123.—(1) Στις διατάξεις του Μέρους αυτού υπάγονται τα ασφαλιστήρια τα οποία εκδίδονται από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία εντός και εκτός της Δημοκρατίας και αυτά που εκδίδονται από άλλη ασφαλιστική επιχείρηση.
(2) Για τους σκοπούς του Μέρους αυτού ο όρος «άλλη ασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει οποιαδήποτε ασφαλιστική επιχείρηση άλλη από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
124.—(1) Δεν επιτρέπεται στον Έφορο να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων του Κλάδου Γενικής Φύσεως, των πινάκων ασφαλίστρων και άλλων εντύπων που μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους ασφαλισμένους.
(2) Για σκοπούς ελέγχου εν τούτοις της τήρησης των διατάξεων περί ασφαλιστικών συμβάσεων, ο Έφορος δύναται να απαιτεί τη μη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των πιο πάνω στοιχείων:
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, ο Έφορος δύναται να απαιτεί—
(α) Την κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων πριν από την υιοθέτησή τους, όταν πρόκειται για κλάδο ασφάλισης, που καθίσταται διά νόμου υποχρεωτικός στη Δημοκρατία· ή
(β) την προηγούμενη κοινοποίηση ή έγκριση της προτεινόμενης αύξησης των ασφαλίστρων, στα πλαίσια εφαρμογής ενός γενικού συστήματος ελέγχου των τιμών.
125.—(1) Δεν επιτρέπεται στον Έφορο να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων του Κλάδου Ζωής, των πινάκων ασφαλίστρων, των τεχνικών βάσεων που χρησιμοποιούνται ιδίως για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών αποθεμάτων, καθώς και των υποδειγμάτων και άλλων εντύπων που μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστκή επιχείρηση, προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους ασφαλισμένους.
(2) Για σκοπούς ελέγχου εν τούτοις της τήρησης των διατάξεων περί ασφαλιστικών συμβάσεων, ο Έφορος δύναται να απαιτεί τη μη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των πιο πάνω στοιχείων:
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε σχέση με αναλογιστικές αρχές, οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφαλίσεων Κλάδου Ζωής ή Κλάδου Γενικής Φύσεως, που ασκούν εργασίες στον κλάδο ατυχημάτων ή/και στον κλάδο ασθενειών, οφείλουν όπως υποβάλλουν στον Έφορο στοιχεία σχετικά με τις τεχνικές βάσεις που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των μαθηματικών αποθεμάτων τους.
(4) Η αναφορά σε γενικούς και ειδικούς όρους, που γίνεται στο προηγούμενο και στο παρόν άρθρο, λογίζεται ότι δεν περιλαμβάνει τυχόν ιδιαίτερους όρους, που αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση για την κάλυψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ασφαλισμένων κινδύνων.
126.—(1) Όλοι οι όροι των ασφαλιστηρίων, που αφορούν κινδύνους άλλους από μεγάλους κινδύνους, όπως οι κίνδυνοι αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου, πρέπει να είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια και ακρίβεια και να είναι σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας εφόσον—
(α) Ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή έχει τη μόνιμη εγκατάσταση ή διαμονή του στη Δημοκρατία και το δίκαιο που διέπει το ασφαλιστήριο είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία· και
(β) πρόκειται για είδος ασφάλισης που καθίσταται υποχρεωτική διά νόμου στη Δημοκρατία.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) πιο πάνω, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, επιτρέπεται όπως οι όροι του ασφαλιστηρίου είναι σε άλλη επίσημη γλώσσα Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εκτός από επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας, εφόσον το ζητήσει ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου με γραπτή δήλωσή του ή εφόσον ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου έχει δικαίωμα να επιλέξει το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο.
127.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να περιλαμβάνει σε κάθε ασφαλιστήριο που εκδίδει, τις καθορισμένες από Κανονισμούς πληροφορίες.
(2) Κατά τη διάρκεια της ισχύος κάθε ασφαλιστηρίου, η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση υπέχει υποχρέωση όπως κοινοποιεί στον κάτοχο του ασφαλιστηρίου τις καθορισμένες με Κανονισμούς πληροφορίες.
(3) Ο Έφορος δύναται να εκδίδει οδηγίες ως προς τις παρεχόμενες δυνάμει του άρθρου αυτού πληροφορίες.
128. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού θα ισχύσουν σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.
129.—(1) Το δίκαιο που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως, οι οποίες καλύπτουν κινδύνους, οι οποίοι βρίσκονται σε Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., καθορίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
(α) Όταν ο ασφαλισμένος κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία και ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του στη Δημοκρατία ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, την έδρα του στη Δημοκρατία, το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία, εκτός εάν η ίδια η ασφαλιστική σύμβαση προβλέπει ρητώς άλλως πως, σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού·
(β) όταν ο ασφαλισμένος κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία και ο ασφαλισμένος δεν έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του στη Δημοκρατία ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, την έδρα του στη Δημοκρατία, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επιλέξουν κατά πόσο το δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση είναι είτε το δίκαιο της Δημοκρατίας είτε το δίκαιο του Κράτους Μέλους όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του, ή την έδρα του. Το αυτό εφαρμόζεται και όταν ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, την έδρα του, στη Δημοκρατία, ο δε κίνδυνος βρίσκεται σε άλλο Κράτος Μέλος·
(γ) όταν ο ασφαλισμένος ασκεί εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει περισσότερους από έναν κινδύνους, που σχετίζονται με τις δραστηριότητές του αυτές και οι οποίοι κίνδυνοι ευρίσκονται στη Δημοκρατία και σε ένα ή περισσότερα άλλα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν ότι εφαρμόζεται είτε το δίκαιο ενός από τα Κράτη Μέλη στα οποία βρίσκεται ένας από τους ασφαλισμένους κινδύνους είτε το δίκαιο του Κράτους Μέλους, όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του ή την έδρα του·
(δ) χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ), όταν τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. που αναφέρονται στις πιο πάνω παραγράφους, παρέχουν μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής του δικαίου που διέπει τη σύμβαση, οι συμβαλλόμενοι δικαιούνται να επικαλεσθούν την ελευθερία αυτή·
(ε) σε περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία και οι καλύψεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) περιορίζονται σε κάλυψη ζημιογόνων περιστατικών τα οποία δύνανται να επέλθουν σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. άλλο από αυτό που βρίσκεται ο κίνδυνος, τότε οι συμβαλλόμενοι δύνανται να επιλέξουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο αυτού του Κράτους Μέλους στο οποίο θα επέλθει η ζημιά·
(στ) ανεξάρτητα από όσα αναφέρονται πιο πάνω, όταν πρόκειται για ασφαλίσεις μεγάλων κινδύνων, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επιλέξουν ελεύθερα το δίκαιο που θα διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.
(2) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επέλεξαν δίκαιο διαφορετικό από το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία, δε δύναται, εφόσον όλες οι άλλες συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης σχετίζονται αποκλειστικά με τη Δημοκρατία κατά τη στιγμή της επιλογής του δικαίου, να επηρεάσει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, και δεν επιδέχονται αλλαγής δυνάμει συμβάσεως.
(3) Η επιλογή του δικαίου που θα διέπει μία ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να είναι ρητή και να προκύπτει σαφώς από τους όρους του ασφαλιστηρίου. Σε ενάντια περίπτωση, η ασφαλιστική σύμβαση θα διέπεται από το δίκαιο του Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., με το οποίο η σύμβαση έχει στενότερη συνάφεια μεταξύ των Κρατών Μελών που εμπλέκονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία ένα μέρος της ασφαλιστικής σύμβασης δύναται να διαχωριστεί από το υπόλοιπο μέρος της συμβάσεως και το μέρος αυτό της συμβάσεως έχει στενότερη συνάφεια με Κράτος άλλο από εκείνα που εμπλέκονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, τότε, κατ' εξαίρεση, το μέρος αυτό της ασφαλιστικής συμβάσεως δύναται να διέπεται από το δίκαιο αυτού του Κράτους. Σε κάθε περίπτωση τεκμαίρεται ότι η ασφαλιστική σύμβαση έχει στενότερη συνάφεια με το Κράτος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος.
(5) Οι προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των κανόνων αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το δίκαιο το οποίο, κατά τις διατάξεις αυτές, διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.
(6) Εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο της Δημοκρατίας, δύνανται να εφαρμοστούν οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου του Κράτους Μέλους όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος ή του Κράτους Μέλους που επιβάλλει την υποχρέωση ασφάλισης, εάν και στο βαθμό που, σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών αυτών, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.
(7) Όταν η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει κινδύνους που ευρίσκονται σε περισσότερα από ένα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. θεωρείται, για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου αυτού, ότι η ασφαλιστική σύμβαση αντιπροσωπεύει πολλές ασφαλιστικές συμβάσεις, καθεμία από τις οποίες έχει σχέση με ένα μόνο Κράτος Μέλος.
(8) Υπό την επιφύλαξη των προηγούμενων διατάξεων του άρθρου αυτού, στις ασφαλιστικές συμβάσεις Κλάδου Γενικής Φύσεως, εφαρμόζεται το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία και αφορά τους γενικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σε σχέση με συμβατικές υποχρεώσεις.
130.—(1) Σε περίπτωση σύναψης ασφαλιστικής συμβάσεως σε σχέση με κλάδο ασφάλισης που καθίσταται υποχρεωτική δυνάμει νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία, η σύμβαση λογίζεται ότι ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού μόνο εφόσον τηρηθούν όλες οι ειδικές διατάξεις που περιέχονται στο νόμο αυτό.
(2) Εάν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του νόμου της Δημοκρατίας που καθιστά υποχρεωτική την ασφάλιση και του δικαίου του Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. όπου βρίσκεται ο κίνδυνος, υπερισχύει ο νόμος της Δημοκρατίας.
(3) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου του άρθρου αυτού, οι διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 128 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται όταν η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει κινδύνους σε περισσότερα από ένα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τουλάχιστον ένα από τα οποία καθιστά τον κλάδο, κλάδο υποχρεωτικής ασφάλισης.
(4) Η ασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού διέπεται από το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία, σε περίπτωση δε τερματισμού της, η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση που την έχει συνάψει, δύναται να επικαλεσθεί τον τερματισμό αυτό έναντι τρίτων, μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το επιτρέπει ο σχετικός νόμος που καθιστά υποχρεωτική την ασφάλιση αυτή.
131.—(1) Το δίκαιο που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου Ζωής, καθορίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
(α) Όταν η ασφαλιστική υποχρέωση ευρίσκεται στη Δημοκρατία, το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία, εκτός εάν η ίδια η ασφαλιστική σύμβαση προβλέπει ρητώς άλλως πως, σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού·
(β) όταν ο ασφαλισμένος είναι φυσικό πρόσωπο, πολίτης της Δημοκρατίας που έχει το συνήθη τόπο διαμονής του σε άλλο Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επιλέξουν το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία ως το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο.
(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των κανόνων αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το δίκαιο, το οποίο κατά τις διατάξεις αυτές θα διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.
(3) Εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο της Δημοκρατίας, δύνανται να εφαρμοστούν οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στο Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. όπου βρίσκεται η ασφαλιστική υποχρέωση, εάν και στο βαθμό που, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους αυτού, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.
(4) Υπό την επιφύλαξη των προηγούμενων διατάξεων του άρθρου αυτού, στις ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου Ζωής εφαρμόζεται το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία και αφορά τους γενικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σε σχέση με συμβατικές υποχρεώσεις.
132. Για την επίλυση των διαφορών που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις, αρμόδια καθίστανται τα δικαστήρια της Δημοκρατίας στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Στις ασφαλίσεις Κλάδου Γενικής Φύσεως, όταν η ασφάλιση είναι υποχρεωτική ή όταν συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(i) Ο ασφαλισμένος κίνδυνος ευρίσκεται στη Δημοκρατία·
(ii) το εφαρμοστέο δίκαιο στην ασφαλιστική σύμβαση είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία·
(iii) ο ασφαλισμένος κίνδυνος δε συγκαταλέγεται στους μεγάλους κινδύνους·
(β) στις ασφαλίσεις Κλάδου Ζωής, όταν συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(i) η Δημοκρατία είναι το Κράτος Μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης·
(ii) ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία·
(iii) το εφαρμοστέο δίκαιο στην ασφαλιστική σύμβαση είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία.
