220. Τo εφαρμοστέο δίκαιο για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές καθορίζεται από τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού.
221. (1) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως μπορούν να προτείνουν και να συνάπτουν συμβάσεις υποχρεωτικής ασφάλισης, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου αυτού.
(2) Ασφαλιστικές συμβάσεις σε σχέση με κινδύνους για τους οποίους οποιοσδήποτε νόμος της Δημοκρατίας προβλέπει υποχρεωτική ασφάλιση, θεωρούνται ότι πληρούν την εν λόγω υποχρέωση, μόνο εάν είναι σύμφωνες με τις ειδικές διατάξεις του Νόμου αυτού που διέπουν την εν λόγω υποχρεωτική ασφάλιση.
(3) Όταν νόμος της Δημοκρατίας προβλέπει υποχρεωτική ασφάλιση και η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον Έφορο την παύση της κάλυψης, τέτοια παύση μπορεί να αντιταχθεί έναντι των ζημιωθέντων τρίτων μερών μόνο υπό τις περιστάσεις που καθορίζονται από εκείνον το νόμο.
(4) Ο Έφορος γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τους κινδύνους, για τους οποίους η νομοθεσία της Δημοκρατίας προβλέπει υποχρεωτική ασφάλιση, αναφέροντας-
(α) τις ειδικές διατάξεις που διέπουν την ασφάλιση αυτή∙
(β) τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει το πιστοποιητικό που ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να χορηγήσει στον ασφαλισμένο, όταν αυτή παρέχει κάλυψη σε κλάδους υποχρεωτικής ασφάλισης, ως αποδεικτικό στοιχείο της τήρησης της νομοθεσίας που προβλέπει για υποχρεωτική ασφάλιση. Ο Έφορος δύναται να απαιτήσει από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, δήλωση που να βεβαιώνει ότι ασφαλιστήριο το οποίο εκδίδει είναι σύμφωνο με τις ειδικές διατάξεις που διέπουν τη συγκεκριμένη ασφάλιση.
(5) Ο Έφορος δέχεται, ως απόδειξη ότι έχει τηρηθεί η υποχρεωτική ασφάλιση, έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου είναι σύμφωνο με την παράγραφο (β) του εδαφίου (4).
222. Η σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ αντισυμβαλλομένων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο ή άλλη αρμόδια εποπτική αρχή κράτους μέλους, ανάλογα με την περίπτωση, είναι ελεύθερη, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στις νομικές διατάξεις του παρόντος Νόμου περί γενικού συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου ο κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία ή η Δημοκρατία αποτελεί το κράτος μέλος της υποχρέωσης.
223. (1) Δεν επιτρέπεται στον Έφορο να απαιτεί την προηγούμενη έγκριση ή τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων ασφάλισης Γενικής Φύσεως, των τιμολογίων και άλλων εντύπων που μια ασφαλιστική επιχείρηση, προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους ασφαλισμένους.
(2) Για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων περί ασφαλιστικών συμβάσεων, ο Έφορος δύναται να απαιτεί τη μη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των όρων και λοιπών εγγράφων του εδαφίου (1), χωρίς όμως η συμμόρφωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς την απαίτηση αυτή του Εφόρου να μπορεί να τίθεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται να απαιτεί-
(α) την κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων πριν από την υιοθέτησή τους, όταν πρόκειται για κλάδο ασφάλισης, που καθίσταται διά νόμου υποχρεωτικός στη Δημοκρατία· ή
(β) την προηγούμενη κοινοποίηση ή έγκριση της προτεινόμενης αύξησης των τιμολογίων, στα πλαίσια εφαρμογής ενός γενικού συστήματος ελέγχου των τιμών.
224. (1) Δεν επιτρέπεται στον Έφορο να εξαρτά από προηγούμενη έγκριση ή να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων ασφάλισης Ζωής, των τιμολογίων, των τεχνικών βάσεων που χρησιμοποιούνται ιδίως για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών αποθεμάτων, καθώς και των υποδειγμάτων και άλλων εντύπων που μια ασφαλιστική επιχείρηση, προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους ασφαλισμένους.
(2) Για σκοπούς ελέγχου εν τούτοις της τήρησης των διατάξεων σε σχέση με αναλογιστικές αρχές, ο Έφορος δύναται να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των τεχνικών βάσεων που χρησιμοποιούνται ιδίως για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών προβλέψεων χωρίς όμως η συμμόρφωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς την απαίτηση αυτή του Εφόρου, να μπορεί να τίθεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.
225. (1) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που επιδιώκει τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως Γενικής Φύσεως και εφόσον ο κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία, έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί, η ίδια ή μέσω προσώπου που ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, σε κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, τις πιο κάτω πληροφορίες:
(α) για το εφαρμοστέο επί της σύμβασης δίκαιο, εάν τα μέρη δεν έχουν ελευθερία επιλογής∙
(β) εάν έχουν την ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, για το δίκαιο που προτείνει ο ασφαλιστής·
(γ) για τις διατάξεις περί εξέτασης των προσφυγών των αντισυμβαλλομένων για θέματα σχετικά με τη σύμβαση, περιλαμβανομένων σχετικών διατάξεων που αφορούν στον Ενιαίο Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης που συστάθηκε δυνάμει του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου του 2010. όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, καθώς επίσης και για το δικαίωμά τους να προσφύγουν στη δικαιοσύνη.
(2) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 431 του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με την παροχή των προβλεπόμενων στο άρθρο αυτό πληροφοριών, εφόσον ο κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία.
226. (1) Όταν ασφάλιση Γενικής Φύσεως διενεργείται δυνάμει του δικαιώματος εγκατάστασης ή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, και αφορά στην κάλυψη υποχρεώσεων ή κινδύνων άλλων από τους μεγάλους κινδύνους, η ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί στον αντισυμβαλλόμενο, πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης, την ονομασία του κράτους μέλους καταγωγής και, ενδεχομένως, το υποκατάστημα, με το οποίο θα συναφθεί η σύμβαση και έχει υποχρέωση όπως σε κάθε έγγραφο που εκδίδεται για τον αντισυμβαλλόμενο, περιέχει τις εν λόγω πληροφορίες.
(2) Η σύμβαση ή κάθε άλλο έγγραφο που παρέχει την κάλυψη, καθώς και η πρόταση ασφάλισης, εφόσον είναι δεσμευτική για τον αντισυμβαλλόμενο, αναφέρουν τη διεύθυνση της εταιρικής έδρας και, κατά περίπτωση, του υποκαταστήματος της επιχείρησης ασφάλισης Γενικής Φύσεως που παρέχει την κάλυψη, καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου της επιχείρησης ασφάλισης Γενικής Φύσεως που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 161 του παρόντος Νόμου.
227. (1) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που επιδιώκει τη σύναψη σύμβασης ασφάλισης Ζωής έχει υποχρέωση να ανακοινώνει, η ίδια ή μέσω προσώπου που ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, τις πιο κάτω πληροφορίες:
(α) Σε σχέση με την επιχείρηση ασφάλισης Ζωής-
(i) την επωνυμία, σκοπό και νομική μορφή της επιχείρησης·
(ii) την ονομασία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η έδρα και, ενδεχομένως, το υποκατάστημα, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση·
(iii) τη διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση·
(iv) συγκεκριμένη παραπομπή στην έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την οικονομική κατάσταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 52 του παρόντος Νόμου, η οποία επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση του αντισυμβαλλομένου στις σχετικές πληροφορίες.
(β) σε σχέση με την ασφαλιστική υποχρέωση-
(i) τον ορισμό των παροχών και προαιρέσεων·
(ii) τη διάρκεια της σύμβασης·
(iii) τον τρόπο καταγγελίας της σύμβασης·
(iv) τις λεπτομέρειες και τη διάρκεια καταβολής των ασφαλίστρων·
(v) τον τρόπο υπολογισμού και διανομής των συμμετοχών στα κέρδη·
(vi) τον προσδιορισμό των αξιών εξαγοράς και της έκτασης, στην οποία αυτές είναι εγγυημένες·
(vii) πληροφορίες για τα ασφάλιστρα που αφορούν κάθε εγγύηση, είτε κύρια είτε συμπληρωματική, όποτε είναι απαραίτητες·
(viii) την απαρίθμηση των αξιών αναφοράς (λογιστικών μονάδων) που χρησιμοποιήθηκαν στις συμβάσεις μεταβλητού κεφαλαίου (unit-linked policies)·
(ix) πληροφορίες για τη φύση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού επί συμβάσεων μεταβλητού κεφαλαίου·
(x) τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης·
(xi) τις γενικές ενδείξεις περί του φορολογικού καθεστώτος που ισχύει για τον συγκεκριμένο τύπο ασφαλιστηρίου·
(xii) τις διατάξεις σχετικές με την εξέταση των αιτιάσεων των αντισυμβαλλομένων, ασφαλισμένων ή των δικαιούχων συμβάσεως, όσον αφορά τη σύμβαση, συμπεριλαμβανομένης, ενδεχομένως, της ύπαρξης φορέα αρμόδιου για την εξέταση των αιτιάσεων, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας άσκησης ενδίκου μέσου·
(xiii) το εφαρμοστέο δίκαιο της σύμβασης, εάν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής, ή, αν έχουν δικαίωμα επιλογής, το εφαρμοστέο δίκαιο και, στην περίπτωση αυτή, το δίκαιο την επιλογή του οποίου προτείνει η επιχείρηση ασφάλισης Ζωής.
(γ) παρέχονται επίσης ειδικές πληροφορίες προκειμένου να διαμορφωθεί ιδία αντίληψη των κινδύνων της σύμβασης τους οποίους αναλαμβάνει ο αντισυμβαλλόμενος.
(2) Η ασφαλιστική επιχείρηση έχει την υποχρέωση να ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, για τις τροποποιήσεις που αφορούν τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) τους γενικούς και ειδικούς όρους της σύμβασης·
(β) κάθε μεταβολή στην επωνυμία ή τον σκοπό της επιχείρησης ασφάλισης Ζωής, τη νομική μορφή της ή τη διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση∙
(γ) κάθε πληροφορία που προβλέπεται στον εδάφιο (1), παράγραφο (β), υποπαραγράφους (iv) μέχρι (xi), σε περίπτωση τροποποίησης των όρων της σύμβασης ή της εφαρμοστέας νομοθεσίας∙
(δ) κάθε χρόνο, πληροφορίες για την κατάσταση της συμμετοχής στα κέρδη.
(3) Εάν, στο πλαίσιο προσφοράς ή σύναψης συμβολαίου ασφάλισης Ζωής, ο ασφαλιστής παρέχει στοιχεία σχετικά με το ύψος των δυνητικών πληρωμών πάνω και πέρα από τις συμβατικά συμφωνηθείσες πληρωμές, ο ασφαλιστής παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο παράδειγμα υπολογισμού στον οποίο να φαίνεται η δυνητική τελική πληρωμή με βάση τρία διαφορετικά επιτόκια για τον υπολογισμό του ασφαλίστρου:
Νοείται ότι, τα πιο πάνω δεν έχουν εφαρμογή σε προθεσμιακές ασφάλειες και συμβάσεις.
(4) Ο ασφαλιστής ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο, με τρόπο σαφή και κατανοητό, ότι το παράδειγμα υπολογισμού του εδαφίου (3) αποτελεί απλώς υπολογιστικό μοντέλο βασισμένο σε θεωρητικές παραδοχές και ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν δύναται να εγείρει συμβατικές απαιτήσεις με βάση το παράδειγμα υπολογισμού.
(5) Στην περίπτωση ασφαλειών με συμμετοχή σε κέρδη, ο ασφαλιστής ενημερώνει εγγράφως τον αντισυμβαλλόμενο για την κατάσταση των απαιτήσεών του, περιλαμβάνοντας τη συμμετοχή στα κέρδη, και σε περίπτωση που ο ασφαλιστής έχει παρουσιάσει αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την ενδεχόμενη μελλοντική εξέλιξη της συμμετοχής στα κέρδη, ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τις διαφορές μεταξύ της πραγματικής εξέλιξης και των αρχικών στοιχείων.
(6) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 431 του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν την ανακοίνωση περαιτέρω πληροφοριών από τις ελάχιστες πληροφορίες του εδαφίου (1), μόνο σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση από πλευράς του αντισυμβαλλομένου των βασικών στοιχείων της υποχρέωσης.
(7) Όλες οι αναγκαίες πληροφορίες, που κατά τα προηγούμενα εδάφια γνωστοποιούνται πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως είναι έγγραφες και διατυπωμένες με σαφήνεια και ακρίβεια και ευχερώς κατανοητές και παρέχονται σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας, εφόσον ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στη Δημοκρατία, και, το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο, είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία.
(8) Οι πληροφορίες του παρόντος άρθρου δύνανται να συντάσσονται σε άλλη γλώσσα, εάν το ζητήσει ο ενδιαφερόμενος για τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, ή εάν αυτός δικαιούται να επιλέξει ως εφαρμοστέο στη σύμβαση ασφάλισης Ζωής δίκαιο, άλλο από αυτό που ισχύει στη Δημοκρατία και γίνεται αποδεκτό από την ασφαλιστική επιχείρηση.
(9) Η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, αναφορικά με οποιεσδήποτε τροποποιήσεις πληροφοριών που καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 431 του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(10) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 431 του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με την παροχή των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο πληροφοριών, εφόσον η Δημοκρατία είναι το κράτος μέλος υποχρέωσης.
228. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), κάθε ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει όπως, σε κάθε ασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται προς όφελος ασφαλισμένου με ατομική ασφαλιστική σύμβαση ασφάλισης Ζωής, επισυνάπτει σημείωμα, κατά τον καθορισμένο τύπο, αναφορικά με το δικαίωμα του κατόχου ασφαλιστηρίου προς υπαναχώρηση, κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού και σε περίπτωση που παραλείψει να το πράξει, η προθεσμία προς άσκηση του δικαιώματος του κατόχου ασφαλιστηρίου, προς υπαναχώρηση, παρατείνεται στα δύο έτη από την ημέρα συνάψεως της συμβάσεως, η δε υπαίτια της παράλειψης επιχείρηση στερείται του δικαιώματος να αφαιρέσει από το επιστρεφόμενο κατά τις διατάξεις του εδαφίου (7) ποσό, τη ζημιά που τυχόν υπέστη υπό τις καθοριζόμενες στο εδάφιο αυτό περιστάσεις.
(2) Κάθε κάτοχος ατομικού ασφαλιστηρίου ασφάλισης έχει το δικαίωμα, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερολογιακών ημερών, από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη σύναψη της σύμβασης, να γνωστοποιεί εγγράφως στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση την απόφαση προς υπαναχώρηση και τερματισμό της σύμβασης.
(3) Οι διατάξεις του πιο πάνω εδαφίου δεν εφαρμόζονται
(α) όταν πρόκειται για ασφαλιστικές συμβάσεις διαρκείας ίσης ή μικρότερης των έξι μηνών· ή
(β) όταν ο κάτοχος ασφαλιστηρίου δεν είναι φυσικό πρόσωπο· ή
(γ) όταν η ασφαλιστική σύμβαση έχει συναφθεί για σκοπούς εξασφάλισης πιστωτή που χορήγησε δάνειο σε ασφαλισμένο, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος γνώριζε εκ των προτέρων ότι το δάνειο δεν του έχει χορηγηθεί· ή
(δ) όταν πρόκειται για αντασφαλιστικές συμβάσεις.
(4) Η ειδοποίηση υπαναχώρησης υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τύπο και επάγεται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (7), απόσβεση των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου που απορρέουν από τη σχετική ασφαλιστική σύμβαση.
(5) Ημερομηνία ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχώρησης λογίζεται η ημερομηνία κατά την οποία παραδίδεται ή αποστέλλεται η σχετική ειδοποίηση προς την ασφαλιστική επιχείρηση, στη διεύθυνση που αυτή έχει υποδείξει.
(6) Εφόσον ασκηθεί το δικαίωμα υπαναχώρησης, κάθε ποσό που καταβλήθηκε σε σχέση με την ασφαλιστική σύμβαση επιστρέφεται, το βραδύτερο εντός ενός μηνός από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης, αφού αφαιρεθούν τα ιατρικά έξοδα που η επιχείρηση διενήργησε τα οποία σχετίζονται άμεσα με τη σύμβαση:
(7) Σε περίπτωση κατά την οποία η ασκηθείσα υπαναχώρηση αφορά ασφαλιστική σύμβαση της οποίας το ασφάλιστρο συνίσταται από μια και μόνο δόση που καταβάλλεται εφάπαξ ή την τροποποίηση ασφαλιστικής συμβάσεως που επάγεται την καταβολή ενός εφ’ άπαξ ασφαλίστρου, επιστρέφεται το ποσό που καταβλήθηκε, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί κάθε ζημιά που η ασφαλιστική επιχείρηση τυχόν υπέστη ως αποτέλεσμα πτωτικής διακύμανσης σε χρηματιστηριακές αγορές, ενόσω η ασφαλιστική σύμβαση τελούσε σε ισχύ, τον τρόπο υπολογισμού της οποίας καθορίζει εκάστοτε ο Έφορος.
(8) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία.