ΜΕΡΟΣ Χ ΠΕΡΙ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
Δικαιώματα που λαμβάνονται υπόψη στην ειδική συμμετοχή

142.—(1) Προκειμένου να κριθεί εάν πρόσωπο κατέχει ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου, λαμβάνονται υπόψη και τα ακόλουθα δικαιώματα -

(α) τα δικαιώματα ψήφου που κατέχουν στο όνομά τους άλλα πρόσωπα για λογαριασμό του προαναφερόμενου προσώπου˙

(β) τα δικαιώματα ψήφου που κατέχουν εταιρείες ελεγχόμενες από το πρόσωπο αυτό˙

(γ) τα δικαιώματα ψήφου που κατέχει τρίτος, με τον οποίο το πρόσωπο αυτό έχει συνάψει γραπτή συμφωνία που το υποχρεώνει να υιοθετεί μέσω συντονισμένης άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που διαθέτει, διαρκή κοινή πολιτική με το άλλο μέρος ως προς τη διοίκηση της εν λόγω εταιρείας˙

(δ) τα δικαιώματα ψήφου που κατέχει τρίτος δυνάμει γραπτής συμφωνίας που έχει συναφθεί με το πρόσωπο αυτό ή με μια από τις ελεγχόμενες από αυτό εταιρείες και η οποία προβλέπει προσωρινή επ’ αντάλλαγματι μεταβίβαση αυτών των δικαιωμάτων ψήφου˙

(ε) τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν στις μετοχές που κατέχει το πρόσωπο αυτό και οι οποίες έχουν κατατεθεί ως ενέχυρο, εκτός εάν τα δικαιώματα ψήφου τα έχει ο  ενεχυρούχος δανειστής και δηλώσει ότι προτίθεται να τα ασκήσει. Στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω δικαιώματα  ψήφου εξομοιώνονται με τα δικαιώματα ψήφου που κατέχει ο τελευταίος˙

(στ) τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν στις μετοχές των οποίων επικαρπωτής είναι το πρόσωπο αυτό˙

(ζ) τα δικαιώματα ψήφου τα οποία το πρόσωπο αυτό ή ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις δύναται να αποκτήσει, με αποκλειστική πρωτοβουλία του δυνάμει ρητής συμφωνίας˙

(η) τα δικαιώματα ψήφου, που αντιστοιχούν στις μετοχές, που έχουν κατατεθεί στο πρόσωπο αυτό και τα οποία αυτό μπορεί να ασκήσει, κατά την κρίση του, εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες του κατόχου ή των κατόχων:

Νοείται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ) ή τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή και τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Μέρους Ι του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όταν τα δικαιώματα:

(α) δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη∙ και

(β) μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως ελεγχόμενη εταιρεία νοείται κάθε εταιρεία στην οποία ένα πρόσωπο -

(α) έχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων∙ ή

(β) έχει το δικαίωμα διορισμού ή ανάκλησης της πλειοψηφίας των μελών του οργάνου διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας και είναι συγχρόνως μέτοχος ή εταίρος της εν λόγω εταιρείας∙ ή

(γ) είναι μέτοχος ή εταίρος και ελέγχει μόνος, δυνάμει συμφωνίας που έχει συνάψει με άλλους μετόχους ή εταίρους της εταιρείας αυτής, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων της.

(3) Για την εφαρμογή του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, στα δικαιώματα ψήφου, διορισμού ή ανάκλησης που έχει η μητρική εταιρεία προστίθενται τα δικαιώματα κάθε άλλης ελεγχόμενης εταιρείας καθώς και τα δικαιώματα κάθε προσώπου που ενεργεί εξ ονόματός του αλλά για λογαριασμό της μητρικής εταιρείας ή κάθε άλλης ελεγχόμενης εταιρείας.

Περιορισμοί στην κατοχή μετοχικού κεφαλαίου σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

143.—(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής «υποψήφιος αγοραστής») το οποίο μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, προτίθεται να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή στο κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου μιας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, με ποσοστό που υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) ή κάθε άλλη δυνατότητα ασκήσεως ουσιώδους επιρροής στη διαχείρισή της, πρωτίστως απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στον ΄Εφορο προσδιορίζοντας το ακριβές ποσοστό της συμμετοχής αυτής, προς έγκρισή της από τον Έφορο.

(2) Η ίδια υποχρέωση ισχύει και σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο αυτό προτίθεται να αυξήσει την ειδική συμμετοχή που ήδη κατέχει, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει, να ανέρχεται ή να υπερβαίνει τα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του πενήντα τοις εκατό (50%), ή προκειμένου η ασφαλιστική αυτή εταιρεία να καταστεί θυγατρική του, όταν ο κάτοχος της ειδικής συμμετοχής είναι νομικό πρόσωπο.

(3) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (11) του άρθρου 7, εάν το πρόσωπο που αναφέρεται στα εδάφια (1) ή (2) είναι ασφαλιστική επιχείρηση, πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή μητρική επιχείρηση τέτοιας οντότητας ή το νομικό ή φυσικό πρόσωπο που ελέγχει την οντότητα αυτή και εάν, λόγω αυτής της εξαγοράς, η επιχείρηση, στην οποία ο αγοραστής σκοπεύει να αποκτήσει συμμετοχή καθίσταται θυγατρική του εν λόγω αγοραστή ή περιέρχεται υπό τον έλεγχό του, η αξιολόγηση της εξαγοράς υπόκειται στη διαδικασία της προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 20Α.

Εξουσία του Εφόρου προς λήψη πληροφοριών σχετικά με νομικά πρόσωπα με ειδική συμμετοχή

144.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος της ειδικής συμμετοχής είναι νομικό πρόσωπο, ο Έφορος έχει τις ακόλουθες εξουσίες -

(α) να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων, τα οποία άμεσα ή έμμεσα ελέγχουν το νομικό αυτό πρόσωπο. Έλεγχος νομικού προσώπου έχει την έννοια που αποδίδει ο όρος “έλεγχος” στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου∙ και

(β) να ζητά, τόσον κατά το χρόνο κτήσεως της ειδικής συμμετοχής όσον και μετέπειτα, τη γνωστοποίηση των οικονομικών του καταστάσεων, όταν καθιστά την κυπριακή ασφαλιστική  εταιρεία θυγατρική του, προς το σκοπό ελέγχου της χρηματοοικονομικής του κατάστασης.

(2) Για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων, τα οποία ελέγχουν νομικά πρόσωπα τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές εταιρείες, ο Έφορος δύναται να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά  πρόσωπα, που τυγχάνουν της προηγούμενης εγκρίσεως του Εφόρου.

Αξιολόγηση υποψηφίου αγοραστή από τον Έφορο

144Α.-(1) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 143 ο Έφορος, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την  ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

(α)  τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

(β)  τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

(γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

(δ) την ικανότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή τη διενέργεια αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους·

(ε)  το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 4 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

(2) Ο Έφορος δύνανται να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνο εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια του εδαφίου (1) ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

(3) Ο Έφορος δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(4) Ο Έφορος γνωστοποιεί σε καθορισμένο τύπο τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σ’ αυτόν κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 143.  Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής:

Νοείται ότι ο Έφορος δεν απαιτεί πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 145, εάν κοινοποιηθούν στον Έφορο δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική επιχείρηση, ο Έφορος αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Διαβούλευση με άλλες οικείες εποπτικές αρχές κατά την αξιολόγηση προτεινόμενης απόκτησης

144Β.-(1) Ο Έφορος, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύεται εκτενώς με τις άλλες οικείες εποπτικές αρχές, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι -

(α) τράπεζα ή πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (στο εξής "εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ"), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

(β) η μητρική επιχείρηση τράπεζας ή πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)  ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή

(γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει τράπεζα ή πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

(2) Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση του επί της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ο Έφορος, επισημαίνει απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.

Έγκριση απόκτησης της ειδικής συμμετοχής ή ένσταση του Εφόρου

145.—(1) Ο Έφορος, εντός δύο  εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 143,  καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβε.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (6), (7) και (8) του παρόντος άρθρου, ο Έφορος διαθέτει μέγιστη προθεσμία εξήντα (60) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτεί να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάση του καθορισμένου τύπου που προβλέπεται στο εδάφιο (4) του άρθρου  144Α (στο εξής «περίοδος αξιολόγησης») προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 144Α (στο εξής «αξιολόγηση») και να εκδόσει την απόφασή του με την  οποία είτε εγκρίνει, είτε ενίσταται στην ειδική συμμετοχή.

(3) Μέσα στην ανωτέρω προθεσμία ο Έφορος δικαιούται να διεξάγει έρευνες για την καταλληλότητα ή την επαλήθευση της καταλληλότητας των προσώπων, τα οποία προτίθενται να αποκτήσουν τη συμμετοχή, περιλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων, τα οποία ελέγχουν τα συμμετέχοντα νομικά πρόσωπα, προς διασφάλιση της συνετής και χρηστής διαχείρισης της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας. Για το σκοπό αυτό, ο Έφορος θα συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή.

(4) Ο Έφορος ενημερώνει κάθε υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

(5)  Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ικανοποιείται για την καταλληλότητα των προσώπων αυτών, εγκρίνει την απόκτηση της ειδικής συμμετοχής και δύναται να ορίσει προθεσμία προς υλοποίησή της και να παρατείνει την προθεσμία οσάκις ενδείκνυται.

(6) Ο Έφορος δύναται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.  Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως  και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία.

(7) Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τον Έφορο και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψηφίου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης.  Η διακοπή δεν  υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες μέρες.  Ο Έφορος έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

(8) Ο Έφορος δύναται να παρατείνει τη διακοπή που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:

(α)  είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας∙

(β)  είναι φυσικό  ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει των 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής, 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, ή 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις.

(9) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος κρίνει ότι τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) πρόσωπα δεν είναι κατάλληλα για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της κυπριακής  ασφαλιστικής εταιρείας, ενίσταται εγγράφως στην απόκτηση της ειδικής συμμετοχής με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του εντός δύο εργάσιμων ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασής του, χωρίς η προθεσμία αυτή να υπερβαίνει την περίοδο που προβλέπεται στα εδάφια (2), (6), (7) και (8), ανανλόγως της περίπτωσης.  Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Τούτο δεν εμποδίζει τον Έφορο να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η απόφαση αυτή του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

(10) Εάν ο Έφορος δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

Ανακοίνωση ειδικής συμμετοχής σε περίπτωση θανάτου του κατόχου της

146.—(1) Σε περίπτωση θανάτου του κατόχου ειδικής συμμετοχής, η κατά το άρθρο 143 υποχρέωση προς κοινοποίηση  μετατίθεται στους κληρονόμους του, οι οποίοι οφείλουν να προβούν στην κοινοποίηση μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την ημερομηνία του θανάτου του κατόχου της ειδικής συμμετοχής.

(2) Εάν οι κληρονόμοι παραλείψουν να το πράξουν μέσα στην τακτή προθεσμία ή εάν αυτοί δεν κριθούν ως πρόσωπα κατάλληλα να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, ο Έφορος, με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, που εκδίδεται μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την ανακοίνωση, δύναται να προβεί στη λήψη των προβλεπόμενων στο άρθρο 150 του παρόντος Νόμου μέτρων.

Ανακοίνωση αύξησης συμμετοχής

147.—(1) Πέραν των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 143 του παρόντος Νόμου, ο κάτοχος ειδικής συμμετοχής σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία έχει υποχρέωση να κοινοποιεί εκ των προτέρων στον Έφορο κάθε αύξηση συμμετοχής του, η οποία υπερβαίνει κατά ποσό που αντιστοιχεί σε δύο ποσοστιαίες μονάδες του μετοχικού κεφαλαίου της ασφαλιστικής εταιρείας, και η οποία συμμετοχή είχε ανακοινωθεί προηγουμένως.

(2) Η υποχρέωση αυτή ισχύει μέχρις ότου η συνολική συμμετοχή ανέλθει στο όριο του τριάντα τοις εκατόν (30%).

Μείωση ή τερματισμός ειδικής συμμετοχής

148.—(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο απεφάσισε να παύσει να κατέχει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε  κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στον Έφορο προσδιορίζοντας το ύψος της συμμετοχής του που προτίθεται να διατηρήσει.

(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στον Έφορο, εάν αποφασίσει να μειώσει την ειδική του συμμετοχή, έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να κατέλθει κάτω από τα κατώτατα όρια του 20%, 30% ή του 50% ή η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία να παύσει να είναι θυγατρική του.  Η υποχρέωση ανακοίνωσης επεκτείνεται και στα φυσικά πρόσωπα τα οποία παύουν να ελέγχουν νομικά πρόσωπα που κατέχουν ειδική συμμετοχή σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία.

Ενημέρωση Εφόρου για μεταβολή στα ποσοστά συμμετοχής στο κεφάλαιο ασφαλιστικών εταιρειών

149.—(1) Οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες ανακοινώνουν στον Έφορο, μόλις ενημερωθούν σχετικά, τις αποκτήσεις ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιο τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από τα κατώτατα όρια, τα οποία αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα.

(2) Οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες ανακοινώνουν επίσης μέχρι την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους τα ονόματα των μετόχων που έχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα ποσά και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική  συνέλευση των μετόχων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται  σε γνώση τους, δυνάμει των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις εταιρείες, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.

(3) (α) Ο Έφορος λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αποτρέπει την άσκηση, από νομικό ή φυσικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή ή που ελέγχει άμεσα  ή έμμεσα νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που εδρεύει και λειτουργεί στη Δημοκρατία, επιρροής  η οποία είναι δυνατό να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας.

(β) Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, ο Έφορος γνωστοποιεί στα επηρεαζόμενα πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους  τομείς που, κατά την κρίση του,είναι δυνατό να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας και αφού ακούσει τις απόψεις τους, τους υποδεικνύει τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας.

Κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεων διατάξεων περί ειδικής συμμετοχής

150.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία πραγματοποιείται ειδική συμμετοχή ή αυξάνεται υφιστάμενη ειδική συμμετοχή   πάνω από τα όρια και κατά παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στα προηγούμενα άρθρα του Μέρους αυτού, είτε χωρίς να κοινοποιηθεί εκ των προτέρων στον Έφορο, είτε χωρίς να εγκριθεί η πραγματοποίηση της, αυτοδικαίως παύει να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή. Επιπρόσθετα, ο Έφορος με απόφασή του δύναται να επιβάλλει στους κατόχους των ειδικών συμμετοχών τις ακόλουθες κυρώσεις μεμονωμένα ή σωρευτικά -

(α) διοικητικό πρόστιμο μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών, που μεταβιβάστηκαν χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων του Μέρους αυτού∙

(β) αποκλεισμό των προσώπων αυτών από το Διοικητικό Συμβούλιο της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, καθώς και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στην εταιρεία αυτή για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία παραλείπεται η ανακοίνωση στον Έφορο της αλλαγής της ταυτότητας φυσικού προσώπου, που ελέγχει νομικό πρόσωπο με ειδική συμμετοχή σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, αυτοδικαίως παύει να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου, στο δε φυσικό πρόσωπο ο Έφορος δύναται να επιβάλλει την κύρωση της παραγράφου (β) πιο πάνω. Οι κυρώσεις αυτές δύνανται να επιβληθούν σε πρόσωπα τα οποία παραβιάζουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 146 του παρόντος Νόμου.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία παραβιάζεται η υποχρέωση προς ανακοίνωση που προβλέπεται στο άρθρο 148 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάστηκαν χωρίς προηγούμενη ανακοίνωση.

(4) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης φυσικού ή νομικού προσώπου, που κατέχει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 149 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό της δυσμενούς επιρροής που ασκούν τα πρόσωπα αυτά στη διαχείριση της εταιρείας και ειδικότερα -

(α) να διατάσσει την απομάκρυνσή τους από το Διοικητικό Συμβούλιο της κυπριακής  ασφαλιστικής εταιρείας και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση σε αυτήν∙

(β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά∙

(γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας με τα πρόσωπα αυτά, καθώς και να κηρύσσει ληξιπρόθεσμα και αμέσως απαιτητά τα δάνεια που έχουν λάβει όλα τα πιο πάνω πρόσωπα από την ασφαλιστική εταιρεία.

(5) Οι αποφάσεις του Εφόρου, που εκδίδονται κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δύνανται να προσβληθούν ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.