133.—(1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση που επιδιώκει τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, που αφορά την κάλυψη υποχρεώσεων ή κινδύνων άλλων από τους μεγάλους κινδύνους, έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί, η ίδια ή πρόσωπο που ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, τις καθορισμένες με Κανονισμούς πληροφορίες.
(2) Όλες οι αναγκαίες πληροφορίες, που κατά το προηγούμενο εδάφιο γνωστοποιούνται πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως και όσον αφορά τον Κλάδο Ζωής μόνο, είναι έγγραφες και διατυπωμένες με σαφήνεια και ακρίβεια, ευχερώς κατανοητές· οι πληροφορίες αυτές είτε αφορούν τον Κλάδο Ζωής είτε τον Κλάδο Γενικής Φύσεως παρέχονται σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας εφόσον—
(α) Ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στη Δημοκρατία και το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία· ή
(β) στην περίπτωση υποχρεωτικής ασφάλισης, δυνάμει νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία:
(3) Οι προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν και, στην περίπτωση τροποποίησης υφιστάμενης ασφαλιστικής συμβάσεως του Κλάδου Ζωής, εφόσον η τροποποίηση αυτή επάγεται την αύξηση του ετήσιου ασφάλιστρου τουλάχιστο κατά 20%, ή την καταβολή επιπρόσθετου ασφαλίστρου, που καταβάλλεται εφάπαξ.
(4) Ο Έφορος δύναται να εκδίδει οδηγίες ως προς τις παρεχόμενες, δυνάμει του άρθρου αυτού, πληροφορίες.
134.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου αυτού, κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, οφείλει όπως, σε κάθε ασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται προς όφελος ασφαλισμένου με ατομική ασφαλιστική σύμβαση του Κλάδου Ζωής, επισυνάπτει σημείωμα, κατά τον καθορισμένο τύπο, αναφορικά με το δικαίωμα του κατόχου ασφαλιστηρίου προς υπαναχώρηση, κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού· εάν παραλείψει να το πράξει, η προθεσμία προς άσκηση του δικαιώματος του κατόχου ασφαλιστηρίου, προς υπαναχώρηση, παρατείνεται στα δύο έτη από την ημέρα συνάψεως της συμβάσεως, η δε υπαίτια της παράλειψης εταιρεία ή επιχείρηση στερείται του δικαιώματος να αφαιρέσει από το επιστρεφόμενο κατά τις διατάξεις του εδαφίου (7) ποσό, τη ζημιά που τυχόν υπέστη υπό τις καθοριζόμενες στο εδάφιο αυτό περιστάσεις.
(2) Κάθε κάτοχος ατομικού ασφαλιστηρίου στον Κλάδο Ζωής, έχει το δικαίωμα, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερολογιακών ημερών, από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη σύναψη της σύμβασης, να γνωστοποιεί εγγράφως στην ενδιαφερόμενη κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, την απόφαση προς υπαναχώρηση και τερματισμό της σύμβασης.
(3) Οι διατάξεις του πιο πάνω εδαφίου δεν εφαρμόζονται—
(α) Όταν πρόκειται για ασφαλιστικές συμβάσεις διάρκειας μικρότερης των έξι μηνών· ή
(β) όταν ο κάτοχος ασφαλιστηρίου δεν είναι φυσικό πρόσωπο· ή
(γ) όταν η ασφαλιστική σύμβαση έχει συναφθεί για σκοπούς εξασφάλισης πιστωτή που χορήγησε δάνειο σε ασφαλισμένο, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος γνώριζε εκ των προτέρων ότι το δάνειο δεν του έχει χορηγηθεί· ή
(δ) όταν πρόκειται για αντασφαλιστικές συμβάσεις.
(4) Η ειδοποίηση υπαναχώρησης υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τύπο και επάγεται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (7) του άρθρου αυτού, απόσβεση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από τη σχετική ασφαλιστική σύμβαση.
(5) Ημερομηνία ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχώρησης λογίζεται η ημερομηνία κατά την οποία παραδίδεται ή αποστέλλεται η σχετική ειδοποίηση προς την ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, στη διεύθυνση που αυτή έχει υποδείξει.
(6) Εφόσον ασκηθεί το δικαίωμα υπαναχώρησης, κάθε ποσό που καταβλήθηκε σε σχέση με την ασφαλιστική σύμβαση επιστρέφεται, το βραδύτερο εντός ενός μηνός από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης, αφού αφαιρεθούν τα ιατρικά έξοδα που η κυπριακήασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρησηδιενήργησε τα οποία σχετίζονται άμεσα με τη σύμβαση:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που το ύψος των ιατρικών εξόδωνείναι μεγαλύτερο από το συνολικό ύψος των ασφαλίστρωνπου έχουν καταβληθεί, τη διαφορά θα την επωμίζεται ηασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση.
(7) Σε περίπτωση κατά την οποία η ασκηθείσα υπαναχώρηση αφορά ασφαλιστική σύμβαση της οποίας το ασφάλιστρο συνίσταται από μια και μόνο δόση που καταβάλλεται εφάπαξ, ή την τροποποίηση ασφαλιστικής συμβάσεως που επάγεται την καταβολή ενός εφάπαξ ασφαλίστρου, επιστρέφεται το ποσό που καταβλήθηκε, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί κάθε ζημιά που η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση τυχόν υπέστη ως αποτέλεσμα πτωτικής διακύμανσης σε χρηματιστηριακές αγορές, ενόσω η ασφαλιστική σύμβαση τελούσε σε ισχύ, τον τρόπο υπολογισμού της οποίας καθορίζει εκάστοτε ο Έφορος.
(8) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία.
135. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού θα ισχύσουν σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.
136.—(1) Κάθε ασφαλιστήριο, που παρέχει κάλυψη—
(α) Σε κινδύνους που βρίσκονται στη Δημοκρατία, κατά την έννοια της παραγράφου (α) του ορισμού «Κράτος Μέλος όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος», στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου· ή
(β) σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που βρίσκονται στη Δημοκρατία, κατά την έννοια του ορισμού «Κράτος Μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης», στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου,
ανεξάρτητα από το δίκαιο που το διέπει, υπόκειται στους έμμεσους φόρους, τέλη χαρτοσήμου ή δικαιώματα αποκλειστικά προς όφελος της Δημοκρατίας ή τρίτων, καθώς και εισφορές προς όφελος οποιουδήποτε οργανισμού ή ταμείου ή οργάνωσης, που προβλέπονται από τους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους του 1961 μέχρι 2001 ή άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας της Δημοκρατίας.
(2) Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, σε ό,τι αφορά την παράγραφο (α), εφαρμόζονται και στα ασφαλιστήρια, τα οποία προσφέρουν κάλυψη σε σχέση με κινητή περιουσία που περιλαμβάνεται σε ακίνητο, το οποίο ευρίσκεται στη Δημοκρατία, εκτός από κινητή περιουσία που τελεί υπό εμπορική διαμετακόμιση, έστω και αν το ακίνητο και το περιεχόμενο του δεν καλύπτονται κάτω από το ίδιο ασφαλιστήριο.
(3) Οι υποχρεώσεις καταβολής των έμμεσων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, καθίστανται απαιτητές στο νόμισμα, στο οποίο καταβάλλονται τα ασφάλιστρα και υπολογίζονται με βάση την ισοτιμία της λίρας Κύπρου και του ξένου νομίσματος, κατά την ημέρα της είσπραξής τους.
137.—(1) Οι διατάξεις του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου, θα εφαρμόζονται και επί ασφαλιστηρίων που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου αυτού και εκδίδονται από ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., η οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 35 του παρόντος Νόμου.
(2) Υποχρέωση καταβολής των έμμεσων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 136, έχει ο φορολογικός αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής αυτής επιχείρησης, που διορίζεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 35 του παρόντος Νόμου.
(3) Ο φορολογικός αντιπρόσωπος υποβάλλει, στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων του Υπουργείου Οικονομικών της Δημοκρατίας, δήλωση καταβολής του φόρου σε σχέση με τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης και των άλλων χρεώσεων του τελευταίου τριμήνου του προηγούμενου έτους, καθώς και συμπληρωμένο κατάλογο των ασφαλιστηρίων που εκδόθηκαν από την ασφαλιστική επιχείρηση, την οποίαν αντιπροσωπεύει.
138.—(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ασφαλιστική διαφήμιση σημαίνει—
(α) Διαφήμιση που απευθύνεται στο κοινό και προσκαλεί στη σύναψη ή την προσφορά προς σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων·
(β) διαφήμιση που στοχεύει, άμεσα ή έμμεσα, να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού σε μια συγκεκριμένη ασφαλιστική επιχείρηση, τις εργασίες της, τα σχέδια ή τις υπηρεσίες που προσφέρει:
(2) Κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, ο όρος «διαφήμιση» περιλαμβάνει κάθε μορφή διαφήμισης, ανεξάρτητα εάν αυτή διενεργείται με δημοσίευση σε έντυπη μορφή, με επίδειξη φωτογραφιών ή ταινιών, με εκπομπή πληροφοριών ή μηνυμάτων μέσω ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως ή με προβολή μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλης ηλεκτρονικής συσκευής τέτοιων πληροφοριών ή μηνυμάτων.
(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, διαφήμιση που διενεργείται κατά τα ανωτέρω, από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό ή κατ' εντολή άλλου προσώπου, λογίζεται ως διαφήμιση που διενεργείται από το άλλο αυτό πρόσωπο. Σε περίπτωση κατά την οποία η διαφήμιση περιέχει πρόσκληση προς σύναψη ή προσφορά προς σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως με συγκεκριμένο πρόσωπο που καθορίζεται στη διαφήμιση, η διαφήμιση αυτή τεκμαίρεται ότι διενεργείται από το πρόσωπο αυτό.
139.—(1) Η μορφή και το περιεχόμενο των ασφαλιστικών διαφημίσεων καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου. Οι Κανονισμοί αυτοί δύνανται να διαλαμβάνουν ειδικές διατάξεις αναφορικά με ασφαλιστικές διαφημίσεις, ανάλογα με τον κλάδο, την κατηγορία, το είδος ή τον τύπο της ασφάλισης.
(2) Απαγορεύεται οποιαδήποτε ασφαλιστική διαφήμιση, εκτός εάν αυτή διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των πιο πάνω Κανονισμών.
(3) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), πρόσωπο που εκδίδει, προβάλλει, εκπέμπει, αναμεταδίδει, δημοσιεύει ή γενικά φέρει σε γνώση του κοινού με οποιοδήποτε μέσο, ασφαλιστική διαφήμιση, κατά παράβαση των διατάξεων των Κανονισμών αυτών, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων λιρών.
(4) Δεν υπέχει ευθύνη για το προβλεπόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ποινικό αδίκημα, πρόσωπο το οποίο κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών του, διενεργεί κατ' εντολή άλλου, διαφήμιση, που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (3), εάν αποδείξει ότι το περιεχόμενο της διαφήμισης δεν το έχει επινοήσει ή επιλέξει ο ίδιος ούτε άλλο πρόσωπο που τελεί κάτω από τις οδηγίες ή τον έλεγχο του.
140.—(1) Ο Έφορος δύναται να εκδίδει οδηγίες προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αναφορικά με την εφαρμογή των περί ασφαλιστικών διαφημίσεων διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος διαπιστώνει παράβαση των διατάξεων αυτών, δύναται να απαιτήσει από τον υπαίτιο της παράβασης—
(α) Τον άμεσο τερματισμό της διαφήμισης· ή
(β) την άμεση τροποποίηση, διόρθωση ή αναίρεση οποιωνδήποτε πληροφοριών ή στοιχείων, που διαλαμβάνονται στη διαφήμιση· ή
(γ) προκειμένου περί διαφήμισης που περιέχει ψευδή, παραπλανητικά ή ανακριβή στοιχεία ή πληροφορίες, τη διενέργεια νέας διαφήμισης κατά το χρόνο και τον τρόπο που θα υποδείξει προς τούτο, στην οποία να γίνεται ρητή αναφορά στην προηγούμενη διαφήμιση και να παρατίθενται τα αληθή και ακριβή στοιχεία ή πληροφορίες.
141. Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η διαφήμιση που διενεργείται από ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., που ασκεί εργασίες στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, θα διέπεται από τις οικείες διατάξεις του παρόντος Νόμου.