277.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 269, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται σύμφωνα με τα εδάφια (2), (4) και (5) του παρόντος άρθρου.
(2) Όταν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 269, ο Έφορος, εφόσον έχει χορηγήσει την άδεια στη θυγατρική, δύναται όταν θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της θυγατρικής αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό αυτό υπόδειγμα και η θυγατρική δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες του, εφόσον η περίπτωση εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 40, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου τον καθορισμό πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής που προκύπτουν από την εφαρμογή του υποδείγματος ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, στις οποίες μια τέτοια πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση θα κρινόταν ακατάλληλη, να απαιτεί από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με βάση την τυποποιημένη μέθοδο και για το σκοπό αυτό συζητεί την πρότασή του στο Σώμα των εποπτικών αρχών και ανακοινώνει την αιτιολόγηση των προτάσεων αυτών τόσο στη θυγατρική όσο και στο Σώμα των εποπτικών αρχών.
(3) Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση εσωτερικό υπόδειγμα και ο Έφορος, εφόσον έχει χορηγήσει την άδεια στη θυγατρική, κρίνει ότι το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό αυτό υπόδειγμα και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από τον Έφορο, δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό με βάση την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους που χρησιμοποιούνται ειδικά για τις εν λόγω επιχειρήσεις κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων που αφορούν τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο στην ασφάλιση Ζωής, Γενικής Φύσεως και στον κλάδο ασθενείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 117 του παρόντος Νόμου ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 40, να καθορίσει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής και για το σκοπό αυτό συζητεί την πρότασή του στο Σώμα των εποπτικών αρχών και κοινοποιεί τους λόγους για την πρόταση αυτή τόσο στη θυγατρική όσο και στο Σώμα των εποπτικών αρχών.
(4) Το Σώμα εποπτών καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρόταση του Εφόρου, ως εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, ή για άλλα δυνατά μέτρα και σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
(5) Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Εφόρου, είτε ως εθνικής εποπτικής αρχής είτε ως Επόπτη ομίλου, και του επόπτη ομίλου ή της εθνικής εποπτικής αρχής, αντίστοιχα και ανάλογα με την περίπτωση, ο Έφορος, δύναται μέσα σε ένα μήνα από την πρόταση της εποπτικής αρχής ή του επόπτη ομίλου, ανάλογα με την περίπτωση, να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010: