενο να αναλάβει και να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία στο Μητρώο Διαμεσολαβητών υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης  εγκατάστασης σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου.

Ποινικό αδίκημα για ανάθεση εργασιών σε πρόσωπα που δεν είναι εγγραμμένα στα Μητρώα

189.- (1) Ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία εν γνώσει χρησιμοποιεί για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης, πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο του άρθρου 170 του Νόμου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων λιρών.

(2) Το αυτό ποινικό αδίκημα διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας, η εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης, η εταιρεία ασφαλειομεσιτών, η εταιρεία μεσαζόντων ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων ή εν γένει διαμεσολαβητής που εν γνώσει χρησιμοποιεί για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο του.

Ποινικό αδίκημα για τη συνέχιση εργασιών πρακτόρευσης μετά τον τερματισμό της σύμβασης πρακτόρευσης

190.- Ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος συνεχίζει να συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης παρά τον τερματισμό της σύμβασης πρακτόρευσης με την επιχείρηση αυτή, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών ή με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Αντιποίηση έργου διαμεσολαβητή

191.- Πρόσωπο, το οποίο, χωρίς να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 164Α του Νόμου ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης χωρίς να είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο Μητρώο ή μετά τη διαγραφή του από το οικείο Μητρώο και πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται ή οπωσδήποτε εμφανίζει ή διαφημίζει τον εαυτό του ψευδώς ως εγγεγραμμένο σε ένα από τα προβλεπόμενα Μητρώα του άρθρου 170 του παρόντα Νόμου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή  με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Ψευδείς δηλώσεις διαμεσολαβητή

192.- (1) Διαμεσολαβητής εγγεγραμμένος σε ένα από τα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου, ο οποίος κατά την άσκηση των εργασιών του προβαίνει εν γνώσει σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή εν γνώσει αποκρύπτει, ο,τιδήποτε ουσιώδες, με σκοπό να πείσει ή παρακινήσει άλλο στη σύναψη ή πρόταση προς σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές. Σε περίπτωση εν τούτοις κατά την οποία ο ασφαλισμένος έχει δηλώσει εγγράφως πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, ότι μελέτησε και κατανόησε πλήρως όλες τις πληροφορίες που του γνωστοποιήθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 133 του Νόμου, το γεγονός συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι δε διαπράχθηκε το αδίκημα αυτό.

(2) Σε περίπτωση συνάψεως ασφαλιστικής συμβάσεως, υπό τις προβλεπόμενες στο προηγούμενο εδάφιο περιστάσεις, ο ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα

(α) Να ζητήσει ακύρωση της συμβάσεως και επανόρθωση της ζημιάς την οποία υπέστη, κατά τις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου· ή

(β) να εμμείνει στην εκπλήρωση της συμβάσεως και να απαιτήσει αναπροσαρμογή εκείνων των όρων της συμβάσεως οι οποίοι επηρεάστηκαν από τη δήλωση ή την απόκρυψη, που στοιχειοθετεί το κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου τελούμενο ποινικό αδίκημα.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο διαμεσολαβητής που αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι εγγεγραμμένος στο τηρούμενο κατά τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου Μητρώο ο Έφορος δύναται επιπροσθέτως να  απαγορεύσει την περαιτέρω άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης εντός της Δημοκρατίας από τον διαμεσολαβητή εφαρμοζομένου αναλόγως του άρθρου 180 και να διατάξει την διαγραφή του από το Μητρώο:

Νοείται ότι ο Έφορος ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του διαμεσολαβητή για το διαπραχθέν αδίκημα και τις κυρώσεις ή τα μέτρα που έλαβε.

Διοικητικές κυρώσεις

192Α.- (1) Ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ευθύνη, λαμβάνοντας υπόψη την σοβαρότητα της παράβασης, ο Έφορος επιβάλλει σε οποιονδήποτε παραβιάζει τις διατάξεις του Μέρους ΧΙΙ του Νόμου, ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε Λίρες Κύπρου των τριάντα χιλιάδων Ευρώ (€30.000).