ΜΕΡΟΣ ΙV ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΚΑΛΥΠΤΟΜΕΝΩΝ ΦΟΡΩΝ
Καλυπτόμενοι φόροι

21.-(1) Οι καλυπτόμενοι φόροι μιας συνιστώσας οντότητας περιλαμβάνουν-

(α) φόρους που καταγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας σε σχέση με το εισόδημα ή τα κέρδη της ή το μερίδιό της επί του εισοδήματος ή των κερδών μιας συνιστώσας οντότητας στην οποία κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή·

(β) φόρους επί των διανεμόμενων κερδών, των τεκμαιρόμενων διανομών κερδών και των μη επιχειρηματικών δαπανών που επιβάλλονται στο πλαίσιο επιλέξιμου συστήματος φόρου διανομής·

(γ) φόρους που επιβάλλονται αντί γενικού φόρου εισοδήματος εταιρειών·

(δ) φόρους που επιβάλλονται σε σχέση με κέρδη εις νέον και εταιρικά ίδια κεφάλαια, περιλαμβανομένων των φόρων επί πολλαπλών συνιστωσών με βάση το εισόδημα και τα ίδια κεφάλαια ·και

(ε) τον εγχώριο Κυπριακό συμπληρωματικό φόρο για τον σκοπό ενός ενδεδειγμένου κανόνα IIR και ενός κανόνα UTPR.

(2) Οι καλυπτόμενοι φόροι μιας συνιστώσας οντότητας δεν περιλαμβάνουν-

(α) τον συμπληρωματικό φόρο που οφείλεται από μητρική οντότητα βάσει ενδεδειγμένου κανόνα IIR·

(β) τον συμπληρωματικό φόρο που οφείλεται από συνιστώσα οντότητα βάσει ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου·

(γ) φόρους που αποδίδονται σε αναπροσαρμογή που πραγματοποιείται από συνιστώσα οντότητα, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής ενδεδειγμένου κανόνα σχετικά με τις πληρωμές που υπόκεινται σε μειωμένη φορολόγηση·

(δ) μη ενδεδειγμένο επιστρεπτέο φόρο καταλογισμού·

(ε) φόρους που καταβάλλονται από ασφαλιστική εταιρεία για επιστροφές στους αντισυμβαλλομένους· και

(στ) στον εγχώριο Κυπριακό συμπληρωματικό φόρο για τους σκοπούς του εγχώριου Κυπριακού συμπληρωματικού φόρου μόνο.

(3) Οι καλυπτόμενοι φόροι για κάθε καθαρό κέρδος ή ζημία που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7) του άρθρου 17, κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο, εξαιρούνται από τον υπολογισμό των καλυπτόμενων φόρων.

Αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι

22.-(1) Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος προσδιορίζονται με την αναπροσαρμογή του αθροίσματος των δεδουλευμένων τρέχοντων εξόδων φόρου στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία σε σχέση με τους καλυπτόμενους φόρους για το οικονομικό έτος, με βάση-

(α) το καθαρό ποσό των οικείων προσθηκών και μειώσεων των καλυπτόμενων φόρων για το οικονομικό έτος, όπως ορίζεται στις εδάφια (2) και (3)·

(β) το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου, όπως ορίζεται στο άρθρο 23·

(γ) κάθε αύξηση ή μείωση των καλυπτόμενων φόρων που καταγράφονται ως δεδουλευμένοι στα ίδια κεφάλαια ή στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με ποσά που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας που υπόκειται σε φόρο σύμφωνα με τους τοπικούς φορολογικούς κανόνες· και

(δ) το καθαρό ποσό των οικείων προσθηκών και μειώσεων των καλυπτόμενων φόρων για το οικονομικό έτος σε σχέση με επιλογή συμπερίληψης κερδών ή ζημιών ιδίων κεφαλαίων, όπως αυτή περιγράφεται στο εδάφιο (6).

(2) Οι προσθήκες στους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος περιλαμβάνουν-

(α) οποιοδήποτε ποσό των καλυπτόμενων φόρων που καταχωρίζονται ως δεδουλευμένα έξοδα στα κέρδη προ φόρων στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς·

(β) οποιοδήποτε ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης αποδεκτής ζημίας που έχει χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 24·

(γ) οποιοδήποτε ποσό των καλυπτόμενων φόρων αναφορικά με αβέβαιη φορολογική κατάσταση που είχε εξαιρεθεί παλαιότερα βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3) και καταβάλλεται κατά το οικονομικό έτος· και

(δ) οποιοδήποτε ποσό της πίστωσης ή της επιστροφής σε σχέση με ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου που προέκυψε ως μείωση του τρέχοντος εξόδου φόρου.

(3) Οι μειώσεις στους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος περιλαμβάνουν-

(α) το ποσό του τρέχοντος εξόδου φόρου όσον αφορά το εισόδημα που εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ·

(β) οποιοδήποτε ποσό της πίστωσης ή της επιστροφής σε σχέση με μη ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου που δεν καταγράφηκε ως μείωση του τρέχοντος εξόδου φόρου·

(γ) οποιοδήποτε ποσό των καλυπτόμενων φόρων που επιστράφηκαν ή πιστώθηκαν σε μια συνιστώσα οντότητα, το οποίο δεν αντιμετωπίστηκε ως αναπροσαρμογή στο τρέχον έξοδο φόρου στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, εκτός εάν σχετίζεται με εγκεκριμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου·

(δ) το ποσό του τρέχοντος εξόδου φόρου, το οποίο σχετίζεται με αβέβαιη φορολογική κατάσταση· και

(ε) οποιοδήποτε ποσό του τρέχοντος εξόδου φόρου που δεν αναμένεται να καταβληθεί εντός τριών (3) ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους.

(4) Για τον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων, όταν ένα ποσό του καλυπτόμενου φόρου περιγράφεται σε περισσότερα από ένα σημεία των εδαφίων (1), (2) και (3), λαμβάνεται υπόψη μόνο μία φορά.

(5)(α) Όταν, για ένα οικονομικό έτος, δεν υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα όπως ορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27 σε μια δικαιοδοσία και το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για την εν λόγω δικαιοδοσία είναι αρνητικό και μικρότερο από ένα ποσό ίσο με την καθαρή αποδεκτή ζημία, όπως ορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27, πολλαπλασιαζόμενη με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή («αναμενόμενοι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι»), το ποσό που ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων και του ποσού των αναμενόμενων αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων αντιμετωπίζεται ως πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος για το εν λόγω οικονομικό έτος και το ποσό του πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου κατανέμεται σε κάθε συνιστώσα οντότητα στην δικαιοδοσία σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 30.

(β)(i) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου ο όρος «υπερβαίνοντες αρνητικοί ΚΦ» σημαίνει-

(iα) ποσό το οποίο ισούται με το ποσό το οποίο υπολογίζεται δυνάμει του εδαφίου 5(α) σε σχέση με μία δικαιοδοσία για οικονομικά έτη κατά τα οποία ένας όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας δεν έχει αποδεκτό εισόδημα ή ζημία σε σχέση με την εν λόγω δικαιοδοσία· ή

(iβ) ποσό το οποίο ισούται με τους αρνητικούς αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους σε σχέση με μια δικαιοδοσία όπου ένας όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας έχει αποδεκτό εισόδημα σε σχέση με την περιοχή.

(ii) Κατόπιν επιλογής της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας ή όπου το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου για μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους V υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, ο εν λόγω όμιλος ΠΕ ή ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας δύναται να εξαιρέσει το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για την εν λόγω δικαιοδοσία το οποίο είναι αρνητικό από τους καλυπτόμενους φόρους της εν λόγω δικαιοδοσίας σε σχέση με το υπό αναφορά οικονομικό έτος και να δημιουργήσει έξοδο υπερβαίνοντων αρνητικών ΚΦ προς μεταφορά.

(iii) Σε κάθε οικονομικό έτος, μετά από ένα οικονομικό έτος για το οποίο εφαρμόζεται το πιο πάνω εδάφιο για τον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για μια δικαιοδοσία, όπου ο όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας έχει επιλέξιμο εισόδημα και αναπροσαρμοσμένους καλυμμένους φόρους για αυτήν την δικαιοδοσία, ο όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας-

(iα) μειώνει τους αναπροσαρμοσμένους καλυμμένους φόρους για την εν λόγω δικαιοδοσία με το υπόλοιπο του εξόδου υπερβαίνοντων αρνητικών ΚΦ και το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυμμένων φόρων μετά από αυτή τη μείωση δεν θα είναι μικρότερο από το μηδέν και

(iβ) μειώνει το υπόλοιπο του εξόδου υπερβαινόντων αρνητικών ΚΦ προς μεταφορά κατά το ίδιο ποσό με το ποσό που αναφέρεται στην υπουποπαράγραφο (iα).

(6)(α) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

«αναλογία αναμενόμενου φορολογικού όφελους» σημαίνει την αναλογία-

(i) του ποσού πίστωσης φόρου· και

(ii) του ποσού των φορολογικά εκπιπτόμενων ζημιών το οποίο πολλαπλασιάζεται με το φορολογικό συντελεστή ο οποίος εφαρμόζεται στον ιδιοκτήτη μιας Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής το οποίο μετακυλίστηκε ή λήφθηκε, σε σχέση με την Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή στο οικονομικό έτος σχετικά με το σύνολο των υποπαραγράφων (i) και (ii) τα οποία αναμένεται να μετακυλιστούν ή να ληφθούν σε σχέση με την Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή καθ’ όλη τη διάρκεια της επένδυσης.

«λογιστική μέθοδος αναλογικής απόσβεσης (proportional amortisation method of accounting)» σημαίνει την λογιστική μέθοδο όπου ένας επενδυτής προσαρμόζει το φορολογικό του έξοδο με το καθαρό όφελος το οποίο μετακυλίεται μέσω μίας Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής κάθε έτος όπου-

(α) το καθαρό όφελος καθορίζεται με βάση τη διαφορά του φορολογικού οφέλους το οποίο μετακυλίεται από την Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή κατά τη διάρκεια του έτους επί του αναλογικού ποσού της επένδυσης· και

(β) το αναλογικό ποσό της επένδυσης καθορίζεται με βάση την ολική επένδυση πολλαπλασιασμένη με την αναλογία του φορολογικού οφέλους το οποίο μετακυλίεται από την Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή κατά τη διάρκεια του έτους με το ολικό φορολογικό όφελος το οποίο αναμένεται ότι θα μετακυληθεί από Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή κατα τη διάρκεια της επένδυσης.

«ενδεδειγμένο φορολογικό όφελος μετακύλισης» σημαίνει οποιοδήποτε ποσό-

(α) πίστωσης φόρου το οποίο δεν αποτελεί ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου·

(β) φορολογικά εκπιπτόμενων ζημιών το οποίο πολλαπλασιάζεται με το φορολογικό συντελεστή ο οποίος εφαρμόζεται στον ιδιοκτήτη μιας Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής, το οποίο μετακυλίεται μέσω μίας Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής σε φορολογικά διαφανή οντότητα στο βαθμό που μειώνει την επένδυση του ιδιοκτήτη στην Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ορισμού·

«Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή» αποτελεί Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή σε μια φορολογικά διαφανή οντότητα η οποία -

(α) τυγχάνει μεταχείρισης σαν συμμετοχή σε κεφάλαιο για σκοπούς του εγχώριου φορολογικού δικαίου· ή

(β) θα θεωρείτο συμμετοχή σε κεφάλαιο σύμφωνα με εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που εφαρμόζεται σε δικαιοδοσία όπου δραστηριοποιείται η φορολογικά διαφανής οντότητα όπου τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές της διαφανούς φορολογικής οντότητας δεν ενοποιούνται γραμμή προς γραμμή στις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του ομίλου ΠE και-

(i) η συνολική απόδοση σε σχέση με την εν λόγω Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, εξαιρουμένων πιστώσεων φόρου που δεν αποτελούν ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου, αναμένεται, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο έγινε η επένδυση, να είναι λιγότερη σε σχέση με το συνολικό ποσό το οποίο επενδύθηκε από τον ιδιοκτήτη της Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής σε τέτοιο βαθμό που αναμένεται ότι ένα μέρος της επένδυσης θα επιστραφεί με την μορφή πίστωσης φόρου η οποία πίστωση δεν αποτελεί ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου· και

(ii) ο επενδυτής έχει ένα καλόπιστο οικονομικό συμφέρον (bona fide economic interest) στην οντότητα μετακύλισης φόρου και δεν τυγχάνει προστασίας για απώλεια της επένδυσής του, αλλά δεν περιλαμβάνει επένδυση σε μία φορολογικά διαφανή οντότητα όπου μία δικαιοδοσία επιτρέπει την μεταφορά μέσω τέτοιας επένδυσης του οφέλους το οποίο προκύπτει από μία πίστωση φόρου μόνο στην περίπτωση όπου η οντότητα από την οποία προέρχεται η εν λόγω πίστωση φόρου ή ο επενδυτής, υπόκειται σε ενδεδειγμένο κανόνα IIR ή ενδεδειγμένο κανόνα UTPR.

(β) Κατόπιν επιλογής της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, ένας ιδιοκτήτης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής η οποία δεν είναι Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή-

(i) περιλαμβάνει στα έσοδα ή τις ζημιές του υπολογισμό αποδεκτού εισοδήματος ή ζημιάς το λογιστικό κέρδος ή ζημιά, προσαρμοσμένα όπως απαιτείται από τις διατάξεις του άρθρου 17(2), εκτός του άρθρου 17(2)(iii) σε σχέση με οποιαδήποτε-

(iα) κέρδη και ζημιές εύλογης αγοραίας αξίας και απομειώσεις στην Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή όπου ο ιδιοκτήτης φορολογείται με βάση την αξία της αγοράς (mark-to-market basis) ή με την απομείωση της εν λόγω συμμετοχής και οι φορολογικές συνέπειες των κινήσεων της αξίας της αγοράς (mark-to-market movements) ή οι απομειώσεις στην Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή αντανακλώνται στο έξοδο φόρου εισοδήματος·

(iβ) κέρδη και ζημιές εύλογης αγοραίας αξίας και απομειώσεις στην Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή όπου ο ιδιοκτήτης φορολογείται με βάση τη ρευστοποίηση της εν λόγω Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής και το φορολογικό έξοδο περιλαμβάνει έξοδο αναβαλλόμενου φόρου των κινήσεων της αξίας της αγοράς (mark-to-market movement) ή των απομειώσεων στην Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή·

(iγ) κέρδη και ζημίες που αποδίδονται στην εν λόγω Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή όταν το συμφέρον είναι σε φορολογικά διαφανή οντότητα και ο ιδιοκτήτης αναγνωρίζει την εν λόγω συμμετοχή χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της καθαρής θέσης· και

(iδ) διάθεση Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής η οποία καταλήγει σε κέρδη ή ζημίες οι οποίες περιλαμβάνονται στο εγχώριο φορολογητέο εισόδημα του ιδιοκτήτη, εξαιρούμενου οποιουδήποτε κέρδους και αναλογικού μεριδίου το οποίο συμψηφίζεται μερικώς με οποιαδήποτε έκπτωση ή άλλη παρόμοια ελάφρυνση σχετιζόμενη με το συγκεκριμένο είδος κέρδους όπως εξαίρεση φορολόγησης η οποία είναι άμεσα σχετιζόμενη με την διάθεση της Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής· και

(ii) ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στα άρθρα 22(3)(α) και 23(5)(α), περιλαμβάνει όλα τα τρέχοντα και αναβαλλόμενα φορολογικά έξοδα ή οφέλη που σχετίζονται με αυτά τα στοιχεία στον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων που υπόκεινται στις σχετικές διατάξεις του Νόμου.

(γ) Η επιλογή της παραγράφου (β) δεν δύναται να ανακληθεί σε σχέση με μια Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, εκτός από Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, όπως αυτή περιγράφεται στο παρόν άρθρο, εάν μια ζημία έχει ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος η ζημιάς της συνιστώσας οντότητας εντός της πενταετούς περιόδου, η οποία αρχίζει την πρώτη μέρα του οικονομικού έτους σε σχέση με το οποίο έγινε η σχετική επιλογή.

(δ) Οι παράγραφοι (ε) μέχρι (θ) εφαρμόζονται σε ενδεδειγμένο φορολογικό όφελος μετακύλισης το οποίο μετακυλίεται μέσω Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής σε μία συνιστώσα οντότητα για την οποία εφαρμόζεται η επιλογή του παραγράφου (β).

(ε) Σε περίπτωση κατά τη οποία εφαρμόζεται η παρούσα παράγραφος, τα ενδεδειγμένα φορολογικά οφέλη μετακύλισης θα προστίθενται στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας η οποία κατέχει άμεσα μια Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή ή κατέχει έμμεση συμμετοχή σε μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή η οποία κατέχεται μέσω φορολογικά διαφανών οντοτήτων οι οποίες δεν είναι συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου ΠΕ, και μόνο στο βαθμό που το ενδεδειγμένο φορολογικό όφελος μετακύλισης θεωρείται ότι μειώνει το δεδουλευμένο φορολογικό έξοδο του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας.

(στ) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (η), η επένδυση μιας συνιστώσας οντότητας σε μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή θεωρείται ότι μειώνεται από εισπράξεις οι οποίες σχετίζονται με την εν λόγω Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή αναφορικά με-

(i) το ποσό πίστωσης φόρου η οποία μετακυλίθηκε στην συνιστώσα οντότητα·

(ii) το ποσό οποιωνδήποτε φορολογικά εκπιπτόμενων ζημιών οι οποίες μετακυλίθηκαν στην συνιστώσα οντότητα πολλαπλα-σιάζόμενες με το φορολογικό συντελεστή ο οποίος εφαρμόζεται στην συνιστώσα οντότητα·

(iii) το ποσό διανομών στην συνιστώσα οντότητα συμπερι-λαμβανομένων και ποσών τα οποία απορρέουν από μείωση κεφαλαίου·

(iv) το ποσό προσόδων από την πώληση όλου ή μέρους της εν λόγω Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής, αλλά κανένα ποσό δεν θα θεωρείται ότι μειώνει την επένδυση κατά το βαθμό που μειώνει την επένδυση κάτω από το μηδέν.

(ζ)(i) Με την επιφύλαξη της υποπαραγράφου (ii) του παρόντος εδαφίου οποιοδήποτε ποσό το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο στ (i), (ii), (iii) και (iv) του παρόντος άρθρου το οποίο μετακυλίεται ή λαμβάνεται σε σχέση με Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, μετά που η επένδυση της συνιστώσας οντότητας στην εν λόγω συμμετοχή μειώνεται στο μηδέν σύμφωνα με την προαναφερθείσα παράγραφο θα αφαιρείται από τον υπολογισμό των καλυπτόμενων φόρων της εν λόγω συνιστώσας οντότητας·

(ii) ποσά τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους (στ)(iii) και (iv) ή ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου, θα αφαιρούνται από τον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων της συνιστώσας οντότητας στο βαθμό που το ποσό οποιουδήποτε ενδεδειγμένου φορολογικού οφέλους μετακύλισης το οποίο μετακυλίθηκε δια μέσου της Επιλέξιμης Ιδιοκτησιακής Συμμετοχής και προστέθηκε στον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων της συνιστώσας οντότητας.

(η)(i) Όταν μια συνιστώσα οντότητα χρησιμοποιεί την λογιστική μέθοδο αναλογικής απόσβεσης (proportional amortisation method of accounting) για την επένδυσή της σε μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, τότε θα εφαρμόζει την εν λόγω λογιστική μέθοδο κατά τέτοιο τρόπο όπου όποια από τα ποσά τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο (στ) τα οποία μετακυλίονται ή λαμβάνονται σε σχέση με μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή θα θεωρούνται σαν μείωση στην επένδυση στιν Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή σε αναλογία με την αναλογία αναμενόμενου φορολογικού όφελους.

(ii) Τα ποσά τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο (στ) τα οποία μετακυλίονται ή λαμβάνονται σε σχέση με μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή τα οποία υπερβαίνουν την μείωση στην επένδυση στην Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή σύμφωνα με τη υποπαράγραφο (i) της παρούσας παραγράφου, δεν θα περιλαμβάνονται σαν θετικό ποσό στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της εν λόγω συνιστώσας οντότητας.

(θ) Κατόπιν ανέκκλητης επιλογής μίας συνιστώσας οντότητας, όπου μία συνιστώσα οντότητα κατέχει μία Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή, αλλά δεν χρησιμοποιεί την λογιστική μέθοδο αναλογικής απόσβεσης (proportional amortisation method of accounting), δύναται να εφαρμόσει τις διατάξεις της παραγράφου (η) ωσάν να εφάρμοζε την λογιστική μέθοδο αναλογικής απόσβεσης (proportional amortisation method of accounting) σε σχέση με την εν λόγω Επιλέξιμη Ιδιοκτησιακή Συμμετοχή.

Συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου

23.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί-

(α)«μη επιτρεπόμενη δεδουλευμένη υποχρέωση» σημαίνει-

(i) οποιαδήποτε μεταβολή του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία σχετίζεται με αβέβαιη φορολογική κατάσταση· και

(ii) οποιαδήποτε μεταβολή του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία σχετίζεται με διανομές από μια συνιστώσα οντότητα·

(β) «μη διεκδικούμενη δεδουλευμένη υποχρέωση» σημαίνει οποιαδήποτε επιβαρυντική αύξηση μιας αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που καταγράφεται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος, η οποία δεν αναμένεται να καταβληθεί εντός του διαστήματος που ορίζεται στο εδάφιο (7) και για την οποία η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα επιλέγει ετησίως, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 46, να μην συμπεριλάβει στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου για το εν λόγω οικονομικό έτος.

(2)(i) Όταν ο εγχώριος φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται για σκοπούς υπολογισμού του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου είναι ίσος ή χαμηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου που προστίθεται στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου 1 του άρθρου 22 είναι το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της όσον αφορά τους καλυπτόμενους φόρους, με την επιφύλαξη των αναπροσαρμογών σύμφωνα με τα εδάφια (3) έως (6).

(ii) Όταν ο εγχώριος φορολογικός συντελεστής εφαρμόζεται για το σκοπό του υπολογισμού του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου είναι υψηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου που προστίθεται στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου 1 του άρθρου 22 είναι το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της όσον αφορά τους καλυπτόμενους φόρους που αναδιατυπώνονται με βάση τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, με την επιφύλαξη των αναπροσαρμογών σύμφωνα με τα εδάφια (3) έως (6).

(3)Το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου προσαυξάνεται κατά-

(α) οποιοδήποτε ποσό της μη επιτρεπόμενης δεδουλευμένης ή της μη διεκδικούμενης δεδουλευμένης υποχρέωσης που καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους· και

(β) οποιοδήποτε ποσό της ανακτημένης αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που προσδιορίστηκε σε προηγούμενο οικονομικό έτος, το οποίο έχει καταβληθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

(4) Όταν, για ένα οικονομικό έτος, μια αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση ζημίας δεν αναγνωρίζεται ως δεδουλευμένη στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς επειδή δεν πληρούνται τα κριτήρια αναγνώρισης, η μείωση του συνολικού ποσού αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου ισούται με τη μείωση που θα επερχόταν στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου εάν είχε καταχωριστεί ως δεδουλευμένη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση ζημίας για το οικονομικό έτος.

(5)(α) Το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου δεν περιλαμβάνει-

(i) το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου όσον αφορά τα στοιχεία που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ·

(ii) το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου σε σχέση με μη επιτρεπόμενες δεδουλευμένες και μη διεκδικούμενες δεδουλευμένες υποχρεώσεις·

(iii) την επίδραση μιας αναπροσαρμογής αποτίμησης ή μιας αναπροσαρμογής λογιστικής αναγνώρισης σε σχέση με αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση·

(iv)το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που προκύπτει από την επανεπιμέτρηση σε σχέση με τη μεταβολή εφαρμοστέου εγχώριου φορολογικού συντελεστή· και

(v)το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου σε σχέση με τη δημιουργία και τη χρήση πιστώσεων φόρου.

(β) Η υποπαράγραφος (v) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 23 δεν θα εφαρμόζεται στο ποσό αναβαλλόμενου εξόδου φόρου μίας «υποκατάστατης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης προκύπτουσας από ζημιά προς μεταφορά», η οποία προκύπτει όταν όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις εφαρμόζονται σωρευτικά-

(i) οι φορολογικοί νόμοι μιας δικαιοδοσίας απαιτούν όπως εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό να αντισταθμίζεται από εγχώριες φορολογικές ζημιές πριν να παραχωρηθεί οποιαδήποτε πίστωση αλλοδαπού φόρου σε σχέση με το εν λόγω εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό·

(ii) η συνιστώσα οντότητα έχει εγχώριες ζημιές οι οποίες αντισταθμίζονται είτε εξ’ ολοκλήρου είτε μερικώς από το εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό· και

(iii) οι φορολογικοί νόμοι της εν λόγω δικαιοδοσίας επιτρέπουν όπως πιστώσεις αλλοδαπού φόρου δύναται να χρησιμοποιηθούν σε μετέπειτα φορολογικά έτη σε σχέση με εισόδημα το οποίο συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος η ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας.

(γ) Όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στην παράγραφο (β), το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου το οποίο αντιστοιχεί στην υποκατάστατη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προκύπτουσα από ζημιά προς μεταφορά θα συμπεριλαμβάνεται στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου της εν λόγω συνιστώσας οντότητας κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο προκύπτει και κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο αντιστρέφεται, αλλά μόνο κατά το βαθμό τον οποίο η πίστωση αλλοδαπού φόρου, η οποία οδήγησε στην υποκατάστατη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προκύπτουσα από ζημιά προς μεταφορά, χρησιμοποιείται για να αντισταθμίσει φορολογική υποχρέωση σε εισόδημα το οποίο περιλαμβάνεται στο αποδεκτό εισόδημα η ζημία της εν λόγω συνιστώσας οντότητας.

(δ) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (ε), για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) το ποσό της υποκατάστατης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης προκύπτουσας από ζημιά προς μεταφορά ισούται με το μικρότερο του-

(i) ποσού της πίστωσης αλλοδαπού φόρου σε σχέση με το εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό το οποίο, σύμφωνα με τους φορολογικούς νόμους της εν λόγω δικαιοδοσίας δύναται να μεταφερθεί από το φορολογικό έτος κατά τη διάρκεια του οποίου η συνιστώσα οντότητα είχε φορολογικές ζημίες, πριν να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε εισόδημα που πηγάζει από το εξωτερικό σε επόμενο οικονομικό έτος· και

(ii) ποσού της φορολογικής ζημίας της συνιστώσας οντότητας, πριν να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε εισόδημα που πηγάζει από το εξωτερικό, πολλαπλασιασμένο με το εφαρμοστέο φορολογικό ποσοστό.

(ε) Τα άρθρα 23(5)(α)(i), 53(2), 53(3) και 53(4) εφαρμόζονται στην υποκατάστατη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προκύπτουσα από ζημιά προς μεταφορά.

(6)(i) Όταν, για ένα οικονομικό έτος, έχει καταγραφεί αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που αποδίδεται σε αποδεκτή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία έχει υπολογιστεί με συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, δύναται να αναδιατυπωθεί με βάση τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή κατά το ίδιο οικονομικό έτος, υπό την προϋπόθεση ότι ο φορολογούμενος δύναται να αποδείξει ότι η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση δύναται να αποδοθεί σε αποδεκτή ζημία.

(ii) Όταν μια αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αυξάνεται σύμφωνα με την παράγραφο (i) το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου μειώνεται ανάλογα.

(7)(i) Μια αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση η οποία δεν αντιστρέφεται και της οποίας το ποσό δεν καταβάλλεται εντός των πέντε (5) επόμενων οικονομικών ετών ανακτάται στον βαθμό που συνυπολογίστηκε στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου μιας συνιστώσας οντότητας.

(ii) Το ποσό της ανακτημένης αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που προσδιορίζεται για το τρέχον οικονομικό έτος αντιμετωπίζεται ως μείωση των καλυπτόμενων φόρων κατά το πέμπτο οικονομικό έτος πριν από το τρέχον οικονομικό έτος και ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος του εν λόγω οικονομικού έτους επανυπολογίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30· η ανακτημένη αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση για το τρέχον οικονομικό έτος είναι το ποσό της αύξησης στην κατηγορία της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που είχε συμπεριληφθεί στο συνολικό ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής αναπροσαρμογής κατά το πέμπτο οικονομικό έτος πριν το τρέχον οικονομικό έτος, που δεν έχει αντιστραφεί έως το πέρας της τελευταίας ημέρας του τρέχοντος οικονομικού έτους.

(8) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (7), όταν μια αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση αποτελεί κατ’ εξαίρεση ανάκτηση φορολογικής υποχρέωσης, δεν ανακτάται ακόμη και αν δεν αντιστραφεί ή καταβληθεί εντός των πέντε (5) επόμενων ετών και η κατ’ εξαίρεση ανάκτηση φορολογικής υποχρέωσης είναι το ποσό του δεδουλευμένου εξόδου φόρου που αποδίδεται σε μεταβολές των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία-

(α) προβλέψεις για την ανάκτηση του κόστους ενσώματων περιουσιακών στοιχείων·

(β) το κόστος άδειας ή παρόμοιας ρύθμισης από κυβέρνηση για τη χρήση ακίνητης περιουσίας ή την εκμετάλλευση φυσικών πόρων που συνεπάγεται σημαντική επένδυση σε ενσώματα περιουσιακά στοιχεία·

(γ) δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης·

(δ) έξοδα παροπλισμού και αποκατάστασης·

(ε) λογιστική εύλογης αξίας για μη πραγματοποιηθέντα καθαρά κέρδη·

(στ) καθαρά συναλλαγματικά κέρδη·

(ζ) ασφαλιστικά αποθεματικά και αναβαλλόμενα έξοδα απόκτησης ασφαλιστήριων συμβολαίων·

(η) κέρδη από την πώληση ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην ίδια δικαιοδοσία με τη συνιστώσα οντότητα, τα οποία επανεπενδύονται σε ενσώματα στοιχεία στην ίδια δικαιοδοσία· και

(θ) πρόσθετα δεδουλευμένα ποσά ως αποτέλεσμα μεταβολών των αρχών λογιστικής σε σχέση με τα στοιχεία που απαριθμούνται στις παραγράφους (α) έως (η).

Επιλογή αποδεκτής ζημίας

24.-(1) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 23, υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα δύναται να επιλέξει αποδεκτή ζημία για μια δικαιοδοσία σύμφωνα με την οποία προσδιορίζεται αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει καθαρή αποδεκτή ζημία στην εν λόγω δικαιοδοσία και για τον σκοπό αυτό, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας είναι ίση με την καθαρή αποδεκτή ζημία για ένα οικονομικό έτος για την δικαιοδοσία πολλαπλασιαζόμενη με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· δεν γίνεται επιλογή αποδεκτής ζημίας για δικαιοδοσία με επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής, δυνάμει του άρθρου 41.

(2) Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που προσδιορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) χρησιμοποιείται σε κάθε επόμενο οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα για την δικαιοδοσία ως ποσό ίσο με το καθαρό αποδεκτό εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή ή, εάν είναι χαμηλότερο, ως ποσό ίσο με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που είναι διαθέσιμη.

(3) Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που προσδιορίζεται δυνάμει του εδαφίου (1) μειώνεται κατά το ποσό που χρησιμοποιείται για ένα οικονομικό έτος και το υπόλοιπο μεταφέρεται στα επόμενα οικονομικά έτη.

(4) Σε περίπτωση ανάκλησης της επιλογής αποδεκτής ζημίας, οποιαδήποτε εναπομένουσα αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που προσδιορίζεται δυνάμει του εδαφίου (1) μηδενίζεται από την πρώτη ημέρα του πρώτου οικονομικού έτους κατά το οποίο δεν ισχύει πλέον η επιλογή της αποδεκτής ζημίας.

(5) Η επιλογή αποδεκτής ζημίας υποβάλλεται με την πρώτη δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου που αναφέρεται στο άρθρο 45 του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που περιλαμβάνει τη δικαιοδοσία για την οποία πραγματοποιείται η επιλογή.

(6) Όταν μια οντότητα μετακύλισης φόρου, η οποία είναι η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, επιλέγει αποδεκτή ζημία σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας υπολογίζεται με βάση την αποδεκτή ζημία της οντότητας μετακύλισης φόρου μετά τη μείωση σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 39.

Ειδική κατανομή των καλυπτόμενων φόρων που οφείλουν ορισμένοι τύποι συνιστωσών οντοτήτων

25.-(1) Σε μόνιμη εγκατάσταση κατανέμεται το ποσό τυχόν καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας και σχετίζονται με το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης.

(2) Σε συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια κατανέμεται το ποσό τυχόν καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας φορολογικά διαφανούς οντότητας και που σχετίζονται με το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία που κατανέμεται στην εν λόγω συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 20.

(3) Σε συνιστώσα οντότητα κατανέμεται το ποσό τυχόν καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των οικείων άμεσων ή έμμεσων συνιστωσών οντοτήτων-ιδιοκτητριών υπό φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών, επί του μεριδίου τους επί του εισοδήματος της ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας.

(4) Σε συνιστώσα οντότητα που είναι υβριδική οντότητα κατανέμεται το ποσό τυχόν καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνεται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της οικείας συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας και που σχετίζεται με το αποδεκτό εισόδημα της υβριδικής οντότητας. Ως υβριδική οντότητα λογίζεται η οντότητα που αντιμετωπίζεται ως χωριστό πρόσωπο για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη, αλλά ως φορολογικά διαφανής στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένος ο ιδιοκτήτης της.

(5) Σε συνιστώσα οντότητα που πραγματοποίησε διανομή κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους κατανέμεται το ποσό τυχόν καλυπτόμενων φόρων που καταχωρίζονται ως δεδουλευμένοι στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των οικείων άμεσων συνιστωσών οντοτήτων-ιδιοκτητριών επί της εν λόγω διανομής. Καλυπτόμενοι φόροι σε σχέση με τεκμαιρόμενες διανομές κερδών συμπεριλαμβάνουν φόρους εκτός από φόρους που προκύπτουν από την εφαρμογή κανόνων φορολογικού καθεστώτος ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών που μία δικαιοδοσία επιβάλλει στον μέτοχο σε σχέση με αδιανέμητα κέρδη ή ίδια κεφάλαια οντότητας στην οποία ο προαναφερθείς μέτοχος κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή.

(6)(i) Η συνιστώσα οντότητα, στην οποία κατανεμήθηκαν καλυπτόμενοι φόροι σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4) όσον αφορά παθητικό εισόδημα, περιλαμβάνει τους εν λόγω καλυπτόμενους φόρους στους προσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της σε ποσό ίσο με τους καλυπτόμενους φόρους που κατανέμονται για το εν λόγω παθητικό εισόδημα.

(ii) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου (i), η συνιστώσα οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (i) περιλαμβάνει στους προσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσοστού συμπληρωματικού φόρου για την δικαιοδοσία με το ποσό του παθητικού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας που περιλαμβάνεται βάσει φορολογικού καθεστώτος ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών ή βάσει κανόνα φορολογικής διαφάνειας, όταν το αποτέλεσμα είναι χαμηλότερο από το ποσό που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (i):

Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου για την δικαιοδοσία προσδιορίζεται, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι καλυπτόμενοι φόροι που βαρύνουν τη συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια σε σχέση με το εν λόγω παθητικό εισόδημα·

(iii) Τυχόν καλυπτόμενοι φόροι που βαρύνουν τη συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια σε σχέση με το εν λόγω παθητικό εισόδημα που διατηρείται μετά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου δεν κατανέμονται σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4):

Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως παθητικό εισόδημα νοούνται τα ακόλουθα στοιχεία εισοδήματος που περιλαμβάνονται στο αποδεκτό εισόδημα, στο βαθμό που μια συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια έχει υπαχθεί σε φόρο βάσει φορολογικού καθεστώτος ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών ή ως αποτέλεσμα ιδιοκτησιακής συμμετοχής σε υβριδική οντότητα-

(α) μέρισμα ή ισοδύναμα μερίσματος·

(β) τόκοι ή ισοδύναμα τόκων·

(γ) μισθώματα·

(δ) δικαίωμα εκμετάλλευσης·

(ε) ετήσια πρόσοδος· ή

(στ) καθαρά κέρδη από περιουσιακά στοιχεία τύπου που παράγει εισόδημα που περιγράφεται στις παραγράφους (α) έως (ε).

(7) Όταν το αποδεκτό εισόδημα μόνιμης εγκατάστασης αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της κύριας οντότητας σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 19, τυχόν καλυπτόμενοι φόροι που προκύπτουν στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η μόνιμη εγκατάσταση και συνδέονται με το εν λόγω εισόδημα αντιμετωπίζονται ως καλυπτόμενοι φόροι της κύριας οντότητας, ίσοι με ποσό που δεν υπερβαίνει το εν λόγω εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή επί του συνήθους εισοδήματος στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η κύρια οντότητα.

Αναπροσαρμογές μετά την υποβολή στοιχείων και μεταβολές φορολογικών συντελεστών

26.-(1)(i) Όταν μια συνιστώσα οντότητα καταγράφει μια αναπροσαρμογή των καλυπτόμενων φόρων της για προηγούμενο οικονομικό έτος στους οικείους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, η εν λόγω αναπροσαρμογή αντιμετωπίζεται ως αναπροσαρμογή καλυπτόμενων φόρων κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η αναπροσαρμογή, εκτός εάν η αναπροσαρμογή αφορά οικονομικό έτος κατά το οποίο σημειώνεται μείωση των καλυπτόμενων φόρων για τη δικαιοδοσία.

(ii) Όταν υπάρχει μείωση των καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονταν στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της συνιστώσας οντότητας για προηγούμενο οικονομικό έτος, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος για το εν λόγω οικονομικό έτος επανυπολογίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30, με μείωση των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων κατά το ποσό της μείωσης των καλυπτόμενων φόρων και το αποδεκτό εισόδημα για το οικονομικό έτος και για κάθε προηγούμενο οικονομικό έτος αναπροσαρμόζεται ανάλογα.

(iii) Κατά την ετήσια επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας που πραγματοποιείται σύμφωνα με εδάφιο (2) του άρθρου 46, τυχόν επουσιώδης μείωση των καλυπτόμενων φόρων δύναται να θεωρηθεί ως αναπροσαρμογή των καλυπτόμενων φόρων κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανα-προσαρμογή· επουσιώδης μείωση των καλυπτόμενων φόρων συνιστά συνολική μείωση μικρότερη από ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000) στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους που προσδιορίζονται για την δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος.

(2) Όταν ο εφαρμοστέος εγχώριος φορολογικός συντελεστής μειώνεται κάτω από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή και η εν λόγω μείωση οδηγεί σε αναβαλλόμενο έξοδο φόρου, το ποσό του απορρέοντος αναβαλλόμενου εξόδου φόρου αντιμετωπίζεται ως αναπροσαρμογή της υποχρέωσης της συνιστώσας οντότητας για καλυπτόμενους φόρους που λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με το άρθρο 22 για προηγούμενο οικονομικό έτος.

(3)(α) Όταν ένα αναβαλλόμενο έξοδο φόρου λαμβάνεται υπόψη με συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή και αργότερα αυξάνεται ο εφαρμοστέος φορολογικός συντελεστής, το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που προκύπτει από την εν λόγω αύξηση αντιμετωπίζεται κατά την καταβολή ως αναπροσαρμογή της υποχρέωσης μιας συνιστώσας οντότητας για καλυπτόμενους φόρους που διεκδικήθηκαν για προηγούμενο οικονομικό έτος σύμφωνα με το άρθρο 22:

Νοείται ότι, η προαναφερθείσα αναπροσαρμογή θα λαμβάνεται υπόψη ως καλυπτόμενος φόρος του φορολογικού έτους κατά το οποίο ο εν λόγω φόρος καταβάλλεται.

(β) Η αναπροσαρμογή δυνάμει της παραγράφου (α) δεν υπερβαίνει ποσό ίσο με το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που αναδιατυπώνεται με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

(4) Όταν παραμένει ανεξόφλητο μετά το πέρας τριετίας από τη λήξη ενός οικονομικού έτους ποσό άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000) από τα δεδουλευμένα τρέχοντα έξοδα φόρου μιας συνιστώσας οντότητας που έχουν συμπεριληφθεί σε αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους για το εν λόγω οικονομικό έτος, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος για το οικονομικό έτος κατά το οποίο το ανεξόφλητο ποσό διεκδικήθηκε ως καλυπτόμενος φόρος επανυπολογίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30, με εξαίρεση του εν λόγω ανεξόφλητου ποσού από τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους.