ΤΜΗΜΑ 2 - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΠΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Ενότητα 1 Γενικές Διατάξεις
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους

161. (1) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις και ακολουθούνται οι διαδικασίες του παρόντος άρθρου.

(2) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που επιθυμεί να ασκήσει ασφαλιστικές εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Δημοκρατία κοινοποιεί την πρόθεσή της καθώς και τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που θα καλύπτει στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία στη συνέχεια εντός ενός μηνός κοινοποιεί στον Έφορο τα πιο κάτω έγγραφα και πληροφορίες:

(α) Βεβαίωση, στην οποία αναφέρεται ότι η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, που καθορίζονται στα άρθρα 106 και 136 του παρόντος Νόμου.

(β) τους ασφαλιστικούς κλάδους, στους οποίους η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους έχει λάβει άδεια να ασκεί δραστηριότητες∙

(γ) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους προτίθεται να καλύψει στη Δημοκρατία.

(3) Σε περίπτωση τροποποίησης του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2), ακολουθείται η ίδια διαδικασία που προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο.

(4) Σε περίπτωση που ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως και προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες κάλυψης κινδύνων αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α, Πρώτο Παράρτημα), πλην της ευθύνης μεταφορέα, ο Έφορος απαιτεί από την επιχείρηση όπως υποβάλλει-

(α) το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου που αναφέρεται παράγραφο (ι) του εδαφίου (1) του άρθρου 19∙

(β) δήλωση ότι αυτή έχει γίνει μέλος του εθνικού ταμείου ασφαλίσεως και του εθνικού ταμείου εγγυήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφαλίση Ευθύνης Έναντι Τρίτων) Νόμων του 2000, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5) Η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με την κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(6) Ο Έφορος δύναται να τηρεί ειδικό Μητρώο, στο οποίο περιλαμβάνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και στο οποίο καταχωρεί τις καθοριζόμενες με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, πληροφορίες.

(7) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν την υποβολή περαιτέρω εγγράφων.

Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από Κυπριακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε άλλα κράτη μέλη

162. (1) Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη υποχρεούται να το γνωστοποιήσει προηγουμένως στον Έφορο, δηλώνοντας τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύπτει.

(2) Ο Έφορος γνωστοποιεί, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την γνωστοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), στις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους ή των κρατών μελών, στο έδαφος των οποίων η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητες δυνάμει της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες:

(α) Βεβαίωση, στην οποία αναφέρεται ότι η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις∙

(β) τους ασφαλιστικούς κλάδους, στους οποίους η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση έχει λάβει άδεια να ασκεί δραστηριότητες∙

(γ) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει στο κράτος ή στα κράτη μέλη υποδοχής.

(3) Ο Έφορος ενημερώνει συγχρόνως την ενδιαφερόμενη κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση σχετικά με την κοινοποίηση του εδαφίου (2).

(4) Κάθε τροποποίηση που η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να επιφέρει στα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2), υπόκειται στη διαδικασία του παρόντος άρθρου.

(5) Σε περίπτωση που ο Έφορος δεν κοινοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) εντός της προβλεπόμενης στο εν λόγω εδάφιο προθεσμίας, γνωστοποιεί στην κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, εντός της ιδίας προθεσμίας, τους λόγους της άρνησής του.

(6) Η άρνηση ή η παράλειψη του Εφόρου να προβεί στη σχετική κοινοποίηση στις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

(7) Η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται σχετικά με την κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(8) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν την υποβολή περαιτέρω εγγράφων.

Ενότητα 2 Ευθύνη Αυτοκινήτου
Υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης αυτοκινήτου

163. (1) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως, η οποία, μέσω εγκατάστασής της στη Δημοκρατία, καλύπτει κινδύνους, εκτός της ευθύνης μεταφορέα, που κατατάσσονται στον Κλάδο ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α, του Πρώτου Παραρτήματος), που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος, οφείλει όπως καταστεί μέλος του εθνικού του γραφείου και του εθνικού ταμείου εγγυήσεως και να συνεισφέρει στη χρηματοδότησή τους σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτων) Νόμων του 2000 όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(2) Η χρηματοδοτική συνεισφορά, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), καταβάλλεται μόνον για τους κινδύνους, εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, της αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα που καλύπτονται από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και υπολογίζεται επί της ίδιας βάσης όπως και για τις κυπριακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους και σε συνάρτηση με τα έσοδα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων από ασφάλιστρα αυτού του κλάδου στη Δημοκρατία ή με τον αριθμό των κινδύνων του κλάδου αυτού που καλύφθηκαν στη Δημοκρατία.

(3) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία οφείλει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με την κάλυψη επαυξημένων κινδύνων, εφόσον αυτοί ισχύουν για τις κυπριακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Ισότιμη μεταχείριση των προσώπων που υποβάλλουν αίτηση αποζημίωσης

164. Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως, στη Δημοκρατία, οφείλει όπως διασφαλίζει ότι πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση αποζημίωσης συνεπεία γεγονότων που συνέβησαν στη Δημοκρατία, δεν θα τίθενται σε λιγότερο ευνοϊκή θέση λόγω του ότι η εν λόγω επιχείρηση καλύπτει κίνδυνο, εκτός της αστικής ευθύνης του μεταφορέα, στον κλάδο αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α, του Πρώτου Παραρτήματος), δυνάμει της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και όχι μέσω εγκατάστασης, στη Δημοκρατία.

Αντιπρόσωπος ασφαλιστικής επιχείρησης κράτους μέλους στη Δημοκρατία

165. (1) Για τους σκοπούς του άρθρου 164 του παρόντος Νόμου, ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως οφείλει να ορίζει αντιπρόσωπο με κατοικία ή εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ο οποίος έχει ευθύνη να συλλέγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες τις σχετικές με τις απαιτήσεις και διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να αντιπροσωπεύει την επιχείρηση έναντι των προσώπων που υπέστησαν ζημίες και θα μπορούσαν να αξιώσουν αποζημίωση, συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής αυτών των αποζημιώσεων, και για να την αντιπροσωπεύει ή, εφόσον απαιτείται, να φροντίζει για την αντιπροσώπευσή της ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών της Δημοκρατίας σχετικά με τις αποζημιώσεις αυτές.

(2) Ο αντιπρόσωπος του εδαφίου (1) είναι δυνατόν να κληθεί να αντιπροσωπεύσει την ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως ενώπιον του Εφόρου σχετικά με τον έλεγχο της ύπαρξης και της ισχύος ασφαλιστηρίων που έχουν ως αντικείμενο την ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα οχήματα.

(3) Ο αντιπρόσωπος του εδαφίου (1), δεν αναλαμβάνει για λογαριασμό της επιχείρησης ασφάλισης Γενικής Φύσεως, η οποία τον διόρισε, δραστηριότητες άλλες και πέραν από εκείνες που προβλέπονται στο εδάφιο (1).

(4) Ο διορισμός του αντιπροσώπου δεν συνιστά καθ’ εαυτόν άνοιγμα υποκαταστήματος για τους σκοπούς του άρθρου 158 του παρόντος Νόμου.

(5) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δεν έχει διορίσει αντιπρόσωπο, ο Έφορος δύναται να εγκρίνει τον αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των ζημιών ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμων 2000 όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ως αντιπρόσωποι δυνάμει του παρόντος άρθρου.