26. Το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει τις ακόλουθες ποινές:
(α) φυλάκιση διά βίου
(β) φυλάκιση
(γ) χρηματική ποινή
(δ) καταβολή αποζημίωσης
(ε) παροχή εγγύησης για την τήρηση της τάξης και καλή διαγωγή ή για προσέλευση για ακρόαση δικαστικής απόφασης
(στ) επιτήρηση
(ζ) οποιαδήποτε άλλη ποινή ή μεταχείριση επιβάλλεται δυνάμει άλλου νόμου.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
29. Εκτός της περίπτωσης του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, αν κάποιο ποινικό αδίκημα τιμωρείται με την ποινή της φυλάκισης διά βίου ή οποιουδήποτε άλλου χρόνου, το Δικαστήριο που εκδικάζει δύναται να επιβάλει ποινή φυλάκισης λιγότερου χρόνου ή αντί τέτοιας ποινής, χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ποσό, το οποίο το Δικαστήριο αυτό έχει εξουσία να επιβάλει.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
30. Ο τρόπος της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης κανονίζεται με ιδιαίτερους νόμους.
31. Όταν νόμος που επιβάλλει χρηματική ποινή, ο οποίος δεν περιέχει ρητές διατάξεις που αφορούν τέτοια χρηματική ποινή, θα τυγχάνουν εφαρμογής οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) όταν δεν προνοείται ρητά το ανώτατο ποσό της χρηματικής ποινής που θα επιβληθεί, το πιο πάνω ποσό θα είναι απεριόριστο, σε καμιά όμως περίπτωση δεν δύναται να είναι υπερβολικό
(β) σε περίπτωση ποινικού αδικήματος που τιμωρείται διαζευκτικά με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση, το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να επιβάλλει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω διαζευκτικά προβλεπόμενες ποινές
(γ) η επιβολή και η είσπραξη της χρηματικής ποινής θα ενεργείται εξολοκλήρου σύμφωνα με τις διατάξεις και τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου που τροποποιεί ή που υποκαθιστά το νόμο αυτό.
32. Εκτός από την περίπτωση του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, σε πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα δύναται να επιβληθεί, αντί της ποινής στην οποία αυτό υπόκειται ή επιπρόσθετα με την ποινή αυτή, η ανάληψη προσωπικής υποχρέωσης, με ή χωρίς εγγυητές για το ποσό που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, να τηρεί την τάξη και να είναι καλής διαγωγής για το χρόνο που ορίζεται από το Δικαστήριο, ενώ δύναται να διαταχθεί η φυλάκιση του, μέχρι να αναληφθεί τέτοια υποχρέωση με εγγυητές, εφόσον επιβλήθηκε με αυτό τον τρόπο από το Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η φυλάκιση για τη μη ανάληψη της υποχρέωσης που έχει επιβληθεί με αυτό τον τρόπο δε δύναται να υπερβαίνει τον ένα χρόνο, ενώ συνολικά ο χρόνος τέτοιας φυλάκισης μαζί με την τυχόν ποινή φυλάκισης που θα οριστεί δε δύναται να υπερβαίνει το προβλεπόμενο για το ποινικό αδίκημα που καταλογίστηκε στο πρόσωπο αυτό ανώτατο όριο φυλάκισης χωρίς χρηματική ποινή.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
33. Εκτός από την περίπτωση του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, το Δικαστήριο δύναται πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα αντί να το καταδικάσει σε ποινή να το απολύσει με ανάληψη από αυτό προσωπικής υποχρέωσης, με ή χωρίς εγγυητές για το ποσό που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, να προσέλθει και να ακούσει την έκδοση της απόφασης σε προσεχή συνεδρία του Δικαστηρίου ή όταν κληθεί για το σκοπό αυτό.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
34.-(1) Όταν πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση δύο ή περισσότερων χρόνων, καταδικαστεί ξανά για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που τιμωρείται επίσης με την πιο πάνω ποινή, το Δικαστήριο δύναται, αν κρίνει αυτό σκόπιμο, κατά την επιβολή της ποινής της φυλάκισης, να διατάξει επιπρόσθετα ότι αυτός που καταδικάστηκε θα είναι υπό επιτήρηση όπως αναφέρεται πιο κάτω για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια από την ημερομηνία της εκπνοής της ποινής αυτής:
Νοείται ότι σε περίπτωση ακύρωσης της καταδικαστικής απόφασης κατόπι έφεσης, ή με άλλο τρόπο, ακυρώνεται ταυτόχρονα και το διάταγμα που επιβάλλει την επιτήρηση:
Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να ακυρώσει διάταγμα για την επιτήρηση, εφόσον η διαγωγή, την οποία έδειξε εκείνος που είναι υπό επιτήρηση, δυνατόν να καταστήσει περιττή την περαιτέρω επιτήρηση του.
(2) Εκτός αν το Δικαστήριο ήθελε ορίσει διαφορετικά, πρόσωπο που είναι υπό επιτήρηση, που δεν είναι σε περιορισμό, οφείλει να εμφανίζεται προσωπικά, μια φορά το μήνα στον κατονομαζόμενο στο διάταγμα κηδεμονευτικό λειτουργό, κατά τον χρόνο που ορίζεται από τέτοιο λειτουργό και χωρίς καθυστέρηση να γνωστοποιεί σε αυτό οποιαδήποτε τυχόν αλλαγή που θα γίνεται στη διαμονή του.
(3) Πρόσωπο υπό επιτήρηση, που δεν είναι σε περιορισμό, το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί σε οποιοδήποτε από τους όρους που προνοούνται στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο, εκτός αν αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι προέβηκε σε οτιδήποτε που είναι δυνατό για να συμμορφωθεί με τους όρους που έχουν τεθεί σε αυτό, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
35. Όταν στον Κώδικα αυτό δεν προβλέπεται ειδικά ποινή για οποιοδήποτε πλημμέλημα, τα πλημμελήματα τιμωρούνται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια, ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες, ή και με τις δύο αυτές ποινές.
35Α. Το Δικαστήριο, στα πλαίσια άσκησης των εξουσιών του κατά την επιμέτρηση και επιβολή ποινής, δύναται να λαμβάνει υπόψη ως επιβαρυντικό παράγοντα το κίνητρο της προκατάληψης κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, των θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, των γενεαλογικών καταβολών, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου.