ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος.

Επιφυλάξεις

2. Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού δεν επηρεάζουν καθόλου-

(α) την ποινική ευθύνη, τη δίκη ή την τιμωρία για ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία, άλλου ή του παρόντος ή

(β) να υπόκειται σε δίκη ή τιμωρία για ποινικό αδίκημα, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία και που αφορά τη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας, για πράξεις που διενεργήθηκαν εκτός της συνήθους δικαιοδοσίας τέτοιων Δικαστηρίων ή

(γ) την εξουσία οποιουδήποτε Δικαστηρίου να τιμωρεί για περιφρόνηση του Δικαστηρίου ή

(δ) την ποινική ευθύνη ή τη δίκη ή την τιμωρία δυνάμει ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη που διενεργήθηκε ή που άρχισε πριν από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα αυτού

(ε) τις εξουσίες για απονομή χάρης, για μείωση ή μετατροπή σε ολόκληρο ή σε μέρος ή για αναστολή της εκτέλεσης οποιασδήποτε ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί ή

(στ) νόμο, που είναι εκάστοτε σε ισχύ και που αφορά τη διοίκηση των στρατιωτικών ή ναυτικών ή αεροπορικών δυνάμεων ή της αστυνομικής δύναμης της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, αξιόποινη πράξη τόσο δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού, όσο και δυνάμει των διατάξεων άλλου νόμου, από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, δεν τιμωρείται παρά μόνο δυνάμει των διατάξεων ενός από αυτούς τους νόμους.

Ερμηνεία
Γενικός κανόνας ερμηνείας του Κώδικα

3. Ο Κώδικας αυτός θα ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, οι εκφράσεις όμως που χρησιμοποιούνται σε αυτόν θα θεωρούνται ως κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια την οποία απέδωσε σε αυτές το αγγλικό ποινικό δίκαιο και θα τυγχάνουν ανάλογης ερμηνείας, στο μέτρο κατά το οποίο τέτοια ερμηνεία δεν αντίκειται με το περιεχόμενο του κειμένου ή νοουμένου ότι δεν προνοείται ρητά από κάποια άλλη έννοια.

Ερμηνεία

4. Στον Κώδικα αυτό-

“ακρωτηριασμός” σημαίνει την καταστροφή ή την πρόκληση μόνιμης ανικανότητας σε εξωτερικό ή εσωτερικό σωματικό όργανο, μεμβράνη ή αίσθηση

“αξιόγραφο” περιλαμβάνει κάθε έγγραφο που ανήκει κατά κυριότητα σε οποιοδήποτε πρόσωπο, και που αποδεικνύει είτε το δικαίωμα της κυριότητας είτε το δικαίωμα για ανάκτηση ή λήψη κάποιου περιουσιακού στοιχείου

“βαριά σωματική βλάβη” σημαίνει σωματική βλάβη που ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό ή επικίνδυνη σωματική βλάβη ή που επιφέρει ή που πρόκειται να επιφέρει σοβαρή ή μόνιμη βλάβη στην υγεία ή την άνεση ή που εκτείνεται μέχρι τη μόνιμη παραμόρφωση ή τη μόνιμη ή σοβαρή βλάβη εξωτερικού ή εσωτερικού σωματικού οργάνου, μεμβράνης ή αίσθησης

“Δημοκρατία” σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία

“δημόσια” αναφορικά με πράξεις που έχουν διενεργηθεί, σημαίνει είτε-

(α) ότι οι πράξεις αυτές διενεργήθηκαν σε δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι ορατές από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται ή όχι σε δημόσιο χώρο είτε

(β) ότι αυτές διενεργήθηκαν σε μη δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πιθανόν να καταστούν ορατές από πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο

“δημόσια διάβαση” περιλαμβάνει κάθε κύρια οδό, αγορά, πλατεία, οδό, γέφυρα ή άλλη διάβαση, που χρησιμοποιείται νόμιμα από το κοινό

“δημόσιος λειτουργός” σημαίνει πρόσωπο που κατέχει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω αξιώματα ή που ασκεί τα καθήκοντα που αρμόζουν σε τέτοιο αξίωμα, είτε ως αναπληρωτής ή διαφορετικά, δηλαδή-

(α) οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα καθώς και οποιαδήποτε δημόσια θέση, εφόσον την εξουσία να διορίζει ή να παύει στη θέση αυτή έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή το Υπουργικό Συμβούλιο ή δημόσια επιτροπή ή συμβούλιο ή

(β) οποιαδήποτε θέση, στην οποία κάποιο πρόσωπο διορίζεται ή υποδείχνεται με νόμο ή κατόπι εκλογής ή

(γ) οποιαδήποτε δημόσια θέση, εφόσον την εξουσία να διορίζει ή να παύει στη θέση αυτή έχουν πρόσωπο ή πρόσωπα που κατέχουν δημόσιο αξίωμα ή θέση από αυτά που περιλαμβάνονται σε καθεμιά από τις δυο προηγούμενες παραγράφους του ορισμού αυτού ή

(δ) οποιαδήποτε θέση διαιτητού ή επιδιαιτητού σε διαιτησία που ασκείται με διαταγή ή με έγκριση Δικαστηρίου ή κατά την εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου

ο όρος που αναφέρθηκε πιο πάνω περιλαμβάνει περαιτέρω-

(i) τα μέλη ερευνητικής επιτροπής, που διορίζονται κατά την εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου

(ii) όλα τα πρόσωπα που απασχολούνται στην εκτέλεση ενταλμάτων και δικογράφων

(iii) όλα τα πρόσωπα που ανήκουν στη στρατιωτική ή την αστυνομική δύναμη της Δημοκρατίας

(iv) όλα τα πρόσωπα που υπηρετούν σε κάποιο Κυβερνητικό Τμήμα

(v) τους θρησκευτικούς λειτουργούς οποιουδήποτε θρησκευτικού δόγματος, καθόσον αφορά τα καθήκοντα τους που αναφέρονται σε γνωστοποιήσεις μελλοντικών γάμων ή την ιερολογία γάμων, ή τον καταρτισμό ή την τήρηση ληξιαρχικών βιβλίων ή πιστοποιητικών γάμου, γέννησης, βάπτισης, θανάτου, ή ταφής όχι όμως καθόσον αφορά τα υπόλοιπα καθήκοντα τους

(vi) πρόσωπα στην υπηρεσία δημοτικής αρχής

(vii) τον εκάστοτε κοινοτάρχη και τα μέλη της χωριτικής επιτροπής οποιασδήποτε κοινότητας

“δημόσιος χώρος” ή “δημόσιο υποστατικό” περιλαμβάνει δημόσια διάβαση και κτίριο, μέρος ή τόπο φυσικής άνεσης, όπου κάθε φορά το κοινό έχει δικαίωμα ή άδεια εισόδου, είτε χωρίς όρους είτε με όρο πληρωμής, καθώς και κτίριο ή χώρο που χρησιμοποιείται κάθε φορά για δημόσια ή θρησκευτική συγκέντρωση, για συνάθροιση ή ως δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση

“δημοτική αρχή” σημαίνει δημοτικό συμβούλιο, δημοτική επιτροπή, ή άλλο σώμα που αρμόζει σύμφωνα με το νόμο και το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο για την άσκηση δημοτικής εξουσίας και διοίκησης

“Δικαστήριο” σημαίνει το αρμόδιο δικαστήριο

“δικαστική διαδικασία” περιλαμβάνει κάθε διαδικασία που διεξάγεται ή που ασκείται ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή ερευνητικής επιτροπής ή προσώπου, που δύνανται να πάρουν ένορκη μαρτυρική κατάθεση, ανεξάρτητα αν λαμβάνουν ή όχι τέτοια ένορκη μαρτυρική κατάθεση

“εν γνώσει”, σε συνάρτηση με όρο που ενέχεται στην σημασία το να θέτει σε κυκλοφορία ή να χρησιμοποιεί ορισμένο πράγμα, εξυπακούει γνώση του χαρακτήρα του πράγματος που τίθεται σε κυκλοφορία ή που χρησιμοποιείται

“επικίνδυνη σωματική βλάβη” σημαίνει σωματική βλάβη που εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή

“Επιταγή” σημαίνει γραπτή εντολή του εκδότη προς Τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε δικαιούχο κομιστή, ανεξάρτητα από το αν καθίσταται πληρωτέα σε μεταγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία έκδοσής της ή/και παράδοσής της και περιλαμβάνει δίγραμμη επιταγή.

“θέτει σε κυκλοφορία ένα πράγμα” σημαίνει και περιλαμβάνει το να χρησιμοποιεί ή να χειρίζεται πράγμα ή το να αποπειράται τη χρήση ή το χειρισμό του τέτοιου πράγματος και το να αποπειράται την υποκίνηση άλλου σε χρήση ή χειρισμό ή ενέργεια σε τέτοιο πράγμα

“κακούργημα” σημαίνει ποινικό αδίκημα που ορίζεται ρητά από το νόμο ως κακούργημα ή τέτοιο που δεν ορίζεται ρητά από το νόμο ως πλημμέλημα, που τιμωρείται, χωρίς απόδειξη προηγούμενης καταδίκης, με ποινή φυλάκισης τριών χρόνων ή βαρύτερης από αυτή

“κατοικία” περιλαμβάνει οποιοδήποτε κτίριο ή οικοδομή ή μέρος αυτών, που χρησιμοποιείται κάθε φορά από τον ιδιοκτήτη ή τον κάτοχο της για τη δική του διαμονή σε αυτή, της οικογένειας ή των υπηρετών του ή κάποιου από αυτούς, ανεξάρτητα αν κάποτε παραμένει ακατοίκητη κτίριο ή οικοδομή που συνορεύει με την κατοικία ή που κατέχεται ή που οπωσδήποτε χρησιμοποιείται μαζί με την κατοικία θεωρείται μέρος της κατοικίας μόνο εφόσον υπάρχει επικοινωνία μεταξύ του κτιρίου ή της οικοδομής και της κατοικίας, είτε με άμεση είτε με καλυμμένη και κλειστή διάβαση που οδηγεί από το ένα μέρος στο άλλο

“κατοχή” -

(α) “να κατέχει” ή “να έχει στην κατοχή” περιλαμβάνει όχι μόνο το να έχει στη δική του προσωπική κατοχή, αλλ’ επίσης και το να έχει σε γνώση του ότι είναι στην πραγματική κατοχή ή τη φύλαξη οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή το να φυλάγει σε οποιοδήποτε χώρο (είτε αυτός ανήκει στον ίδιο ή κατέχεται από αυτό είτε όχι) για χρήση ή όφελος του ίδιου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου

(β) σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, αν ένας ή περισσότερα από αυτά έχουν κάποιο πράγμα υπό τη φύλαξη ή στην κατοχή τους σε γνώση και με τη συγκατάθεση των υπολοίπων, το πράγμα αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται υπό τη φύλαξη και την κατοχή καθενός και όλων αυτών των προσώπων

“κοινό” δηλώνει όχι μόνο όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται στη Δημοκρατία, αλλά επίσης και πρόσωπα που κατοικούν ή που χρησιμοποιούν κάποιο συγκεκριμένο τόπο, ή οποιοσδήποτε αριθμός τέτοιων προσώπων, ακόμη και πρόσωπα αόριστα, που τυχόν επηρεάζονται από την ενέργεια σε συνάρτηση με εκείνη την οποία χρησιμοποιείται αυτός ο όρος

“νόμος” περιλαμβάνει οποιαδήποτε διατάγματα ή διαδικαστικούς ή άλλους κανονισμούς που εκδόθηκαν σύμφωνα με εξουσιοδότηση του νόμου

“νύχτα” ή “κατά τη διάρκεια νύχτας” σημαίνει το χρονικό διάστημα μεταξύ των ωρών έξι και μισή το βράδυ και έξι και μισή το πρωϊ

“όρκος” περιλαμβάνει βεβαίωση ή δήλωση

“περιουσία” περιλαμβάνει κάθε έμψυχο ή άψυχο που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο κυριότητας

“πλημμέλημα” σημαίνει κάθε ποινικό αδίκημα, το οποίο δεν είναι κακούργημα

“ποινικό αδίκημα” σημαίνει αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το νόμο, απόπειρα ή παράλειψη

“πρόσωπο” και “ιδιοκτήτης” και άλλοι παρόμοιοι όροι, όταν χρησιμοποιούνται σε συνάρτηση με περιουσία, περιλαμβάνουν τους οργανισμούς πάσης φύσης, καθώς και κάθε σύνδεσμο ικανό να κατέχει κατά κυριότητα περιουσία, αν όμως χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο περιλαμβάνουν και τη Δημοκρατία

“σκάφος” περιλαμβάνει πλοίο, λέμβο και κάθε άλλο είδος σκάφους που χρησιμοποιείται στη ναυσιπλοϊα είτε στη θάλασσα είτε σε μεσόγεια ύδατα

“Σύνταγμα” σημαίνει το Σύνταγμα της Δημοκρατίας

“σωματική βλάβη” σημαίνει σωματική βλάβη, ασθένεια ή διαταραχή, είτε μόνιμη είτε προσωρινή

“τραύμα” σημαίνει τομή ή ρήξη που τέμνει ή που διαπερνά εξωτερική μεμβράνη του σώματος και εξωτερική μεμβράνη για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού θεωρείται η μεμβράνη την οποία κάποιος δύναται να αγγίξει χωρίς να παραστεί ανάγκη τομής ή διάτρησης άλλης μεμβράνης

“χρήματα” περιλαμβάνει χαρτονομίσματα, τραπεζογραμμάτια, τραπεζικές συναλλαγματικές, τραπεζικές επιταγές καθώς και κάθε άλλη επιταγή, ένταλμα ή παράκληση πληρωμής χρημάτων.

Εφαρμογή εντός και εκτός της Εδαφικής Κυριαρχίας
Εφαρμογή του Ποινικού Κώδικα, κλπ.

5.-(1) Ο Ποινικός Κώδικας και οποιοσδήποτε άλλος νόμος που συνιστά αδίκημα, εφαρμόζονται σε όλα τα αδικήματα τα οποία διαπράχτηκαν-

(α) εντός του εδάφους της Δημοκρατίας, ή

(β) εντός των Κυρίαρχων Περιοχών των Βάσεων, από Κύπριο εναντίον ή σε σχέση με Κύπριο, ή

(γ) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας ενόσω αυτός είναι στην υπηρεσία της Δημοκρατίας, ή

(δ) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας, αν το αδίκημα τιμωρείται στη Δημοκρατία με φυλάκιση που υπερβαίνει τα δύο χρόνια και η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά το αδίκημα, είναι επίσης αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το νόμο της χώρας όπου αυτό διαπράχτηκε, ή

(ε) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από οποιοδήποτε πρόσωπο αν το αδίκημα-

(i) είναι προδοσία ή αδίκημα εναντίον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της Συνταγματικής Τάξης, ή

(ii) είναι πειρατεία, ή

(iii) συνδέεται με το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα της Δημοκρατίας, ή

(iv) αφορά παράνομη εμπορία επικίνδυνων φαρμάκων, ή

(v) είναι ένα από τα αδικήματα για τα οποία, δυνάμει οποιασδήποτε Διεθνής Συνθήκης ή Σύμβασης που δεσμεύει τη Δημοκρατία, εφαρμόζεται ο νόμος της Δημοκρατίας, ή

(vi) έχει ως ένα από τα συστατικά του στοιχεία πράξη ή παράλειψη, το αντικείμενο της οποίας είναι ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης και συνομωσίας, ή απόπειρας ή διέγερσης ή απόπειρας υποκίνησης άλλου προς διάπραξη αδικήματος που έχει ως ένα από τα συστατικά του στοιχεία πράξη ή παράλειψη το αντικείμενο της οποίας είναι ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στη Δημοκρατία, ή

(vii) προκάλεσε βλάβη ή ζημία σε περιουσία ή αποστέρησε ή κατακρατεί περιουσία που βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας και που ανήκει άμεσα ή έμμεσα στη Δημοκρατία ή σε πρόσωπο που έχει τη μόνιμη διαμονή του στη Δημοκρατία ή σε εταιρεία που έχει το εγγεγραμμένο γραφείο της στη Δημοκρατία ή σε εμπίστευμα, που διέπεται από το κυπριακό δίκαιο, ή

(viii) αφορά παράνομη κατακράτηση ανηλίκου εκτός των ορίων της Δημοκρατίας.

(2) Ποινική δίωξη δεν θα διεξάγεται στη Δημοκρατία σε σχέση με αδίκημα που διαπράχτηκε σε ξένη χώρα, αν ο κατηγορούμενος αφού δικάστηκε σε τέτοια χώρα για τέτοιο αδίκημα καταδικάστηκε ή αθωώθηκε.

(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-

“Κύπριος” σημαίνει πολίτη της Δημοκρατίας ή πρόσωπο το οποίο, δυνάμει των Διατάξεων της Δημοκρατίας περί Ιθαγένειας οι οποίες ισχύουν εκάστοτε, θα εδικαιούτο να γίνει πολίτης της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει οποιαδήποτε ομάδα προσώπων, οργανωμένη σε νομικό πρόσωπο ή όχι, είτε είναι εγγεγραμμένη ή που λειτουργεί δυνάμει των νόμων της Δημοκρατίας είτε τελεί υπό τον έλεγχο πολιτών της Δημοκρατίας ή προσώπων το οποίο θα εδικαιούντο να γίνουν πολίτες της Δημοκρατίας

“ξένη χώρα” σημαίνει οποιαδήποτε χώρα εκτός της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει τις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων και οποιοδήποτε πλοίο ή αεροσκάφος εγγεγραμμένο σε τέτοια χώρα ή Περιοχή

“Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων” σημαίνει την Κυρίαρχη Περιοχή Βάσης του Ακρωτηρίου και την Κυρίαρχη Περιοχή Βάσης της Δεκέλειας, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της Συνθήκης που αφορά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Κύπρου που υπογράφτηκε στη Λευκωσία τη 16η ημέρα του Αυγούστου, 1960

“έδαφος της Δημοκρατίας” περιλαμβάνει τα χωρικά της ύδατα,  τον εναέριο χώρο πάνω από τη Δημοκρατία και τα χωρικά της ύδατα και οποιοδήποτε πλοίο ή αεροσκάφος εγγεγραμμένο στη Δημοκρατία οπουδήποτε βρίσκεται αυτό, εκτός εάν, δυνάμει του διεθνούς δικαίου, το εν λόγω πλοίο ή αεροσκάφος υπόκειται κατά το σχετικό χρόνο, λόγω της θέσεώς του, στην αποκλειστική δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαίου.

Εκδίκαση αδικημάτων που διαπράχτηκαν σε ξένη χώρα

6.  (1)  Αδίκημα που διαπράχθηκε σε ξένη χώρα, αναφορικά με το οποίο εφαρμόζεται ο Ποινικός Κώδικας ήοποιοσδήποτε άλλος νόμος της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 5, εκδικάζεται από το αρμόδιο Δικαστήριο της Επαρχίας Λευκωσίας.

(2)  Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, “ξένη χώρα” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο εδάφιο (3) του άρθρου 5.

Γενικοί κανόνες για Ποινική Ευθύνη
Νομική πλάνη

7. Η άγνοια του νόμου δεν αποτελεί λόγο για αποκλεισμό της ποινικής ευθύνης για πράξη ή παράλειψη, η οποία διαφορετικά θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα, εκτός αν ο νόμος προβλέπει ρητά ότι η γνώση του νόμου από τον υπαίτιο συνιστά στοιχείο του ποινικού αδικήματος.

Με καλή πίστη αξίωση δικαιώματος

8. Ποινικό αδίκημα εναντίον της περιουσίας δεν καταλογίζεται σε εκείνο που το έπραξε αν η πράξη ή παράλειψη που συνιστούσε αυτό διαπράχτηκε κατά την άσκηση ειλικρινής αξίωσης δικαιώματος και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης.

Πρόθεση. Ελατήριο

9. Τηρουμένων των ρητών διατάξεων του παρόντος Νόμου, εκείνες που αναφέρονται στις εξ αμελείας πράξεις ή παραλείψεις, δεν καταλογίζονται σε εκείνο που διενήργησε πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες έχουν διενεργηθεί ανεξάρτητα από τη βούληση του, ή από τυχαία γεγονότα.

Εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες προβλέπεται ρητά στο νόμο, ότι η πρόθεση παραγωγής ορισμένου αποτελέσματος, αποτελεί στοιχείο το οποίο συνίσταται από την πράξη, ολοκληρωτικά ή μερικά, ποινικού αδικήματος, ο σκοπός παραγωγής ορισμένου αποτελέσματος για τη διενέργεια τέτοιας πράξης καθόλου δεν λαμβάνεται υπόψη.

Εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες διαφορετικά προβλέπεται ρητά, το ελατήριο από το οποίο ωθήθηκε ο υπαίτιος στη διενέργεια της πράξης ή της  παράλειψης ή στη διαμόρφωση της πρόθεσης από την οποία παρακινήθηκε σε τέτοια πράξη δεν επηρεάζει διόλου την ποινική ευθύνη.

Πραγματική πλάνη

10. Πράξη η οποία διενεργήθηκε υπό το κράτος ειλικρινής και εύλογης, όχι όμως λιγότερο από την πλανημένη αντίληψη των πραγματικών περιστατικών, δεν καταλογίζεται σε εκείνο που διάπραξε σε βαθμό μεγαλύτερο από εκείνο που θα ίσχυε αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν όπως τα επίστευε αυτός.

Η εφαρμογή του κανόνα αυτού δύναται να αποκλειστεί είτε ρητά είτε σιωπηρά από εκείνο το νόμο που αφορά το ζήτημα.

Τεκμήριο εχεφροσύνης

11. Κάθε πρόσωπο συμπεραίνεται ότι έχει σώες τις φρένες και ότι έχει σώες τις φρένες σε δεδομένο χρόνο, μέχρι απόδειξης του αντίθετου.

Φρενοπάθεια

12. H πράξη ή η παράλειψη δεν καταλογίζεται σε εκείνο που διέπραξε, αν, κατά το χρόνο που διενεργούσε αυτήν, ένεκα οποιασδήποτε ασθένειας που επηρεάζει τις φρένες του στερόταν της ικανότητας να αντιληφθεί τι διαπράττει ή να γνωρίζει ότι ώφειλε να απέχει από τη διενέργεια της πράξης ή παράλειψης.

Όχι λιγότερο όμως η πράξη ή παράλειψη καταλογίζεται σε εκείνον που διάπραξε, αν και οι φρένες του επηρεάζονταν από κάποια ασθένεια αν αυτή η ασθένεια δεν επέφερε πράγματι το ένα ή το άλλο από τα πιο πάνω αποτελέσματα σε συνάφεια με την πιο πάνω πράξη.

Μέθη

13.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), κανένας, λόγω μέθης, δε θεωρείται ότι διενέργησε πράξη ή παράλειψη ακούσια, ή απαλλάσσεται ποινικής ευθύνης για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη.

(2) Κανένας δεν είναι ποινικά υπεύθυνος για πράξη ή παράλειψη, αν κατά το χρόνο της διενέργειας της πράξης ή παράλειψης ήταν σε τέτοια κατάσταση μέθης ώστε να στερείται της ικανότητας να γνωρίζει τι διαπράττει ή να ελέγχει τις πράξεις του, ή να γνωρίζει ότι ώφειλε να απέχει της διενέργειας της πράξης ή παράλειψης, νοουμένου ότι το πράγμα, το οποίο τον οδήγησε στην κατάσταση μέθης του χορηγήθηκε σε άγνοια ή παρά τη θέληση του.

(3) Όπου η ύπαρξη συγκεκριμένης πρόθεσης αποτελεί συστατικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος, η μέθη, είτε ολική είτε μερική, και είτε θεληματικά ή αθέλητα, δυνατόν να ληφθεί υπόψη για να διακριβωθεί κατά πόσο κατά τη διενέργεια της πράξης υφίστατο πράγματι τέτοια πρόθεση.

Ποινική ευθύνη παιδιών

14. Όποιος έχει ηλικία κάτω των δεκατεσσάρων χρόνων δεν είναι ποινικά υπεύθυνος για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη.

Ποινικά ανεύθυνο δικαστικών λειτουργών

15. Εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο Κώδικας αυτός προνοεί ρητά για το αντίθετο, οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ποινικά ανεύθυνοι για πράξεις ή παραλείψεις που γίνονται κατά την εκτέλεση των δικαστικών τους καθηκόντων, και αν ακόμη η πράξη έγινε με υπέρβαση της δικαστικής τους εξουσίας ή αν ακόμη υφίστατο νομική υποχρέωση για διενέργεια της πράξης που παραλείφθηκε.

Εξαναγκασμός

16. Εξαιρουμένων του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37 δεν συνιστά ποινικό αδίκημα η πράξη, την οποία διενεργεί κάποιος που εξαναγκάστηκε για αυτό με απειλές, οι οποίες, κατά το χρόνο διενέργειας της πράξης, εύλογα προκαλούν το φόβο ότι η μη διενέργεια της πράξης θα έφερνε τον άμεσο θάνατο του νοείται ότι τα πιο πάνω θα ισχύσουν μόνο εφόσον εκείνος που διάπραξε δεν οδήγησε τον εαυτό του, είτε εκούσια είτε από εύλογο φόβο πρόκλησης βλάβης σε αυτόν μικρότερης από τον άμεσο θάνατο, στην κατάσταση με την οποία αυτός υπέστει τέτοιον εξαναγκασμό.

Κατάσταση ανάγκης..

17. Πράξη ή παράλειψη, που διαφορετικά θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα, δυνατόν να μη καταλογιστεί σε αυτόν που διέπραξε, αν αυτός μπορέσει να αποδείξει ότι αυτή έγινε ή παραλείφθηκε μόνο για αποτροπή συνεπειών διαφορετικά αναπότρεπτων, οι οποίες, αν δεν αποτραπούν θα επιφέρουν σε αυτό ή σε πρόσωπα τα οποία αυτός έχει υποχρέωση να προστατεύσει, αναπότρεπτο και ανεπανόρθωτο κακό, ότι η πράξη δεν υπερέβη το εύλογα αναγκαίο με αυτό, επίσης ότι το κακό που προκλήθηκε από αυτόν δεν ήταν δυσανάλογο με εκείνο το οποίο αποτράπηκε.

Εξαναγκασμός συζύγου

18. Η έγγαμη γυναίκα δεν απαλλάσσεται ποινικής ευθύνης, για τις πράξεις ή παραλείψεις που διενεργήθηκαν από αυτήν με μόνο το λόγο ότι αυτές διενεργήθηκαν με την παρουσία του συζύγου της.

Κανένας δεν είναι δύο φορές ποινικά υπεύθυνος για το ίδιο ποινικό αδίκημα

19. Κανένας δεν δύναται να είναι δύο φορές ποινικά υπεύθυνος, είτε δυνάμει των διατάξεων του Κώδικα αυτού είτε δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, για την ίδια πράξη ή παράλειψη, εκτός της περίπτωσης κατά την οποία, ότι από τέτοια πράξη ή παράλειψη προκλήθηκε ο θάνατος άλλου, οπότε ο υπαίτιος δύναται να καταδικαστεί για το ποινικό αδίκημα για το οποίο, είναι ένοχος λόγω της πρόκλησης τέτοιου θανάτου, ανεξάρτητα του ότι ήδη έχει καταδικαστεί για άλλο ποινικό αδίκημα που συνίσταται από την πράξη ή παράλειψη που διαπράχτηκε από αυτόν.

Συμμετοχή σε Αδικήματα
Αυτουργοί

20. Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα, καθένας από τους ακόλουθους θεωρείται ότι συμμετέσχε στη διάπραξη και θεωρείται ότι είναι ένοχος για αυτό και δύναται να διωχτεί ως αυτουργός σύμφωνα με τα ακόλουθα:

(α) εκείνος που διενεργεί πράγματι την πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα

(β) εκείνος που διαπράττει ή παραλείπει να διαπράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παρέχει βοήθεια για τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος από άλλον

(γ) εκείνος που παρέχει βοήθεια σε άλλον ή που παρακινεί αυτόν κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος

(δ) εκείνος που συμβουλεύει ή που προάγει άλλον για διάπραξη ποινικού αδικήματος.

Στην τέταρτη περίπτωση ο υπαίτιος δύναται να διωχτεί είτε ως αυτουργός του ποινικού αδικήματος είτε σε ποινικό αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.

Καταδίκη για το αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη ποινικού αδικήματος, συνεπάγει ίδιες συνέπειες από κάθε άποψη, καθώς και καταδίκη για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.

Εκείνος που προάγει άλλο στη διενέργεια πράξης ή παράλειψης τέτοιας φύσης ώστε, αν γινόταν από τον ίδιο θα διενεργείτο από αυτό κάποιο ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, όπως αν είχε διενεργήσει ο ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη δύναται να διωχτεί δε όπως αν είχε διενεργήσει το ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη.

Ποινικά αδικήματα που διαπράχτηκαν από συναυτουργούς κατά την επιδίωξη κοινού σκοπού

21. Αν δύο ή περισσότεροι διαμορφώσουν κοινή πρόθεση για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτεί ποινικό αδίκημα τέτοιας φύσης, ώστε η διάπραξη του να ήταν πιθανή συνεπεία της επιδίωξης του πιο πάνω σκοπού, ο κάθε ένας από αυτούς, θεωρείται ότι διέπραξε το ποινικό αδίκημα.

Να συμβουλεύει άλλον για διάπραξη ποινικού αδικήματος

22. Αν κάποιος διαπράξει με τη συμβουλή άλλου ποινικό αδίκημα, είναι αδιάφορο αν το ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε είναι πράγματι το ίδιο ή διαφορετικό από εκείνο το οποίο του εδόθηκε η συμβουλή ή αν διαπράχτηκε με τον τρόπο που υποδείχτηκε ή με διαφορετικό τρόπο, νοουμένου ότι σε κάθε μια από τις περιπτώσεις που συνιστούν τα περιστατικά, το ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε, είναι πιθανή συνέπεια εκτέλεσης της συμβουλής.

Σε κάθε μια περίπτωση, εκείνος που παρέχει τη συμβουλή θεωρείται ότι συμβούλευσε τον άλλο για διάπραξη του ποινικού αδικήματος που πράγματι διαπράχτηκε.

Συνέργεια μετά τη διάπραξη

23. Όποιος εν γνώσει του ότι άλλος είναι ένοχος ποινικού αδικήματος παρέχει άσυλο ή βοήθεια σε αυτό με σκοπό να παράσχει σε αυτό τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία καθίσταται συνεργός μετά τη διάπραξη.

Η σύζυγος δεν καθίσταται συνεργός μετά τη διάπραξη συναφώς με ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε από το σύζυγο της, η οποία παρέχει άσυλο ή βοήθεια σε αυτό με σκοπό να παράσχει στο σύζυγο της τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία, και ούτε ότι παρέχει, με την παρουσία και με την εξουσιοδότηση του συζύγου της, άσυλο ή βοήθεια σε τρίτο, ο οποίος είναι ένοχος ποινικού αδικήματος στη διάπραξη του οποίου συμμετείχε και ο σύζυγος της, με σκοπό να παράσχει σε τέτοιο τρίτο πρόσωπο τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία ο σύζυγος δεν καθίσταται συνεργός μετά τη διάπραξη συναφώς με ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε από τη σύζυγο του, ο οποίος παρέχει άσυλο ή βοήθεια σε αυτή με σκοπό να παράσχει σε αυτή τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία.

Ποινή συνέργειας μετά τη διάπραξη κακουργήματος

24. Ο συνεργός μετά τη διάπραξη κακουργήματος είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται, αν δεν προνοείται κάποια άλλη ποινή σε φυλάκιση τριών χρόνων.

Ποινή συνέργειας μετά τη διάπραξη πλημμελήματος

25. Ο συνεργός μετά τη διάπραξη πλημμελήματος είναι ένοχος πλημμελήματος.

Ποινές
Είδη ποινών

26. Το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει τις ακόλουθες ποινές:

(α) φυλάκιση διά βίου

(β) φυλάκιση

(γ) χρηματική ποινή

(δ) καταβολή αποζημίωσης

(ε) παροχή εγγύησης για την τήρηση της τάξης και καλή διαγωγή ή για προσέλευση για ακρόαση δικαστικής απόφασης

(στ) επιτήρηση

(ζ) οποιαδήποτε άλλη ποινή ή μεταχείριση επιβάλλεται δυνάμει άλλου νόμου.

Καταργήθηκε

27. Καταργήθηκε.

Καταργήθηκε

28. Καταργήθηκε.

Φυλάκιση

29. Εκτός της περίπτωσης του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, αν κάποιο ποινικό αδίκημα τιμωρείται με την ποινή της φυλάκισης διά βίου ή οποιουδήποτε άλλου χρόνου, το Δικαστήριο που εκδικάζει δύναται να επιβάλει ποινή φυλάκισης λιγότερου χρόνου ή αντί τέτοιας ποινής, χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ποσό, το οποίο το Δικαστήριο αυτό έχει εξουσία να επιβάλει.

Τρόπος εκτέλεσης ποινής φυλάκισης

30. Ο τρόπος της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης κανονίζεται με ιδιαίτερους νόμους.

Χρηματικές ποινές

31. Όταν νόμος που επιβάλλει χρηματική ποινή, ο οποίος δεν περιέχει ρητές διατάξεις που αφορούν τέτοια χρηματική ποινή, θα τυγχάνουν εφαρμογής οι ακόλουθες διατάξεις:

(α) όταν δεν προνοείται ρητά το ανώτατο ποσό της χρηματικής ποινής που θα επιβληθεί, το πιο πάνω ποσό θα είναι απεριόριστο, σε καμιά όμως περίπτωση δεν δύναται να είναι υπερβολικό

(β) σε περίπτωση ποινικού αδικήματος που τιμωρείται διαζευκτικά με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση, το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να επιβάλλει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω διαζευκτικά προβλεπόμενες ποινές

(γ) η επιβολή και η είσπραξη της χρηματικής ποινής θα ενεργείται εξολοκλήρου σύμφωνα με τις διατάξεις και τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου που τροποποιεί ή που υποκαθιστά το νόμο αυτό.

Εγγύηση για την τήρηση της τάξης

32. Εκτός από την περίπτωση του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, σε πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα δύναται να επιβληθεί, αντί της ποινής στην οποία αυτό υπόκειται ή επιπρόσθετα με την ποινή αυτή, η ανάληψη προσωπικής υποχρέωσης, με ή χωρίς εγγυητές για το ποσό που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, να τηρεί την τάξη και να είναι καλής διαγωγής για το χρόνο που ορίζεται από το Δικαστήριο, ενώ δύναται να διαταχθεί η φυλάκιση του, μέχρι να αναληφθεί τέτοια υποχρέωση με εγγυητές, εφόσον επιβλήθηκε με αυτό τον τρόπο από το Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η φυλάκιση για τη μη ανάληψη της υποχρέωσης που έχει επιβληθεί με αυτό τον τρόπο δε δύναται να υπερβαίνει τον ένα χρόνο, ενώ συνολικά ο χρόνος τέτοιας φυλάκισης μαζί με την τυχόν ποινή φυλάκισης που θα οριστεί δε δύναται να υπερβαίνει το προβλεπόμενο για το ποινικό αδίκημα που καταλογίστηκε στο πρόσωπο αυτό ανώτατο όριο φυλάκισης χωρίς χρηματική ποινή.

Εγγύηση για προσέλευση για ακρόαση δικαστικής απόφασης

33. Εκτός από την περίπτωση του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, το Δικαστήριο δύναται πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα αντί να το καταδικάσει σε ποινή να το απολύσει με ανάληψη από αυτό προσωπικής υποχρέωσης, με ή χωρίς εγγυητές για το ποσό που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, να προσέλθει και να ακούσει την έκδοση της απόφασης σε προσεχή συνεδρία του Δικαστηρίου ή όταν κληθεί για το σκοπό αυτό.

Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει επιτήρηση σε ορισμένες περιπτώσεις

34.-(1) Όταν  πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση δύο ή περισσότερων χρόνων, καταδικαστεί ξανά για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που τιμωρείται επίσης με την πιο πάνω ποινή, το Δικαστήριο δύναται, αν κρίνει αυτό σκόπιμο, κατά την επιβολή της ποινής της φυλάκισης, να διατάξει επιπρόσθετα ότι αυτός που καταδικάστηκε θα είναι υπό επιτήρηση όπως αναφέρεται πιο κάτω για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια από την ημερομηνία της εκπνοής της ποινής αυτής:

Νοείται ότι σε περίπτωση ακύρωσης της καταδικαστικής απόφασης κατόπι έφεσης, ή με άλλο τρόπο, ακυρώνεται ταυτόχρονα και το διάταγμα που επιβάλλει την επιτήρηση:

Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να ακυρώσει διάταγμα για την επιτήρηση, εφόσον η διαγωγή, την οποία έδειξε εκείνος που είναι υπό επιτήρηση, δυνατόν να καταστήσει περιττή την περαιτέρω επιτήρηση του.

(2) Εκτός αν το Δικαστήριο ήθελε ορίσει διαφορετικά, πρόσωπο που είναι υπό επιτήρηση, που δεν είναι σε περιορισμό, οφείλει να εμφανίζεται προσωπικά, μια φορά το μήνα στον κατονομαζόμενο στο διάταγμα κηδεμονευτικό λειτουργό, κατά τον χρόνο που ορίζεται από τέτοιο λειτουργό και χωρίς καθυστέρηση να γνωστοποιεί σε αυτό οποιαδήποτε τυχόν αλλαγή που θα γίνεται στη διαμονή του.

(3) Πρόσωπο υπό επιτήρηση, που δεν είναι σε περιορισμό, το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί  σε οποιοδήποτε από τους όρους που προνοούνται στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο, εκτός αν αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι προέβηκε σε οτιδήποτε που είναι δυνατό για να συμμορφωθεί με τους όρους που έχουν τεθεί σε αυτό, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

Γενική ποινή για πλημμελήματα

35. Όταν στον Κώδικα αυτό δεν προβλέπεται ειδικά ποινή για οποιοδήποτε πλημμέλημα, τα πλημμελήματα τιμωρούνται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια, ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες, ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Κίνητρο προκατάληψης

35Α. Το Δικαστήριο, στα πλαίσια άσκησης των εξουσιών του κατά την επιμέτρηση και επιβολή ποινής, δύναται να λαμβάνει υπόψη ως επιβαρυντικό παράγοντα το κίνητρο της προκατάληψης κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, των θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, των γενεαλογικών καταβολών, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου.