110.-(1) Όποιος γνωρίζει ότι προβαίνει σε ψευδή κατάθεση σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, που αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες για ζήτημα, το οποίο είτε εκκρεμεί είτε σκοπεύεται να εγερθεί στην πιο πάνω διαδικασία, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται ψευδορκία.
Είναι αδιάφορο κατά πόσο-
- η κατάθεση δόθηκε με όρκο ή με οποιαδήποτε άλλη νόμιμη διαβεβαίωση, ή
- οι τύποι και η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επαγωγή του όρκου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δέσμευση αυτού που καταθέτει να πει την αλήθεια, αν συναίνεσε στη χρήση τους, ή
- η ψευδή κατάθεση δόθηκε προφορικά ή γραπτά, ή
- το Δικαστήριο ήταν συγκροτημένο κανονικά ή συνήλθε στον αρμόζοντα τόπο, αν αυτό ενεργεί πράγματι ως Δικαστήριο στη διαδικασία κατά την οποία δόθηκε τέτοια κατάθεση, ή
- αυτός που καταθέτει ήταν ικανός μάρτυρας ή όχι, ή κατά πόσο η κατάθεση ήταν αποδεκτή σε αυτή τη διαδικασία.
(2) Όποιος προκαλεί άλλο να διαπράξει ψευδορκία, την οποία αυτός που έχει προκληθεί πράγματι τη διαπράττει, κατά συνέπεια τέτοιας πρόκλησης, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται πρόκληση σε ψευδορκία.
111. Όποιος διαπράττει το ποινικό αδίκημα της ψευδορκίας ή της πρόκλησης σε ψευδορκία, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα επτά χρόνια.
112. Κανένας δεν δύναται να καταδικαστεί για ψευδορκία ή για πρόκληση σε ψευδορκία αποκλειστικά και μόνο με βάση τη μαρτυρία ενός προσώπου ως προς το ψευδές οποιασδήποτε κατάθεσης για την οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι ψευδής.
113.-(1) Όποιος-
(α) είναι μάρτυρας σε ποινική δίκη όχι συνοπτική, καταθέτει εσκεμμένα κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει με ότι κατέθεσε αυτός, αφού εξετάστηκε ως μάρτυρας για το ίδιο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή
(β) αυτός που κατηγόρησε ή κατάγγειλε με όρκο ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, μετά από αυτά κατά την εξέταση του ως μάρτυρα κατά την έρευνα τέτοιας κατηγορίας ή καταγγελίας ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, εσκεμμένα καταθέτει κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει σε ότι αυτός κατάθεσε κατά την ένορκη κατηγορία ή καταγγελία,
θεωρείται ότι κατέθεσε ψευδώς, με βάση την έννοια του άρθρου 110.
(2) Όποιος ως μάρτυρας σε συνοπτική δίκη ή σε δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου καταθέτει κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει σε κατάθεση, που έδωσε προηγουμένως σε δικαιούμενο πρόσωπο ή που έχει εξουσία δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου που είναι σε ισχύ στην διενέργεια ανακρίσεων σε συνάφεια με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:
(3) Το Κακουργιοδικείο, το οποίο ήθελε αποφασίσει την παραπομπή προσώπου σε δίκη για ψευδή μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του σε οποιαδήποτε διαδικασία, δύναται, αν το Δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμον, να αποφασίσει όπως το πρόσωπο αυτό παραπεμφθεί σε δίκη και δικαστεί κατά την ίδια συνεδρία του Δικαστηρίου.
114. Όποιος, γνωρίζει ή έχει λόγο να πιστεύει ότι διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα, παρέχει πληροφορίες για αυτό σε αστυνομικό ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο για τη διενέργεια ανάκρισης για τέτοιο αδίκημα, τις οποίες αυτός γνωρίζει ή πιστεύει ότι είναι ψευδείς, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.
115. Όποιος, γνωρίζει ότι δίνει σε οποιοδήποτε αστυνομικό ή σε πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτείται να διενεργεί ανακρίσεις, σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, ψευδή κατάθεση σε συνάφεια με κατά φαντασία ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος δημόσιας βλάβης, και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις δύο χιλάδες ευρώ (€2.000) ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.
116. Όποιος, με σκοπό παραπλάνησης Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε διαδικασία-
(α) πλάθει αποδεικτικό στοιχείο με μέσα διαφορετικά από ψευδορκία ή πρόκληση σε ψευδορκία ή
(β) εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό αποδεικτικό στοιχείο,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
117. Όποιος ορκίζεται με ψευδή όρκο ή προβαίνει σε ψευδή βεβαίωση ή δήλωση ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να επαγάγει όρκο ή να δεχτεί δήλωση υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε αν ο ψευδής όρκος δινόταν ή η ψευδής δήλωση γινόταν σε δικαστική διαδικασία θα ισοδυναμούσε με ψευδορκία, είναι ένοχος πλημμελήματος.
118. Όποιος, παρέχει, προσφέρει ή υπόσχεται ανταμοιβή σε μάρτυρα ή πρόσωπο το οποίο πρόκειται να κληθεί ως μάρτυρας σε δικαστική διαδικασία βάσει οποιασδήποτε συμφωνίας ή συνεννόησης ότι η μαρτυρική κατάθεση του δυνατόν ως εκ τούτου να επηρεαστεί, ή αυτός που αποπειράται με οποιοδήποτε μέσο να υποκινήσει μάρτυρα στην παροχή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων ή σε απόκρυψη αληθινής μαρτυρίας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
119. Όποιος με δόλο ή απάτη, ή γνωρίζει ότι δίνει ή επιδεικνύει ψευδή δήλωση, παράσταση, τεκμήριο ή γραπτό, σε μάρτυρα που κλήθηκε ή και πρόκειται να κληθεί σε δικαστική διαδικασία με σκοπό να επηρεάσει τη μαρτυρική του κατάθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος.
120. Όποιος, εν γνώσει του ότι βιβλίο, έγγραφο ή άλλο πράγμα οποιουδήποτε είδους δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ή δυνατόν να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο σε δικαστική διαδικασία, με σκοπό να αποτρέψει τη χρήση του ως αποδεικτικό στοιχείο, εσκεμμένα καταστρέφει ή καθιστά αυτό δυσανάγνωστο ή ακατανόητο ή αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του, είναι ένοχος πλημμελήματος.
121. Διαπράττει πλημμέλημα όποιος-
(α) συνωμοτεί με άλλο να κατηγορήσουν ψευδώς άλλο για κάποιο έγκλημα ή να διαπράξουν ο,τιδήποτε για παρεμπόδιση, αποτροπή, εκτροπή ή ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης ή
(β) με σκοπό παρεμπόδισης της κανονικής πορείας της δικαιοσύνης μεταπείθει, παρεμποδίζει ή αποτρέπει οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι νόμιμα υπόχρεο να εμφανιστεί και να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας, ή αποπειράται να διαπράξει με αυτό τον τρόπο ή
(γ) παρεμποδίζει ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμβαίνει στην εκτέλεση ή γνωρίζει ότι αποτρέπει την εκτέλεση νόμιμου εντάλματος ή δικογράφου, αστικού ή ποινικού.
122. Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη-
(α) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να αποτρέψει κάποιο πρόσωπο από το να ενεργήσει με οποιαδήποτε δικαστική ιδιότητα ή με οποιοδήποτε τρόπο ως συνήγορος, μάρτυρας ή διάδικος σε δικαστική διαδικασία
(β) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
123. Όποιος απαιτεί, δέχεται ή παίρνει ή συμφωνεί ή αποπειράται να δεχτεί ή να πάρει περιουσία ή ωφέλημα οποιουδήποτε είδους για τον εαυτό του ή για άλλο, με βάση οποιασδήποτε συμφωνίας ή συνεννόησης ότι θα συμβιβάσει ή θα συγκαλύψει κακούργημα, το οποίο δεν είναι συμβιβάσιμο σύμφωνα με το νόμο ή ότι δε θα ασκήσει ή ότι θα διακόψει ή θα καθυστερήσει την ποινική δίωξη τέτοιου κακουργήματος ή θα κατακρατήσει οποιοδήποτε σχετικό αποδεικτικό στοιχείο, είναι ένοχος πλημμελήματος.
124. Όποιος αφού εγείρει ή προσποιούμενος ότι θα εγείρει ποινική αγωγή εναντίον άλλου προσώπου με βάση κάποιου ποινικού νόμου με σκοπό να πάρει από αυτό ποινική αποζημίωση για ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε ή για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι διαπράχτηκε από το εν λόγω πρόσωπο, συμβιβάζει αυτή χωρίς τη διαταγή ή τη συναίνεση του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εγέρθει ή που πρόκειται να εγερθεί η αγωγή, είναι ένοχος πλημμελήματος.
125. Όποιος-
(α) προσφέρει δημόσια αμοιβή για την επιστροφή κλοπιμαίων, ή απολωλότων και στην προσφορά χρησιμοποιεί λέξεις από τις οποίες φανερώνεται ότι καμιά ερώτηση δεν θα του υποβληθεί ή ότι αυτός που θα τα φέρει δε θα συλληφθεί ή θα ενοχληθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή
(β) προσφέρεται δημόσια να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό που καταβλήθηκε για την αγορά των κλοπιμαίων ή απολεσθέντων ή οποιοδήποτε ποσό που χορηγήθηκε με τη μορφή δανείου για αυτά, σε αυτόν που τα αγόρασε ή που έδωσε δάνειο ή θα δώσει οποιοδήποτε άλλο χρηματικό ποσό, ή αμοιβή για την επιστροφή τους ή
(γ) εκτυπώνει ή δημοσιεύει τέτοια προσφορά,
είναι ένοχος πλημμελήματος.
126. Όποιος με τρόπο ο οποίος υποδηλώνει δεκασμό λαμβάνει χρήματα ή αμοιβή ή άμεσα ή έμμεσα, με το πρόσχημα ή ότι βοήθησε άλλο να ανακτήσει περιουσία η οποία κλάπηκε ή αποκτήθηκε ή πάρθηκε κάτω από περιστάσεις οι οποίες ανάγονται σε κακούργημα ή πλημμέλημα, είναι ένοχος κακουργήματος, (εκτός αν κατέβαλε την επιμέλεια που αρμόζει για να επιτευχτεί η ποινική δίωξη του υπαίτιου για αυτό) και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.